Clausewitz: «Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα»
Το παρόν γράφεται με αφορμή πολλά σχόλια για την ημερήσια διαταγή του ΑΓΕΕΘΑ στρατηγού Φλώρου με αφορμή την ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων στις 21 Νοεμβρίου 2020. Η δήλωση αυτή αναρτήθηκε την ίδια μέρα. Το θέμα της σχέσης πολιτικής και πολέμου έχει εξεταστεί σε πολλά βιβλία και δοκίμια. Μερικές πτυχές έχουν θιγεί και σε σύντομη παρέμβαση όταν στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του Ναυάρχου Λυμπέρη για την κρίση των Ιμίων απάντησε με τρόπο που τιμά το υψηλό επίπεδο φιλοπατρίας και πολιτικής κουλτούρας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η παρέμβαση του Στρατηγού Φλώρου, όπως σημείωσα στην εισαγωγή της πρώτης δικής μου ανάρτηση ήταν παραδειγματική όσον αφορά την μετάδοση αξιόπιστων αποτρεπτικών παραστάσεων.
Απαιτείται όμως και η πολιτική ηγεσία σε συνεννόηση με την στρατιωτική ηγεσία να μεταδίδει ταυτόχρονα ανάλογες και αντίστοιχες αποτρεπτικές παραστάσεις. Ένας λόγος για να γράψω το παρόν είναι για να υπογραμμιστεί ότι το τελευταίο πασίδηλα δεν ισχύει και αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα της σύγχρονης εθνικής στρατηγικής. Απουσιάζουν δύο προϋποθέσεις:
Πρώτον, πολιτική ηγεσία προικισμένη με δεξιότητες και γνώση κύριων πτυχών της στρατηγικής θεωρίας. Στα σοβαρά και αξιόπιστα κράτη η πολιτική ηγεσία ακόμη και εάν διακρίνεται λόγω υψηλών βαθμίδων ηγετικών και νοητικών ικανοτήτων δεν θεωρείται επαρκής προϋπόθεση. Τα μέλη της πολιτικής ηγεσίας εκπαιδεύονται με εξειδικευμένο τρόπο επί ζητημάτων της στρατηγικής θεωρίας ενώ διαρκώς συνομιλεί με την στρατιωτική ηγεσία για οτιδήποτε δεν γνωρίζει.
Δεύτερον, στα σοβαρά κράτη δεν κυκλοφορούν στους χώρους λήψης αποφάσεων φορείς απελπιστικά χαμηλού επιπέδου κατευναστικές τοποθετήσεις όπως αυθαίρετες εάν όχι και πραξικοπηματικές δημόσιες θέσεις για διαμερισμό της κυριαρχίας με τον απειλητικό αντίπαλο αντί δημόσιων θέσεων υψηλής αποτρεπτικής αποτελεσματικότητας. Όσον αφορά τις αποτρεπτικές παραστάσεις του ολοφάνερα πολύ ικανού αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων κανείς απαιτείται να τις εντάσσει στο ευρύτερο κρατικό πλαίσιο και να συνεκτιμά το διαχρονικό γεγονός μεγάλων πολιτικών ελλειμμάτων.
Οι πιο πάνω θέσεις απαιτείται να συμπληρωθούν με την επισήμανση ότι παρά το αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων δυνάμεων η πολιτική ηγεσία ενώ επί τρεις δεκαετίες επιφυλασσόταν να εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για την Ελληνική Επικράτεια τα τελευταία χρόνια και εντατικά το 2020 κατευνάζει ακατάσχετα και επικίνδυνα ενώ οι «συμφωνίες» με δύο κράτη υποδηλώνουν μη πλήρη εφαρμογή των προνοιών. Σε κάθε περίπτωση επιβαλλόταν η επιδεικτική παράκαμψη του παράνομου και θρασύδειλου τουρκικού casus belli του 1995 και η πλήρης εφαρμογή των προνοιών για την Αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 μιλίων. Για την υφαλοκρηπίδα αντίστοιχα στο παρελθόν στεκόμασταν στο ipso facto κυριαρχικό δικαίωμα και θεωρούσαμε κόκκινη γραμμή την παραβίασή της. Αυτό δεν ισχύει πλέον.
Οι παθολογίες είναι πολλές συμπεριλαμβανομένων οργανωμένων ιδιωτών που επί τρεις δεκαετίες καταπολεμούσαν άγρια με επιθετικά κείμενα οποιονδήποτε επιχειρούσε να καλλιεργήσει την γνώση στα πεδία της στρατηγικής ανάλυσης και με τρόπο που αλλού θεωρείται στοιχειώδης και αλφαβητάριο στρατηγικών όρων και εννοιών.
Παρόμοια ένας παρόμοιος ετερόκλητος όχλος που εξέπεμπαν και συνεχίζουν να εκπέμπουν παραμιλητά υποβάθμιζαν και συνεχίζουν να υποβαθμίζουν την Τουρκική απειλή για λόγους που οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα. Μέχρι και που ακούγονται φωνές για φιλλανδοποίηση της Ελλάδας ή παρακρούσεις ερμηνειών του Θουκυδίδη για την σχέση ισχυρού και λιγότερου ισχυρού στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Η κλιμάκωση του Τουρκικού αναθεωρητισμού είναι λογική συνέπεια των «δικών μας» στάσεων και αναπόδραστα πολλά επέρχονται. Ένα Θουκυδίδειο αξίωμα, σωστά υπογραμμίζει: «περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα, παρά των εχθρών τα σχέδια» Περικλής Θουκυδίδου Α144.
Η Τουρκική απειλή εξαρχής αδιατάραχτα είναι αυτό που στην στρατηγική ανάλυση ορίζεται ως «απέραντη απειλή». «Απέραντη απειλή» θεωρείται η έγερση πολλών αναθεωρητικών αξιώσεων με σκοπούς των οποίων τα σύνορα είναι θολά. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων: Δεν είναι σαφές τι ακριβώς θέλει η Τουρκία στη Θράκη ή εάν ευκαιρίας δοθείσης θα μπορούσε να την καταλάβει ή τι θέλει στο Αιγαίο όπως δείχνουν παρελθούσες εξεζητημένες δηλώσεις της Τσιλέρ όπως «ούτε στο Ιόνιο να μην εφαρμοστεί» το Δίκαιο της Θάλασσας ενώ θολά και αδιευκρίνιστα αναφέρθηκε σε δύο εκατοντάδες νησίδες και βραχονησίδες. Σκόπιμες είναι οι παλινδρομήσεις για τον αριθμό των νησιών που διεκδικεί, το μέγεθός τους ακόμη και την περιοχή που βρίσκονται.
Απλά η Τουρκική απειλή οδηγείται στην λογική της έκβαση με το μνημόνιο με την Λιβύη, την πιο δραστική άρνηση αναγνώρισης υφαλοκρηπίδας για τα νησιά στα οποία τελευταία συμπεριλαμβάνεται και … η Εύβοια –σύντομα γιατί όχι και η … Πελοπόννησος– και τις ακόμη πιο έκδηλες αξιώσεις για διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επιβολή μιας δήθεν λύσης που θα θέτει την Μεγαλόνησο υπό Τουρκική έλεγχο. Ως προς το τελευταίο ζήτημα ενδέχεται το μεγαλύτερο πρόβλημα των προσπαθειών ανάπτυξης Ελληνικής Εθνικής στρατηγικής είναι επειδή ουκ ολίγοι ανεύθυνα και ανορθολογικά κινούμενοι θολώνουν την στρατηγική σημασία της Μεγαλονήσου Κύπρου για την Ελλάδα αλλά και το γεγονός πως έλεγχός της από την Τουρκία θα αποτελέσει μια ανεπίστροφη θανατηφόρα παγίδευση του Ελληνικού κράτους.
Αυτό το θόλωμα το «κατορθώνουν» α) με κουτσομπολιά και καφενειακές κουβέντες που προκαλούν διάρρηξη μεταξύ των Ελλαδιτών και των Ελλήνων της Κύπρου, β) με αφοριστικά και γραμμικά «επιχειρήματα» που υποβιβάζουν τις συζητήσεις περί την εξωτερική πολιτική σε επίπεδο νηπιαγωγείου ή και φρενοκομείου και γ) ενίοτε ολοφάνερα με αναπαραγωγή θέσεων που συμφέρει εχθρικά συμφέροντα ακόμη και τα Τουρκικά. Τους λόγους τους γνωρίζουν οι εκάστοτε δράστες.
Οι αναθεωρητικές απειλές με θολά σύνορα είναι λοιπόν αδιάλειπτες εδώ και δεκαετίες. Η πιο έντονη καταγραφή, βέβαια, είναι στο «Στρατηγικό βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου, μέντορα του Ερντογάν. Ο Ταγίπ Ερντογάν έχουμε πολλοί και συχνά υποστηρίξει, λειτουργεί και αποφασίζει πολλαπλασιαστικά. Ενώ δηλαδή στέκεται πάνω στην αναθεωρητική και ηγεμονική νέο-Οθωμανική λογική του Νταβούτογλου προχωρεί πολύ περισσότερο απ’ ότι ο μέντοράς του. Να θυμίσω ότι πέραν της ακραίας μουσουλμανικής θεώρησης στο Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες στο Στρατηγικό βάθος μιλά για την Κύπρο, το Αιγαίο και τις μουσουλμανικές μειονότητες με σαφή αναφορά πως θα πρέπει να αποκτηθεί νομικό έρεισμα για την Θράκη για να δράσει όμοια με την Κύπρο. Όσον αφορά την Κύπρο λόγω γεωπολιτικής σημασίας της το θεωρεί θέσφατο να τεθεί υπό πλήρη τουρκικό έλεγχο και εκεί οδηγεί οτιδήποτε υπάρχει στο «συνομοσπονδιακό τραπέζι» με οποιοδήποτε τρόπο και αν ονομαστούν τα τερατώδη κυοφορούμενα σχέδια.
Όταν έχουμε θολά προσδιορισμένες αναθεωρητικές απειλές τα νέα σύνορα σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης θα είναι εκεί που θα σταματήσουν τα στρατεύματα του κράτους που θα υπερισχύσει. Αυτό διδάσκει η ιστορική εμπειρία παλαιά και πρόσφατη με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κύπρο όπου οι Τούρκοι κοντεύουν να αρπάξουν τον σημαντικότερο γεωπολιτικό χώρο του πλανήτη που επιπλέον συμπεριλαμβάνει κολοσσιαίους γεωπολιτικούς πόρους.
Όταν μιλάμε για την διεθνή πολιτική και την στρατηγική της Ελλάδας απαιτείται στρατηγική κουλτούρα. Μεταξύ άλλων ορθή χρήση όρων και εννοιών, αληθινές και όχι ευφάνταστες εκτιμήσεις για την διεθνή πολιτική, κατανόηση του ρόλου του οικείου κράτους ως θεσμού συλλογικής ελευθερίας και κατανόηση των ανελέητων κρατοκεντρικών λογικών όπως αυτές απορρέουν από το καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας όπως αυτή ορίστηκε με ακρίβεια στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ. Δεν θα επεκταθούμε εδώ γιατί το κάναμε σε πολλά βιβλία, δοκίμια και άλλες παρεμβάσεις.
Ακόμη και όταν ισχύουν οι καλύτερες περιστάσεις οι αποφάσεις μπορούν διαρκώς να βελτιστοποιούνται σε συλλογικά πλαίσια όπου εμπλέκονται τόσο οι θεσμοί του κράτους όσο και η κοινωνία η οποία καλό είναι να διαθέτει στρατηγική κουλτούρα. Αυτά μηδενίζονται και είναι άσκοπο να μιλάμε για βέλτιστο όταν γενικότερα μιλώντας υπάρχει έλλειμμα πολιτικής παιδείας και στρατηγικής κουλτούρας, όταν το κράτος είναι θεσμικά ελλειμματικό και όταν οι γνώσεις στο επίπεδο πολλών του πολιτικού προσωπικού είναι επιπέδου νηπίου. Αυτά ισχύουν για κάθε κράτος. Ας είναι λοιπόν προσεκτικοί κάποιοι –και ιδιαίτερα οι αξιωματικοί των ΕΔ– όταν διατυπώνονται κριτικά σχόλια και επικρίσεις, ιδιαίτερα σε σχόλια στο διαδίκτυο. Απαιτείται ορθολογισμός ως προς τι σημαίνουν οι Ένοπλες Δυνάμεις ενός κράτους και ποιες πρέπει να είναι η σχέση των Επιτελών με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Οι ΕΔ είναι ότι πολυτιμότερο διαθέτει ένα κράτος καθότι είναι ο θεσμός συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας, η στρατηγική κουλτούρα και η υπευθυνότητα στην διατύπωση θέσεων είναι μια αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση για το αξιόμαχο των ΕΔ. Πολύ περισσότερο όταν τα ελλείμματα στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας είναι ολοφάνερα.
Επιπλέον, διχασμοί λόγω του εγκλήματος της επάρατης χούντας δεν μπορούν να αποτελούν αιτία εμφύλιων διαιρέσεων γιατί το τι συνέβη και τι σημαίνει είναι δεδομένο και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Δεν μπορεί για παράδειγμα οι αξιωματικοί των ΕΔ να ταυτίζονται με τους ολιγάριθμους πραξικοπηματίες των οποίων τις σχέσεις με ξένες υπηρεσίες σήμερα γνωρίζουμε απόλυτα, την στιγμή που γνωρίζουμε ότι η χούντα αποστράτευσε ή και φυλάκισε χιλιάδες αξιωματικούς
Επ’ αυτών, επιπρόσθετα, προσθέτουμε ότι όποιος υπηρέτησε τότε γνωρίζει ότι πολλοί εν ενεργεία αξιωματικοί κατά την διάρκεια της επταετίας έσφιγγαν τα δόντια με θυμό και περίμεναν την ευκαιρία να αποκαταστήσουν την νομιμότητα και να επαναφέρουν τις ΕΔ στον δημοκρατικό τους ρόλο που ορίζεται ως η ανάπτυξη βέλτιστης στρατιωτικής στρατηγικής και η παροχή άριστων συμβουλών στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την πολιτική στρατηγική του κράτους. Ας πούμε με βεβαιότητα και πολλοί το γνωρίζουν, ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αξιωματικών εμφορούνται από δημοκρατικές πεποιθήσεις και γνωρίζουν τον ρόλο των ΕΔ σε ένα δημοκρατικό κράτος. Ως επισκέπτης καθηγητής στις σχολές πολέμου επί τρεις δεκαετίες έχω άμεση αντίληψη αυτού του γεγονότος.
Οι Έλληνες επιπλέον πρέπει να είναι επαρκώς κατηρτισμένοι (αυτό βασικά είναι η στρατηγική κουλτούρα στο επίπεδο της κοινωνίας) για να γνωρίζουν ότι σε ένα δημοκρατικό κράτος το πρόσταγμα για πολεμικές ενέργειες πάντοτε έχει η πολιτική ηγεσία. Όριο ο ουρανός για την μεγιστοποίηση της ισχύος και την χάραξη άρτιων επιτελικών σχεδίων αλλά η αρμοδιότητα των ΕΔ έχει όριο. Μετά από το όριο αυτό την σκυτάλη και την αποκλειστική ευθύνη φέρει η πολιτική ηγεσία.
Το εάν η πολιτική ηγεσία είναι ακατάλληλη και ανίκανη είναι κάτι που απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο και να διορθώνεται σε αυτό το επίπεδο. Δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνει αντιστροφή της σχέσης πολέμου και πολιτικής. Η ουσία είναι ότι απαιτείται ορθολογισμός και σωστές συναρτήσεις για το τι είναι πόλεμος και το πως αυτό το φαινόμενο –που είναι αδιάλειπτα παρόν από τότε που υπάρχουν άνθρωποι– σχετίζεται με την πολιτική.
Τέλος, ένα ακόμη αίτιο άχαρων και άσκοπων διαξιφισμών είναι οι «ιστορικές» αντιπαλότητες που έχουν σχέση με προαγωγές, μεταθέσεις, ιδεολογικές ταυτίσεις, κομματικές ταυτίσεις ή και πιο πεζές συνήθεις αντιπαραθέσεις που υπάρχουν σε κάθε ομάδα ανθρώπων. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν αφήνει τέτοια κριτήρια να επισκιάσουν την ουσία και να διαφθείρουν τον δημόσιο διάλογο, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις σχέσεις πολέμου και πολιτικής και ΕΔ και πολιτικής ηγεσίας.
Ολοκληρώνω αυτή την σύντομη εισαγωγή, λοιπόν, λέγοντας ότι τα ζητήματα αυτά είναι σταθεροποιημένα και δεν τιμά κανένα στην Ελλάδα εάν δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων, σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα και συμμορφώνεται και περιορίζεται από τα κριτήρια της πολιτικής κάθε συγκυρίας. Αυτή η πολιτική, αυτονόητα, είναι προσαρμοσμένη και συμβατή στα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα τα οποία τα μέλη της κοινωνίας οφείλουν να διαμορφώνουν και να ζητούν από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία να τα εκπληρώνει.
Τα θέματα αυτά έχουν από καιρό τύχει εκτεταμένης εξέτασης σε πολλές δημοσιεύσεις. Στο τέλος συναφούς αναρτημένου κειμένου έχουμε και το κεφάλαιο 12 του αγγλικού μου βιβλίου «Nuclear Strategy» στο οποίο έγινε εκτεταμένη ανάλυση της σχέσης του πολέμου με την πολιτική σε αναφορά με τον Clausewitz. Η ανάλυση αυτή ήταν μια σημαντική για πολλούς παρέμβαση σε μια μεταπολεμική ιστορική φάση η πυρηνική ισχύς προκάλεσε μια εκτεταμένη και πολύ γόνιμη συζήτηση στα πεδία της στρατηγικής θεωρίας για την σχέση πολέμου και πολιτικής. Στο δικό μου μέρος του βιβλίου «Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική» του 1991 (εξαντλημένο και υπό επανέκδοση), επιπλέον, προσάρμοσα αυτή την ανάλυση στις προϋποθέσεις συμβατικής στρατηγικής της Ελλάδας.
Σημειώνεται, επίσης, ότι στην Ελληνική γλώσσα κυκλοφόρησαν κείμενα κορυφαίων αναλυτών που αναλύουν το φαινόμενο του πολέμου. Αναφέρομαι στον Παναγιώτη Κονδύλη (1996), στο εμβληματικό βιβλίο του Clausewitz (1989), στον Sun Zu (1991) και στα κεφάλαια περί πολέμου των Edward H. Carr (2000), Hedley Bull και Martin Wight, στις βαθυστόχαστες ιδέες των οποίων συχνά παραπέμπω. Στο βιβλίο μου επίσης «ο Πόλεμος και τα Αίτιά του –https://www.facebook.com/polemos.aitia.ifestos» τα κεφάλαια 9 και 10 έγινε ανάλυση του πολέμου σε σχέση με την πολιτική και τις μεταψυχροπολεμικές «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις.
Παναγιώτης Ήφαιστος
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...