Τι είναι η Μητρική Γλώσσα για ένα λαό;
Η γλώσσα, γενικά, είναι, χωρίς αμφιβολία, το πιο σημαντικό, το πιο αποτελεσματικό όργανο επικοινωνίας που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος. Με τη γλώσσα ως εργαλείο οι άνθρωποι, άλλοτε ως δέκτες και άλλοτε ως πομποί, προσλαμβάνουμε, μεταδίδουμε ή ανταλλάσσουμε πληροφορίες και γνώσεις, εμπειρίες και αντιλήψεις, συναισθήματα και σκέψεις.
Χωρίς τη συνδρομή της γλώσσας η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, η αλληλοενημέρωση και ο διάλογος θα απέβαιναν διαδικασίες, αν όχι εντελώς ανέφικτες, οπωσδήποτε πολύ ανεπαρκείς και ελάχιστα αποδοτικές και δημιουργικές.
Η μητρική γλώσσα, ωστόσο, για ένα λαό δεν είναι απλώς ένα σύνεργο επικοινωνίας, ένα όχημα μεταφοράς πληροφοριών και γνώσεων, συναισθημάτων και σκέψεων. Η μητρική γλώσσα για ένα λαό είναι κάτι το πολύ πιο σημαντικό. Είναι μια ουσιαστικής σημασίας συνιστώσα της εθνικής ταυτότητας του ανθρώπου και παράμετρος βασική του πολιτισμού του. Η μητρική γλώσσα για κάθε λαό είναι ένας κοινωνικός θεσμός, που εκφράζει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία ζωής, ένα ιδιαίτερο ύφος και ήθος ζωής. Στην εθνική γλώσσα έχουν εγγραφεί όλα τα βιώματα, όλες οι αξίες, όλες οι αντιλήψεις που έχουν υιοθετηθεί ανά τους αιώνες από μια γλωσσική κοινότητα, από ένα έθνος. Μέσα από τη γραμματική της γλώσσας, τη μορφολογία και τη σύνταξη, το λεξιλόγιο, την παραγωγή και τις σημασίες των λέξεων, τις κυριολεκτικές και, ιδιαίτερα, τις μεταφορικές, και την όλη δομή της γλώσσας αποτυπώνονται οι αντιλήψεις, η πολιτική και πολιτισμική ιστορία του κάθε λαού, ο τρόπος, με τον οποίο αυτός ο λαός συνέλαβε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η μητρική γλώσσα για τον άνθρωπο και για το έθνος, επομένως, δεν έχει την ίδια σημασία που έχει γι' αυτούς οποιαδήποτε άλλη ξένη γλώσσα και δεν μπορεί να υποκατασταθεί απ' αυτή.
Η μητρική-εθνική γλώσσα για κάθε λαό είναι ουσιαστικά ο κόσμος του, η σκέψη του, ο ίδιος ο εαυτός του. Η γλώσσα η εθνική εκφράζει, αποδίδει τον εθνικό πoλιτισμό, ταυτίζεται με τον εθνικό πολιτισμό.
Εθνική γλώσσα και εθνικός πολιτισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σχέση στενής αλληλεξάρτησης υπάρχει ανάμεσα στο πολιτισμικό επίπεδο του κάθε λαού και του επιπέδου της εθνικής του γλώσσας. Όσο ανώτερο και πλουσιότερο πολιτισμό αναπτύσσει ένας λαός, όσο ένας λαός προχωρεί στην επιστήμη και την παιδεία, όσο προοδεύει στους τομείς της οργάνωσης της κοινωνίας, της πολιτείας και της οικονομίας, τόσο πλουσιότερη, δυναμικότερη και εκφραστικότερη είναι και η γλώσσα του.
Η μητρική-εθνική γλώσσα, σε τελευταία ανάλυση, είναι μια πολιτισμική κατάκτηση, ένα πολιτισμικό αγαθό των ανθρώπων που συγκροτούν ένα λαό ή ένα έθνος, ανάλογης, τουλάχιστον, σημασίας και εμβέλειας με όλες τις άλλες πολιτισμικές κατακτήσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, η επιστήμη, η παιδεία, η φιλοσοφία, η τέχνη, η οργάνωση και η λειτουργία της κοινωνίας, η δημοκρατία, η ελευθερία, η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία των πολιτών. Και όπως ένας λαός
προοδευτικός, που έχει συνείδηση της ιστορικής του αποστολής και αισθάνεται εθνικά υπεύθυνος, περήφανος και αξιοπρεπής, φιλοδοξεί, εργάζεται και αγωνίζεται αδιάκοπα για την ποιοτική αναβάθμιση των άλλων πολιτισμικών κατακτήσεών του, κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό πρέπει να ενδιαφέρεται, να μοχθεί και να αγωνίζεται για την
ανάπτυξη και τον εμπλουτισμό της μητρικής του γλώσσας. Ένας λαός, που υποτιμά και περιφρονεί τη μητρική του γλώσσα, υποτιμά, στην ουσία, και περιφρονεί την ιστορική του ταυτότητα, την εθνική του ιδιοπροσωπία, τον εθνικό του πολιτισμό και, ταυτόχρονα, απαρνιέται την πολιτισμική του ευθύνη, το πολιτισμικό του χρέος να προαγάγει τον δικό του πολιτισμό και να συμβάλει έτσι και αυτός στην ποιοτική αναβάθμιση του πανανθρώπινου πολιτισμού.
Στην Κύπρο, από τότε που αυτή ανακηρύχθηκε σε κράτος ανεξάρτητο, η σημασία της ελληνικής μητρικής γλώσσας ως πολιτισμικού αγαθού, ως πολιτισμικής κατάκτησης, δεν έχει ποτέ ορθά εκτιμηθεί και δεν έχει θεσμικά αναγνωριστεί. Στη συνείδηση ιδιαίτερα των κρατούντων και της άρχουσας τάξης η σημασία της ελληνικής γλώσσας είναι ανησυχητικά υποβαθμισμένη. Η ποιότητα της γλώσσας που χρησιμοποιείται στον προφορικό και τον γραπτό λόγο, από τους επισήμους και τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι πραγματικά αποκαρδιωτική. Πιο πολύ, οπωσδήποτε, ενοχλητική είναι η όλη στάση της ανεμελιάς που γενικά παρατηρείται απέναντι στα συχνότατα φαινόμενα της έλλειψης οποιασδήποτε ορθοέπειας ή και καλλιέπειας. Το γλωσσικό αισθητήριο, η υποσυνείδητη δηλαδή φωνή που διαμαρτύρεται για μια λανθασμένη διατύπωση, έχει φοβερά ατροφήσει. Λάθη ανατριχιαστικά, λάθη γραμματικά, συντακτικά, σημασιολογικά, ορθογραφικά διαπράττονται, χωρίς κανένα συναίσθημα συστολής ή ανησυχίας από τους καθημερινούς βιαστές της ελληνικής γλώσσας.
Στην Κύπρο, ιστορικά, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι την τελευταία μόλις στιγμή έγινε κατορθωτό να αποτραπεί η χρήση, στο πρώτο και μόνο τότε κρατικό πανεπιστήμιο, της αγγλικής ως γλώσσας διδασκαλίας.
Η ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας
Η μητρική-εθνική γλώσσα είναι, οπωσδήποτε, θέμα πάρα πολύ σημαντικό και καίρια σοβαρό. Και, στην περίπτωση του Κυπριακού Ελληνισμού, ταυτίζεται με τον ατέρμονα αγώνα του για εθνική επιβίωση και εθνική καταξίωση. Η ευθύνη, επομένως, του Υπουργείου Παιδείας για την αποτελεσματική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και την κοινωνική της και την πνευματική της αναβάθμιση είναι πρωταρχικής σημασίας. Δεν είναι επιτρεπτό να αποποιείται τις ευθύνες του για την κοινωνική απαξίωση της ελληνικής και για τις χαμηλές επιδόσεις των αποφοίτων των Λυκείων στο μάθημα των Ελληνικών. Έχω σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι το μάθημα της μητρικής γλώσσας διεθνώς αναγνωρίζεται και είναι το μάθημα με τα λιγότερο ικανοποιητικά, αξιόπιστα και απτά αποτελέσματα. Και τούτο οφείλεται: (α) Στην πολυπλοκότητα και την πολυσυνθετότητά του. Οι στόχοι του μαθήματος είναι πάμπολλοι, γνωμολογικοί αλλά και η καλλιέργεια ποικίλων και δυσχερέστατων δεξιοτήτων και η ανάπτυξη στάσεων και αξιών. (β) Στην έλλειψη συγκεκριμένου και αποτελεσματικού μακροπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου προγραμματισμού. (γ) Στην ανομοιογένεια του επιπέδου των μαθητών, η οποία είναι, συγκριτικά με αυτήν που παρατηρείται σε άλλα μαθήματα, τεράστια. Και (δ) στην παραγνώριση της κυρίαρχης για το μάθημα της μητρικής γλώσσας διδακτικής αρχής του Learning by doing. Δεν μανθάνεις την Ελληνική, αν δεν τη χρησιμοποιείς συνεχώς και επανειλημμένα.
Χωρίς τη συνδρομή της γλώσσας η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, η αλληλοενημέρωση και ο διάλογος θα απέβαιναν διαδικασίες, αν όχι εντελώς ανέφικτες, οπωσδήποτε πολύ ανεπαρκείς και ελάχιστα αποδοτικές και δημιουργικές.
Η μητρική γλώσσα, ωστόσο, για ένα λαό δεν είναι απλώς ένα σύνεργο επικοινωνίας, ένα όχημα μεταφοράς πληροφοριών και γνώσεων, συναισθημάτων και σκέψεων. Η μητρική γλώσσα για ένα λαό είναι κάτι το πολύ πιο σημαντικό. Είναι μια ουσιαστικής σημασίας συνιστώσα της εθνικής ταυτότητας του ανθρώπου και παράμετρος βασική του πολιτισμού του. Η μητρική γλώσσα για κάθε λαό είναι ένας κοινωνικός θεσμός, που εκφράζει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία ζωής, ένα ιδιαίτερο ύφος και ήθος ζωής. Στην εθνική γλώσσα έχουν εγγραφεί όλα τα βιώματα, όλες οι αξίες, όλες οι αντιλήψεις που έχουν υιοθετηθεί ανά τους αιώνες από μια γλωσσική κοινότητα, από ένα έθνος. Μέσα από τη γραμματική της γλώσσας, τη μορφολογία και τη σύνταξη, το λεξιλόγιο, την παραγωγή και τις σημασίες των λέξεων, τις κυριολεκτικές και, ιδιαίτερα, τις μεταφορικές, και την όλη δομή της γλώσσας αποτυπώνονται οι αντιλήψεις, η πολιτική και πολιτισμική ιστορία του κάθε λαού, ο τρόπος, με τον οποίο αυτός ο λαός συνέλαβε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η μητρική γλώσσα για τον άνθρωπο και για το έθνος, επομένως, δεν έχει την ίδια σημασία που έχει γι' αυτούς οποιαδήποτε άλλη ξένη γλώσσα και δεν μπορεί να υποκατασταθεί απ' αυτή.
Η μητρική-εθνική γλώσσα για κάθε λαό είναι ουσιαστικά ο κόσμος του, η σκέψη του, ο ίδιος ο εαυτός του. Η γλώσσα η εθνική εκφράζει, αποδίδει τον εθνικό πoλιτισμό, ταυτίζεται με τον εθνικό πολιτισμό.
Εθνική γλώσσα και εθνικός πολιτισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σχέση στενής αλληλεξάρτησης υπάρχει ανάμεσα στο πολιτισμικό επίπεδο του κάθε λαού και του επιπέδου της εθνικής του γλώσσας. Όσο ανώτερο και πλουσιότερο πολιτισμό αναπτύσσει ένας λαός, όσο ένας λαός προχωρεί στην επιστήμη και την παιδεία, όσο προοδεύει στους τομείς της οργάνωσης της κοινωνίας, της πολιτείας και της οικονομίας, τόσο πλουσιότερη, δυναμικότερη και εκφραστικότερη είναι και η γλώσσα του.
Η μητρική-εθνική γλώσσα, σε τελευταία ανάλυση, είναι μια πολιτισμική κατάκτηση, ένα πολιτισμικό αγαθό των ανθρώπων που συγκροτούν ένα λαό ή ένα έθνος, ανάλογης, τουλάχιστον, σημασίας και εμβέλειας με όλες τις άλλες πολιτισμικές κατακτήσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, η επιστήμη, η παιδεία, η φιλοσοφία, η τέχνη, η οργάνωση και η λειτουργία της κοινωνίας, η δημοκρατία, η ελευθερία, η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία των πολιτών. Και όπως ένας λαός
προοδευτικός, που έχει συνείδηση της ιστορικής του αποστολής και αισθάνεται εθνικά υπεύθυνος, περήφανος και αξιοπρεπής, φιλοδοξεί, εργάζεται και αγωνίζεται αδιάκοπα για την ποιοτική αναβάθμιση των άλλων πολιτισμικών κατακτήσεών του, κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό πρέπει να ενδιαφέρεται, να μοχθεί και να αγωνίζεται για την
ανάπτυξη και τον εμπλουτισμό της μητρικής του γλώσσας. Ένας λαός, που υποτιμά και περιφρονεί τη μητρική του γλώσσα, υποτιμά, στην ουσία, και περιφρονεί την ιστορική του ταυτότητα, την εθνική του ιδιοπροσωπία, τον εθνικό του πολιτισμό και, ταυτόχρονα, απαρνιέται την πολιτισμική του ευθύνη, το πολιτισμικό του χρέος να προαγάγει τον δικό του πολιτισμό και να συμβάλει έτσι και αυτός στην ποιοτική αναβάθμιση του πανανθρώπινου πολιτισμού.
Στην Κύπρο, από τότε που αυτή ανακηρύχθηκε σε κράτος ανεξάρτητο, η σημασία της ελληνικής μητρικής γλώσσας ως πολιτισμικού αγαθού, ως πολιτισμικής κατάκτησης, δεν έχει ποτέ ορθά εκτιμηθεί και δεν έχει θεσμικά αναγνωριστεί. Στη συνείδηση ιδιαίτερα των κρατούντων και της άρχουσας τάξης η σημασία της ελληνικής γλώσσας είναι ανησυχητικά υποβαθμισμένη. Η ποιότητα της γλώσσας που χρησιμοποιείται στον προφορικό και τον γραπτό λόγο, από τους επισήμους και τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι πραγματικά αποκαρδιωτική. Πιο πολύ, οπωσδήποτε, ενοχλητική είναι η όλη στάση της ανεμελιάς που γενικά παρατηρείται απέναντι στα συχνότατα φαινόμενα της έλλειψης οποιασδήποτε ορθοέπειας ή και καλλιέπειας. Το γλωσσικό αισθητήριο, η υποσυνείδητη δηλαδή φωνή που διαμαρτύρεται για μια λανθασμένη διατύπωση, έχει φοβερά ατροφήσει. Λάθη ανατριχιαστικά, λάθη γραμματικά, συντακτικά, σημασιολογικά, ορθογραφικά διαπράττονται, χωρίς κανένα συναίσθημα συστολής ή ανησυχίας από τους καθημερινούς βιαστές της ελληνικής γλώσσας.
Στην Κύπρο, ιστορικά, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι την τελευταία μόλις στιγμή έγινε κατορθωτό να αποτραπεί η χρήση, στο πρώτο και μόνο τότε κρατικό πανεπιστήμιο, της αγγλικής ως γλώσσας διδασκαλίας.
Η ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας
Η μητρική-εθνική γλώσσα είναι, οπωσδήποτε, θέμα πάρα πολύ σημαντικό και καίρια σοβαρό. Και, στην περίπτωση του Κυπριακού Ελληνισμού, ταυτίζεται με τον ατέρμονα αγώνα του για εθνική επιβίωση και εθνική καταξίωση. Η ευθύνη, επομένως, του Υπουργείου Παιδείας για την αποτελεσματική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και την κοινωνική της και την πνευματική της αναβάθμιση είναι πρωταρχικής σημασίας. Δεν είναι επιτρεπτό να αποποιείται τις ευθύνες του για την κοινωνική απαξίωση της ελληνικής και για τις χαμηλές επιδόσεις των αποφοίτων των Λυκείων στο μάθημα των Ελληνικών. Έχω σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι το μάθημα της μητρικής γλώσσας διεθνώς αναγνωρίζεται και είναι το μάθημα με τα λιγότερο ικανοποιητικά, αξιόπιστα και απτά αποτελέσματα. Και τούτο οφείλεται: (α) Στην πολυπλοκότητα και την πολυσυνθετότητά του. Οι στόχοι του μαθήματος είναι πάμπολλοι, γνωμολογικοί αλλά και η καλλιέργεια ποικίλων και δυσχερέστατων δεξιοτήτων και η ανάπτυξη στάσεων και αξιών. (β) Στην έλλειψη συγκεκριμένου και αποτελεσματικού μακροπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου προγραμματισμού. (γ) Στην ανομοιογένεια του επιπέδου των μαθητών, η οποία είναι, συγκριτικά με αυτήν που παρατηρείται σε άλλα μαθήματα, τεράστια. Και (δ) στην παραγνώριση της κυρίαρχης για το μάθημα της μητρικής γλώσσας διδακτικής αρχής του Learning by doing. Δεν μανθάνεις την Ελληνική, αν δεν τη χρησιμοποιείς συνεχώς και επανειλημμένα.
Πολύ καίριο και εύστοχο άρθρο για ένα μείζον πρόβλημα της εκπαίδευσής μας και κατ΄επέκταση της ίδιας της κοινωνίας μας. Όντως παρουσιάζεται σοβαρότατο πρόβλημα στη γνώση και στη σωστή χρήση της ελληνικής ιδιαίτερα από τους νέους, που ενώ έχουν ολοκληρώσει τη βασική και πλέον εκπαίδευση (ακόμη και την ανωτάτη!!!), αδυνατούν να εκφραστούν ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού (που οι περισσότεροι τα αγνοούν και ως εγχειρίδια)είτε προφορικά είτε γραπτά. Οι αιτίες γνωστές, οι τρόποι θεραπείας ακόμη πιο γνωστοί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια παρατήρηση μόνο για το learning by doing: πρέπει αυτός που χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να τη μάθει, να το κάνει με το σωστό τρόπο. Πχ συχνά ακούμε να χρησιμοποιείται λανθασμένα το ρήμα "παρεισφρύω" αντί του ορθού "παρεισφρέω"(μάλλον από αναγωγή στον παρακείμενο του ρ. "έχω παρεισφρύσει"). Τούτο συμβαίνει γιατί το λάθος αυτό γίνεται από δημοσιογράφους, πολιτικούς και γενικά από προβεβλημένα πρόσωπα μέσω τηλεοράσεως κτλ.
Άλλο παράδειγμα είναι η χρήση της φράσης "υπέρ του δέοντος" αντί του ορθού "υπέρ το δέον" (μάλλον από σύγχυση προς τη φράση "παρά του δέοντος"). Και πάλι το λάθος παρατηρείται στα λεγόμενα δημόσια πρόσωπα.
Επομένως, απαιτείται πρωτίστως ΑΡΙΣΤΗ γνώση της γλώσσας σε γραμματικό και συντακτικό επίπεδο και έπειτα όλα τα άλλα. Εξάλλου προσέξτε πόσο λανθασμένα χρησιμοποιούν τη γλώσσα μας οι αλλοδαποί που τη μαθαίνουν πρακτικά μόνο και καθόλου θεωρητικά, ακριβώς γιατί ακούν εμάς να τη μιλούμε λανθασμένα.
Χατζάργυρος Δ. Στέφανος
Φιλόλογος