Η φυγή των Ελλήνων επιχειρηματιών στο εξωτερικό επιδοτείται από την αδιαφορία της Κυβέρνησης
Ολο και αυξανόμενο είναι το ενδιαφέρον Ελλήνων επιχειρηματιών να μετακομίσουν εκτός Ελλάδος. Εγώ τυχαίνει να συναντώ μερικούς από αυτούς που ενδιαφέρονται για μετεγκατάσταση στην Βουλγαρία, λόγω του ότι είμαι εγκατεστημένος από πάρα πολλά χρόνια (από το 1999) στη Σόφια, με βάση την επαγγελματική μου δραστηριότητα στους τομείς των ακινήτων και της ανανεώσιμης ενέργειας. Βέβαια σήμερα και ειδικά το 2010 και τώρα, το 2011, η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που έβλεπα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα είναι κάτι το διαφορετικό, μιά φυγή που έχει τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που «εβλεπα» όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Ειδα λοιπόν, καθόλη αυτή την περίοδο, από τότε που είμαι εγκατεστημένος στην Βουλγαρία, την μεγάλη φυγή των εταιρειών κλωστοϋφαντουργίας της Β. Ελλάδας που κατά κύριο λόγο μετακόμισαν την δεκαετία του 1990, ειδικά μετά το 1996 και μέχρι το 2000. Αυτές όλες οι επιχειρήσεις κατά μεγάλο μέρος εξαφανίστηκαν λόγω της φυσιολογικής μεταφοράς των παραγγελιών σε χώρες πιό ανταγωνιστικές από την Βουλγαρία, όπως αυτές της Απω Ανατολής. Ταυτόχρονα είδα την ποιοτική μετεξέλιξη τοπικών επιχειρηματιών, Βουλγάρων, οι οποίοι ακολουθώντας πρότυπα δυτικών εταιρειών έγιναν πολύ καλύτεροι στην δραστηριότητά τους και κέρδισαν παραγγελίες που παλιώτερα ήταν αντικείμενο των ελληνόκτητων επιχειρήσεων.
Τη δεκαετία του 2000 παρακολούθησα την φυσιολογική επέκταση, για πρώτη φορά συντονισμένα και οργανωμένα, των μεγάλων ελληνικών εταιρειών κάθε είδους στην περιοχή της Βαλκανικής. Στη δική μου περίπτωση, την μετακίνηση τους στην αγορά της Βουλγαρίας. Υπήρχε μία εποχή, μετά το 2003, όπου το ενδιαφέρον ήταν τεράστιο και η επέκταση γινόταν στα πλαίσια της αυξήσεως του ζωτικού χώρου μιάς επιχείρησης, πράγμα απόλυτα λογικό. Το ελληνικό κράτος μάλιστα, είχε προσπαθήσει με ενέργειες που δεν υπήρξαν ποτέ βασισμένες σε μιά λογική και σε μιά συνεχή κατεύθυνση, να στηρίξει αυτές τις πρωτοβουλίες και να βοηθήσει τις Ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν θυγατρικές και να επεκταθούν στις νέες αγορές που είχαν ακόμα περιθώρια. Οι ελληνικές τράπεζες, στην Βουλγαρία αλλά και τις άλλες χώρες συμμετειχαν πολύ συστηματικά στα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης, από το 2004 μέχρι και το 2008.
Ελληνικές εταιρείες συμμετείχαν τότε σε εξαγορές και σε αυτόνομη ανάπτυξη. Ελληνικό κεφάλαιο επενδύονταν σε ακίνητα και ανάπτυξη. Στην Βουλγαρία κεφάλαιο των εταιρειών που προέρχονταν από την Ελλάδα, κατά την περίοδο 2004-2008 ήταν ανάμεσα στον κύριο επενδυτικό μοχλό της ανάπτυξης. Οι Ελληνες κατατάσσονταν στις πρώτες θέσεις μεταξύ των επενδυτών στη χώρα αυτή αλλά και τις υπόλοιπες της περιοχής. Εκδηλώσεις γίνονταν, παρουσιάσεις, ανταγωνισμός, για την θέση στις νέες αυτές αγορές, μέσα σε ένα πνεύμα απαραίτητης επέκτασης και πρόθεσης συνεχούς ανοίγματος.
Για την αγορά της Βουλγαρίας αλλά σίγουρα και των άλλων χωρών με προεξάρχουσα τη Ρουμανία, η έννοια της επέκτασης των Ελληνικών επιχειρήσεων ήταν συνακόλουθη πάντα με το άνοιγμα νέας δραστηριότητας, κύρια θυγατρικής αυτής που υπήρχε στην Ελλάδα και με βασικό χαρακτηριστικό την κατάληψη του κομματιού της νέας αγοράς και όχι την μεταφορά της βασικής επιχειρηματικής δομής της εταιρείας. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε η σκέκουλα, δηλαδή οι ευκαιριακές επενδύσεις που για πολλούς ανθρώπους παρήγαγαν πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, που υποβοηθήθηκαν από τις συνεχόμενες και γρήγορες υπεραξίες.
Και ήρθε το 2009. Η κρίση σταμάτησε τους πάντες. Οι κινήσεις νέων ενδιαφερομένων για επενδύσεις μειώθηκαν σε πολύ μικρά επίπεδα και δεν είχαν τα χαρακτηριστικά που βλέπαμε στην αγορά τα προηγούμενα χρόνια. Η Ελλάδα δεν είχε χτυπηθεί ακόμα από την κρίση του χρέους αλλά η παγκόσμια κρίση, που είχε παγώσει την αγορά στην Βουλγαρία και τις άλλες χώρες, είχε προσωρινά σταματήσει και το ενδιαφέρον των Ελλήνων για νέες κινήσεις, μέχρι που το 2010, η «ειδική» κρίση της Ελλάδας, με το Μνημόνιο και την είσοδο της Τρόϊκας, αλλά και τους νόμους που επέλεξε η κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου, που κατά κύριο στόχο είχαν την αφαίμαξη φόρων από την επιχειρηματικότητα ή την άτυπη παύση χρεωστουμένων από το κράτος είτε ήταν κανονικές πληρωμές, είτε επιστροφή ΦΠΑ σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, έφερε μία καινούργια γενιά ενδιαφερομένων για φυγή από την Ελλάδα: των επιτυχημένων επιχειρηματιών, με τις εύρωστες επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες είχαν επιδοτηθεί από τους Αναπτυξιακούς νόμους που κατά καιρούς ίσχυαν στην Ελλάδα ή από τα Κοινοτικά κονδύλια.
Αυτοί οι επιχειρηματίες ξεκίνησαν να έρχονται στην Βουλγαρία στα μέσα του 2010 και μέσα στο δεύτερο μισό του έτους, η τάση φυγής τους ήταν συνεχής και αυξητική. Τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ήταν αλλιώτικα από αυτά των προηγουμένων ετών. Τα κύρια χαρακτηριστικά που τους χαρακτηρίζουν είναι τα εξής:
Α. Πρόκειται κύρια για παραγωγικές μονάδες με πολύχρονη πορεία, καλά οργανωμένες και με συνεχή κέρδη. Οι μέτοχοι τους και διαχειριστές των επιχειρήσεων, στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν επιδοτηθεί και έχουν αξιοποιήσει σωστά τις επιδοτήσεις. Αισθάνονται τεράστια απογοήτευση από τη συνεχόμενη φορολογία και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι το Ελληνικό κράτος αλλάζει συνεχώς το φορολογικό σύστημα, οι εφοριακοί πάντα στους διάφορους ελέγχους τους πρέπει υποχρεωτικά κάτι να «βρούν» ακόμα και αν τα βιβλία μιάς επιχείρησης είναι εξαιρετικά, το ΦΠΑ δεν επιστρέφεται σχεδόν ποτέ και για πολλά άλλα θέματα που ο καθένας ξεχωριστά αναφέρει. Σε αυτήν την κατηγορία των επιχειρήσεων πρώτης ποιότητας, το ελληνικό κράτος έχει επενδύσει σημαντικά ποσά τα οποία εφόσον οι επιχειρήσεις φύγουν, πάνε χαμένα για πάντα ή λειτουργούν για όφελος μιάς άλλης χώρας.
Β. Πρόκειται επίσης και για εταιρείες υπηρεσιων ή εμπορικές εταιρείες που έχουν δυνατότητα να μεταφέρουν το κέρδος τους αλλού ή και όλη τους τη δραστηριότητα. Αυτές μεταφέρονται πολύ εύκολα καθόσον δεν έχουν τη δομή των παγίων που έχουν οι αντίστοιχες παραγωγικές. Φεύγουν για τους ίδιους λόγους που φεύγουν και οι παραγωγικές εταιρείες και μάλιστα με μεγάλη ευκολία αφού δεν έχουν ανάγκη να στήσουν παραγωγή κάπου αλλού και να εκπαιδεύσουν προσωπικό.
Στα τελευταία χρόνια έχω δεί εταιρείες που μετακόμισαν δειλά – δειλά και κατόπιν μετάφεραν το σύνολο της δραστηριότητάς τους στην Βουλγαρία. Οι λόγοι ήταν προφανείς: ευέλικτη νομοθεσία στα εργατικά, χαμηλή φορολογία (10%) για τα κέρδη, γρήγορη επιστροφή του ΦΠΑ και πλέον, από το 2007, η Ευρωπαϊκή ετικέττα του Made in EU για τους παραγωγούς. Πλέον το βλέπω και μαζικά, σε καθημερινή βάση. Βλέπω εταιρείες ποιότητας που με την οργάνωση και την μετακόμισή τους είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν πρόκειται να σκεφτούν να επαναπατρισθούν στην Ελλάδα. Θέσεις εργασίας χάνονται εκεί και μεταφέρονται εδώ, στην Βουλγαρία και ίσως και σε άλλες χώρες, σε καθημερινή βάση και χωρίς να υπάρχει κάποια διάθεση από το ελληνικό κράτος να σταματήσει αυτή την αιμορραγία. Ισως και να μην υπάρχει επαρκής γνώση, στρατηγική, σκέψη για το πώς να το αντιμετωπίσει.
Το Βουλγαρικό κράτος αντιδρά με σωφροσύνη και με πρόθεση να στηρίζει και να βοηθά κάθε επιχειρηματία, Ευρωπαίο ή άλλον, να δημιουργήσει δραστηριότητα στην Βουλγαρία και να απασχολήσει προσωπικό ειδικά στις περιοχές όπου έχει ανάγκη να αυξήσει την απασχόληση. Οι απολαβές του αργατικού δυναμικού σταδιακά αυξάνονται (τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας δηλώνουν αύξηση στις αποδοχές κατά 10% μεταξύ 2009 και 2010), η ανεργία μειώνεται, αλλά για τους επιχειρηματίες το βασικό κίνητρο είναι η ελκυστική φορολογία και το κράτος που στέκεται κοντά στον επιχειρηματία με μιά στρατηγική που είναι συνεχόμενη και δεν αλλάζει.
Η Ελλάδα αιμορραγεί ενσυνείδητα. Σαν να επιθυμεί ο κ. Παπανδρέου να στείλει εκτός συνόρων τις καλές και παραγωγικές εταιρείες που παρήγαγαν καλά αποτελέσματα, παρείχαν συνεχώς φόρους και ήταν συνεπείς. Κανείς δεν σταματά την φυγή. Κανείς δεν προσπαθεί να πείσει τους επιχειρηματίες ότι αξίζει να μείνουν στη χώρα τους – το αντίθετο μάλλον, τους ωθεί να φύγουν με μεγαλύτερη ταχύτητα. Από την άλλη πλευρά, η Βουλγαρία, μιά χώρα που συνεχώς γίνεται όλο και καλύτερη και που δεν αλλάζει φορολογική στρατηγική παρέχει δυνατότητες και ευκαιρίες που δεν μένουν απαρατήρητες.
Αν η Ελλάδα συνεχίσει έτσι, θα χάσει ένα μεγάλο παραγωγικό της κομμάτι. Και δεν θα το ανακτήσει ποτέ, αφού ο επιχειρηματίας που βρίσκει καλό περιβάλλον, μένει σε αυτό και δημιουργεί εκεί την υποδομή και δραστηριότητά του. Αυτό είναι ένα μεγάλο δυστύχημα για τη χώρα που θα γίνει κατανοητό σε 4 με 5 χρόνια όταν ένα μεγάλο κομμάτι των επιχειρήσεων στις οποίες επένδυσε το ελληνικό κράτος θα έχουν φύγει από την Ελλάδα φορτώνοντάς την με άνεργους και με απώλεια εισοδημάτων από φόρους και εισφορές.
* Χρήστος Μουρούτης: Γεννήθηκε στην Αθήνα, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών (1983) και έχει σπουδάσει νομικά, αλλά δεν έχει ασκήσει νομικό επάγγελμα. Zεί στην Βουλγαρία από το 1999 και είναι ιδρυτής της διαχειριστικής εταιρείας για επενδύσεις σε ακίνητα και σε καθαρή ενέργεια (fund/asset management company) με όνομα Arceland. H Arceland Management έχει υπό την διαχείριση της επενδύσεις με αξία παγίων περί τα €200 εκατ. O Χρήστος Μουρούτης είναι επίσης πρόεδρος του ΔΣ της Bullpoa, της μεγαλύτερης ομοσπονδίας ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας στην Βουλγαρία. Γράφει στα Βουλγαρικά και είναι ο μόνος ξένος που δημοσιεύει κείμενα στην τοπική γλώσσα.
Ειδα λοιπόν, καθόλη αυτή την περίοδο, από τότε που είμαι εγκατεστημένος στην Βουλγαρία, την μεγάλη φυγή των εταιρειών κλωστοϋφαντουργίας της Β. Ελλάδας που κατά κύριο λόγο μετακόμισαν την δεκαετία του 1990, ειδικά μετά το 1996 και μέχρι το 2000. Αυτές όλες οι επιχειρήσεις κατά μεγάλο μέρος εξαφανίστηκαν λόγω της φυσιολογικής μεταφοράς των παραγγελιών σε χώρες πιό ανταγωνιστικές από την Βουλγαρία, όπως αυτές της Απω Ανατολής. Ταυτόχρονα είδα την ποιοτική μετεξέλιξη τοπικών επιχειρηματιών, Βουλγάρων, οι οποίοι ακολουθώντας πρότυπα δυτικών εταιρειών έγιναν πολύ καλύτεροι στην δραστηριότητά τους και κέρδισαν παραγγελίες που παλιώτερα ήταν αντικείμενο των ελληνόκτητων επιχειρήσεων.
Τη δεκαετία του 2000 παρακολούθησα την φυσιολογική επέκταση, για πρώτη φορά συντονισμένα και οργανωμένα, των μεγάλων ελληνικών εταιρειών κάθε είδους στην περιοχή της Βαλκανικής. Στη δική μου περίπτωση, την μετακίνηση τους στην αγορά της Βουλγαρίας. Υπήρχε μία εποχή, μετά το 2003, όπου το ενδιαφέρον ήταν τεράστιο και η επέκταση γινόταν στα πλαίσια της αυξήσεως του ζωτικού χώρου μιάς επιχείρησης, πράγμα απόλυτα λογικό. Το ελληνικό κράτος μάλιστα, είχε προσπαθήσει με ενέργειες που δεν υπήρξαν ποτέ βασισμένες σε μιά λογική και σε μιά συνεχή κατεύθυνση, να στηρίξει αυτές τις πρωτοβουλίες και να βοηθήσει τις Ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν θυγατρικές και να επεκταθούν στις νέες αγορές που είχαν ακόμα περιθώρια. Οι ελληνικές τράπεζες, στην Βουλγαρία αλλά και τις άλλες χώρες συμμετειχαν πολύ συστηματικά στα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης, από το 2004 μέχρι και το 2008.
Ελληνικές εταιρείες συμμετείχαν τότε σε εξαγορές και σε αυτόνομη ανάπτυξη. Ελληνικό κεφάλαιο επενδύονταν σε ακίνητα και ανάπτυξη. Στην Βουλγαρία κεφάλαιο των εταιρειών που προέρχονταν από την Ελλάδα, κατά την περίοδο 2004-2008 ήταν ανάμεσα στον κύριο επενδυτικό μοχλό της ανάπτυξης. Οι Ελληνες κατατάσσονταν στις πρώτες θέσεις μεταξύ των επενδυτών στη χώρα αυτή αλλά και τις υπόλοιπες της περιοχής. Εκδηλώσεις γίνονταν, παρουσιάσεις, ανταγωνισμός, για την θέση στις νέες αυτές αγορές, μέσα σε ένα πνεύμα απαραίτητης επέκτασης και πρόθεσης συνεχούς ανοίγματος.
Για την αγορά της Βουλγαρίας αλλά σίγουρα και των άλλων χωρών με προεξάρχουσα τη Ρουμανία, η έννοια της επέκτασης των Ελληνικών επιχειρήσεων ήταν συνακόλουθη πάντα με το άνοιγμα νέας δραστηριότητας, κύρια θυγατρικής αυτής που υπήρχε στην Ελλάδα και με βασικό χαρακτηριστικό την κατάληψη του κομματιού της νέας αγοράς και όχι την μεταφορά της βασικής επιχειρηματικής δομής της εταιρείας. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε η σκέκουλα, δηλαδή οι ευκαιριακές επενδύσεις που για πολλούς ανθρώπους παρήγαγαν πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, που υποβοηθήθηκαν από τις συνεχόμενες και γρήγορες υπεραξίες.
Και ήρθε το 2009. Η κρίση σταμάτησε τους πάντες. Οι κινήσεις νέων ενδιαφερομένων για επενδύσεις μειώθηκαν σε πολύ μικρά επίπεδα και δεν είχαν τα χαρακτηριστικά που βλέπαμε στην αγορά τα προηγούμενα χρόνια. Η Ελλάδα δεν είχε χτυπηθεί ακόμα από την κρίση του χρέους αλλά η παγκόσμια κρίση, που είχε παγώσει την αγορά στην Βουλγαρία και τις άλλες χώρες, είχε προσωρινά σταματήσει και το ενδιαφέρον των Ελλήνων για νέες κινήσεις, μέχρι που το 2010, η «ειδική» κρίση της Ελλάδας, με το Μνημόνιο και την είσοδο της Τρόϊκας, αλλά και τους νόμους που επέλεξε η κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου, που κατά κύριο στόχο είχαν την αφαίμαξη φόρων από την επιχειρηματικότητα ή την άτυπη παύση χρεωστουμένων από το κράτος είτε ήταν κανονικές πληρωμές, είτε επιστροφή ΦΠΑ σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, έφερε μία καινούργια γενιά ενδιαφερομένων για φυγή από την Ελλάδα: των επιτυχημένων επιχειρηματιών, με τις εύρωστες επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες είχαν επιδοτηθεί από τους Αναπτυξιακούς νόμους που κατά καιρούς ίσχυαν στην Ελλάδα ή από τα Κοινοτικά κονδύλια.
Αυτοί οι επιχειρηματίες ξεκίνησαν να έρχονται στην Βουλγαρία στα μέσα του 2010 και μέσα στο δεύτερο μισό του έτους, η τάση φυγής τους ήταν συνεχής και αυξητική. Τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ήταν αλλιώτικα από αυτά των προηγουμένων ετών. Τα κύρια χαρακτηριστικά που τους χαρακτηρίζουν είναι τα εξής:
Α. Πρόκειται κύρια για παραγωγικές μονάδες με πολύχρονη πορεία, καλά οργανωμένες και με συνεχή κέρδη. Οι μέτοχοι τους και διαχειριστές των επιχειρήσεων, στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν επιδοτηθεί και έχουν αξιοποιήσει σωστά τις επιδοτήσεις. Αισθάνονται τεράστια απογοήτευση από τη συνεχόμενη φορολογία και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι το Ελληνικό κράτος αλλάζει συνεχώς το φορολογικό σύστημα, οι εφοριακοί πάντα στους διάφορους ελέγχους τους πρέπει υποχρεωτικά κάτι να «βρούν» ακόμα και αν τα βιβλία μιάς επιχείρησης είναι εξαιρετικά, το ΦΠΑ δεν επιστρέφεται σχεδόν ποτέ και για πολλά άλλα θέματα που ο καθένας ξεχωριστά αναφέρει. Σε αυτήν την κατηγορία των επιχειρήσεων πρώτης ποιότητας, το ελληνικό κράτος έχει επενδύσει σημαντικά ποσά τα οποία εφόσον οι επιχειρήσεις φύγουν, πάνε χαμένα για πάντα ή λειτουργούν για όφελος μιάς άλλης χώρας.
Β. Πρόκειται επίσης και για εταιρείες υπηρεσιων ή εμπορικές εταιρείες που έχουν δυνατότητα να μεταφέρουν το κέρδος τους αλλού ή και όλη τους τη δραστηριότητα. Αυτές μεταφέρονται πολύ εύκολα καθόσον δεν έχουν τη δομή των παγίων που έχουν οι αντίστοιχες παραγωγικές. Φεύγουν για τους ίδιους λόγους που φεύγουν και οι παραγωγικές εταιρείες και μάλιστα με μεγάλη ευκολία αφού δεν έχουν ανάγκη να στήσουν παραγωγή κάπου αλλού και να εκπαιδεύσουν προσωπικό.
Στα τελευταία χρόνια έχω δεί εταιρείες που μετακόμισαν δειλά – δειλά και κατόπιν μετάφεραν το σύνολο της δραστηριότητάς τους στην Βουλγαρία. Οι λόγοι ήταν προφανείς: ευέλικτη νομοθεσία στα εργατικά, χαμηλή φορολογία (10%) για τα κέρδη, γρήγορη επιστροφή του ΦΠΑ και πλέον, από το 2007, η Ευρωπαϊκή ετικέττα του Made in EU για τους παραγωγούς. Πλέον το βλέπω και μαζικά, σε καθημερινή βάση. Βλέπω εταιρείες ποιότητας που με την οργάνωση και την μετακόμισή τους είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν πρόκειται να σκεφτούν να επαναπατρισθούν στην Ελλάδα. Θέσεις εργασίας χάνονται εκεί και μεταφέρονται εδώ, στην Βουλγαρία και ίσως και σε άλλες χώρες, σε καθημερινή βάση και χωρίς να υπάρχει κάποια διάθεση από το ελληνικό κράτος να σταματήσει αυτή την αιμορραγία. Ισως και να μην υπάρχει επαρκής γνώση, στρατηγική, σκέψη για το πώς να το αντιμετωπίσει.
Το Βουλγαρικό κράτος αντιδρά με σωφροσύνη και με πρόθεση να στηρίζει και να βοηθά κάθε επιχειρηματία, Ευρωπαίο ή άλλον, να δημιουργήσει δραστηριότητα στην Βουλγαρία και να απασχολήσει προσωπικό ειδικά στις περιοχές όπου έχει ανάγκη να αυξήσει την απασχόληση. Οι απολαβές του αργατικού δυναμικού σταδιακά αυξάνονται (τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας δηλώνουν αύξηση στις αποδοχές κατά 10% μεταξύ 2009 και 2010), η ανεργία μειώνεται, αλλά για τους επιχειρηματίες το βασικό κίνητρο είναι η ελκυστική φορολογία και το κράτος που στέκεται κοντά στον επιχειρηματία με μιά στρατηγική που είναι συνεχόμενη και δεν αλλάζει.
Η Ελλάδα αιμορραγεί ενσυνείδητα. Σαν να επιθυμεί ο κ. Παπανδρέου να στείλει εκτός συνόρων τις καλές και παραγωγικές εταιρείες που παρήγαγαν καλά αποτελέσματα, παρείχαν συνεχώς φόρους και ήταν συνεπείς. Κανείς δεν σταματά την φυγή. Κανείς δεν προσπαθεί να πείσει τους επιχειρηματίες ότι αξίζει να μείνουν στη χώρα τους – το αντίθετο μάλλον, τους ωθεί να φύγουν με μεγαλύτερη ταχύτητα. Από την άλλη πλευρά, η Βουλγαρία, μιά χώρα που συνεχώς γίνεται όλο και καλύτερη και που δεν αλλάζει φορολογική στρατηγική παρέχει δυνατότητες και ευκαιρίες που δεν μένουν απαρατήρητες.
Αν η Ελλάδα συνεχίσει έτσι, θα χάσει ένα μεγάλο παραγωγικό της κομμάτι. Και δεν θα το ανακτήσει ποτέ, αφού ο επιχειρηματίας που βρίσκει καλό περιβάλλον, μένει σε αυτό και δημιουργεί εκεί την υποδομή και δραστηριότητά του. Αυτό είναι ένα μεγάλο δυστύχημα για τη χώρα που θα γίνει κατανοητό σε 4 με 5 χρόνια όταν ένα μεγάλο κομμάτι των επιχειρήσεων στις οποίες επένδυσε το ελληνικό κράτος θα έχουν φύγει από την Ελλάδα φορτώνοντάς την με άνεργους και με απώλεια εισοδημάτων από φόρους και εισφορές.
* Χρήστος Μουρούτης: Γεννήθηκε στην Αθήνα, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών (1983) και έχει σπουδάσει νομικά, αλλά δεν έχει ασκήσει νομικό επάγγελμα. Zεί στην Βουλγαρία από το 1999 και είναι ιδρυτής της διαχειριστικής εταιρείας για επενδύσεις σε ακίνητα και σε καθαρή ενέργεια (fund/asset management company) με όνομα Arceland. H Arceland Management έχει υπό την διαχείριση της επενδύσεις με αξία παγίων περί τα €200 εκατ. O Χρήστος Μουρούτης είναι επίσης πρόεδρος του ΔΣ της Bullpoa, της μεγαλύτερης ομοσπονδίας ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας στην Βουλγαρία. Γράφει στα Βουλγαρικά και είναι ο μόνος ξένος που δημοσιεύει κείμενα στην τοπική γλώσσα.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...