Η συρρίκνωση του Ελληνισμού και το βαθύ Τουρκικό κράτος
Η σημερινή κατάσταση που επικρατεί στα Ελληνικά σχολεία της Πόλης, η επιρροή της Τουρκικής πολιτικής επί της Ελληνικής εκπαίδευσης και η παράδοση του Βυζαντίου μετά την άλωση
Στην Τουρκία συνεχίζουν να υπάρχουν δύο κέντρα εξουσίας, η νόμιμη κυβέρνηση έχοντας συσπειρώσει τη λαϊκή αποδοκιμασία κατά των παλαιών και δοκιμασμένων πολιτικών κομμάτων (τα περισσότερα από τα οποία δεν κατάφεραν να εισέλθουν στην τουρκική εθνοσυνέλευση, απόρροια του απαγορευτικού ορίου του 10%) και η γραφειοκρατική θεσμική εξουσία, που ουσιαστικά μεταφράζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά κυρίως στη στρατιωτική εξουσία, με κύριο και νομικά κατοχυρωμένο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.
Το δεύτερο είναι αυτό που αποφασίζει για τη σχεδίαση και υλοποίηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Τουρκίας και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, οι οποίες μετά -ευσχήμως τις περισσότερες φορές- παραδίδονται στην πολιτική εξουσία για την εφαρμογή τους, διαφορετικά επιβάλλονται στην πολιτική εξουσία.
Ύστερα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι το 1999, η Τουρκία αποτελεί επισήμως υποψήφιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πορεία ένταξης της εν λόγω χώρας δεν έχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα καθώς η Τουρκία καλείται να εκπληρώσει πολλά και δυσεπίτευκτα κριτήρια Το Τουρκικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο δεν έχει αντιληφθεί ότι μια τέτοια πορεία πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, συνέχεια, αξιοπιστία και προσήλωση στα Ευρωπαϊκά ιδεώδη. Οι άμεσες επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική σκηνή (1960, 1971, 1980) καθώς και οι πολλαπλές παρασκηνιακές παρεμβάσεις (π.χ. με την απαγόρευση λειτουργίας του Ισλαμικού κόμματος τον Ιανουάριο του 1998) του, υποδηλώνουν ότι η Τουρκία δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να ακολουθήσει μια πολιτική που να την φέρνει εγγύτερα των Βρυξελλών. Οι επεμβάσεις του στρατιωτικού κατεστημένου στην καθεστηκυία τάξη καθιστά ομήρους τους πολιτικούς της Τουρκίας και μέσω μια τέτοιας τακτικής χειραγωγείται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική. Περαιτέρω των ανωτέρω επιχειρημάτων, η Τουρκία θα πρέπει να προχωρήσει στην ουσιαστική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και την προστασία των μειονοτήτων. Η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχτεί ότι οι εθνοτικές μειονότητες, οι Έλληνες, οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, και άλλοι και οι θρησκευτικές, π.χ. οι Αλεβίτες και οι Κρυπτοχριστιανοί, δεν μπορεί να διώκονται για τα δικαιώματά τους και πρέπει κάποτε να τους αποδοθούν σε πλήρη βαθμό.
Ούτως, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Βρυξέλλες παραμένουν εξίσου ρευστές, αφενός λόγω της αργόσυρτης διαδικασίας φιλελευθεροποίησης της τουρκικής κοινωνίας και αφετέρου λόγω των ανακόλουθων και αντιφατικών κινήσεων για τη νομοθετική και εκτελεστική εφαρμογή των διατάξεων που θα επιτρέψουν στην Τουρκία να εκδημοκρατίσει περισσότερο το τουρκικό κράτος..
Η βασική επιδίωξη της Τουρκίας είναι η (αυτό) αναγόρευσή της ως εγγυήτρια περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την Εγγύς και Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, με αντίστοιχη μείωση του κύρους και της εμβέλειας της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία απαιτεί από τα όμορα και γειτνιάζοντα κράτη στο ανωτέρω γεωγραφικό πλαίσιο, τον απόλυτο σεβασμό προς αυτήν και την αναγνώριση της περιφερειακής της ισχύος, αποσκοπώντας στην επιβολή των τουρκικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Η Τουρκία δεν παύει να υπενθυμίζει στις ΗΠΑ, στο ΝATO και στην ΕΕ, την στερεότυπη αντίληψη που υπάρχει ότι αποτελεί το πλέον προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ1 στην περιοχή, το μοναδικό αξιόπιστο συνομιλητή της δύσης και το μοναδικό ισλαμικό και ταυτόχρονα κοσμικό κράτος της Μέσης Ανατολής που δεν κινδυνεύει να περιπέσει σε ισλαμικό φανατισμό. Η Τουρκία δια μέσου αυτής της τακτικής προσπαθεί να αναβαθμίζει αενάως τον ρόλο της ως ανάχωμα-τάφρος, παλαιότερα κατά της Σοβιετικής επιρροής και πίεσης προς τα κράτη της Μέσης και Εγγύς Ανατολής και σήμερα, κατά του κινδύνου του ισλαμικού φονταμελισμού που απειλεί να παρασύρει αρκετές από τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα ελληνικά σχολεία της «Πόλης;»
* 1. Συνεχής μείωση του αριθμού των μαθητών και ιδιαίτερα των αμιγώς ελληνικής καταγωγής. Μείωση ποσοτική: σήμερα 237 μαθητές στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων και των νηπίων, όταν το 1961 ήταν 7.155.
* 2. Μείωση ποιοτική με την μάστιγα τηλεξιπενίας, την ανικανότητα έκφρασης στην ελληνική, με καθομιλουμένη την τουρκική, εντός και εκτός σχολείων.
* 3. Αισθητική η αδυναμία των μαθητών, κυρίως αραβόφωνων, να παρακολουθούν τα ελληνικά μαθήματα του εγκεκριμένου σχολικού προγράμματος ( με περιορισμένες ώρες εκμάθησης ελληνικών) που προϋποθέτουν όμως κάποια στοιχειώδη γλωσσική κατάρτιση. Υποβάθμιση της παρεχομένης εκπαίδευσης και στα τουρκικά παρά το βεβαρημένο πρόγραμμα των τουρκικών μαθημάτων.
* 4. Η σαρωτική επίδραση της τουρκικής τηλεόρασης και γενικά των μέσων Μ.Μ.Ε, οι αναπόφευκτες πια επαγγελματικές και μη σχέσεις με αλλογενείς, η εισαγωγή αραβόφωνων μαθητών στα ομογενειακά σχολεία άνευ εκμαθήσεως της ελληνικής γλώσσας, συμβάλλουν στην διόγκωση του σημερινού εκπαιδευτικού γλωσσικού προβλήματος.
Ποια είναι η επιρροή της τουρκικής πολιτικής επί της ελληνικής εκπαίδευσης από το 1923 μέχρι σήμερα;
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, το νέο τουρκικό κράτος εφαρμόζει μια πολιτική «υποχρεωτικής αφομοίωσης». Αυτή η πολιτική είναι πιο εμφανής μέσω του «τουρκικού εθνικού προγράμματος παιδείας» που εφαρμόσθηκε και εφαρμόζεται - με επιτυχία- από το 1923 και μετά. Ενδεικτικό στοιχείο το γεγονός ότι το 1924 ο ελληνικός πληθυσμός της Πόλης ξεπερνούσε τις 250.000 μέσα στο γενικό σύνολο του ενός εκατομμυρίου κατοίκων, ενώ σήμερα, μέσα στα 17 εκατομμύρια Τούρκων της Πόλης, έχουν απομείνει περίπου 1.000 Έλληνες. Το πρόγραμμα «εκδίωξης» του ελληνισμού της Πόλης αποτελούν, ο τερματισμός της δράσης του «ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως», η απαγόρευση λειτουργίας της Πατριαρχικής Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου και της Ελληνοεμπορικής Σχολής Χάλκης.
Στη συνέχεια τα Σεπτεμβριανά το 1955, αποτελούν μια απ΄τις πιο ακραίες εκδηλώσεις του ανθελληνικού κλίματος που καλλιεργήθηκε στην Πόλη και στην Σμύρνη. Συνολικά 1.000 περίπου σπίτια, 4.500 επιχειρήσεις, 73 εκκλησίες , 26 σχολεία, Αθλητικά Σωματεία καταστρέφονται και τα μεγαλύτερα ελληνικά νεκροταφεία βεβηλώνονται. Μετά τις απελάσεις του 1964 των ελληνικής υπηκοότητας Κων/πολιτών μειώνεται αισθητά ο αριθμός των μαθητών και τα ελληνικά σχολεία δέχονται άλλο ένα πλήγμα. Το 1964 απαγορεύεται η είσοδος κληρικών στα σχολικά κτίρια, η χρήση και διακίνηση ελληνικών βιβλίων και εγκυκλοπαιδειών, ο εορτασμός των θρησκευτικών εορτών, η λειτουργία του Ελληνικού Ορφανοτροφείου της Πριγκίπου. Το 1971 απαγορεύεται η λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Απότοκος της πολιτικής αυτής η συρρίκνωση του ελληνισμού και η πνευματική παρακμή.
Η παράδοση του Βυζαντίου μετά την Άλωση
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αποτελούν σήμερα τη μοναδική υπερδύναμη. Πρόκειται για χώρα όπου παρά τον υλικό της πολιτισμό, παρά την έμφαση της σε ένα ευδαιμονικό τρόπο ζωής, εκπλήσσεται κανείς ανακαλύπτοντας πως εμφανίζεται να ξεπηδάει- ανέλπιστα θα έλεγε κανείς- η βυζαντινή παράδοση και η βυζαντινή επιρροή. Έχουμε βέβαια -και είναι γνωστό ευρύτερα- τις εκπληκτικές επιτυχίες των εκθέσεων του βυζαντινού πολιτισμού στο μουσείο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Οι εκθέσεις αυτές πήραν ευρύτατη και θετικότατη δημοσιότητα στον αμερικανικό τύπο. Λιγότερο γνωστό είναι ότι, υπάρχουν αμερικανοί ζωγράφοι στην Καλιφόρνια, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη βυζαντινή εικονογραφία, βέβαια όχι πιστά, αλλά πάντως εμφανώς εμπνευσμένοι από τα βυζαντινά πρότυπα, για να δημιουργήσουν σύγχρονες αγιογραφίες. Παράδειγμα η εικόνα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον οποίο ο ζωγράφος αναφέρει στην εικόνα, στα ελληνικά , ως «Άγιο Μαρτίνο Λούθηρο Κινγκ» με τη χαρακτηριστική γραφή των βυζαντινών εικόνων. Ένας τρόπος με τον οποίο επηρεάζει σήμερα η βυζαντινή παράδοση τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και άλλες σημαντικές δυνάμεις, είναι μέσω της μελέτης της γεωπολιτικής και στρατηγικής σκέψης του Βυζαντίου. Έχει αναγνωρισθεί πλέον, διεθνώς ότι, μια δύναμη που για τόσους πολλούς αιώνες, ήταν πρωταγωνιστική έναντι τόσων μεγάλων απειλών και τόσο πολύμορφων και πολύπλοκων εχθρικών δυνάμεων που την περιέβαλαν, αξίζει να μελετηθεί. Πάντως με κάποια έκπληξη ανακαλύπτει κανείς ότι, τα σημαντικότερα εγχειρίδια στρατηγικής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταφράζονται στα αγγλικά, όχι από καθηγητή της Οξφόρδης ή κάποιου άλλου περίφημου πανεπιστημίου, αλλά από τον Τζωρτζ Ντένις, καθηγητή στο National Defense University, δηλαδή στην Ανώτατη Στρατιωτική Σχολή των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να μελετάνε τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών τη βυζαντινή στρατηγική παράδοση.
Εφόσον στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταλήξει ότι αξίζει να μελετάται η βυζαντινή στρατηγική παράδοση, επιβάλλεται και στην Ελλάδα να μπορέσουμε να αντλήσουμε τα διδάγματά μας, όχι μόνο από τη σκοπιά του πολιτισμού, αλλά και από την πιο πρακτική σκοπιά της στρατηγικής και της διπλωματίας, όπου ασφαλώς η βυζαντινή παράδοση έχει πάρα πολλά να διδάξει.
Ευχαριστούμε για τα στοιχεία: για την σημερινή πολιτική κατάσταση στην Τουρκία τον Διδάκτορα Ιστορίας - Διεθνολόγο, Ευάγγελο Τέμπο, για το πρώτο μέρος την επιρροή της Τουρκικής Πολιτικής επί της ελληνικής εκπαίδευσης την Ειρήνη Σαρίογλου-Scott, Ειδική Επιστήμων Δρ. Σύγχρονης Τουρκικής Ιστορίας, για το δεύτερο μέρος την παράδοση του Βυζαντίου μετά την Άλωση, τον Χαράλαμπο Παπασωτηρίου αναπληρωτή καθηγητή του Παντείου Παν/μίου καθώς και την Ένωση Κων/πολιτών.
Πηγή
Της Αντωνίας Πατσίδου
Η ισχύς και η επιρροή του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (TGS) στην πολιτική ζωή της Τουρκίας παραμένει μεγάλη, παρά τα νομοθετικά πακέτα μεταρρυθμίσεων της φιλοϊσλαμικής κυβέρνησης που έχουν σκοπό αφενός να μειώσουν αισθητά την δύναμή του και αφετέρου να εξευρωπαΐσουν την Τουρκική κοινωνία και κράτος.Στην Τουρκία συνεχίζουν να υπάρχουν δύο κέντρα εξουσίας, η νόμιμη κυβέρνηση έχοντας συσπειρώσει τη λαϊκή αποδοκιμασία κατά των παλαιών και δοκιμασμένων πολιτικών κομμάτων (τα περισσότερα από τα οποία δεν κατάφεραν να εισέλθουν στην τουρκική εθνοσυνέλευση, απόρροια του απαγορευτικού ορίου του 10%) και η γραφειοκρατική θεσμική εξουσία, που ουσιαστικά μεταφράζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά κυρίως στη στρατιωτική εξουσία, με κύριο και νομικά κατοχυρωμένο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.
Το δεύτερο είναι αυτό που αποφασίζει για τη σχεδίαση και υλοποίηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Τουρκίας και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, οι οποίες μετά -ευσχήμως τις περισσότερες φορές- παραδίδονται στην πολιτική εξουσία για την εφαρμογή τους, διαφορετικά επιβάλλονται στην πολιτική εξουσία.
Ύστερα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι το 1999, η Τουρκία αποτελεί επισήμως υποψήφιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πορεία ένταξης της εν λόγω χώρας δεν έχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα καθώς η Τουρκία καλείται να εκπληρώσει πολλά και δυσεπίτευκτα κριτήρια Το Τουρκικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο δεν έχει αντιληφθεί ότι μια τέτοια πορεία πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, συνέχεια, αξιοπιστία και προσήλωση στα Ευρωπαϊκά ιδεώδη. Οι άμεσες επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική σκηνή (1960, 1971, 1980) καθώς και οι πολλαπλές παρασκηνιακές παρεμβάσεις (π.χ. με την απαγόρευση λειτουργίας του Ισλαμικού κόμματος τον Ιανουάριο του 1998) του, υποδηλώνουν ότι η Τουρκία δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να ακολουθήσει μια πολιτική που να την φέρνει εγγύτερα των Βρυξελλών. Οι επεμβάσεις του στρατιωτικού κατεστημένου στην καθεστηκυία τάξη καθιστά ομήρους τους πολιτικούς της Τουρκίας και μέσω μια τέτοιας τακτικής χειραγωγείται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική. Περαιτέρω των ανωτέρω επιχειρημάτων, η Τουρκία θα πρέπει να προχωρήσει στην ουσιαστική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και την προστασία των μειονοτήτων. Η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχτεί ότι οι εθνοτικές μειονότητες, οι Έλληνες, οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, και άλλοι και οι θρησκευτικές, π.χ. οι Αλεβίτες και οι Κρυπτοχριστιανοί, δεν μπορεί να διώκονται για τα δικαιώματά τους και πρέπει κάποτε να τους αποδοθούν σε πλήρη βαθμό.
Ούτως, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Βρυξέλλες παραμένουν εξίσου ρευστές, αφενός λόγω της αργόσυρτης διαδικασίας φιλελευθεροποίησης της τουρκικής κοινωνίας και αφετέρου λόγω των ανακόλουθων και αντιφατικών κινήσεων για τη νομοθετική και εκτελεστική εφαρμογή των διατάξεων που θα επιτρέψουν στην Τουρκία να εκδημοκρατίσει περισσότερο το τουρκικό κράτος..
Η βασική επιδίωξη της Τουρκίας είναι η (αυτό) αναγόρευσή της ως εγγυήτρια περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την Εγγύς και Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, με αντίστοιχη μείωση του κύρους και της εμβέλειας της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία απαιτεί από τα όμορα και γειτνιάζοντα κράτη στο ανωτέρω γεωγραφικό πλαίσιο, τον απόλυτο σεβασμό προς αυτήν και την αναγνώριση της περιφερειακής της ισχύος, αποσκοπώντας στην επιβολή των τουρκικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Η Τουρκία δεν παύει να υπενθυμίζει στις ΗΠΑ, στο ΝATO και στην ΕΕ, την στερεότυπη αντίληψη που υπάρχει ότι αποτελεί το πλέον προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ1 στην περιοχή, το μοναδικό αξιόπιστο συνομιλητή της δύσης και το μοναδικό ισλαμικό και ταυτόχρονα κοσμικό κράτος της Μέσης Ανατολής που δεν κινδυνεύει να περιπέσει σε ισλαμικό φανατισμό. Η Τουρκία δια μέσου αυτής της τακτικής προσπαθεί να αναβαθμίζει αενάως τον ρόλο της ως ανάχωμα-τάφρος, παλαιότερα κατά της Σοβιετικής επιρροής και πίεσης προς τα κράτη της Μέσης και Εγγύς Ανατολής και σήμερα, κατά του κινδύνου του ισλαμικού φονταμελισμού που απειλεί να παρασύρει αρκετές από τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα ελληνικά σχολεία της «Πόλης;»
* 1. Συνεχής μείωση του αριθμού των μαθητών και ιδιαίτερα των αμιγώς ελληνικής καταγωγής. Μείωση ποσοτική: σήμερα 237 μαθητές στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων και των νηπίων, όταν το 1961 ήταν 7.155.
* 2. Μείωση ποιοτική με την μάστιγα τηλεξιπενίας, την ανικανότητα έκφρασης στην ελληνική, με καθομιλουμένη την τουρκική, εντός και εκτός σχολείων.
* 3. Αισθητική η αδυναμία των μαθητών, κυρίως αραβόφωνων, να παρακολουθούν τα ελληνικά μαθήματα του εγκεκριμένου σχολικού προγράμματος ( με περιορισμένες ώρες εκμάθησης ελληνικών) που προϋποθέτουν όμως κάποια στοιχειώδη γλωσσική κατάρτιση. Υποβάθμιση της παρεχομένης εκπαίδευσης και στα τουρκικά παρά το βεβαρημένο πρόγραμμα των τουρκικών μαθημάτων.
* 4. Η σαρωτική επίδραση της τουρκικής τηλεόρασης και γενικά των μέσων Μ.Μ.Ε, οι αναπόφευκτες πια επαγγελματικές και μη σχέσεις με αλλογενείς, η εισαγωγή αραβόφωνων μαθητών στα ομογενειακά σχολεία άνευ εκμαθήσεως της ελληνικής γλώσσας, συμβάλλουν στην διόγκωση του σημερινού εκπαιδευτικού γλωσσικού προβλήματος.
Ποια είναι η επιρροή της τουρκικής πολιτικής επί της ελληνικής εκπαίδευσης από το 1923 μέχρι σήμερα;
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, το νέο τουρκικό κράτος εφαρμόζει μια πολιτική «υποχρεωτικής αφομοίωσης». Αυτή η πολιτική είναι πιο εμφανής μέσω του «τουρκικού εθνικού προγράμματος παιδείας» που εφαρμόσθηκε και εφαρμόζεται - με επιτυχία- από το 1923 και μετά. Ενδεικτικό στοιχείο το γεγονός ότι το 1924 ο ελληνικός πληθυσμός της Πόλης ξεπερνούσε τις 250.000 μέσα στο γενικό σύνολο του ενός εκατομμυρίου κατοίκων, ενώ σήμερα, μέσα στα 17 εκατομμύρια Τούρκων της Πόλης, έχουν απομείνει περίπου 1.000 Έλληνες. Το πρόγραμμα «εκδίωξης» του ελληνισμού της Πόλης αποτελούν, ο τερματισμός της δράσης του «ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως», η απαγόρευση λειτουργίας της Πατριαρχικής Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου και της Ελληνοεμπορικής Σχολής Χάλκης.
Στη συνέχεια τα Σεπτεμβριανά το 1955, αποτελούν μια απ΄τις πιο ακραίες εκδηλώσεις του ανθελληνικού κλίματος που καλλιεργήθηκε στην Πόλη και στην Σμύρνη. Συνολικά 1.000 περίπου σπίτια, 4.500 επιχειρήσεις, 73 εκκλησίες , 26 σχολεία, Αθλητικά Σωματεία καταστρέφονται και τα μεγαλύτερα ελληνικά νεκροταφεία βεβηλώνονται. Μετά τις απελάσεις του 1964 των ελληνικής υπηκοότητας Κων/πολιτών μειώνεται αισθητά ο αριθμός των μαθητών και τα ελληνικά σχολεία δέχονται άλλο ένα πλήγμα. Το 1964 απαγορεύεται η είσοδος κληρικών στα σχολικά κτίρια, η χρήση και διακίνηση ελληνικών βιβλίων και εγκυκλοπαιδειών, ο εορτασμός των θρησκευτικών εορτών, η λειτουργία του Ελληνικού Ορφανοτροφείου της Πριγκίπου. Το 1971 απαγορεύεται η λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Απότοκος της πολιτικής αυτής η συρρίκνωση του ελληνισμού και η πνευματική παρακμή.
Η παράδοση του Βυζαντίου μετά την Άλωση
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αποτελούν σήμερα τη μοναδική υπερδύναμη. Πρόκειται για χώρα όπου παρά τον υλικό της πολιτισμό, παρά την έμφαση της σε ένα ευδαιμονικό τρόπο ζωής, εκπλήσσεται κανείς ανακαλύπτοντας πως εμφανίζεται να ξεπηδάει- ανέλπιστα θα έλεγε κανείς- η βυζαντινή παράδοση και η βυζαντινή επιρροή. Έχουμε βέβαια -και είναι γνωστό ευρύτερα- τις εκπληκτικές επιτυχίες των εκθέσεων του βυζαντινού πολιτισμού στο μουσείο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Οι εκθέσεις αυτές πήραν ευρύτατη και θετικότατη δημοσιότητα στον αμερικανικό τύπο. Λιγότερο γνωστό είναι ότι, υπάρχουν αμερικανοί ζωγράφοι στην Καλιφόρνια, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη βυζαντινή εικονογραφία, βέβαια όχι πιστά, αλλά πάντως εμφανώς εμπνευσμένοι από τα βυζαντινά πρότυπα, για να δημιουργήσουν σύγχρονες αγιογραφίες. Παράδειγμα η εικόνα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον οποίο ο ζωγράφος αναφέρει στην εικόνα, στα ελληνικά , ως «Άγιο Μαρτίνο Λούθηρο Κινγκ» με τη χαρακτηριστική γραφή των βυζαντινών εικόνων. Ένας τρόπος με τον οποίο επηρεάζει σήμερα η βυζαντινή παράδοση τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και άλλες σημαντικές δυνάμεις, είναι μέσω της μελέτης της γεωπολιτικής και στρατηγικής σκέψης του Βυζαντίου. Έχει αναγνωρισθεί πλέον, διεθνώς ότι, μια δύναμη που για τόσους πολλούς αιώνες, ήταν πρωταγωνιστική έναντι τόσων μεγάλων απειλών και τόσο πολύμορφων και πολύπλοκων εχθρικών δυνάμεων που την περιέβαλαν, αξίζει να μελετηθεί. Πάντως με κάποια έκπληξη ανακαλύπτει κανείς ότι, τα σημαντικότερα εγχειρίδια στρατηγικής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταφράζονται στα αγγλικά, όχι από καθηγητή της Οξφόρδης ή κάποιου άλλου περίφημου πανεπιστημίου, αλλά από τον Τζωρτζ Ντένις, καθηγητή στο National Defense University, δηλαδή στην Ανώτατη Στρατιωτική Σχολή των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να μελετάνε τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών τη βυζαντινή στρατηγική παράδοση.
Εφόσον στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταλήξει ότι αξίζει να μελετάται η βυζαντινή στρατηγική παράδοση, επιβάλλεται και στην Ελλάδα να μπορέσουμε να αντλήσουμε τα διδάγματά μας, όχι μόνο από τη σκοπιά του πολιτισμού, αλλά και από την πιο πρακτική σκοπιά της στρατηγικής και της διπλωματίας, όπου ασφαλώς η βυζαντινή παράδοση έχει πάρα πολλά να διδάξει.
Ευχαριστούμε για τα στοιχεία: για την σημερινή πολιτική κατάσταση στην Τουρκία τον Διδάκτορα Ιστορίας - Διεθνολόγο, Ευάγγελο Τέμπο, για το πρώτο μέρος την επιρροή της Τουρκικής Πολιτικής επί της ελληνικής εκπαίδευσης την Ειρήνη Σαρίογλου-Scott, Ειδική Επιστήμων Δρ. Σύγχρονης Τουρκικής Ιστορίας, για το δεύτερο μέρος την παράδοση του Βυζαντίου μετά την Άλωση, τον Χαράλαμπο Παπασωτηρίου αναπληρωτή καθηγητή του Παντείου Παν/μίου καθώς και την Ένωση Κων/πολιτών.
Πηγή
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...