Το μέλλον του ευρώ(I)
Όταν άρχιζε ο σχεδιασμός του ευρώ, πριν 20 χρόνια σχεδόν, ελάχιστοι περίμεναν ότι το ενιαίο νόμισμα θα είχε να αντιμετωπίσει μια καταιγίδα τόσο σαρωτική όσο η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Και πολλοί παρατηρητές πιστεύουν σήμερα ότι η ζημιά που προκάλεσε η κρίση στο συνολικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι τόσο μεγάλη που διακυβεύει την επιβίωση του.
Μια προσεκτική ανάλυση των προβλημάτων των επιμέρους οικονομιών της Ευρωζώνης, και πρωτίστως της Ελλάδας, καθώς και της αρχιτεκτονικής της νομισματικής ένωσης αποκαλύπτει τι πήγε στραβά, πώς απάντησε η ΕΕ και ποιες είναι πραγματικά οι προοπτικές του ευρώ.
Μεταξύ 2008 και 2010, πολλά πήγαν στραβά στην Ευρώπη, αλλά το σπουδαιότερο εξ αυτών ήταν η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση. Η ελληνική δημοσιονομική πολιτική έπασχε επί σειρά ετών. Το ιδιωτικό χρέος αυξάνονταν, όμως ο λόγος του συνολικού χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, προς το ΑΕΠ της χώρας δεν έχει μεγεθυνθεί υπερβολικά επειδή η ελληνική οικονομία κατέγραφε ανάπτυξη. Αλλά η ανάπτυξη αυτή αποδείχτηκε μη βιώσιμη. Με την έλευση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το ελληνικό έλλειμμα υπερδιπλασιάστηκε. Το πρόβλημα οξύνθηκε με τις αποκαλύψεις ότι η κυβέρνηση είχε παραποιήσει τα στοιχεία πηγαίνοντας προς τις εκλογές του 2009. Σε αντίθεση με άλλες χώρες που διαθέτουν δικό τους νόμισμα, η Ελλάδα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της μέσω της νομισματικής πολιτικής. Δεν μπορούσε δηλαδή ούτε να τυπώσει χρήμα για να μειώσει το χρέος της μέσω του πληθωρισμού, ούτε να υποτιμήσει το νόμισμά της για να αποκαταστήσει τη χαμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και μέσω της ανάπτυξης να μειώσει το χρέος. Και σε αντίθεση με μια μη εθνική ομοσπονδιακή περιφέρεια που θα αντιμετώπιζε προβλήματα, η Ελλάδα ως εθνικό κράτος δεν μπορούσε ούτε να ελπίσει στην αντιστάθμιση των πτωτικών εσόδων και των αυξανόμενων κρατικών δαπανών της μέσω δημοσιονομικών μεταβιβάσεων από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ούτε, τέλος, η ελληνική εργατική δύναμη έχει την κινητικότητα που απαιτείται για να μεταφερθεί και να εργαστεί κάπου αλλού στην Ευρωζώνη.
Σε ό,τι αφορά τους αρχιτέκτονες του ευρώ, αυτά τα προβλήματα δεν επρόκειτο να ανακύψουν ποτέ. Υποτίθεται ότι οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές θα ασκούσαν πιέσεις σε χώρες με υπερβολική αναλογία χρέους προς ΑΕΠ όπως η Ελλάδα, επιβαρύνοντας το δημόσιο δανεισμό τους με υψηλότερα επιτόκια. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απαγορεύεται να παρέχει δάνεια στα κράτη μέλη για την εξυπηρέτηση εθνικού χρέους αλλά και η ρήτρα απαγόρευσης παροχής συνδρομής από κράτος σε κράτος μέσα στην ΕΕ θα απέτρεπαν τις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες. Συν τοις άλλοις, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που επέβαλε δημοσιονομική πειθαρχία μέσα από κανόνες ενάντια στα υψηλά ελλείμματα και τα υψηλά χρέη υποτίθεται ότι θα είχε περιορίσει τους Έλληνες πολιτικούς. Τέλος, η διαδικασία της Λισσαβόνας, ένα σχέδιο του 2000 για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, θα έπρεπε να έχει ενισχύσει την οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και να την έχει οδηγήσει σε πραγματική ανάπτυξη.
Κατά τρόπο απρόσμενο ωστόσο, οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές συνέχιζαν να δανείζουν στην Ελλάδα με σχετικώς χαμηλά επιτόκια, παρά το υψηλό της δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Μόνο μετά την κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι αγορές αντέδρασαν και τότε οι ροές κεφαλαίων σταμάτησαν ξαφνικά. Εξίσου αναποτελεσματικό αποδείχθηκε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Τα κράτη μέλη δεν θέλησαν να επιβάλουν περιορισμούς το ένα στο άλλο επειδή φοβήθηκαν μήπως βρεθούν και τα ίδια στη μέγγενη αυτών των περιορισμών. Τέλος η διαδικασία της Λισσαβόνας υποτίμησε τις πραγματικές διαφορές μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών και δεν μπόρεσε να τις αντιμετωπίσει με το σωστό τρόπο.
Από τη στιγμή που ξέσπασε η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση, υπήρχαν δυο τρόποι για να αντιμετωπιστεί. Η μία δυνατότητα ήταν η Ελλάδα να προχωρήσει σε δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να θέσει το έλλειμμα και το χρέος της υπό έλεγχο. Η Ελλάδα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαπραγματεύτηκαν το σχετικό σχέδιο τον Ιούνιο, με στόχο τη μετατροπή του πρωτογενούς ελλείμματος 9% σε πρωτογενές πλεόνασμα 6% έως το 2015. Το σχέδιο βασίζεται στο πρότυπο των τυπικών μεταρρυθμίσεων του ΔΝΤ: δρακόντειες περικοπές δημοσίων δαπανών, αύξηση στα δημόσια έσοδα και βελτιώσεις στο σύστημα συλλογής φόρων. Περιλαμβάνει επίσης σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν σαν στόχο να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του μακροχρόνιου χρέους και την αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας και του κλάδου μεταποίησης.
Το σχέδιο συνοδεύτηκε με χρηματοδότηση του ΔΝΤ και παροχή δανείων από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης ύψους 110 δις ευρώ – ή 46% του ελληνικού ΑΕΠ του 2010. Και από τη στιγμή που η ελληνική κρίση απλώνονταν σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης – ιδίως στην Πορτογαλία και την Ισπανία – τα κράτη μέλη συμφώνησαν στη δημιουργία ενός ειδικού Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που θα στήριζε κάθε χώρα της Ευρωζώνης η οποία θα προχωρούσε σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Παρόλα αυτά, πολλοί ακαδημαϊκοί, επενδυτές και κερδοσκόποι έχουν ήδη διατυπώσει ευρύτατες επιφυλάξεις απέναντι στο σχέδιο του ΔΝΤ. Ορισμένοι φοβούνται ότι το σχέδιο είναι πολύ σκληρό, ότι επιβάλλει πολλούς περιορισμούς και ότι εν τέλει θα αποδειχτεί πολιτικά μη βιώσιμο. Οι εναλλακτικές επιλογές ωστόσο δεν είναι καλύτερες. Κάποιοι συστήνουν στην Ελλάδα την ‘εύτακτη’ αναδιάρθρωση του χρέους της που μπορεί να περιλαμβάνει την απομείωση της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων με σκοπό την ελάφρυνση του χρεωστικού βάρους της χώρας. Στις πιο ακραίες της διατυπώσεις, η πρόταση αυτή προτείνει ακόμη την επαναφορά της δραχμής, επειδή η στροφή προς ένα λιγότερο σκληρό νόμισμα θα αποκαταστήσει την οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας.
Στην πραγματικότητα όμως αυτά τα μέτρα δεν πρόκειται να αποδώσουν και θα αποδειχτούν σκληρότερα για το λαό της χώρας από το σχέδιο του ΔΝΤ. Η αναδιάρθρωση χρέους ποτέ δε γίνεται με εύτακτο τρόπο. Και αν γίνει τώρα, θα πλήξει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υπόλοιπη οικονομία. Η πρόσβαση της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές της Ευρωζώνης θα υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα που θα κρατήσει πολλά χρόνια κι αυτό θα οδηγήσει σε στασιμότητα και τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Κι αν πάλι η Ελλάδα δεν αποπληρώσει τα δάνεια των άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης στο σύνολό τους, θα υποστεί μια μείζονα απώλεια πολιτικής αξιοπιστίας.
Σε μια οικονομικά ολοκληρωμένη περιοχή όπως είναι η Ευρωζώνη, η εγκατάλειψη του κοινού νομίσματος δεν θα λύσει τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας. Όταν το 1992 η Ιταλία εγκατέλειψε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και υποτίμησε το νόμισμά της, υπέφερε από μεγάλες διακυμάνσεις των επιτοκίων εξαιτίας της έλλειψης επενδυτικής εμπιστοσύνης. Πολύ γρήγορα ο πληθωρισμός επέστρεψε στη χώρα και η Ιταλία αναγκάστηκε να συσφίξει τη νομισματική της πολιτική πολύ περισσότερο από όσο θα χρειάζονταν αν δεν έβγαινε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό.
Η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα συνεπάγεται επίσης την επαναδιαπραγμάτευση όλων των μεγάλων συμβάσεων, τόσο εντός της Ελλάδας, όσο μεταξύ των Ελλήνων και των υπολοίπων. Σε περίπτωση που υπάρξουν νομικές διαμάχες τα ευρωπαϊκά δικαστήρια θα τείνουν να βγάλουν αποφάσεις ενάντια στην Ελλάδα, τη χώρα που άλλαξε το νόμισμά της. Οι Έλληνες πολίτες ίσως προσπαθήσουν να διατηρήσουν το ευρώ σαν νόμισμα συναλλαγών οδηγώντας σε μια παράλληλη κυκλοφορία της δραχμής και του ευρώ. Και από τη στιγμή που τα δάνεια της Ελλάδας είναι σε ευρώ, το βάρος του ελληνικού χρέους θα αυξηθεί αμέσως δραστικά αν η Ελλάδα εισάγει μια υποτιμημένη δραχμή.
Το κόστος της αναδιάρθρωσης του χρέους ή της εγκατάλειψης του ευρώ είναι πολύ μεγάλο για να τα αντέξει η Ελλάδα. Το σχέδιο του ΔΝΤ αποτελεί την καλύτερη της επιλογή. Πρόκειται για ένα σχέδιο αρκετά σκληρό που ενέχει δύο βασικούς κινδύνους. Ο πρώτος είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην αποδειχτούν οικονομικά βιώσιμες και να οδηγήσουν σε μια ανεξέλεγκτη σπειροειδή αύξηση του χρέους. Ο δεύτερος είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην αποδεχτούν βιώσιμες πολιτικά και η κυβέρνηση να υποχρεωθεί να πάρει κάποιον άλλο δρόμο…
Μια προσεκτική ανάλυση των προβλημάτων των επιμέρους οικονομιών της Ευρωζώνης, και πρωτίστως της Ελλάδας, καθώς και της αρχιτεκτονικής της νομισματικής ένωσης αποκαλύπτει τι πήγε στραβά, πώς απάντησε η ΕΕ και ποιες είναι πραγματικά οι προοπτικές του ευρώ.
Μεταξύ 2008 και 2010, πολλά πήγαν στραβά στην Ευρώπη, αλλά το σπουδαιότερο εξ αυτών ήταν η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση. Η ελληνική δημοσιονομική πολιτική έπασχε επί σειρά ετών. Το ιδιωτικό χρέος αυξάνονταν, όμως ο λόγος του συνολικού χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, προς το ΑΕΠ της χώρας δεν έχει μεγεθυνθεί υπερβολικά επειδή η ελληνική οικονομία κατέγραφε ανάπτυξη. Αλλά η ανάπτυξη αυτή αποδείχτηκε μη βιώσιμη. Με την έλευση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το ελληνικό έλλειμμα υπερδιπλασιάστηκε. Το πρόβλημα οξύνθηκε με τις αποκαλύψεις ότι η κυβέρνηση είχε παραποιήσει τα στοιχεία πηγαίνοντας προς τις εκλογές του 2009. Σε αντίθεση με άλλες χώρες που διαθέτουν δικό τους νόμισμα, η Ελλάδα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της μέσω της νομισματικής πολιτικής. Δεν μπορούσε δηλαδή ούτε να τυπώσει χρήμα για να μειώσει το χρέος της μέσω του πληθωρισμού, ούτε να υποτιμήσει το νόμισμά της για να αποκαταστήσει τη χαμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και μέσω της ανάπτυξης να μειώσει το χρέος. Και σε αντίθεση με μια μη εθνική ομοσπονδιακή περιφέρεια που θα αντιμετώπιζε προβλήματα, η Ελλάδα ως εθνικό κράτος δεν μπορούσε ούτε να ελπίσει στην αντιστάθμιση των πτωτικών εσόδων και των αυξανόμενων κρατικών δαπανών της μέσω δημοσιονομικών μεταβιβάσεων από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ούτε, τέλος, η ελληνική εργατική δύναμη έχει την κινητικότητα που απαιτείται για να μεταφερθεί και να εργαστεί κάπου αλλού στην Ευρωζώνη.
Σε ό,τι αφορά τους αρχιτέκτονες του ευρώ, αυτά τα προβλήματα δεν επρόκειτο να ανακύψουν ποτέ. Υποτίθεται ότι οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές θα ασκούσαν πιέσεις σε χώρες με υπερβολική αναλογία χρέους προς ΑΕΠ όπως η Ελλάδα, επιβαρύνοντας το δημόσιο δανεισμό τους με υψηλότερα επιτόκια. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απαγορεύεται να παρέχει δάνεια στα κράτη μέλη για την εξυπηρέτηση εθνικού χρέους αλλά και η ρήτρα απαγόρευσης παροχής συνδρομής από κράτος σε κράτος μέσα στην ΕΕ θα απέτρεπαν τις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες. Συν τοις άλλοις, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που επέβαλε δημοσιονομική πειθαρχία μέσα από κανόνες ενάντια στα υψηλά ελλείμματα και τα υψηλά χρέη υποτίθεται ότι θα είχε περιορίσει τους Έλληνες πολιτικούς. Τέλος, η διαδικασία της Λισσαβόνας, ένα σχέδιο του 2000 για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, θα έπρεπε να έχει ενισχύσει την οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και να την έχει οδηγήσει σε πραγματική ανάπτυξη.
Κατά τρόπο απρόσμενο ωστόσο, οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές συνέχιζαν να δανείζουν στην Ελλάδα με σχετικώς χαμηλά επιτόκια, παρά το υψηλό της δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Μόνο μετά την κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι αγορές αντέδρασαν και τότε οι ροές κεφαλαίων σταμάτησαν ξαφνικά. Εξίσου αναποτελεσματικό αποδείχθηκε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Τα κράτη μέλη δεν θέλησαν να επιβάλουν περιορισμούς το ένα στο άλλο επειδή φοβήθηκαν μήπως βρεθούν και τα ίδια στη μέγγενη αυτών των περιορισμών. Τέλος η διαδικασία της Λισσαβόνας υποτίμησε τις πραγματικές διαφορές μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών και δεν μπόρεσε να τις αντιμετωπίσει με το σωστό τρόπο.
Από τη στιγμή που ξέσπασε η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση, υπήρχαν δυο τρόποι για να αντιμετωπιστεί. Η μία δυνατότητα ήταν η Ελλάδα να προχωρήσει σε δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να θέσει το έλλειμμα και το χρέος της υπό έλεγχο. Η Ελλάδα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαπραγματεύτηκαν το σχετικό σχέδιο τον Ιούνιο, με στόχο τη μετατροπή του πρωτογενούς ελλείμματος 9% σε πρωτογενές πλεόνασμα 6% έως το 2015. Το σχέδιο βασίζεται στο πρότυπο των τυπικών μεταρρυθμίσεων του ΔΝΤ: δρακόντειες περικοπές δημοσίων δαπανών, αύξηση στα δημόσια έσοδα και βελτιώσεις στο σύστημα συλλογής φόρων. Περιλαμβάνει επίσης σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν σαν στόχο να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του μακροχρόνιου χρέους και την αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας και του κλάδου μεταποίησης.
Το σχέδιο συνοδεύτηκε με χρηματοδότηση του ΔΝΤ και παροχή δανείων από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης ύψους 110 δις ευρώ – ή 46% του ελληνικού ΑΕΠ του 2010. Και από τη στιγμή που η ελληνική κρίση απλώνονταν σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης – ιδίως στην Πορτογαλία και την Ισπανία – τα κράτη μέλη συμφώνησαν στη δημιουργία ενός ειδικού Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που θα στήριζε κάθε χώρα της Ευρωζώνης η οποία θα προχωρούσε σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Παρόλα αυτά, πολλοί ακαδημαϊκοί, επενδυτές και κερδοσκόποι έχουν ήδη διατυπώσει ευρύτατες επιφυλάξεις απέναντι στο σχέδιο του ΔΝΤ. Ορισμένοι φοβούνται ότι το σχέδιο είναι πολύ σκληρό, ότι επιβάλλει πολλούς περιορισμούς και ότι εν τέλει θα αποδειχτεί πολιτικά μη βιώσιμο. Οι εναλλακτικές επιλογές ωστόσο δεν είναι καλύτερες. Κάποιοι συστήνουν στην Ελλάδα την ‘εύτακτη’ αναδιάρθρωση του χρέους της που μπορεί να περιλαμβάνει την απομείωση της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων με σκοπό την ελάφρυνση του χρεωστικού βάρους της χώρας. Στις πιο ακραίες της διατυπώσεις, η πρόταση αυτή προτείνει ακόμη την επαναφορά της δραχμής, επειδή η στροφή προς ένα λιγότερο σκληρό νόμισμα θα αποκαταστήσει την οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας.
Στην πραγματικότητα όμως αυτά τα μέτρα δεν πρόκειται να αποδώσουν και θα αποδειχτούν σκληρότερα για το λαό της χώρας από το σχέδιο του ΔΝΤ. Η αναδιάρθρωση χρέους ποτέ δε γίνεται με εύτακτο τρόπο. Και αν γίνει τώρα, θα πλήξει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υπόλοιπη οικονομία. Η πρόσβαση της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές της Ευρωζώνης θα υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα που θα κρατήσει πολλά χρόνια κι αυτό θα οδηγήσει σε στασιμότητα και τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Κι αν πάλι η Ελλάδα δεν αποπληρώσει τα δάνεια των άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης στο σύνολό τους, θα υποστεί μια μείζονα απώλεια πολιτικής αξιοπιστίας.
Σε μια οικονομικά ολοκληρωμένη περιοχή όπως είναι η Ευρωζώνη, η εγκατάλειψη του κοινού νομίσματος δεν θα λύσει τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας. Όταν το 1992 η Ιταλία εγκατέλειψε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και υποτίμησε το νόμισμά της, υπέφερε από μεγάλες διακυμάνσεις των επιτοκίων εξαιτίας της έλλειψης επενδυτικής εμπιστοσύνης. Πολύ γρήγορα ο πληθωρισμός επέστρεψε στη χώρα και η Ιταλία αναγκάστηκε να συσφίξει τη νομισματική της πολιτική πολύ περισσότερο από όσο θα χρειάζονταν αν δεν έβγαινε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό.
Η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα συνεπάγεται επίσης την επαναδιαπραγμάτευση όλων των μεγάλων συμβάσεων, τόσο εντός της Ελλάδας, όσο μεταξύ των Ελλήνων και των υπολοίπων. Σε περίπτωση που υπάρξουν νομικές διαμάχες τα ευρωπαϊκά δικαστήρια θα τείνουν να βγάλουν αποφάσεις ενάντια στην Ελλάδα, τη χώρα που άλλαξε το νόμισμά της. Οι Έλληνες πολίτες ίσως προσπαθήσουν να διατηρήσουν το ευρώ σαν νόμισμα συναλλαγών οδηγώντας σε μια παράλληλη κυκλοφορία της δραχμής και του ευρώ. Και από τη στιγμή που τα δάνεια της Ελλάδας είναι σε ευρώ, το βάρος του ελληνικού χρέους θα αυξηθεί αμέσως δραστικά αν η Ελλάδα εισάγει μια υποτιμημένη δραχμή.
Το κόστος της αναδιάρθρωσης του χρέους ή της εγκατάλειψης του ευρώ είναι πολύ μεγάλο για να τα αντέξει η Ελλάδα. Το σχέδιο του ΔΝΤ αποτελεί την καλύτερη της επιλογή. Πρόκειται για ένα σχέδιο αρκετά σκληρό που ενέχει δύο βασικούς κινδύνους. Ο πρώτος είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην αποδειχτούν οικονομικά βιώσιμες και να οδηγήσουν σε μια ανεξέλεγκτη σπειροειδή αύξηση του χρέους. Ο δεύτερος είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην αποδεχτούν βιώσιμες πολιτικά και η κυβέρνηση να υποχρεωθεί να πάρει κάποιον άλλο δρόμο…
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...