«Άμυνα» - «επίθεση» και στρατηγικό δόγμα
Η Θεωρία του Πολέμου
Όσοι ασχολήθηκαν, έστω και στοιχειωδώς, με την σύγχρονη στρατηγική, είναι γνωστό πως η ανάλυση για την στρατιωτική ικανότητα «πρώτου πλήγματος» εντάσσεται στην προβληματική άμυνα / επίθεση και αμυντικό / επιθετικό στρατηγικό δόγμα.
Το ζήτημα άμυνα / επίθεση, δεν αναφέρεται, κατ’ ανάγκη, σε πολιτικές επιδιώξεις επιθετικού χαρακτήρα. Όταν αναφέρεται στο στρατηγικό δόγμα ενός αμυνόμενου κράτους, σχετίζεται με την ανάγκη εξορθολογισμού των αμυντικών επιλογών με τρόπο που να καθιστά πιο αξιόπιστη, πιο εύρωστη και γι’ αυτό πιο αποτρεπτική την εθνική στρατηγική.
Η ανάπτυξη αμυντικών ή επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων καθώς και του ανάλογου στρατηγικού δόγματος, μεταξύ άλλων, σχετίζεται με 1) την μορφή της απειλής, δηλαδή τις πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις του επιτιθεμένου, 2) την διάταξη, δομή και ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου, 3) το στρατηγικό δόγμα του αντιπάλου, 4) τις στρατιωτικές ανάγκες στην περίπτωση κάλυψης στόχων εκτός κρατικών συνόρων (προεκτεταμένη αποτροπή), 5) τις τεχνολογικές ικανότητες του αποτρέποντος και του αποτρεπομένου και 6) την ποσότητα / ποιότητα των οπλικών συστημάτων σ’ όλο το φάσμα της αντιπαράθεσης.
Στην αποτροπή, έχουμε επιθετική (ή, προς το ορθότερο, αντεπιθετική) στρατηγική, όταν το αμυντικό δόγμα και η διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην όσο το δυνατό πιο έγκαιρη (αμέσως πρίν ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ή κατά την διάρκεια μιας ενδεχομένης κλιμάκωσης) καταστροφή του κυρίως σώματος των ενόπλων δυνάμεων ή άλλων ζωτικών στόχων του αντιπάλου. Επίσης, ακόμη και εάν το αμυνόμενο κράτος ουδόλως αποσκοπεί στην προσάρτηση εδαφών, ένα στρατηγικό δόγμα αντεπιθετικού χαρακτήρα, για διαπραγματευτικούς και μόνον λόγους, σχεδιάζει την κατάληψη εχθρικού εδάφους και την καταστροφή κάθε στόχου που θα αποδυναμώσει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του επιτιθεμένου. Ουσιαστικά, οποιοσδήποτε στόχος που αποδυναμώνει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του αντιπάλου και / ή πλήττει σημαντικούς στόχους εις βάθος εντός της επικράτειάς του θεωρείται επιθετικού ή αντεπιθετικού χαρακτήρα. Αντίστοιχα, «αμυντική» στρατηγική ή στρατηγική απόκρουσης έχουμε όταν, με δεδομένους τους περιορισμένους στρατιωτικούς στόχους του αντιπάλου, σκοπός είναι περισσότερο η προστασία της εδαφικής επικράτειας και λιγότερο η προέλαση ή η καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου και η κατάληψη εχθρικού εδάφους. Συναφώς, είναι ένα πράγμα να αμυνθείς όταν δεχθείς επίθεση και άλλο πράγμα όταν οι αποτρεπτικοί σου στόχοι σε συνάρτηση με τους επιθετικούς στόχους του αντιπάλου δημιουργούν ανάγκη αποτρεπτικών ικανοτήτων αντεπίθεσης και ανταπόδωσης (ή ακόμη και «έγκαιρου» πρώτου κτυπήματος) εις βάθος εντός της επικράτειας του επιτιθεμένου καθώς και κατά στόχων που πλήττουν καίρια την στρατιωτική του ικανότητα.
Το δίλημμα ανακύπτει επειδή, ακριβώς, είναι γνωστό πως η αποτροπή είναι τόσο ισχυρότερη όσο ο αποτρέπων είναι ικανός όχι μόνον να αμυνθεί στο έδαφός του αλλά και να αντεπιτεθεί ανταποδίδοντας καίριο κτύπημα κατά των ζωτικών ικανοτήτων του επιτιθέμενου. Δηλαδή, σ’ αυτή την περίπτωση - και μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί το στρατιωτικό ανισοζύγιο Ελλάδας / Τουρκίας - το πιθανό κόστος του επιτιθέμενου πρέπει να είναι όχι μόνον η αποτυχία των επεκτατικών του επιδιώξεων αλλά επίσης, η αξιόπιστη ικανότητα αντεπιθετικών κτυπημάτων με βαρύτατες γι’ αυτόν συνέπειες. Βεβαίως, για τον αμυνόμενο / αποτρέποντα, το ιδανικό θα ήταν να είχε τόσο αμυντικές όσο και επιθετικές στρατιωτικές ικανότητες. Όμως, εάν για διάφορους λόγους - όπως στην περίπτωσή μας όπου η άγνοια και ο εφησυχασμός οδηγεί σε τρομακτικό ανισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας - η αποτροπή δίνει πλέον το προβάδισμα στις επιθετικού χαρακτήρα στρατιωτικές ικανότητες. Επιβάλλεται να τονισθεί η ευθύνη αυτών που στο παρελθόν υποστήριξαν την αποδυνάμωση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος. Το αποτέλεσμα των θέσεων και ενεργειών τους μας οδήγησε στην σημερινή κατάσταση, όπου, ενδεχομένως, επιβάλλεται να καταφύγουμε στην λύση εσχάτης ανάγκης, δηλαδή στην ανάπτυξη επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων στο πλαίσιο των αμυντικών πολιτικών μας στόχων. Για ευθύνες, κάποιος δεν έχει παρά να ανατρέξει στις συζητήσεις για τον αμυντικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα στην συζήτηση στην Βουλή τον Δεκέμβριο 1995, αλλά και σε μπουρδολογίες με μανδύα σοβαροφανών αναλύσεων που ρυπαίνουν τον δημόσιο διάλογο, κυρίως σε ορισμένα κυριακάτικα φύλλα. Σε κάθε περίπτωση, εάν η Ελλάδα δεν ακολουθούσε τον ολισθηρό δρόμο του κατευνασμού και του σχεδόν μονομερούς αφοπλισμού που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε την δεκαετία του 1980, η Τουρκία, ουδόλως θα αποτολμούσε επιθετικά ατοπήματα και η σταθερότητα / ειρήνη θα ήταν σχεδόν δεδομένη. Σήμερα, με δεδομένο και αυξανόμενο το ανισοζύγιο, ενώ η ανάπτυξη αποτρεπτικών επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων εκ μέρους μας είναι ίσως αναπόφευκτη, αυτό δημιουργεί μερικούς σοβαρούς κινδύνους. Δηλαδή, η εξισορρόπηση της δεδομένης πλέον Τουρκικής ικανότητας πρώτου κτυπήματος με ανάπτυξη Ελληνικών αντεπιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων, ενώ θα βελτιώνει την αποτρεπτική μας ικανότητα συνολικά θα αυξάνει ταυτόχρονα την αστάθεια σε περιπτώσεις κρίσεων. Στην τελευταία περίπτωση, τα κίνητρα των δύο πλευρών να κτυπήσουν πρώτοι θα αυξηθούν. Όμως, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, αυτή είναι μια παρωχημένη συζήτηση: H Τουρκική ικανότητα πρώτου κτυπήματος είναι ήδη γεγονός και η αστάθεια σε περίπτωση κρίσεως είναι δεδομένη, επειδή, ακριβώς, η Τουρκική υπεροχή σ’ όλα τα οπλικά συστήματα καθιστά δελεαστικό ένα Τουρκικό καταστροφικό πρώτο πλήγμα. Τα πάμπολλα casus belli των τελευταίων ετών είναι μια σημαντική επιβεβαίωση αυτής της θέσης που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοούμε. Ασφαλώς, δεν θα είχαμε εισέλθει σ’ αυτά τα διλήμματα, εάν εισακούονταν οι «ανησυχούντες», οι οποίοι, επι σειράν ετών προειδοποιούσαν για την ανάγκη ισορροπίας ως προϋπόθεσης ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Αμυνόμενος - αποτρέπων και επιτιθέμενος - αποτρεπόμενος
Τα πιο πάνω οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Τουρκίας - Ελλάδας, ο αμυνόμενος / αποτρέπων είναι η Ελλάδα και ο επιτιθέμενος / αποτρεπόμενος είναι η Τουρκία. Αυτό επειδή η τελευταία είναι η χώρα η οποία αδιαμφισβήτητα επιδιώκει δραστική αλλαγή του εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος. Εάν δεχθούμε ως ορθή την θέση πως ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας - Τουρκίας επιδεινώνεται και πως η Τουρκία είναι αναθεωρητικό κράτος, η Ελλάδα, ως αμυνόμενο κράτος, θα μπορούσε να εξακολουθήσει να έχει αμυντικούς πολιτικούς στόχους (δηλαδή να μην επιδιώκει αλλαγή του ισχύοντος εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος) χωρίς όμως αυτό να την εμποδίζει να αναπτύξει επιθετικές ικανότητες στον στρατιωτικό τομέα εάν αυτό επιβάλλεται από τις ανάγκες της εθνικής στρατηγικής όπως αυτές αναφύονται λόγω των προαναφερθέντων παραγόντων (μορφή της απειλής, γεωπολιτικά δεδομένα, κτλ). Οι αντεπιθετικές απειλές μιας τέτοιας αποτρεπτικής στρατηγικής, εάν είναι αξιόπιστες, δημιουργούν συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων το πρώτο κτύπημα θα επικρέμαται ως «δαμόκλειος σπάθη» κατά αποσταθεροποιητικών κινήσεων του αντιπάλου. Συνολικά, ο στόχος της αποτροπής του πολέμου εξυπηρετείται τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η αντεπιθετική απειλή, επειδή προκαλεί ανησυχία και φόβο στο πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας για μεγάλο κόστος εάν συνεχίσουν τις επιθετικές του στάσεις ή εάν αποτολμήσουν στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό. Με κάθε κριτήριο αποτρεπτικής στρατηγικής, όσο πιο καταστροφική είναι η αποτρεπτική / αντεπιθετική απειλή, τόσο περισσότερο ενισχύεται η αμυνόμενη χώρα, στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα η οποία υπεραμύνεται του status quo,
Κάποιοι, αφελώς, με δέος και φόβο, ανταπαντούν πως αντεπιθετικές Ελληνικές ικανότητες και στρατηγικό δόγμα που θα επισείει ή υπονοεί αποτρεπτικό πρώτο κτύπημα εκ μέρους της Ελλάδας θα προκαλέσει ανάλογη Τουρκική αντίδραση.
Όμως, πρώτο, εάν η Ελληνική αμυντική στρατιωτική ικανότητα δεν είχε αποδυναμωθεί λόγω πληθώρας ανόητων δήθεν ειρηνιστικών αναλύσεων υπέρ ουσιαστικά ενός μονομερούς ελληνικού αφοπλισμού, το ζήτημα θα ετίθετο διαφορετικά. Το πρόβλημα, επαναλαμβάνεται, ανακύπτει λόγω αποδυνάμωσής μας την τελευταία δεκαετία. Η αποδυνάμωση αυτή, για την οποία υπάρχουν πολιτικές ευθύνες, αγγίζει σχεδόν κάθε διάσταση της εθνικής μας στρατηγικής, και κυρίως, την στρατιωτική μας ικανότητα, την διπλωματική μας αξιοπιστία (λόγω μειωμένης αποτρεπτικής αξιοπιστίας) και το πατριωτικό φρόνημα του λαού λόγω αντιπατριωτικού μακαρθισμού που συστηματικά παρατηρείται στον Ελληνικό δημόσιο διάλογο.
Δεύτερο, η συζήτηση περι πιθανής Τουρκικής ανταπάντησης είναι καθυστερημένη. Αυτό επειδή ήδη η Τουρκία όχι μόνον έχει αναπτύξει μια φοβερή ανισορροπία δυνάμεων αλλά επίσης, όπως εξόχως θεμελιώνεται από τον Παναγιώτη Κονδύλη στο επίμετρο του βιβλίου του, επειδή η προβολή των τάσεων οδηγεί σε συνολικό γεωπολιτικό ανισοζύγιο που συνοδεύεται με πασίδηλη ηγεμονική Τουρκική στρατηγική και - αναπόφευκτα - απο επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων να αναπτύξουν πελατειακές σχέσεις με την Τουρκία στην βάση αυτού του ηγεμονισμού (ως προς τον οποίο η Ελλάδα καλείται να προσαρμοσθεί, κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίνονται πολλοί πολιτικοί όλων των Ελληνικών παρατάξεων).
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονισθεί ότι - και η ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη φωτίζει πλήρως αυτή την πτυχή - πως το στρατηγικό μας δόγμα επιβάλλεται να προσαρμοστεί στις ανάγκες της απειλής και των συσχετισμών δυνάμεων που δημιουργούν οι τάσεις όπως αυτές προβάλλονται στο ορατό μέλλον. Όπως υποστηρίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, αυτή η προσαρμογή του στρατηγικού δόγματος πρέπει να διέπεται από την αμείλικτη πραγματικότητα: Δηλαδή, από το γεγονός ότι, μετά τις δικές μας πολιτικές αμυντικές και διπλωματικές επιλογές, ιδιαίτερα της τελευταίας δεκαετίας «το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται» (σελ. 398). Σ’ αυτό το πλαίσιο, «ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία. Καμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος».
Αυτή η θέση μας φέρνει στην τρίτη επισήμανση για την σχέση άμυνας / επίθεσης και την πιθανή αντίδραση της Τουρκίας. Δηλαδή, η επιθετική διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αλλά και κάθε γνωστή μελλοντική ανάπτυξη των τουρκικών στρατιωτικών ικανοτήτων οδηγούν στον συμπέρασμα πως ήδη υπάρχει τόσο τουρκική πολιτική θέληση πρώτης καταστροφικής επίθεσης κατά της Ελλάδας όσο και στρατιωτικές ικανότητες που στηρίζουν τους πολιτικούς στόχους. Τα πολλά casus belli κατά της Ελλάδας, επαναλαμβάνεται, είναι σαφής απόδειξη αυτής της πραγματικότητας. Επομένως, το πρόβλημά μας δεν είναι μια πιθανή αποσταθεροποίηση που ενδεχομένως θα οδηγήσει η δραστική αναπροσαρμογή του στρατηγικού μας δόγματος αλλά η αναπροσαρμογή με τρόπο που θα βελτιώνει τις πιθανότητες αποτροπής του πολέμου επειδή θα καθιστά ατελέσφορη την Τουρκική επίθεση (η οποία με κάθε κριτήριο βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμενόμενη ευκαιρίας δοθείσης).
Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο αναφέρεται όχι στην αποτροπή του πολέμου αλλά στην έκβασή εάν και όταν δυστυχώς η δική μας αποτροπή αποτύχει. Εάν για οποιαδήποτε αιτία - και η εξέλιξη των συσχετισμών δημιουργεί κίνητρα στην Τουρκία για εκτέλεση απειλών χαμηλής έντασης που αυξάνουν τις πιθανότητες έναρξης στρατιωτικών συγκρούσεων - αρχίσουν στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι αντεπιθετικές μας ικανότητες είναι καθοριστικό στοιχείο τόσο για τον υπέρ της Ελλάδας έλεγχο της κλιμακώσεως με ενδοπολεμική αποτροπή όσο και την στρατηγική νίκη εάν παραταύτα ο πόλεμος γενικευθεί.
Συμπερασματικά, υπάρχει ανάγκη ισορροπίας μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας, γεγονός που πολλοί από καιρό υποστηρίζουν και άλλοι αντικρούουν με ψευτοδιεθνιστικά και ψευτοειρηνιστικά ρητορικά επιχειρήματα. Η ανισορροπία είναι ήδη γεγονός και η περαιτέρω επιδείνωση των συσχετισμών περισσότερο από βεβαία. Η ανάγκη προσπαθειών εγκαθίδρυσης ισορροπίας είναι προϋπόθεση ειρήνης και σταθερότητας. Η προσαρμογή του στρατηγικού μας δόγματος, επίσης, είναι
1) προϋπόθεση αποτροπής των απειλών μικρής έντασης που η προαναφερθείσα ανισορροπία δημιουργεί,
2) προϋπόθεση αποτροπής ενός Τουρκικού πρώτου κτυπήματος σε περιόδους έντασης και
3) προϋπόθεση ελέγχου της κλιμάκωσης εάν μολαταύτα η Τουρκία «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου».
Η κατάθεση του Παναγιώτη Κονδύλη αποτελεί μια από τις σοβαρότερες αναλύσεις στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού και θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα σοβαρού διαλόγου για τις πιο πάνω πτυχές.
Όσοι ασχολήθηκαν, έστω και στοιχειωδώς, με την σύγχρονη στρατηγική, είναι γνωστό πως η ανάλυση για την στρατιωτική ικανότητα «πρώτου πλήγματος» εντάσσεται στην προβληματική άμυνα / επίθεση και αμυντικό / επιθετικό στρατηγικό δόγμα.
Το ζήτημα άμυνα / επίθεση, δεν αναφέρεται, κατ’ ανάγκη, σε πολιτικές επιδιώξεις επιθετικού χαρακτήρα. Όταν αναφέρεται στο στρατηγικό δόγμα ενός αμυνόμενου κράτους, σχετίζεται με την ανάγκη εξορθολογισμού των αμυντικών επιλογών με τρόπο που να καθιστά πιο αξιόπιστη, πιο εύρωστη και γι’ αυτό πιο αποτρεπτική την εθνική στρατηγική.
Η ανάπτυξη αμυντικών ή επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων καθώς και του ανάλογου στρατηγικού δόγματος, μεταξύ άλλων, σχετίζεται με 1) την μορφή της απειλής, δηλαδή τις πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις του επιτιθεμένου, 2) την διάταξη, δομή και ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου, 3) το στρατηγικό δόγμα του αντιπάλου, 4) τις στρατιωτικές ανάγκες στην περίπτωση κάλυψης στόχων εκτός κρατικών συνόρων (προεκτεταμένη αποτροπή), 5) τις τεχνολογικές ικανότητες του αποτρέποντος και του αποτρεπομένου και 6) την ποσότητα / ποιότητα των οπλικών συστημάτων σ’ όλο το φάσμα της αντιπαράθεσης.
Στην αποτροπή, έχουμε επιθετική (ή, προς το ορθότερο, αντεπιθετική) στρατηγική, όταν το αμυντικό δόγμα και η διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην όσο το δυνατό πιο έγκαιρη (αμέσως πρίν ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ή κατά την διάρκεια μιας ενδεχομένης κλιμάκωσης) καταστροφή του κυρίως σώματος των ενόπλων δυνάμεων ή άλλων ζωτικών στόχων του αντιπάλου. Επίσης, ακόμη και εάν το αμυνόμενο κράτος ουδόλως αποσκοπεί στην προσάρτηση εδαφών, ένα στρατηγικό δόγμα αντεπιθετικού χαρακτήρα, για διαπραγματευτικούς και μόνον λόγους, σχεδιάζει την κατάληψη εχθρικού εδάφους και την καταστροφή κάθε στόχου που θα αποδυναμώσει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του επιτιθεμένου. Ουσιαστικά, οποιοσδήποτε στόχος που αποδυναμώνει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του αντιπάλου και / ή πλήττει σημαντικούς στόχους εις βάθος εντός της επικράτειάς του θεωρείται επιθετικού ή αντεπιθετικού χαρακτήρα. Αντίστοιχα, «αμυντική» στρατηγική ή στρατηγική απόκρουσης έχουμε όταν, με δεδομένους τους περιορισμένους στρατιωτικούς στόχους του αντιπάλου, σκοπός είναι περισσότερο η προστασία της εδαφικής επικράτειας και λιγότερο η προέλαση ή η καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου και η κατάληψη εχθρικού εδάφους. Συναφώς, είναι ένα πράγμα να αμυνθείς όταν δεχθείς επίθεση και άλλο πράγμα όταν οι αποτρεπτικοί σου στόχοι σε συνάρτηση με τους επιθετικούς στόχους του αντιπάλου δημιουργούν ανάγκη αποτρεπτικών ικανοτήτων αντεπίθεσης και ανταπόδωσης (ή ακόμη και «έγκαιρου» πρώτου κτυπήματος) εις βάθος εντός της επικράτειας του επιτιθεμένου καθώς και κατά στόχων που πλήττουν καίρια την στρατιωτική του ικανότητα.
Το δίλημμα ανακύπτει επειδή, ακριβώς, είναι γνωστό πως η αποτροπή είναι τόσο ισχυρότερη όσο ο αποτρέπων είναι ικανός όχι μόνον να αμυνθεί στο έδαφός του αλλά και να αντεπιτεθεί ανταποδίδοντας καίριο κτύπημα κατά των ζωτικών ικανοτήτων του επιτιθέμενου. Δηλαδή, σ’ αυτή την περίπτωση - και μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί το στρατιωτικό ανισοζύγιο Ελλάδας / Τουρκίας - το πιθανό κόστος του επιτιθέμενου πρέπει να είναι όχι μόνον η αποτυχία των επεκτατικών του επιδιώξεων αλλά επίσης, η αξιόπιστη ικανότητα αντεπιθετικών κτυπημάτων με βαρύτατες γι’ αυτόν συνέπειες. Βεβαίως, για τον αμυνόμενο / αποτρέποντα, το ιδανικό θα ήταν να είχε τόσο αμυντικές όσο και επιθετικές στρατιωτικές ικανότητες. Όμως, εάν για διάφορους λόγους - όπως στην περίπτωσή μας όπου η άγνοια και ο εφησυχασμός οδηγεί σε τρομακτικό ανισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας - η αποτροπή δίνει πλέον το προβάδισμα στις επιθετικού χαρακτήρα στρατιωτικές ικανότητες. Επιβάλλεται να τονισθεί η ευθύνη αυτών που στο παρελθόν υποστήριξαν την αποδυνάμωση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος. Το αποτέλεσμα των θέσεων και ενεργειών τους μας οδήγησε στην σημερινή κατάσταση, όπου, ενδεχομένως, επιβάλλεται να καταφύγουμε στην λύση εσχάτης ανάγκης, δηλαδή στην ανάπτυξη επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων στο πλαίσιο των αμυντικών πολιτικών μας στόχων. Για ευθύνες, κάποιος δεν έχει παρά να ανατρέξει στις συζητήσεις για τον αμυντικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα στην συζήτηση στην Βουλή τον Δεκέμβριο 1995, αλλά και σε μπουρδολογίες με μανδύα σοβαροφανών αναλύσεων που ρυπαίνουν τον δημόσιο διάλογο, κυρίως σε ορισμένα κυριακάτικα φύλλα. Σε κάθε περίπτωση, εάν η Ελλάδα δεν ακολουθούσε τον ολισθηρό δρόμο του κατευνασμού και του σχεδόν μονομερούς αφοπλισμού που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε την δεκαετία του 1980, η Τουρκία, ουδόλως θα αποτολμούσε επιθετικά ατοπήματα και η σταθερότητα / ειρήνη θα ήταν σχεδόν δεδομένη. Σήμερα, με δεδομένο και αυξανόμενο το ανισοζύγιο, ενώ η ανάπτυξη αποτρεπτικών επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων εκ μέρους μας είναι ίσως αναπόφευκτη, αυτό δημιουργεί μερικούς σοβαρούς κινδύνους. Δηλαδή, η εξισορρόπηση της δεδομένης πλέον Τουρκικής ικανότητας πρώτου κτυπήματος με ανάπτυξη Ελληνικών αντεπιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων, ενώ θα βελτιώνει την αποτρεπτική μας ικανότητα συνολικά θα αυξάνει ταυτόχρονα την αστάθεια σε περιπτώσεις κρίσεων. Στην τελευταία περίπτωση, τα κίνητρα των δύο πλευρών να κτυπήσουν πρώτοι θα αυξηθούν. Όμως, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, αυτή είναι μια παρωχημένη συζήτηση: H Τουρκική ικανότητα πρώτου κτυπήματος είναι ήδη γεγονός και η αστάθεια σε περίπτωση κρίσεως είναι δεδομένη, επειδή, ακριβώς, η Τουρκική υπεροχή σ’ όλα τα οπλικά συστήματα καθιστά δελεαστικό ένα Τουρκικό καταστροφικό πρώτο πλήγμα. Τα πάμπολλα casus belli των τελευταίων ετών είναι μια σημαντική επιβεβαίωση αυτής της θέσης που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοούμε. Ασφαλώς, δεν θα είχαμε εισέλθει σ’ αυτά τα διλήμματα, εάν εισακούονταν οι «ανησυχούντες», οι οποίοι, επι σειράν ετών προειδοποιούσαν για την ανάγκη ισορροπίας ως προϋπόθεσης ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Αμυνόμενος - αποτρέπων και επιτιθέμενος - αποτρεπόμενος
Τα πιο πάνω οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Τουρκίας - Ελλάδας, ο αμυνόμενος / αποτρέπων είναι η Ελλάδα και ο επιτιθέμενος / αποτρεπόμενος είναι η Τουρκία. Αυτό επειδή η τελευταία είναι η χώρα η οποία αδιαμφισβήτητα επιδιώκει δραστική αλλαγή του εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος. Εάν δεχθούμε ως ορθή την θέση πως ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας - Τουρκίας επιδεινώνεται και πως η Τουρκία είναι αναθεωρητικό κράτος, η Ελλάδα, ως αμυνόμενο κράτος, θα μπορούσε να εξακολουθήσει να έχει αμυντικούς πολιτικούς στόχους (δηλαδή να μην επιδιώκει αλλαγή του ισχύοντος εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος) χωρίς όμως αυτό να την εμποδίζει να αναπτύξει επιθετικές ικανότητες στον στρατιωτικό τομέα εάν αυτό επιβάλλεται από τις ανάγκες της εθνικής στρατηγικής όπως αυτές αναφύονται λόγω των προαναφερθέντων παραγόντων (μορφή της απειλής, γεωπολιτικά δεδομένα, κτλ). Οι αντεπιθετικές απειλές μιας τέτοιας αποτρεπτικής στρατηγικής, εάν είναι αξιόπιστες, δημιουργούν συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων το πρώτο κτύπημα θα επικρέμαται ως «δαμόκλειος σπάθη» κατά αποσταθεροποιητικών κινήσεων του αντιπάλου. Συνολικά, ο στόχος της αποτροπής του πολέμου εξυπηρετείται τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η αντεπιθετική απειλή, επειδή προκαλεί ανησυχία και φόβο στο πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας για μεγάλο κόστος εάν συνεχίσουν τις επιθετικές του στάσεις ή εάν αποτολμήσουν στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό. Με κάθε κριτήριο αποτρεπτικής στρατηγικής, όσο πιο καταστροφική είναι η αποτρεπτική / αντεπιθετική απειλή, τόσο περισσότερο ενισχύεται η αμυνόμενη χώρα, στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα η οποία υπεραμύνεται του status quo,
Κάποιοι, αφελώς, με δέος και φόβο, ανταπαντούν πως αντεπιθετικές Ελληνικές ικανότητες και στρατηγικό δόγμα που θα επισείει ή υπονοεί αποτρεπτικό πρώτο κτύπημα εκ μέρους της Ελλάδας θα προκαλέσει ανάλογη Τουρκική αντίδραση.
Όμως, πρώτο, εάν η Ελληνική αμυντική στρατιωτική ικανότητα δεν είχε αποδυναμωθεί λόγω πληθώρας ανόητων δήθεν ειρηνιστικών αναλύσεων υπέρ ουσιαστικά ενός μονομερούς ελληνικού αφοπλισμού, το ζήτημα θα ετίθετο διαφορετικά. Το πρόβλημα, επαναλαμβάνεται, ανακύπτει λόγω αποδυνάμωσής μας την τελευταία δεκαετία. Η αποδυνάμωση αυτή, για την οποία υπάρχουν πολιτικές ευθύνες, αγγίζει σχεδόν κάθε διάσταση της εθνικής μας στρατηγικής, και κυρίως, την στρατιωτική μας ικανότητα, την διπλωματική μας αξιοπιστία (λόγω μειωμένης αποτρεπτικής αξιοπιστίας) και το πατριωτικό φρόνημα του λαού λόγω αντιπατριωτικού μακαρθισμού που συστηματικά παρατηρείται στον Ελληνικό δημόσιο διάλογο.
Δεύτερο, η συζήτηση περι πιθανής Τουρκικής ανταπάντησης είναι καθυστερημένη. Αυτό επειδή ήδη η Τουρκία όχι μόνον έχει αναπτύξει μια φοβερή ανισορροπία δυνάμεων αλλά επίσης, όπως εξόχως θεμελιώνεται από τον Παναγιώτη Κονδύλη στο επίμετρο του βιβλίου του, επειδή η προβολή των τάσεων οδηγεί σε συνολικό γεωπολιτικό ανισοζύγιο που συνοδεύεται με πασίδηλη ηγεμονική Τουρκική στρατηγική και - αναπόφευκτα - απο επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων να αναπτύξουν πελατειακές σχέσεις με την Τουρκία στην βάση αυτού του ηγεμονισμού (ως προς τον οποίο η Ελλάδα καλείται να προσαρμοσθεί, κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίνονται πολλοί πολιτικοί όλων των Ελληνικών παρατάξεων).
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονισθεί ότι - και η ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη φωτίζει πλήρως αυτή την πτυχή - πως το στρατηγικό μας δόγμα επιβάλλεται να προσαρμοστεί στις ανάγκες της απειλής και των συσχετισμών δυνάμεων που δημιουργούν οι τάσεις όπως αυτές προβάλλονται στο ορατό μέλλον. Όπως υποστηρίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, αυτή η προσαρμογή του στρατηγικού δόγματος πρέπει να διέπεται από την αμείλικτη πραγματικότητα: Δηλαδή, από το γεγονός ότι, μετά τις δικές μας πολιτικές αμυντικές και διπλωματικές επιλογές, ιδιαίτερα της τελευταίας δεκαετίας «το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται» (σελ. 398). Σ’ αυτό το πλαίσιο, «ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία. Καμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος».
Αυτή η θέση μας φέρνει στην τρίτη επισήμανση για την σχέση άμυνας / επίθεσης και την πιθανή αντίδραση της Τουρκίας. Δηλαδή, η επιθετική διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αλλά και κάθε γνωστή μελλοντική ανάπτυξη των τουρκικών στρατιωτικών ικανοτήτων οδηγούν στον συμπέρασμα πως ήδη υπάρχει τόσο τουρκική πολιτική θέληση πρώτης καταστροφικής επίθεσης κατά της Ελλάδας όσο και στρατιωτικές ικανότητες που στηρίζουν τους πολιτικούς στόχους. Τα πολλά casus belli κατά της Ελλάδας, επαναλαμβάνεται, είναι σαφής απόδειξη αυτής της πραγματικότητας. Επομένως, το πρόβλημά μας δεν είναι μια πιθανή αποσταθεροποίηση που ενδεχομένως θα οδηγήσει η δραστική αναπροσαρμογή του στρατηγικού μας δόγματος αλλά η αναπροσαρμογή με τρόπο που θα βελτιώνει τις πιθανότητες αποτροπής του πολέμου επειδή θα καθιστά ατελέσφορη την Τουρκική επίθεση (η οποία με κάθε κριτήριο βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμενόμενη ευκαιρίας δοθείσης).
Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο αναφέρεται όχι στην αποτροπή του πολέμου αλλά στην έκβασή εάν και όταν δυστυχώς η δική μας αποτροπή αποτύχει. Εάν για οποιαδήποτε αιτία - και η εξέλιξη των συσχετισμών δημιουργεί κίνητρα στην Τουρκία για εκτέλεση απειλών χαμηλής έντασης που αυξάνουν τις πιθανότητες έναρξης στρατιωτικών συγκρούσεων - αρχίσουν στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι αντεπιθετικές μας ικανότητες είναι καθοριστικό στοιχείο τόσο για τον υπέρ της Ελλάδας έλεγχο της κλιμακώσεως με ενδοπολεμική αποτροπή όσο και την στρατηγική νίκη εάν παραταύτα ο πόλεμος γενικευθεί.
Συμπερασματικά, υπάρχει ανάγκη ισορροπίας μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας, γεγονός που πολλοί από καιρό υποστηρίζουν και άλλοι αντικρούουν με ψευτοδιεθνιστικά και ψευτοειρηνιστικά ρητορικά επιχειρήματα. Η ανισορροπία είναι ήδη γεγονός και η περαιτέρω επιδείνωση των συσχετισμών περισσότερο από βεβαία. Η ανάγκη προσπαθειών εγκαθίδρυσης ισορροπίας είναι προϋπόθεση ειρήνης και σταθερότητας. Η προσαρμογή του στρατηγικού μας δόγματος, επίσης, είναι
1) προϋπόθεση αποτροπής των απειλών μικρής έντασης που η προαναφερθείσα ανισορροπία δημιουργεί,
2) προϋπόθεση αποτροπής ενός Τουρκικού πρώτου κτυπήματος σε περιόδους έντασης και
3) προϋπόθεση ελέγχου της κλιμάκωσης εάν μολαταύτα η Τουρκία «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου».
Παναγιώτης Κονδύλης
Η κατάθεση του Παναγιώτη Κονδύλη αποτελεί μια από τις σοβαρότερες αναλύσεις στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού και θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα σοβαρού διαλόγου για τις πιο πάνω πτυχές.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...