Η κυβέρνηση παραβιάζει τη λαϊκή βούληση – εντολή στη συμφωνία με τα Σκόπια
Δεν υφίστανται προϋποθέσεις υπογραφής διεθνούς συμφωνίας για τα Σκόπια
Απλά υπογράφηκε στις 17-6-2018 μία διεθνής συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και ΠΓΔΜ, η οποία για να μας δεσμεύει απαιτείται να κυρωθεί και να επικυρωθεί
Δρ Κέρη Π. Μαυρομμάτη
Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Δικηγόρος
Είναι γνωστό ότι στις 17-6-2018 υπογράφτηκε από τους κυβερνητικούς εκπροσώπους μία Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΠΓΔΜ καθώς και του Μάθιου Νίμιτς, ως μάρτυρα σύμφωνα με τις αποφάσεις Συμβουλίου Ασφαλείας 817/1993 και 845/1993.
Πρώτον ας διαβάσουμε τι υπεγράφη στις 17-6-2018 σύμφωνα με τον Τίτλο, που έχει η Συμφωνία «Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών, οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις Συμβουλίου Ασφαλείας 817/1993 και 845/1993, τη Λήξη της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση εταιρικής στρατηγικής σχέσης μεταξύ των μερών».
Στην Αγγλική γλώσσα αναφέρεται ως «Agreement-Final Agreement for the Settlement of the differences as described in the United Nations Security Council Resolutions 817/1993 και 845/1993...».
Σύμφωνα λοιπόν με τον τίτλο της Συμφωνίας υπογράφηκε στις 17-6-2017, μία διμερής-διεθνής συμφωνία για την επίλυση των διαφορών, οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817(1993) και 845(1993), για τη λήξη της ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και για την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών στους τομείς άμυνας, αστυνομίας, διασυνοριακής συνεργασίας κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομίας (υποδομές, επενδύσεις, τουρισμός, εμπόριο), ενέργειας (αγωγοί, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιομηχανία, γεωργία, αλιεία) περιβάλλοντος, εκπαίδευσης, επιστήμης, πολιτισμού, έρευνας, τεχνολογίας, υγείας, μεταφορών, καθώς και πολιτική συνεργασία στο πλαίσιο διεθνών και περιφερειακών οργανισμών.
Ειδικότερα
Πρώτον υπογράφτηκε μία Συμφωνία μεταξύ δύο μερών, το πρώτο μέρος είναι η Ελληνική Δημοκρατία και το δεύτερο μέρος είναι αυτό το κράτος, που έγινε δεκτό ως κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών με την απόφαση 47/225 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών (βλ. Α/RES /47/225-8/4/1993). Αυτή η απόφαση 47/225 περιλαμβάνει ότι «κάνει δεκτή την αίτηση του κράτους, που περιέχεται στο έγγραφο A/47/876-S/25147, να καταστεί μέλος των Ηνωμένων Εθνών, αυτό το κράτος θα αναφέρεται προσωρινά για όλους τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών ως ΠΓΔΜ («FYROM») έως ότου επέλθει επίλυση της διαφοράς, που δημιουργήθηκε σχετικά με το όνομα αυτού του κράτους».
Δηλαδή τα δύο μέρη-κράτη, που υπέγραψαν αυτή τη Συμφωνία της 17-6-2018 είναι η Ελληνική Δημοκρατία και η Πρώην Γιουγκοσλαυική Δημοκρατία της Μακεδονίας, σύμφωνα με την ανωτέρω ρητά αναφερομένη απόφαση 47/225.
Απλά σε αυτή τη Συμφωνία αντί να αναφέρουν το όνομα του δεύτερου συμβαλλόμενου κράτους, επιλέγουν να αναφέρουν τον αριθμό της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών όπως αυτό έχει γίνει δεκτό από το 1993 ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών.
Γεννάται το ερώτημα γιατί επιλέγουν να αναφέρουν το όνομα του δευτέρου συμβαλλομένου κράτους με αυτό τον περιφραστικό τρόπο;
Γιατί δεν αναφέρονται ούτε στο τίτλο ούτε στο προοίμιο αυτής της Συμφωνίας στα ονόματα και των δύο κρατών, που συμβάλλονται ως ανεξάρτητα κράτη- υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, όπως περιλαμβάνουν όλες οι διεθνείς συμφωνίες;
Θέλουν να αποκρύψουν τα συμβαλλόμενα κράτη Ελλάδα και ΠΓΔΜ την ισχύουσα ονομασία του δευτέρου μέρους, δηλαδή ΠΓΔΜ κατά τον ΟΗΕ, που έχουν υποχρέωση να συμπεριλάβουν σε αυτή τη Διεθνή Συμφωνία;
Είναι γνωστό ότι οι διεθνείς συμφωνίες, που έχει συνομολογήσει η Ελλάδα με όλα τα άλλα κράτη, πλην της από 13-9-1995 ενδιάμεσης διεθνούς συμφωνίας και της από 17-6-1995 Συμφωνίας με το κράτος της ΠΓΔΜ, περιλαμβάνουν ρητά τα ονόματα των συμβαλλομένων κρατών.
Εισάγεται νέα διεθνής πρακτική συνάψεως διεθνών συμφωνιών;
Δεύτερον, αυτή η Συμφωνία είναι μία Διεθνής Συμφωνία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Προοίμιου και του άρθρου 2 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών (1969), διότι συνομολογήθηκε γραπτά μεταξύ δύο κρατών για την επίλυση διαφοράς ως μέσου ειρηνικής συνύπαρξης και καλής γειτονίας.
Απαιτείται δε επικύρωση αυτής της έγγραφης διεθνούς συμφωνίας από το αρμόδιο όργανο του κάθε συμβαλλόμενου κράτους, ανεξάρτητα της ειδικής ονομασίας ως Συμφωνία «Agreement», που αναφέρεται στο αγγλικό κείμενο. Θεωρούμε ότι δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί απλά «Συμφωνία» (Agreement) κατά την αμερικανική πρακτική ή «Συμφωνία απλοποιημένου τύπου» και να εξαιρεθεί της προϋπόθεσης της κύρωσης και επικύρωσης.
Η κύρωση και επικύρωση αποτελεί επιταγή για την ισχύ μίας διεθνούς συμφωνίας-συνθήκης τόσο των κανόνων του ελληνικού Συντάγματος όσο και του διεθνούς δικαίου, συμβατικού και εθιμικού.
Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, άρθρα 28 και 36, απαιτείται η νομοθετική κύρωση και η επικύρωση της διεθνούς συμφωνίας ως αποτέλεσμα διεθνών διαπραγματεύσεων για να ισχύσει και για να εφαρμοσθεί. Δηλαδή απαιτείται κύρωση, από την Ελληνική Βουλή, το αρμόδιο όργανο για την ισχύ και την εκτέλεση της συμφωνίας στην ελληνική έννομη τάξη, την εφαρμογή των διατάξεων της από τα εσωτερικά πολιτειακά όργανα και ιδιαίτερα τα δικαστήρια καθώς και για τη διεθνή δέσμευση του ελληνικού κράτους, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν γεννιέται ευθύνη του ελληνικού κράτους και των ελλήνων. Παράλληλα η σύμπραξη της ελληνικής Βουλής υπαγορεύεται ως μέσο ασκήσεως ελέγχου από το αντιπροσωπευτικό σώμα για την εξωτερική πολιτική, για την ανάληψη διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων της χώρας. Επιπρόσθετα ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας επικυρώνει τις διεθνείς συνθήκες, εφόσον περιέχει παραχωρήσεις υπέρ της ΠΓΔΜ όπως με τις διατάξεις για πρόσβαση στο Αιγαίο και επιβαρύνει ατομικά τους έλληνες όπως με τις διατάξεις για την οικονομία π.χ. αλιεία, γεωργία κλπ.
Κατά το διεθνές δίκαιο απαιτείται η επικύρωση, ανταλλαγή και κατάθεση επικυρώσεων. Η επικύρωση είναι μία διεθνής πράξη, αποτελεί δήλωση μονομερή της πολιτειακής βούλησης κάθε συμβαλλόμενου κράτους για την εκτέλεση της συμφωνίας με καλή πίστη. Έτσι συνάπτεται νομικός δεσμός, δηλαδή με τη σύμπτωση των πολιτειακών βουλήσεων των συμβαλλομένων κρατών Ελλάδας και ΠΓΔΜ. Επίσης απαιτείται η μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ανταλλαγή των πράξεων επικυρώσεως.
Η σύνταξη και η υπογραφή μόνον της από 17-6-2018 διεθνούς Συμφωνίας δεν έχει νομική ισχύ, είναι κυβερνητικές πράξεις με τις οποίες εξαγγέλλεται η θέληση των συμβαλλομένων μερών-κρατών, η δε επικύρωση είναι πράξη με την οποία επιβεβαιώνεται από την αρμόδια αρχή η με αυτό τον τρόπο εκφρασθείσα θέληση για να δοθεί νομική ισχύς (βλ.Κ. Ευσταθιάδης, ΔΔ, Σ.283,Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την Υπόθεση Αμπατιέλου, καθηγητής και διεθνής δικαστής Basdevant).
Άλλωστε στο άρθρο 1παράγραφος 4α και β προβλέπεται ότι «το δεύτερο Μέρος δηλαδή η ΠΓΔΜ θα καταθέσει τη Συμφωνία για κύρωση στο Κοινοβούλιο του και θα γνωστοποιήσει στο Δεύτερο Μέρος, δηλαδή στην Ελλάδα, ότι το Κοινοβούλιο του έχει κυρώσει τη Συμφωνία». Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 119 του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, αυτή η Συμφωνία αφού κυρωθεί από το Κοινοβούλιο, θα πρέπει να επικυρωθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της ΠΓΔΜ στο όνομα της χώρας του.
Σε αυτή τη Συμφωνία αναφέρεται, στο άρθρο 1 παράγραφος 4ζ, ότι «το Πρώτο Μέρος (δηλαδή η Ελλάδα) θα κυρώσει τη Συμφωνία, μόλις το δεύτερο μέρος-η ΠΓΔΜ προβεί στις συνταγματικές τροποποιήσεις και σε όλες τις εσωτερικές νομικές διαδικασίες, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η παρούσα Συμφωνία».
Άλλωστε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας στο ελληνικό Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι για να ισχύσει αυτή ή Συμφωνία απαιτείται να έλθει για κύρωση στο ελληνικό Κοινοβούλιο και ότι όταν έλθει στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν θα την ψηφίσει και έτσι θα παραμείνει συνεπής στη πολιτική του δέσμευση ότι δεν θα συμφωνήσει το γειτονικό κράτος να έχει ονομασία με τον όρο Μακεδονία.
Όμως γιατί ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι αυτή η Συμφωνία εφόσον υπογραφεί είναι δεσμευτική και είναι πολύ δύσκολο να μην την εφαρμόσει;
Ο κ. Μητσοτάκης δεν γνωρίζει ή δεν φρόντισε να μάθει ή δεν θέλει να μάθει τι προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο για την έγκυρη σύναψη και ισχύ των διεθνών Συμφωνιών στην εσωτερική και στη διεθνή έννομη τάξη;
Άλλωστε ο κ. Λεβέντης έκανε γνωστό στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ότι ζήτησε με σχετική επιστολή του προς τον κ. Μητσοτάκη να του απαντήσει έγγραφα ότι θα δεσμευθεί να μην εφαρμόσει αυτή τη Συμφωνία.
Συνεπώς απαιτείται για να ισχύσει αυτή η Συμφωνία στην εσωτερική έννομη τάξη να κυρωθεί από το Κοινοβούλιο των δύο συμβαλλομένων κρατών, Ελλάδα και ΠΓΔΜ, και να επικυρωθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κάθε κράτους καθώς και να ανταλλαγούν οι πράξεις επικυρώσεως των δύο συμβαλλομένων κρατών.
Τρίτον η ευθύνη - υποχρέωση δημιουργείται για να αποκαλείται στην εσωτερική έννομη τάξη ως «Δημοκρατία Βόρειας Μακεδονία» από της κυρώσεως, επικυρώσεως και ανταλλαγής των κυρώσεων.
Αφετέρου δε στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, η υποχρέωση να ονομάζεται «Δημοκρατία Βόρειας Μακεδονίας» υφίσταται από της καταχωρήσεως και δημοσιεύσεως της στα Ηνωμένα Έθνη.
Αυτή Συμφωνία απαιτείται να καταχωρηθεί στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών και να δημοσιευθεί από αυτή τη Γραμματεία, διότι αλλιώς δεν μπορεί κανένα συμβαλλόμενο κράτος των Ηνωμένων Εθνών να την επικαλεσθεί ενώπιον οιουδήποτε οργάνου των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Άλλωστε οι διατάξεις του άρθρου20(10) αυτής της Συμφωνίας προβλέπουν την υποχρέωση Πρωτοκόλλησης της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως για κάθε Συμφωνία.
Συνεπώς μέχρι της καταχωρήσεως και δημοσιεύσεως αυτής της Συμφωνίας από τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών ισχύει σε κάθε όργανο των Ηνωμένων Εθνών η προσωρινή ονομασία ΠΓΔΜ αυτού του κράτους με την οποία έγινε δεκτό ως κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με την απόφαση 47/225 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.
Τέταρτον αυτή η Συμφωνία δεν είναι και δεν μπορεί να είναι συμφωνία αναγνώρισης του γειτονικού κράτους. Όπως αναφέρει και ο τίτλος αυτής της Συμφωνίας είναι Τελική Συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς, κατά τις Αποφάσεις 817(1993) της 7-4-1993 και 845(1993) της 18-6-1993, σχετικά με το ζήτημα της ονομασίας του ως κράτος-μέλος των ΗΕ.(βλ. S/ RES/817(1993).
Ποιό είναι λοιπόν το περιεχόμενο αυτών των Αποφάσεων;
Η Απόφαση 817 /7-4-1993 Συμβουλίου Ασφαλείας ΟΗΕ περιλαμβάνει ότι «εξετάζοντας την αποδοχή της αίτησης της ΠΓΔΜ να γίνει μέλος των ΗΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σημείωσε ότι δημιουργήθηκε διαφορά για το όνομα του κράτους, που χρειάζεται να λυθεί με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και τις σχέσεις καλής γειτονίας στη περιοχή. Πιέζει τα κράτη να συνεχίζουν να συνεργάζονται με τους υπεύθυνους της Επιτροπής για τη διεθνή διάσκεψη για την πρώην Γιουγκοσλαυία με σκοπό να καταλήξουν σε συμφωνία για τη διαφορά τους. Συστήνει στη ΓΣ να κάνει δεκτή την αίτηση αυτού του κράτους να καταστεί μέλος των ΗΕ, πού αυτό το κράτος θα αναφέρεται προσωρινά για όλους τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών ως «FYROM» έως ότου επέλθει επίλυση της διαφοράς, που δημιουργήθηκε σχετικά με το όνομα αυτού του κράτους».
Η δε απόφαση 845 /18-6-1993 Συμβουλίου Ασφαλείας αναφέρει «έχοντας υπόψη την 817(1993) της 7-4-1993, την έκθεση του Γενικού Γραμματέα Ηνωμένων Εθνών, που υποβλήθηκε σε συνέχεια της 817(1993) μαζί με τη δήλωση της κυβέρνησης της Ελλάδας και την επιστολή του Προέδρου της ΠΓΔΜ με ημερομηνία 27 και 29 Μαΐου 1993 αντίστοιχα (βλ.έγγραφο S 25855 and Add. 1 and 2) συνιστά στα μέλη ως βάση για την επίλυση της διαφοράς τους τις προτάσεις, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 5 της έκθεσης του Γενικού Γραμματέα Ηνωμένων Εθνών. Πιέζει δε τα μέλη για ταχεία επίλυση των εκκρεμών διαφορών τους υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα Ηνωμένων Εθνών. (βλ. S/ RES/845(1993)).
Αυτή η Συμφωνία, που υπογράφηκε στις 17-6-2018,περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων, στο άρθρο 1 ότι «έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά και συμφωνήθηκαν το επίσημο όνομα του Δευτέρου Μέρους θα είναι «Δημοκρατία Βόρειας Μακεδονίας» το οποίο θα είναι το συνταγματικό όνομα του Δευτέρου Μέρους και θα χρησιμοποιείται erga omnes όπως προβλέπεται στη παρούσα Συμφωνία. Το σύντομο όνομα του Δευτέρου Μέρους θα είναι “ Βόρεια Μακεδονία”.
Η αναγνώριση ενός κράτους είναι μονομερής πράξη εθνικής κυριαρχίας, είναι ζήτημα που ανήκει στη αποκλειστική εσωτερική αρμοδιότητα-δικαιοδοσία των κυρίαρχων κρατών. Άλλωστε ήδη έχει αναγνωρισθεί αυτό το γειτονικό κράτος ως ανεξάρτητο κράτος από την Ελλάδα από το 1993,στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών, όταν έγινε δεκτό ως κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με την απόφαση 47/225 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Παράλληλα στην από 13-9-1995 ενδιάμεση διεθνή συμφωνία, που δεν κυρώθηκε ποτέ από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και που δεν αναφέρεται το όνομα των συμβαλλομένων κρατών, αλλά “ ο… ως εκπρόσωπος το πρώτου συμβαλλόμενου κράτος και ο …ως εκπρόσωπος του δεύτερου συμβαλλομένου κράτους δηλώνουν και συμφωνούν…, το πρώτο συμβαλλόμενο αναγνωρίζει το δεύτερο συμβαλλόμενο ως κυρίαρχο ανεξάρτητο κράτος με τη προσωρινή ονομασία, που αναφέρεται σε επιστολή του πρώτου συμβαλλόμενου κράτους με ημερομηνία ίδια με αυτή της παρούσας Ενδιάμεσης Συμφωνίας”.
Τα Ηνωμένα Έθνη δεν έχουν δικαίωμα να επέμβουν <σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οιουδήποτε κράτους> κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 7 του ΧΗΕ, όπως είναι η εσωτερική δικαιοδοσία αναγνώρισης κράτους.
Η επέμβαση των Ηνωμένων Εθνών αφορά την επίλυση των διαφορών, οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις Συμβουλίου Ασφαλείας 817/1993 και 845/1993, δηλαδή στην ονομασία αυτού του κράτους για την εισδοχή του στα ΗΕ.
Συνεπώς το Συμβούλιο Ασφαλείας απεφάσισε ότι έχει αρμοδιότητα να επέμβει για την επίλυση της διαφοράς για το όνομα του γειτονικού κράτους ως κράτους – μέλους των ΗΕ “για να διαφυλαχθεί η ειρήνη και οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των κρατών στη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαυίας και υποστηρίζοντας τη σταθερότητα στην ΠΓΔΜ “ (βλ. Απόφαση Συμβουλίου Ασφαλείας S/ RES/847(1993), 847 /30-6-1993)
Απόλα όσα παραπάνω αναλύσαμε προκύπτει ότι αυτή η Συμφωνία, που υπογράφτηκε στις 17-6-2018 στις Πρέσπες, θα ισχύσει και θα εφαρμοσθεί στην ελληνική έννομη τάξη και στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών εφόσον υπάρξουν οι αναφερόμενες τυπικές προϋποθέσεις (διαδικασία) εγκύρου σύναψης διεθνών συνθηκών κατά το Σύνταγμα της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ καθώς και τους κανόνες του συμβατικού και εθιμικού διεθνούς δικαίου.
Επίσης υπάρχει και το ερώτημα εάν υφίστανται και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έγκυρης σύναψης αυτής της διεθνούς Συμφωνίας, ιδιαίτερα σχετικά με την ύπαρξη ελεύθερης συμβατικής θέλησης των αρμοδίων κυβερνητικών οργάνων, δηλαδή έλλειψη άσκησης πίεσης άλλων κρατών για τη συνομολόγηση αυτής της Συμφωνίας.
Ο ελληνικός Λαός έχει το δικαίωμα να συνεχίσει χωρίς φόβο να υπερασπίζεται το δικαίωμα και την υποχρέωση να μην ισχύσει και να μην εφαρμοσθεί αυτή η διεθνής Συμφωνία, που υπογράφηκε στις 17-6-2018, εάν δεν υφίστανται οι απαιτούμενες ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις εγκύρου συνάψεως της.
Σε αυτή τη Συμφωνία, τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος της, διακυβεύονται εθνικά συμφέροντα και ανθρώπινα, ατομικά δικαιώματα-συμφέροντα της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού με αόριστες και αντιφατικές διατάξεις.
κ.Κέρη Π.Μαυρομάτη εύγε για το άρθρο σας το οποίο ομολογουμένως είναι πλήρες και στοιχειοθετημένο από νομικής πλευράς.Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί αυτό το θέμα δεν έχει τεθεί από το σύνολο του νομικού κόσμου και της δικαστικής εξουσίας ενώπιον της δικαιοσύνης αφού παραβιάζεται και το σύνταγμά μας και το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαικό.Για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η"ατονία" ή "αδράνεια" στο να επιληφθεί και να κινηθεί νομικά το σύνολο των δικηγόρων,δικαστικών,εισαγγελέων κ.λ.π αφού καταφανώς αυτή η προσυμφωνία ήδη παράγει αποτελέσματα και ομολογουμένως θίγει την εθνική μας ταυτότητα και κυριαρχία αλλά και το συνταγμά μας και το διεθνές και ευρωπαικό δίκαιο.Δεν θα έπρεπε το θέμα να είναι τώρα στο ΣτΕ ,στον Αρειο Πάγο κ.λ.π ωστε να αποφανθούν κατά το σύνταγμα και κατά το διεθνές και ευρωπαικό δίκαιο?Γιατί δεν γίνεται μια συνολική προσπάθεια επίσημη από όλον τον νομικό κόσμο?
ΑπάντησηΔιαγραφή