Ο Νταβούτογλου και το μανιφέστο ενός "Αττίλα"
Πόλεμος στο Αιγαίο, μοντέλο Κύπρου (1974) για τη μειονότητα στη Θράκη και άλλα διάφορα ενδιαφέροντα προκύπτουν από την προσπάθεια που είχε κάνει ο νυν υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας κ. Αχμέτ Νταβούτογλου πριν από λίγα χρόνια, να επαναπροσδιορίσει το γενικό πλαίσιο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Αυτό έγινε με το βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» που κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2001 και έκτοτε έχει κάνει πολλές εκδόσεις. Ο κ. Νταβούτογλου, ήταν σύμβουλος του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, από τον Μάρτιο του 2003 που ο τελευταίος ανέλαβε πρωθυπουργός. Υπήρξε σύμβουλος και του κ. Αμπντουλάχ Γκιουλ την περίοδο που αυτός ήταν πρωθυπουργός (Νοέμβριος 2002-Μάρτιος 2003).
Αυτό που έχει σημασία στην τοποθέτηση του κ. Νταβούτογλου στο υπουργείο Εξωτερικών δεν είναι μόνο η νεοοθωμανική του θεώρηση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι ταυτόχρονα και η υποδομή της θεώρησης αυτής. Ο Νεοοθωμανισμός δεν περιορίζεται, στην περίπτωση του κ. Νταβούτογλου, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η στροφή προς το οθωμανικό παρελθόν είναι στροφή προς το παρελθόν. Μπορεί αυτό να γίνεται με αναφορές κυρίως στην περίοδο του Αμπντουλχαμίτ Β΄ και στην πανισλαμική εξωτερική πολιτική που ακολούθησε ή επιχείρησε αυτός να δοκιμάσει.
Ο συντηρητισμός του κ. Νταβούτογλου είναι εξάλλου ο λόγος για τον οποίο η πλειοψηφία των –μη προσκείμενων στην κυβέρνηση Ερντογάν– σχολιαστών στην Τουρκία σημείωσαν ότι το όνομα του νέου υπουργού Εξωτερικών είναι μαζί με άλλα δύο νέων υπουργών (κ.κ. Μπουλέντ Αρίντς και Ομέρ Τσελίκ) το τεκμήριο της συντηρητικότερης και ισλαμικότερης επιλογής του κ. Ερντογάν.
Πρέπει όμως να γίνει μία σημαντική υπογράμμιση. Αυτά που πρεσβεύει ο κ. Νταβούτογλου στο βιβλίο του ήταν εδώ και τουλάχιστο δέκα χρόνια κοινός τόπος στην Τουρκία. Και αυτό αφορά τόσο την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής θέσης της Τουρκίας όσο και τις θέσεις που εκφράζονται σε επιμέρους θέματα όπως τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και οι τουρκοευρωπαϊκές σχέσεις.
Επιπρόσθετα, όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στην τουρκική εξωτερική πολιτική, από την προσπάθεια ανάπτυξης σχέσεων και επαφών με τη Συρία, το Ιράν, τις χώρες του Κόλπου, τη Ρωσία, τον Καύκασο, το Ισραήλ, μέχρι την προετοιμασία και την ανάληψη διαμεσολαβητικού ρόλου σε διάφορα ζητήματα και την πορεία των σχέσεων με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, ήταν το πορτοφόλι της τουρκικής διπλωματίας. Δηλαδή της τουρκικής κρατικής πολιτικής. Το γεγονός ότι όλα αυτά συνέβησαν κυρίως στην περίοδο Ερντογάν θα πρέπει να εξεταστεί μάλλον ως συγκυριακή ή αν θέλετε υποβοηθητική παράμετρος. Το ίδιο ισχύει και για τη θεώρηση Νταβούτογλου.
Πώς χαράσσει τώρα ο κ. Νταβούτογλου το γενικό πλαίσιο της τουρκικής στρατηγικής θέσης; Ιδού η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, καθώς και σε άλλα, από το βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος», όπως αυτό παρουσιάζεται στο βιβλίο «Islam light – Ο πολιτικός αναχρονισμός στην Τουρκία», του Άρη Αμπατζή που κυκλοφόρησε το 2006 στην Αθήνα.
«Για παράδειγμα, αν διατυπωθεί ο ορισμός ότι η Τουρκία είναι ένα σύγχρονο έθνος-κράτος που δημιουργήθηκε πάνω στην κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήταν μια από τις οκτώ πολυεθνικές αυτοκρατορικές δομές που κυριαρχούσαν στο χώρο της Ευρασίας στις αρχές του αιώνα (οι υπόλοιπες είναι η Αγγλία, η Ρωσία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Κίνα και η Ιαπωνία), τότε θα έχουμε μια περιγραφή που θα εμπεριέχει ένα ιστορικό κριτήριο και, υπό την έννοια αυτή, θα ήταν βάση για αναλυτικό πλαίσιο. Η περιγραφή αυτή θα δώσει τη δυνατότητα να διακριθεί η Τουρκία από τα άλλη κράτη. Επίσης, αν διατυπωθεί ο ορισμός ότι η Τουρκία είναι ένα σύγχρονο έθνος-κράτος που βρίσκεται στον χώρο επίδρασης βασικών γεωπολιτικών ζωνών της υφηλίου, θα έχουμε μια περιγραφή που διαφοροποιεί την Τουρκία και ανοίγει τον δρόμο για το αναλυτικό πλαίσιο. Η πρώτη από τις παραπάνω περιγραφές αφορά τη γεωπολιτιστική-ιστορική θεωρητικοποίηση και η δεύτερη τη γεωπολιτική».
Τη στιγμή που έχουν εκλείψει οι ψυχροπολεμικές παράμετροι, λέει ο κ. Νταβούτογλου, πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας.
«Καταρχάς, ο ρόλος αυτός πρέπει να αξιολογηθεί, αφού ξεπεραστεί η στρατηγική διατήρησης του status quo. Σε μια περίοδο κατά την οποία αλλάζουν με τρόπο δυναμικό οι παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες, η χρησιμοποίηση της γεωπολιτικής και της διατήρησης του statusquo θα έχει ως αποτέλεσμα να αχρηστευτούν, με το χρόνο, τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα».
Και ερχόμαστε σιγά σιγά σε ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος θέματα, ξεκινώντας από τα Βαλκάνια:
«Μετά την εγκατάλειψη των Βαλκανίων δεν καταβλήθηκε αρκετή προσπάθεια προκειμένου το οθωμανικό υπόλοιπο να διατηρήσει πολιτισμικά και πολιτικά την υπόστασή του. Παράλληλα, για λόγους ανησυχίας μήπως και επηρεαστεί αρνητικά η αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής κουλτούρας, υπήρξε απραξία απέναντι στην εξαφάνιση της οθωμανικής ιστορικής κληρονομιάς και της ισλαμικής κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της επιρροής τους στη Βουλγαρία και την Ελλάδα».
Έχει σημασία ο όρος «νομικό πλαίσιο» που χρησιμοποιεί ο κ. Νταβούτογλου για τις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια, αλλά και το πώς παραλληλίζει το θέμα με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
«Το θεμέλιο της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, το οθωμανικό υπόλοιπο. Σήμερα πλέον έχει αποδειχθεί ότι ήταν λανθασμένη η πολιτική εκκένωσης των Βαλκανίων, με τη σκέψη ότι οι εν λόγω πληθυσμοί είναι βάρος για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία αυτή τη στιγμή φαίνεται να έχει σημαντικές δυνατότητες στα Βαλκάνια. Κι αυτό, της το εξασφαλίζει η ιστορική συσσώρευση η οποία στηρίζεται στην οθωμανική κληρονομιά. Πρώτα από όλα, έχει ήδη φανεί η βούληση μετατροπής της κοινής αυτής ιστορικής συσσώρευσης σε φυσική συμμαχία, σε δύο περιπτώσεις, όπου οι μουσουλμάνοι είναι σε θέση φυσικών συμμάχων της Τουρκίας και έχουν την πλειοψηφία (Βοσνία, Αλβανία). Σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας είναι οι μουσουλμανικές μειονότητες στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ, στο Κόσοβο και στη Ρουμανία. Οι δύο βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια είναι η ενίσχυση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας, και η διαμόρφωση πλαισίου διεθνούς δικαίου για την ασφάλεια των εθνοτικών μειονοτήτων στην περιοχή. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να έχει συνεχώς για στόχο να εξασφαλίσει εγγυήσεις, οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα επέμβασης σε υποθέσεις που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια. Ως ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, η επέμβαση στην Κύπρο κατέστη δυνατόν να νομιμοποιηθεί εντός ενός τέτοιου νομικού πλαισίου. Η απόκτηση ενός τέτοιου δικαιώματος εκ μέρους της Τουρκίας στα Βαλκάνια μπορεί να είναι δυνατή μόνο αν ακολουθηθεί μια δραστήρια βαλκανική πολιτική, που λαμβάνει συνεχώς υπόψη τους πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Σε αντίθετη περίπτωση, η Τουρκία δεν θα χάσει μόνο την επιρροή της στα Βαλκάνια, αλλά ταυτόχρονα θα μείνει δίχως στηρίγματα απέναντι στις ελληνικές και ρωσικές αξιώσεις επί των Στενών. Απέναντι στην Ελλάδα, που μέσω του Πατριαρχείου Φαναρίου και της μικρής ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη προβάλλει ισχυρισμούς περί οικουμενικότητας, και απέναντι στη Ρωσία που επιχειρεί να οικοδομήσει ορθόδοξη και σλαβική επιρροή στον κλοιό Καυκασίων Βαλκανίων. Το κατά πόσο αποτελεσματικές είναι οι εγγυήσεις που παρέχει η Λωζάννη απέναντι στις πιέσεις της real politik, έχει φανεί με τη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου».
Ως προς το Αιγαίο, είναι πολύ εμφανής η αμφισβήτηση του στάτους κβο. Πρόκειται, σύμφωνα με τον κ. Νταβούτογλου, για τη μόνη εν δυνάμει σκηνή πολέμου!
«Σήμερα είναι γνωστά πλέον τα αποτελέσματα της στρατηγικής ολιγωρίας για το ότι δεν τέθηκαν υπό έλεγχο τα νησιά του Αιγαίου και εγκαταλείφθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τη στιγμή που η Τουρκία κρατά το σφυγμό του μαλακού υπογαστρίου της Ρωσίας μέσω των Στενών, η Ελλάδα έχει αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία μέσω των νησιών του Αιγαίου. Ο χώρος στον οποίο η Τουρκία βρίσκεται κοντά στον πόλεμο, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, είναι τα νησιά του Αιγαίου που περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό της χώρο, πράγμα που οφείλεται στα ασυγχώρητα λάθη που έχουν γίνει εξαιτίας της απουσίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής. Η κρίση στο Καρντάκ (Ίμια), που έφερε στην επιφάνεια την ελληνική κυριαρχία ακόμη και σε βραχονησίδες που βρίσκονται κοντά στις ακτές μας είναι το πικρό αντίτιμο των συσσωρευμένων αυτών λαθών».
Τα κλασικά επιχειρήματα για τα ελληνικά νησιά, περί «φυσικής προέκτασης» τουρκικού εδάφους, υιοθετούνται και από το συγγραφέα.
«Η πηγή του βασικού προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αντίθεση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του τρέχοντος στάτους κβο. Σε αντίθεση προς το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Ανατολίας, και προς τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες που γεννώνται από την παραπάνω κατάσταση, η πολιτική διανομή έγινε μέσω διεθνών συμφωνιών, υπέρ της Ελλάδας, πράγμα που υποδαυλίζει προβλήματα όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η γραμμή FIR, οι περιοχές διοίκησης και ελέγχου και η στρατιωτικοποίηση των νησιών.
Ως προς το Κυπριακό, ο συγγραφέας αναπαράγει τη διάσταση ασφάλειας που προτάσσει συνεχώς η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Εκτός από το ζήτημα της «ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων», ο κ. Νταβούτογλου υπογραμμίζει τη «γεωστρατηγική σημασία» της Κύπρου, λέγοντας πως «η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζει το ζήτημα Κύπρου ακόμη και στην περίπτωση που δεν θα υπήρχε ούτε ένας Τουρκοκύπριος πάνω στο νησί».
Η γεωστρατηγική σημασία του νησιού έχει, σύμφωνα με το συγγραφέα, δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά τη στρατηγική σημασία «σε στενό πλαίσιο, και σχετίζεται με τις ισορροπίες μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, της ΤΔΒΚ και της ελληνοκυπριακής διοίκησης στην Ανατολική Μεσόγειο». Δεύτερον, υπάρχει η στρατηγική σημασία «σε ευρύ πλαίσιο», που είναι «η θέση του νησιού μέσα στις περιφερειακές και παγκόσμιες στρατηγικές».
Οι σχέσεις με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ τοποθετούνται από τον κ. Νταβούτογλου σε ένα καθαρά στρατηγικό πλαίσιο, από το οποίο λείπει οποιαδήποτε διάσταση πολιτισμικής ή πολιτικής προσέγγισης.
«Το σημαντικότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον η Τουρκία στις διπλωματικές-πολιτικές της σχέσεις με την Ε.Ε. θα είναι η υπόθεση της αρμονίας μεταξύ των περιφερειακών επιλογών της Ε.Ε., στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της περιφερειακής πολιτικής που ακολουθεί ανέκαθεν η Τουρκία».
«Η πολιτική της Ε.Ε. στηρίζεται στην προσπάθεια εξασφάλισης μιας βελτιστοποίησης, μεταξύ του κόστους που θα προκύψει αν η Τουρκία δεχθεί τις διαδικασίες αυτές και των ρίσκων που θα υπάρξουν αν τελικά αποκοπεί η Τουρκία από την Ε.Ε. Απέναντι στην πολιτική αυτή, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη πια να αποφεύγει τα ψυχολογικά αντανακλαστικά και να αποκτήσει μία διπλωματική δυναμικότητα, που θα διευρύνει τα περιθώρια ελιγμών και θα της δώσει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει κάθε είδους εξέλιξη με εναλλακτική πολιτική». (Στρατηγικό βάθος σελ. 509)
Σύμφωνα με τον κ. Νταβούτογλου, «η Τουρκία είναι υποχρεωμένη στο εξής και μέχρι την εξάλειψη της χαώδους κατάστασης που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις και τη διαμόρφωση πιο σταθερής ισορροπίας δυνάμεων, να κατευθύνει τις σχέσεις της με την Ε.Ε., κρατώντας τον σφυγμό των μεταλλαγών στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, που θα προκύψουν ιδιαίτερα στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ε.Ε.-Ρωσίας. Οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, από πλευράς παγκόσμιων ισορροπιών, κινούνται στο κενό και τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας εξυπηρετούνται όταν δεν μένει μόνη με έναν μόνο πρωταγωνιστή. Η αποξένωση της Τουρκίας στις σχέσεις της με τους πρωταγωνιστές θα οδηγήσει σε στρατηγική παθητικότητα, γεγονός που θα έχει μακροπρόθεσμο στρατηγικό κόστος, το οποίο θα εκφραστεί στην ηπειρωτική και περιφερειακή δραστηριότητα της Τουρκίας».
Και τέλος, ιδού η άποψη Νταβούτογλου για το υπόβαθρο της επιρροής και της θέσης της Ανατολής στη σύγχρονη εποχή.
«Η νεωτερικότητα ήταν έργο μιας ευρωκεντρικής ιστορικής διαδικασίας. Ενώ η παγκοσμιοποίηση φέρει στοιχεία που αναπόφευκτα θα ενεργοποιήσουν και πάλι ολόκληρη τη συσσώρευση της ανθρωπότητας, με πρώτη την Ασία. Το γεγονός ότι το Μεσνεβί (σ.τ.μ.: το έργο του Τούρκου μυστικιστή φιλοσόφου Μεβλανά, γραμμένο στην περσική γλώσσα) είναι μεταξύ των βιβλίων με τις περισσότερες πωλήσεις στις ΗΠΑ, το ότι το Ισλάμ έχει εξελιχθεί σε δεύτερη θρησκεία, σε πολλές δυτικές χώρες, το ότι οι κλασικές αξίες των πολιτισμών της Ινδίας και της Κίνας έχουν εισέλθει σε τροχιά ανόδου, θα καταστήσουν αναγκαία, όχι τη σύγκρουση των πολιτισμών όπως προβλέπει ο Χάντινγκτον, αλλά μία νέα σύνθεση, ένα άνοιγμα πολιτισμών. Στη διαδικασία αυτή, θα προταχθούν κοινωνίες, η ιστορική συσσώρευση των οποίων θα αποτελέσει βάση για ένα τέτοιο άνοιγμα. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με την ευθύνη να διαμορφώσει μία βαρυσήμαντη ολότητα μεταξύ του ιστορικού και του στρατηγικού της βάθους και να κάνει την ολότητα αυτή πραγματικότητα μέσα στο γεωγραφικό βάθος. Η Τουρκία είναι μία κομβική χώρα, και στον βαθμό που το καταφέρει αυτό, θα κατακτήσει τη θέση της κεντρικής χώρας που θα έχει πραγματοποιήσει τη γεωπολιτική, γεωπολιτιστική και γεωοικονομική ολοκλήρωση».
Αυτό έγινε με το βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» που κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2001 και έκτοτε έχει κάνει πολλές εκδόσεις. Ο κ. Νταβούτογλου, ήταν σύμβουλος του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, από τον Μάρτιο του 2003 που ο τελευταίος ανέλαβε πρωθυπουργός. Υπήρξε σύμβουλος και του κ. Αμπντουλάχ Γκιουλ την περίοδο που αυτός ήταν πρωθυπουργός (Νοέμβριος 2002-Μάρτιος 2003).
Αυτό που έχει σημασία στην τοποθέτηση του κ. Νταβούτογλου στο υπουργείο Εξωτερικών δεν είναι μόνο η νεοοθωμανική του θεώρηση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι ταυτόχρονα και η υποδομή της θεώρησης αυτής. Ο Νεοοθωμανισμός δεν περιορίζεται, στην περίπτωση του κ. Νταβούτογλου, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η στροφή προς το οθωμανικό παρελθόν είναι στροφή προς το παρελθόν. Μπορεί αυτό να γίνεται με αναφορές κυρίως στην περίοδο του Αμπντουλχαμίτ Β΄ και στην πανισλαμική εξωτερική πολιτική που ακολούθησε ή επιχείρησε αυτός να δοκιμάσει.
Ο συντηρητισμός του κ. Νταβούτογλου είναι εξάλλου ο λόγος για τον οποίο η πλειοψηφία των –μη προσκείμενων στην κυβέρνηση Ερντογάν– σχολιαστών στην Τουρκία σημείωσαν ότι το όνομα του νέου υπουργού Εξωτερικών είναι μαζί με άλλα δύο νέων υπουργών (κ.κ. Μπουλέντ Αρίντς και Ομέρ Τσελίκ) το τεκμήριο της συντηρητικότερης και ισλαμικότερης επιλογής του κ. Ερντογάν.
Πρέπει όμως να γίνει μία σημαντική υπογράμμιση. Αυτά που πρεσβεύει ο κ. Νταβούτογλου στο βιβλίο του ήταν εδώ και τουλάχιστο δέκα χρόνια κοινός τόπος στην Τουρκία. Και αυτό αφορά τόσο την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής θέσης της Τουρκίας όσο και τις θέσεις που εκφράζονται σε επιμέρους θέματα όπως τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και οι τουρκοευρωπαϊκές σχέσεις.
Επιπρόσθετα, όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στην τουρκική εξωτερική πολιτική, από την προσπάθεια ανάπτυξης σχέσεων και επαφών με τη Συρία, το Ιράν, τις χώρες του Κόλπου, τη Ρωσία, τον Καύκασο, το Ισραήλ, μέχρι την προετοιμασία και την ανάληψη διαμεσολαβητικού ρόλου σε διάφορα ζητήματα και την πορεία των σχέσεων με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, ήταν το πορτοφόλι της τουρκικής διπλωματίας. Δηλαδή της τουρκικής κρατικής πολιτικής. Το γεγονός ότι όλα αυτά συνέβησαν κυρίως στην περίοδο Ερντογάν θα πρέπει να εξεταστεί μάλλον ως συγκυριακή ή αν θέλετε υποβοηθητική παράμετρος. Το ίδιο ισχύει και για τη θεώρηση Νταβούτογλου.
Πώς χαράσσει τώρα ο κ. Νταβούτογλου το γενικό πλαίσιο της τουρκικής στρατηγικής θέσης; Ιδού η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, καθώς και σε άλλα, από το βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος», όπως αυτό παρουσιάζεται στο βιβλίο «Islam light – Ο πολιτικός αναχρονισμός στην Τουρκία», του Άρη Αμπατζή που κυκλοφόρησε το 2006 στην Αθήνα.
«Για παράδειγμα, αν διατυπωθεί ο ορισμός ότι η Τουρκία είναι ένα σύγχρονο έθνος-κράτος που δημιουργήθηκε πάνω στην κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήταν μια από τις οκτώ πολυεθνικές αυτοκρατορικές δομές που κυριαρχούσαν στο χώρο της Ευρασίας στις αρχές του αιώνα (οι υπόλοιπες είναι η Αγγλία, η Ρωσία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Κίνα και η Ιαπωνία), τότε θα έχουμε μια περιγραφή που θα εμπεριέχει ένα ιστορικό κριτήριο και, υπό την έννοια αυτή, θα ήταν βάση για αναλυτικό πλαίσιο. Η περιγραφή αυτή θα δώσει τη δυνατότητα να διακριθεί η Τουρκία από τα άλλη κράτη. Επίσης, αν διατυπωθεί ο ορισμός ότι η Τουρκία είναι ένα σύγχρονο έθνος-κράτος που βρίσκεται στον χώρο επίδρασης βασικών γεωπολιτικών ζωνών της υφηλίου, θα έχουμε μια περιγραφή που διαφοροποιεί την Τουρκία και ανοίγει τον δρόμο για το αναλυτικό πλαίσιο. Η πρώτη από τις παραπάνω περιγραφές αφορά τη γεωπολιτιστική-ιστορική θεωρητικοποίηση και η δεύτερη τη γεωπολιτική».
Τη στιγμή που έχουν εκλείψει οι ψυχροπολεμικές παράμετροι, λέει ο κ. Νταβούτογλου, πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας.
«Καταρχάς, ο ρόλος αυτός πρέπει να αξιολογηθεί, αφού ξεπεραστεί η στρατηγική διατήρησης του status quo. Σε μια περίοδο κατά την οποία αλλάζουν με τρόπο δυναμικό οι παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες, η χρησιμοποίηση της γεωπολιτικής και της διατήρησης του statusquo θα έχει ως αποτέλεσμα να αχρηστευτούν, με το χρόνο, τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα».
Και ερχόμαστε σιγά σιγά σε ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος θέματα, ξεκινώντας από τα Βαλκάνια:
«Μετά την εγκατάλειψη των Βαλκανίων δεν καταβλήθηκε αρκετή προσπάθεια προκειμένου το οθωμανικό υπόλοιπο να διατηρήσει πολιτισμικά και πολιτικά την υπόστασή του. Παράλληλα, για λόγους ανησυχίας μήπως και επηρεαστεί αρνητικά η αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής κουλτούρας, υπήρξε απραξία απέναντι στην εξαφάνιση της οθωμανικής ιστορικής κληρονομιάς και της ισλαμικής κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της επιρροής τους στη Βουλγαρία και την Ελλάδα».
Έχει σημασία ο όρος «νομικό πλαίσιο» που χρησιμοποιεί ο κ. Νταβούτογλου για τις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια, αλλά και το πώς παραλληλίζει το θέμα με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
«Το θεμέλιο της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, το οθωμανικό υπόλοιπο. Σήμερα πλέον έχει αποδειχθεί ότι ήταν λανθασμένη η πολιτική εκκένωσης των Βαλκανίων, με τη σκέψη ότι οι εν λόγω πληθυσμοί είναι βάρος για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία αυτή τη στιγμή φαίνεται να έχει σημαντικές δυνατότητες στα Βαλκάνια. Κι αυτό, της το εξασφαλίζει η ιστορική συσσώρευση η οποία στηρίζεται στην οθωμανική κληρονομιά. Πρώτα από όλα, έχει ήδη φανεί η βούληση μετατροπής της κοινής αυτής ιστορικής συσσώρευσης σε φυσική συμμαχία, σε δύο περιπτώσεις, όπου οι μουσουλμάνοι είναι σε θέση φυσικών συμμάχων της Τουρκίας και έχουν την πλειοψηφία (Βοσνία, Αλβανία). Σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας είναι οι μουσουλμανικές μειονότητες στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ, στο Κόσοβο και στη Ρουμανία. Οι δύο βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια είναι η ενίσχυση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας, και η διαμόρφωση πλαισίου διεθνούς δικαίου για την ασφάλεια των εθνοτικών μειονοτήτων στην περιοχή. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να έχει συνεχώς για στόχο να εξασφαλίσει εγγυήσεις, οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα επέμβασης σε υποθέσεις που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια. Ως ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, η επέμβαση στην Κύπρο κατέστη δυνατόν να νομιμοποιηθεί εντός ενός τέτοιου νομικού πλαισίου. Η απόκτηση ενός τέτοιου δικαιώματος εκ μέρους της Τουρκίας στα Βαλκάνια μπορεί να είναι δυνατή μόνο αν ακολουθηθεί μια δραστήρια βαλκανική πολιτική, που λαμβάνει συνεχώς υπόψη τους πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Σε αντίθετη περίπτωση, η Τουρκία δεν θα χάσει μόνο την επιρροή της στα Βαλκάνια, αλλά ταυτόχρονα θα μείνει δίχως στηρίγματα απέναντι στις ελληνικές και ρωσικές αξιώσεις επί των Στενών. Απέναντι στην Ελλάδα, που μέσω του Πατριαρχείου Φαναρίου και της μικρής ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη προβάλλει ισχυρισμούς περί οικουμενικότητας, και απέναντι στη Ρωσία που επιχειρεί να οικοδομήσει ορθόδοξη και σλαβική επιρροή στον κλοιό Καυκασίων Βαλκανίων. Το κατά πόσο αποτελεσματικές είναι οι εγγυήσεις που παρέχει η Λωζάννη απέναντι στις πιέσεις της real politik, έχει φανεί με τη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου».
Ως προς το Αιγαίο, είναι πολύ εμφανής η αμφισβήτηση του στάτους κβο. Πρόκειται, σύμφωνα με τον κ. Νταβούτογλου, για τη μόνη εν δυνάμει σκηνή πολέμου!
«Σήμερα είναι γνωστά πλέον τα αποτελέσματα της στρατηγικής ολιγωρίας για το ότι δεν τέθηκαν υπό έλεγχο τα νησιά του Αιγαίου και εγκαταλείφθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τη στιγμή που η Τουρκία κρατά το σφυγμό του μαλακού υπογαστρίου της Ρωσίας μέσω των Στενών, η Ελλάδα έχει αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία μέσω των νησιών του Αιγαίου. Ο χώρος στον οποίο η Τουρκία βρίσκεται κοντά στον πόλεμο, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, είναι τα νησιά του Αιγαίου που περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό της χώρο, πράγμα που οφείλεται στα ασυγχώρητα λάθη που έχουν γίνει εξαιτίας της απουσίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής. Η κρίση στο Καρντάκ (Ίμια), που έφερε στην επιφάνεια την ελληνική κυριαρχία ακόμη και σε βραχονησίδες που βρίσκονται κοντά στις ακτές μας είναι το πικρό αντίτιμο των συσσωρευμένων αυτών λαθών».
Τα κλασικά επιχειρήματα για τα ελληνικά νησιά, περί «φυσικής προέκτασης» τουρκικού εδάφους, υιοθετούνται και από το συγγραφέα.
«Η πηγή του βασικού προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αντίθεση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του τρέχοντος στάτους κβο. Σε αντίθεση προς το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Ανατολίας, και προς τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες που γεννώνται από την παραπάνω κατάσταση, η πολιτική διανομή έγινε μέσω διεθνών συμφωνιών, υπέρ της Ελλάδας, πράγμα που υποδαυλίζει προβλήματα όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η γραμμή FIR, οι περιοχές διοίκησης και ελέγχου και η στρατιωτικοποίηση των νησιών.
Ως προς το Κυπριακό, ο συγγραφέας αναπαράγει τη διάσταση ασφάλειας που προτάσσει συνεχώς η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Εκτός από το ζήτημα της «ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων», ο κ. Νταβούτογλου υπογραμμίζει τη «γεωστρατηγική σημασία» της Κύπρου, λέγοντας πως «η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζει το ζήτημα Κύπρου ακόμη και στην περίπτωση που δεν θα υπήρχε ούτε ένας Τουρκοκύπριος πάνω στο νησί».
Η γεωστρατηγική σημασία του νησιού έχει, σύμφωνα με το συγγραφέα, δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά τη στρατηγική σημασία «σε στενό πλαίσιο, και σχετίζεται με τις ισορροπίες μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, της ΤΔΒΚ και της ελληνοκυπριακής διοίκησης στην Ανατολική Μεσόγειο». Δεύτερον, υπάρχει η στρατηγική σημασία «σε ευρύ πλαίσιο», που είναι «η θέση του νησιού μέσα στις περιφερειακές και παγκόσμιες στρατηγικές».
Οι σχέσεις με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ τοποθετούνται από τον κ. Νταβούτογλου σε ένα καθαρά στρατηγικό πλαίσιο, από το οποίο λείπει οποιαδήποτε διάσταση πολιτισμικής ή πολιτικής προσέγγισης.
«Το σημαντικότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον η Τουρκία στις διπλωματικές-πολιτικές της σχέσεις με την Ε.Ε. θα είναι η υπόθεση της αρμονίας μεταξύ των περιφερειακών επιλογών της Ε.Ε., στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της περιφερειακής πολιτικής που ακολουθεί ανέκαθεν η Τουρκία».
«Η πολιτική της Ε.Ε. στηρίζεται στην προσπάθεια εξασφάλισης μιας βελτιστοποίησης, μεταξύ του κόστους που θα προκύψει αν η Τουρκία δεχθεί τις διαδικασίες αυτές και των ρίσκων που θα υπάρξουν αν τελικά αποκοπεί η Τουρκία από την Ε.Ε. Απέναντι στην πολιτική αυτή, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη πια να αποφεύγει τα ψυχολογικά αντανακλαστικά και να αποκτήσει μία διπλωματική δυναμικότητα, που θα διευρύνει τα περιθώρια ελιγμών και θα της δώσει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει κάθε είδους εξέλιξη με εναλλακτική πολιτική». (Στρατηγικό βάθος σελ. 509)
Σύμφωνα με τον κ. Νταβούτογλου, «η Τουρκία είναι υποχρεωμένη στο εξής και μέχρι την εξάλειψη της χαώδους κατάστασης που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις και τη διαμόρφωση πιο σταθερής ισορροπίας δυνάμεων, να κατευθύνει τις σχέσεις της με την Ε.Ε., κρατώντας τον σφυγμό των μεταλλαγών στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, που θα προκύψουν ιδιαίτερα στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ε.Ε.-Ρωσίας. Οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, από πλευράς παγκόσμιων ισορροπιών, κινούνται στο κενό και τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας εξυπηρετούνται όταν δεν μένει μόνη με έναν μόνο πρωταγωνιστή. Η αποξένωση της Τουρκίας στις σχέσεις της με τους πρωταγωνιστές θα οδηγήσει σε στρατηγική παθητικότητα, γεγονός που θα έχει μακροπρόθεσμο στρατηγικό κόστος, το οποίο θα εκφραστεί στην ηπειρωτική και περιφερειακή δραστηριότητα της Τουρκίας».
Και τέλος, ιδού η άποψη Νταβούτογλου για το υπόβαθρο της επιρροής και της θέσης της Ανατολής στη σύγχρονη εποχή.
«Η νεωτερικότητα ήταν έργο μιας ευρωκεντρικής ιστορικής διαδικασίας. Ενώ η παγκοσμιοποίηση φέρει στοιχεία που αναπόφευκτα θα ενεργοποιήσουν και πάλι ολόκληρη τη συσσώρευση της ανθρωπότητας, με πρώτη την Ασία. Το γεγονός ότι το Μεσνεβί (σ.τ.μ.: το έργο του Τούρκου μυστικιστή φιλοσόφου Μεβλανά, γραμμένο στην περσική γλώσσα) είναι μεταξύ των βιβλίων με τις περισσότερες πωλήσεις στις ΗΠΑ, το ότι το Ισλάμ έχει εξελιχθεί σε δεύτερη θρησκεία, σε πολλές δυτικές χώρες, το ότι οι κλασικές αξίες των πολιτισμών της Ινδίας και της Κίνας έχουν εισέλθει σε τροχιά ανόδου, θα καταστήσουν αναγκαία, όχι τη σύγκρουση των πολιτισμών όπως προβλέπει ο Χάντινγκτον, αλλά μία νέα σύνθεση, ένα άνοιγμα πολιτισμών. Στη διαδικασία αυτή, θα προταχθούν κοινωνίες, η ιστορική συσσώρευση των οποίων θα αποτελέσει βάση για ένα τέτοιο άνοιγμα. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με την ευθύνη να διαμορφώσει μία βαρυσήμαντη ολότητα μεταξύ του ιστορικού και του στρατηγικού της βάθους και να κάνει την ολότητα αυτή πραγματικότητα μέσα στο γεωγραφικό βάθος. Η Τουρκία είναι μία κομβική χώρα, και στον βαθμό που το καταφέρει αυτό, θα κατακτήσει τη θέση της κεντρικής χώρας που θα έχει πραγματοποιήσει τη γεωπολιτική, γεωπολιτιστική και γεωοικονομική ολοκλήρωση».
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...