ΔΝΤ, αλλαγή πορείας
Ενώ
η Ελλάδα υποχρεώνεται στη συνέχιση της εγκληματικής πολιτικής
λιτότητας, προτείνεται ακριβώς το αντίθετο για την Ιρλανδία - με το
μαρτύριο της σταγόνας να συνεχίζεται στην πατρίδα μας, καθώς επίσης με
τις δυτικές προκλήσεις για το μέλλον να παραμένουν στο περιθώριο
“Πως είναι δυνατόν να δεχθεί κανείς ότι, μία χώρα με τόσο αξιόλογους οικονομικούς «πυλώνες» (τουρισμός, ναυτιλία, γεωργία), με το μικρότερο συνολικό χρέος μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των κρατών της Ευρωζώνης, με δημόσια περιουσία μεγαλύτερη από πολλά άλλα κράτη (άνω των 300 δις €, όταν στη Μ. Βρετανία ανήκει πλέον μόνο μία γέφυρα), καθώς επίσης με «απτή» τη δυνατότητα ιδιωτικοποίησης του δημοσίου χρέους της (έκδοση εθνικών ομολόγων), είχε πραγματικά λόγο να εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία;
Πόσο μάλλον να υπογράψει «άνευ όρων» ένα «εγκληματικό μνημόνιο», χωρίς να αναζητήσει υπεύθυνα υγιείς διεξόδους; Ή, έστω, να προσφύγει στην ύστατη λύση, στη στάση πληρωμών, γνωρίζοντας πολύ καλά την διαπραγματευτική ισχύ μίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, η οποία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την Αργεντινή;”
Τα παραπάνω σημειώναμε αμέσως μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, με το οποίο καταδικάστηκε η Ελλάδα σε μία διαδικασία «χρεοκοπίας με δόσεις» – σε ένα «μαρτύριο της σταγόνας» δηλαδή, σε δανειακές δόσεις με δόσεις, χωρίς την παραμικρή προοπτική για το μέλλον της.
Παράλληλα, τονίζαμε πως το χειρότερο δεν ήταν το ότι δεν κερδίσαμε μία μάχη, αλλά η παθητική, η κυριολεκτικά άνευ όρων «συλλογική συνθηκολόγηση» – όπου στην πραγματικότητα χάσαμε τον πόλεμο, επιτρέποντας στον εχθρό να εισβάλλει στα σύνορα μας, χωρίς καμία απολύτως αντίσταση!
Δυστυχώς, την ίδια εκείνη εποχή, δεν κάναμε απολύτως τίποτα για να επιλύσουμε τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας μας - έτσι ώστε να δημιουργήσουμε κάποιες προοπτικές για το μέλλον.
Αντίθετα, πάψαμε εντελώς να σκεφτόμαστε, να εργαζόμαστε, να επενδύουμε και να καταναλώνουμε, μάλλον αποδεχόμενοι «στωικά» τη μοίρα μας – ενώ η τότε πολιτική μας ηγεσία υπέγραφε «σωρηδόν» συμφωνίες, χωρίς να γνωρίζει τι υπογράφει, αλλά και χωρίς καμία δυστυχώς πρόθεση να «τιμήσει» τις υπογραφές της.
Έκτοτε, ελάχιστοι αναρωτήθηκαν εάν πράγματι αξίζει τον κόπο να επιβιώνει κανείς «ζητιανεύοντας» - χωρίς να υπολογίζει καθόλου την διαχρονική ντροπή, η οποία συνοδεύει τη «διεθνή επαιτεία». Όπως φαίνεται, εμείς οι Έλληνες μάθαμε πως να «υπομένουμε καρτερικά» τη δουλεία, πώς να πεθαίνουμε σταδιακά δηλαδή, ξεχνώντας πως πρέπει να ζούμε – κάτι που φαίνεται πως μάλλον μας δίδαξε η «πολιτική» ιστορία μας των τελευταίων σαράντα ετών.
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν σήμερα παρελθόν, αφού έχουμε ήδη φθάσει στο τρίτο μνημόνιο, το οποίο οδηγεί «μονοδρομημένα» στο «στύψιμο της λεμονόκουπας» - με τις τράπεζες μας χρεοκοπημένες μετά από δύο διαδοχικές διαγραφές, με τα εισοδήματα μας στο ναδίρ, με την ανεργία στα ύψη, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πτωχευμένες, με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου, με την ολοκληρωτική λεηλασία του δημόσιου και ιδιωτικού μας πλούτου προ των πυλών κοκ.
Αυτό που όμως δεν αποτελεί παρελθόν είναι η πλήρης απουσία κάθε μορφής υγιούς αντίδρασης, εκ μέρους των Ελλήνων – γεγονός που δυστυχώς τεκμηριώνει τη θλιβερή διαπίστωση ότι, έχουν στερέψει πλέον τα «αποθέματα» της αρετής και της τόλμης στην πατρίδα μας, τα οποία προϋποθέτει η ελευθερία (ενώ δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη πως, όσο σκύβει κανείς το κεφάλι, τόσο περισσότερα χτυπήματα δέχεται).
Όσο περιμένουμε βέβαια τον «από μηχανής Θεό» για να μας σώσει από την επερχόμενη καταστροφή, το «τηλεοπτικό μας τοπίο», πλημμυρισμένο από κάθε είδους αδρανείς, ευφάνταστους, «συμπλεγματικούς παντογνώστες», καθώς επίσης από πολιτικούς που αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι έχουν ψηφισθεί από εμάς τους Έλληνες, τρέφει αδιάκοπα τόσο την ανοησία, όσο και την απίστευτη δειλία μας – προφανώς, με στόχο να μας προετοιμάσει όσο το δυνατόν καλύτερα, για την τελική θυσία.
Μήπως αφενός μεν η ευρωπαϊκή κρίση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, αφετέρου η τραπεζική, σηματοδοτούν το ξεκίνημα μίας οδυνηρής περιόδου για ολόκληρη την ΕΕ, κατά τη διάρκεια της οποίας θα υποχρεωθεί να συρρικνωθεί επικίνδυνα το κοινωνικό κράτος;
Μήπως οι κίνδυνοι χρεοκοπίας της Ισπανίας, κατά δεύτερο λόγο της Μ. Βρετανίας και της Κύπρου, σε συνδυασμό με τα τεράστια οικονομικά προβλήματα των Η.Π.Α., οδηγήσουν τον πλανήτη σε συνθήκες εκτός ελέγχου";
Στα παραπάνω πλαίσια, ένα ενδιαφέρον βιβλίο (Ν. Μόγιο), περιγράφει το πώς, στην πορεία των πενήντα τελευταίων ετών, οι πλέον προηγμένες και ευνοημένες χώρες του πλανήτη, κατασπατάλησαν τα στοιχεία εκείνα που τους προσέφεραν αυτή την κυρίαρχη θέση - μέσα από μια συστηματική επιμονή σε θεμελιωδώς λανθασμένες οικονομικές πολιτικές.
Σύμφωνα με το συγγραφέα, αυτές οι αποφάσεις είναι εκείνες που, στην πορεία, οδήγησαν σε μία οικονομική και γεωπολιτική παρακμή - η οποία πλέον δείχνει έτοιμη να γείρει αμετάκλητα τις ισορροπίες υπέρ της Κίνας και των άλλων αναδυόμενων οικονομιών.
Για τη Δύση, το μέλλον φαντάζει ζοφερό – ενώ είναι δύσκολες οι επιλογές που καλούνται να λάβουν οι πολιτικοί ηγέτες, προκειμένου να ανακόψουν το παλιρροϊκό κύμα που κινείται εναντίον των χωρών τους.
Επιδιώκοντας ίσως στενότερους δεσμούς με τις νέες, αναδυόμενες οικονομίες, καθώς επίσης επανεξετάζοντας το ενδεχόμενο επιβολής εμπορικών περιορισμών, ίσως δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες, όσον αφορά τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου τους.
Πάντοτε κατά το συγγραφέα, αναμορφώνοντας εκ βάθρων τα φορολογικά τους συστήματα και, ειδικότερα, εστιάζοντας στα τρία απαραίτητα στοιχεία της ανάπτυξης (κεφάλαιο, εργασία και τεχνολογία), οι χώρες της Δύσης ίσως να έχουν ακόμη περιθώρια να «επιστρέψουν στην κούρσα» – εάν βέβαια οι δυτικές κυβερνήσεις συνειδητοποιήσουν πόσο πραγματικά κρίσιμη είναι η κατάσταση.
Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα οφείλει πλέον να πάψει να περιμένει τον από μηχανής Θεό ή/και λύσεις των προβλημάτων της από τρίτους – «γυρίζοντας σελίδα» στην αυτολύπηση, στο αυτομαστίγωμα, στη μιζέρια, στην απαισιοδοξία και στη διεθνή επαιτεία.
Έχοντας δύο επώδυνες διαγραφές χρέους στο ενεργητικό της, πρέπει να ασχοληθεί έντονα με τις μεγάλες προκλήσεις: με την αναβίωση του τραπεζικού της συστήματος, με τη μείωση της σχέσης του χρέους της προς το ΑΕΠ, με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό της, με τον ισοσκελισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς επίσης με την κατάρτιση ενός κρατικού ισολογισμού - στον οποίο να καταγράφονται αφενός μεν τα χρέη, αφετέρου τα περιουσιακά της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών επανορθώσεων που της οφείλονται από τη Γερμανία.
Περαιτέρω, η Ελλάδα πρέπει να ασχοληθεί άμεσα με τη δημιουργία ενός σωστού φορολογικού-επιχειρηματικού πλαισίου, εντός ενός λειτουργικού Κράτους Δικαίου, με την καταπολέμηση της διαφθοράς, με τον περιορισμό της διαπλοκής, με τη μείωση της φοροδιαφυγής, με την αύξηση της παραγωγικότητας του δημοσίου και, το σημαντικότερο, με την επαναφορά της ανεργίας στα επίπεδα πριν από την κρίση.
Μοναδικός δρόμος για να το επιτύχει δεν είναι προφανώς η αλλαγή νομίσματος, αλλά η ορθολογική ανάπτυξη - μέσα από την προώθηση των επενδύσεων, οι οποίες απαιτούν λιγότερο χρήματα και περισσότερο αισιοδοξία, καθώς επίσης ένα σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Απαραίτητη προϋπόθεση, το ζητούμενο καλύτερα είναι μία έντιμη πολιτική ηγεσία, η οποία θα μπορούσε να καθοδηγήσει σωστά, καθώς επίσης να «εμπνεύσει» τους Έλληνες - δημιουργώντας εκείνη την αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των Πολιτών και της Πολιτείας, η οποία έχει εκλείψει σχεδόν εξ ολοκλήρου τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Όσον αφορά την Ευρωζώνη, η οποία υποφέρει από τη γερμανική αλαζονεία, θα πρέπει να δημιουργηθούν εκείνες οι προϋποθέσεις, οι οποίες θα μειώσουν τις επικίνδυνες ασυμμετρίες στο εσωτερικό της – με στόχο να πάψουν να υπάρχουν πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες, στις μεταξύ τους συναλλαγές.
Η μεγαλύτερη αλληλεγγύη, καθώς επίσης η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρει μια λειτουργική κεντρική τράπεζα, η ΕΚΤ εν προκειμένω, θα μπορούσε να επιλύσει το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών κρατών – δημιουργώντας ξανά συνθήκες ανάπτυξης για όλους.
“Η κατοχή δεν μπορεί να είναι ανθρώπινη. Υπάρχουν επομένως δύο επιλογές: ή αποδέχεσαι την κατοχή και όλες τις μεθόδους που είναι αναγκαίες για την επιβολή της ή, διαφορετικά, την απορρίπτεις εξ ολοκλήρου και όχι μόνο κάποια συγκεκριμένα μέρη της” (Simone de Beauvoir).
Ενώ η Ελλάδα αναβαθμίζεται από την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης, με την
υποχρέωση όμως εκ μέρους των δανειστών της να συνεχίσει την πολιτική λιτότητας, να παραμείνει σε ύφεση, να
διατηρήσει ανέπαφη την παραγωγή ανεργίας και να εκποιήσει τη δημόσια περιουσία της, μεταβιβάζοντας μέρος της ιδιωτικής στο κράτος, η
Ισπανία απειλείται
με νέα υποτίμηση - ενδεχομένως δε θα είναι εκείνη η χώρα, η οποία θα
αντικαταστήσει την πατρίδα μας, αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο
του παραλόγου που παρακολουθούμε από τους δέκτες μας.
Η αναφορά στα τεράστια επισφαλή δάνεια των χρεοκοπημένων ουσιαστικά τραπεζών
της Ισπανίας, ίσως αποτελέσει το εφαλτήριο της όλης διαδικασίας - εκτός εάν προηγηθεί η Γαλλία, η Ιταλία ή
κάποια άλλη χώρα, έτσι ώστε να ισορροπήσει η διελκυστίνδα
ευρώ δολαρίου, η οποία γέρνει επικίνδυνα προς την πλευρά του κοινού
νομίσματος.
Την ίδια στιγμή, εντελώς απροσδόκητα, το
ΔΝΤ απορρίπτει το πρόγραμμα λιτότητας, το οποίο ψήφισε μόνη της η Ιρλανδία -
ισχυριζόμενο πολύ σωστά, αν και σε πλήρη αντίθεση με την τοποθέτηση του για την
Ελλάδα ότι, θα οδηγήσει την ιρλανδική οικονομία σε μία απολύτως καταστροφική ύφεση!
Ειδικότερα, η στατιστική υπηρεσία της Ιρλανδίας δημοσίευσε πρόσφατα τις
καταστάσεις του τρίτου τριμήνου του 2012, από τις οποίες τεκμηριώνεται πως η οικονομία της χώρας, μετά τη διάσωση της
το 2010, παραμένει βαριά ασθενής. Στα πλαίσια αυτά, το ΔΝΤ απαιτεί από την
κυβέρνηση να πάψει να παίρνει άλλα μέτρα λιτότητας - ακόμη και αν δεν επιτύχει τους
στόχους, τους οποίους τοποθέτησε η Τρόικα. Με τον τρόπο αυτό το ΔΝΤ αντιτίθεται για πρώτη φορά στα
σχέδια της Κομισιόν,
καθώς επίσης της ΕΚΤ, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η Ιρλανδία,
αποδεχόμενη τη διάσωση της από την Τρόικα.
Όπως αναφέρει το ΔΝΤ, διακρίνει πολύ μεγάλα ρίσκα σε σχέση με την
ανάρρωση της ιρλανδικής οικονομίας - κυρίως δε το χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης
των εμπορικών εταίρων της, από τον οποίο κινδυνεύουν οι ιρλανδικές εξαγωγές, καθώς
επίσης τη συνεχώς επιδεινούμενη
παραγωγικότητα της ιρλανδικής οικονομίας - η οποία οφείλεται κυρίως στα
ιδιωτικά χρέη, στα δημοσιονομικά μέτρα, καθώς επίσης στην πιστωτική ασφυξία που προκαλεί ο μειωμένος
δανεισμός εκ μέρους των τραπεζών.
Κατά την έκθεση του ΔΝΤ, η Ευρώπη
πρέπει να βοηθήσει την Ιρλανδία, έτσι ώστε να σταματήσει ο φαύλος κύκλος μεταξύ
του δημοσίου και των τραπεζών - με το χρέος των τραπεζών να μεταφέρεται στο
κράτος και από το κράτος στους φορολογουμένους, οι οποίοι ουσιαστικά
αναλαμβάνουν την ανακεφαλαιοποίηση των χρεοκοπημένων τραπεζών.
Η Ευρώπη βέβαια παραμένει διστακτική, αφού απέρριψε το αίτημα της Ιρλανδίας, σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών της από το ESM - αν και το ενέκρινε για την Ισπανία. Δύο μέτρα και δύο
σταθμά λοιπόν εκ μέρους της Τρόικας - ενώ η Ελλάδα δεν ζήτησε μία αντίστοιχη
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της, μέσω του ESM.
Ακολουθούν δύο διαφορετικά, ανεξάρτητα μεταξύ τους κείμενα, σε σχέση με την Ελλάδα, τη Δύση, καθώς επίσης
τον υπόλοιπο πλανήτη, με στόχο την καλύτερη κατανόηση της μεγάλης εικόνας.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑΓΟΝΑΣ
“Πως είναι δυνατόν να δεχθεί κανείς ότι, μία χώρα με τόσο αξιόλογους οικονομικούς «πυλώνες» (τουρισμός, ναυτιλία, γεωργία), με το μικρότερο συνολικό χρέος μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των κρατών της Ευρωζώνης, με δημόσια περιουσία μεγαλύτερη από πολλά άλλα κράτη (άνω των 300 δις €, όταν στη Μ. Βρετανία ανήκει πλέον μόνο μία γέφυρα), καθώς επίσης με «απτή» τη δυνατότητα ιδιωτικοποίησης του δημοσίου χρέους της (έκδοση εθνικών ομολόγων), είχε πραγματικά λόγο να εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία;
Πόσο μάλλον να υπογράψει «άνευ όρων» ένα «εγκληματικό μνημόνιο», χωρίς να αναζητήσει υπεύθυνα υγιείς διεξόδους; Ή, έστω, να προσφύγει στην ύστατη λύση, στη στάση πληρωμών, γνωρίζοντας πολύ καλά την διαπραγματευτική ισχύ μίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, η οποία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την Αργεντινή;”
Τα παραπάνω σημειώναμε αμέσως μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, με το οποίο καταδικάστηκε η Ελλάδα σε μία διαδικασία «χρεοκοπίας με δόσεις» – σε ένα «μαρτύριο της σταγόνας» δηλαδή, σε δανειακές δόσεις με δόσεις, χωρίς την παραμικρή προοπτική για το μέλλον της.
Παράλληλα, τονίζαμε πως το χειρότερο δεν ήταν το ότι δεν κερδίσαμε μία μάχη, αλλά η παθητική, η κυριολεκτικά άνευ όρων «συλλογική συνθηκολόγηση» – όπου στην πραγματικότητα χάσαμε τον πόλεμο, επιτρέποντας στον εχθρό να εισβάλλει στα σύνορα μας, χωρίς καμία απολύτως αντίσταση!
Δυστυχώς, την ίδια εκείνη εποχή, δεν κάναμε απολύτως τίποτα για να επιλύσουμε τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας μας - έτσι ώστε να δημιουργήσουμε κάποιες προοπτικές για το μέλλον.
Αντίθετα, πάψαμε εντελώς να σκεφτόμαστε, να εργαζόμαστε, να επενδύουμε και να καταναλώνουμε, μάλλον αποδεχόμενοι «στωικά» τη μοίρα μας – ενώ η τότε πολιτική μας ηγεσία υπέγραφε «σωρηδόν» συμφωνίες, χωρίς να γνωρίζει τι υπογράφει, αλλά και χωρίς καμία δυστυχώς πρόθεση να «τιμήσει» τις υπογραφές της.
Στη συνέχεια, παρά το ότι προβλέπονταν έντονες κοινωνικές αναταραχές ή, έστω,
μαζικές διαμαρτυρίες εναντίον των μέτρων που επιβλήθηκαν, καθώς επίσης ένα είδος
αντίστασης απέναντι στις «δυνάμεις κατοχής», δεν συνέβη απολύτως τίποτα –
αφήνοντας όλο τον πλανήτη άφωνο, αφού δεν
μπορούσε κανένας να πιστέψει πως είναι δυνατόν μία χώρα, με τέτοια «υπερήφανη»
Ιστορία, να έχει γίνει τόσο δειλή, ώστε να παραδίδεται αμαχητί στην
καταστροφή και να αποδέχεται «ανερυθρίαστα» το διεθνή εξευτελισμό.
Έκτοτε, ελάχιστοι αναρωτήθηκαν εάν πράγματι αξίζει τον κόπο να επιβιώνει κανείς «ζητιανεύοντας» - χωρίς να υπολογίζει καθόλου την διαχρονική ντροπή, η οποία συνοδεύει τη «διεθνή επαιτεία». Όπως φαίνεται, εμείς οι Έλληνες μάθαμε πως να «υπομένουμε καρτερικά» τη δουλεία, πώς να πεθαίνουμε σταδιακά δηλαδή, ξεχνώντας πως πρέπει να ζούμε – κάτι που φαίνεται πως μάλλον μας δίδαξε η «πολιτική» ιστορία μας των τελευταίων σαράντα ετών.
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν σήμερα παρελθόν, αφού έχουμε ήδη φθάσει στο τρίτο μνημόνιο, το οποίο οδηγεί «μονοδρομημένα» στο «στύψιμο της λεμονόκουπας» - με τις τράπεζες μας χρεοκοπημένες μετά από δύο διαδοχικές διαγραφές, με τα εισοδήματα μας στο ναδίρ, με την ανεργία στα ύψη, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πτωχευμένες, με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου, με την ολοκληρωτική λεηλασία του δημόσιου και ιδιωτικού μας πλούτου προ των πυλών κοκ.
Αυτό που όμως δεν αποτελεί παρελθόν είναι η πλήρης απουσία κάθε μορφής υγιούς αντίδρασης, εκ μέρους των Ελλήνων – γεγονός που δυστυχώς τεκμηριώνει τη θλιβερή διαπίστωση ότι, έχουν στερέψει πλέον τα «αποθέματα» της αρετής και της τόλμης στην πατρίδα μας, τα οποία προϋποθέτει η ελευθερία (ενώ δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη πως, όσο σκύβει κανείς το κεφάλι, τόσο περισσότερα χτυπήματα δέχεται).
Όσο περιμένουμε βέβαια τον «από μηχανής Θεό» για να μας σώσει από την επερχόμενη καταστροφή, το «τηλεοπτικό μας τοπίο», πλημμυρισμένο από κάθε είδους αδρανείς, ευφάνταστους, «συμπλεγματικούς παντογνώστες», καθώς επίσης από πολιτικούς που αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι έχουν ψηφισθεί από εμάς τους Έλληνες, τρέφει αδιάκοπα τόσο την ανοησία, όσο και την απίστευτη δειλία μας – προφανώς, με στόχο να μας προετοιμάσει όσο το δυνατόν καλύτερα, για την τελική θυσία.
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
"Η Ευρώπη αποτελεί σήμερα το 7% του παγκοσμίου πληθυσμού, ενώ παράγει το 25% του παγκοσμίου ΑΕΠ, με κοινωνικές δαπάνες (κράτος πρόνοιας), οι οποίες αντιστοιχούν στο 50% των παγκοσμίων. Είναι εφικτή αλήθεια, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου της, στα σημερινά επίπεδα;
"Η Ευρώπη αποτελεί σήμερα το 7% του παγκοσμίου πληθυσμού, ενώ παράγει το 25% του παγκοσμίου ΑΕΠ, με κοινωνικές δαπάνες (κράτος πρόνοιας), οι οποίες αντιστοιχούν στο 50% των παγκοσμίων. Είναι εφικτή αλήθεια, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου της, στα σημερινά επίπεδα;
Μήπως αφενός μεν η ευρωπαϊκή κρίση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, αφετέρου η τραπεζική, σηματοδοτούν το ξεκίνημα μίας οδυνηρής περιόδου για ολόκληρη την ΕΕ, κατά τη διάρκεια της οποίας θα υποχρεωθεί να συρρικνωθεί επικίνδυνα το κοινωνικό κράτος;
Μήπως οι κίνδυνοι χρεοκοπίας της Ισπανίας, κατά δεύτερο λόγο της Μ. Βρετανίας και της Κύπρου, σε συνδυασμό με τα τεράστια οικονομικά προβλήματα των Η.Π.Α., οδηγήσουν τον πλανήτη σε συνθήκες εκτός ελέγχου";
Στα παραπάνω πλαίσια, ένα ενδιαφέρον βιβλίο (Ν. Μόγιο), περιγράφει το πώς, στην πορεία των πενήντα τελευταίων ετών, οι πλέον προηγμένες και ευνοημένες χώρες του πλανήτη, κατασπατάλησαν τα στοιχεία εκείνα που τους προσέφεραν αυτή την κυρίαρχη θέση - μέσα από μια συστηματική επιμονή σε θεμελιωδώς λανθασμένες οικονομικές πολιτικές.
Σύμφωνα με το συγγραφέα, αυτές οι αποφάσεις είναι εκείνες που, στην πορεία, οδήγησαν σε μία οικονομική και γεωπολιτική παρακμή - η οποία πλέον δείχνει έτοιμη να γείρει αμετάκλητα τις ισορροπίες υπέρ της Κίνας και των άλλων αναδυόμενων οικονομιών.
Για τη Δύση, το μέλλον φαντάζει ζοφερό – ενώ είναι δύσκολες οι επιλογές που καλούνται να λάβουν οι πολιτικοί ηγέτες, προκειμένου να ανακόψουν το παλιρροϊκό κύμα που κινείται εναντίον των χωρών τους.
Επιδιώκοντας ίσως στενότερους δεσμούς με τις νέες, αναδυόμενες οικονομίες, καθώς επίσης επανεξετάζοντας το ενδεχόμενο επιβολής εμπορικών περιορισμών, ίσως δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες, όσον αφορά τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου τους.
Πάντοτε κατά το συγγραφέα, αναμορφώνοντας εκ βάθρων τα φορολογικά τους συστήματα και, ειδικότερα, εστιάζοντας στα τρία απαραίτητα στοιχεία της ανάπτυξης (κεφάλαιο, εργασία και τεχνολογία), οι χώρες της Δύσης ίσως να έχουν ακόμη περιθώρια να «επιστρέψουν στην κούρσα» – εάν βέβαια οι δυτικές κυβερνήσεις συνειδητοποιήσουν πόσο πραγματικά κρίσιμη είναι η κατάσταση.
Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα οφείλει πλέον να πάψει να περιμένει τον από μηχανής Θεό ή/και λύσεις των προβλημάτων της από τρίτους – «γυρίζοντας σελίδα» στην αυτολύπηση, στο αυτομαστίγωμα, στη μιζέρια, στην απαισιοδοξία και στη διεθνή επαιτεία.
Έχοντας δύο επώδυνες διαγραφές χρέους στο ενεργητικό της, πρέπει να ασχοληθεί έντονα με τις μεγάλες προκλήσεις: με την αναβίωση του τραπεζικού της συστήματος, με τη μείωση της σχέσης του χρέους της προς το ΑΕΠ, με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό της, με τον ισοσκελισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς επίσης με την κατάρτιση ενός κρατικού ισολογισμού - στον οποίο να καταγράφονται αφενός μεν τα χρέη, αφετέρου τα περιουσιακά της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών επανορθώσεων που της οφείλονται από τη Γερμανία.
Περαιτέρω, η Ελλάδα πρέπει να ασχοληθεί άμεσα με τη δημιουργία ενός σωστού φορολογικού-επιχειρηματικού πλαισίου, εντός ενός λειτουργικού Κράτους Δικαίου, με την καταπολέμηση της διαφθοράς, με τον περιορισμό της διαπλοκής, με τη μείωση της φοροδιαφυγής, με την αύξηση της παραγωγικότητας του δημοσίου και, το σημαντικότερο, με την επαναφορά της ανεργίας στα επίπεδα πριν από την κρίση.
Μοναδικός δρόμος για να το επιτύχει δεν είναι προφανώς η αλλαγή νομίσματος, αλλά η ορθολογική ανάπτυξη - μέσα από την προώθηση των επενδύσεων, οι οποίες απαιτούν λιγότερο χρήματα και περισσότερο αισιοδοξία, καθώς επίσης ένα σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Απαραίτητη προϋπόθεση, το ζητούμενο καλύτερα είναι μία έντιμη πολιτική ηγεσία, η οποία θα μπορούσε να καθοδηγήσει σωστά, καθώς επίσης να «εμπνεύσει» τους Έλληνες - δημιουργώντας εκείνη την αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των Πολιτών και της Πολιτείας, η οποία έχει εκλείψει σχεδόν εξ ολοκλήρου τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Όσον αφορά την Ευρωζώνη, η οποία υποφέρει από τη γερμανική αλαζονεία, θα πρέπει να δημιουργηθούν εκείνες οι προϋποθέσεις, οι οποίες θα μειώσουν τις επικίνδυνες ασυμμετρίες στο εσωτερικό της – με στόχο να πάψουν να υπάρχουν πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες, στις μεταξύ τους συναλλαγές.
Η μεγαλύτερη αλληλεγγύη, καθώς επίσης η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρει μια λειτουργική κεντρική τράπεζα, η ΕΚΤ εν προκειμένω, θα μπορούσε να επιλύσει το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών κρατών – δημιουργώντας ξανά συνθήκες ανάπτυξης για όλους.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...