Η Γερμανία προ των ευθυνών της για το κατοχικό δάνειο: Νέες δίκες μπορούν να ανοιχθούν
Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη
Η παρούσα βραχεία ανάλυση μπορεί να είναι χρήσιμη στη συνολική προβληματική του τρόπου αντιμετώπισης και διεκδίκησης τόσο του κατοχικού (πολεμικού) δανείου όσο και των πολεμικών επανορθώσεων (αποζημιώσεων) από την ενωμένη (πλέον) Γερμανία. Με τούτη την προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:
Η παρούσα βραχεία ανάλυση μπορεί να είναι χρήσιμη στη συνολική προβληματική του τρόπου αντιμετώπισης και διεκδίκησης τόσο του κατοχικού (πολεμικού) δανείου όσο και των πολεμικών επανορθώσεων (αποζημιώσεων) από την ενωμένη (πλέον) Γερμανία. Με τούτη την προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:
Oι εμπόλεμες ευθύνες
Όταν η Γερμανία κήρυξε το πόλεμο κατά της Ελλάδας, η Σύμβαση της Χάγης της 18ης Οκτωβρίου 1907 αναφερόταν με βάση το άρθρο 3, τόσο στις αξιώσεις αποζημίωσης λόγω των εχθροπραξιών, όσο και στην ευθύνη «δια πάσας τας υπό των συμμετεχόντων της στρατιωτικής δυνάμεως ενεργεθείσας πράξεις».
Παραλλήλως, ειδικότερα για τις εχθροπραξίες, με βάση το άρθρο 22 της προαναφερόμενης Σύμβασης της Χάγης, καθιερωνόταν η Αρχή Δικαίου, και για τη Γερμανία που ήταν άλλωστε η επιτιθέμενη, ότι ο εμπόλεμος: «δεν έχει απεριόριστο δικαίωμα περί την εκλογή των μέσων προς βλάβην του εχθρού».
Επίσης, με βάση το άρθρο 25 της προαναφερόμενης Σύμβασης της Χάγης, ρητώς υπήρχε ο κανόνας της απαγόρευσης της «προσβολής ή βομβαρδισμού ανυπεράσπιστων πόλεων, χωρίων, κατοικιών ή κτηρίων».
Υπ’ όψιν δε ότι η Ελλάδα μέχρι την κήρυξη του πολέμου δεν ήταν εχθρός της Γερμανίας, δεν απείλησε ποτέ τη Γερμανία, ούτε δε κατ’ υπαινιγμό εκδήλωσε την παραμικρή απειλή βίας η πρόθεση διεξαγωγής εχθροπραξιών εναντίον της. Ωστόσο η κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία επιβάλει την εφαρμογή του Δικαίου του Πολέμου.
Παραλλήλως, ειδικότερα για τις εχθροπραξίες, με βάση το άρθρο 22 της προαναφερόμενης Σύμβασης της Χάγης, καθιερωνόταν η Αρχή Δικαίου, και για τη Γερμανία που ήταν άλλωστε η επιτιθέμενη, ότι ο εμπόλεμος: «δεν έχει απεριόριστο δικαίωμα περί την εκλογή των μέσων προς βλάβην του εχθρού».
Επίσης, με βάση το άρθρο 25 της προαναφερόμενης Σύμβασης της Χάγης, ρητώς υπήρχε ο κανόνας της απαγόρευσης της «προσβολής ή βομβαρδισμού ανυπεράσπιστων πόλεων, χωρίων, κατοικιών ή κτηρίων».
Υπ’ όψιν δε ότι η Ελλάδα μέχρι την κήρυξη του πολέμου δεν ήταν εχθρός της Γερμανίας, δεν απείλησε ποτέ τη Γερμανία, ούτε δε κατ’ υπαινιγμό εκδήλωσε την παραμικρή απειλή βίας η πρόθεση διεξαγωγής εχθροπραξιών εναντίον της. Ωστόσο η κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία επιβάλει την εφαρμογή του Δικαίου του Πολέμου.
Tο Δίκαιο του Πολέμου
Αντικείμενο του Δικαίου του Πολέμου είναι πάντοτε η θέσπιση
περιορισμών στη χρησιμοποιούμενη ισχύ από τους εμπόλεμους. Βεβαίως,
επικρατεί και η «θέση» ότι το Δίκαιο του Πολέμου αφορά μια «χωρίς αξία» ρύθμιση, καθόσον
η πείρα έχει διδάξει ότι οι κανόνες του Δικαίου του Πολέμου
παραβιάζονται συνεχώς από τους εμπόλεμους και ότι ο δικαιϊκός αυτός
κλάδος αφορά διατάξεις οι οποίες δεν είναι αντικείμενο σεβασμού. Δηλαδή
το Δίκαιο του Πολέμου συγκροτείται από διατάξεις οι οποίες δεν
λαμβάνονται καν υπ’ όψιν κατά την περίοδο των εχθροπραξιών.
Ωστόσο, ένας τέτοιος ισχυρισμός ακυρώνεται με βάση την ιστορία, τον πολιτισμό, αλλά και την κοινή πείρα. Και τούτο γιατί θα πρέπει να θεωρούνται (με βάση την κοινή πείρα) «χωρίς αξία» και οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου, καθόσον αφορούν κανόνες που παραβιάζονται αφορήτως και μάλιστα σε ακραίες εκδοχές λόγω της καθημερινής εγκληματικότητας των ατόμων. Ωστόσο όμως και το Δίκαιο του Πολέμου και το Ποινικό Δίκαιο, στο πλαίσιο της έννομης τάξης διαθέτουν αποτελεσματικότητα και ως εκ τούτου κυρωτικές συνέπειες. Τις συνέπειες δε αυτές επιβάλλει η πολιτισμένη και δημοκρατική εσωτερική και διεθνής έννομη τάξη.
Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου αξιοσημείωτο είναι ότι σε συνθήκες «διεθνούς ειρήνης» (δηλαδή μη γενικευμένων συράξεων) η διεθνής έννομη τάξη έχει ιδρύσει και λειτουργεί αποφασιστικώς (ad hoc) Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που προβλέπει και τιμωρεί εγκλήματα πολέμου με ειδικότερες αναφορές α) στη γενοκτονία και β) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, ένας τέτοιος ισχυρισμός ακυρώνεται με βάση την ιστορία, τον πολιτισμό, αλλά και την κοινή πείρα. Και τούτο γιατί θα πρέπει να θεωρούνται (με βάση την κοινή πείρα) «χωρίς αξία» και οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου, καθόσον αφορούν κανόνες που παραβιάζονται αφορήτως και μάλιστα σε ακραίες εκδοχές λόγω της καθημερινής εγκληματικότητας των ατόμων. Ωστόσο όμως και το Δίκαιο του Πολέμου και το Ποινικό Δίκαιο, στο πλαίσιο της έννομης τάξης διαθέτουν αποτελεσματικότητα και ως εκ τούτου κυρωτικές συνέπειες. Τις συνέπειες δε αυτές επιβάλλει η πολιτισμένη και δημοκρατική εσωτερική και διεθνής έννομη τάξη.
Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου αξιοσημείωτο είναι ότι σε συνθήκες «διεθνούς ειρήνης» (δηλαδή μη γενικευμένων συράξεων) η διεθνής έννομη τάξη έχει ιδρύσει και λειτουργεί αποφασιστικώς (ad hoc) Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που προβλέπει και τιμωρεί εγκλήματα πολέμου με ειδικότερες αναφορές α) στη γενοκτονία και β) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Ενταύθα ας μου επιτραπούν μερικές αναφορές, γύρω από το Δίκαιο του Πολέμου:
Η Διεθνής Νομική Επιστήμη αλλά και τα πολιτισμένα Κράτη, παραμέλησαν κατ’ αρχήν την προαγωγή του Δικαίου του Πολέμου. Κατ’ εξαίρεση όμως Κυβερνήσεις, Διεθνείς Οργανισμοί και Νομομαθείς ασχολήθηκαν με το αντικείμενο αυτό. Και τούτο γιατί η κυρίως μέριμνα και πρόνοια αφορούσε στους κανόνες πρόληψης του πολέμου(!) και όχι στους κανόνες της διεξαγωγής του πολέμου!
Το Δίκαιο του Πολέμου εστιάζει ειδικώς στα πολεμικά εγκλήματα (war crimes). Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού του Διεθνούς Στρατοδικείου (γνωστού υπό την ονομασία και ως Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης), τα εγκλήματα πολέμου αφορούν όχι μόνο εγκλήματα κατά της ειρήνης γενικώς, αλλά και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στις ειδικές τους εκδηλώσεις.
Το Δίκαιο του Πολέμου εστιάζει ειδικώς στα πολεμικά εγκλήματα (war crimes). Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού του Διεθνούς Στρατοδικείου (γνωστού υπό την ονομασία και ως Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης), τα εγκλήματα πολέμου αφορούν όχι μόνο εγκλήματα κατά της ειρήνης γενικώς, αλλά και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στις ειδικές τους εκδηλώσεις.
Ειδικότερα:
Γύρω από το ζήτημα που αφορά στις πολεμικές επανορθώσεις συνεπεία των
εχθροπραξιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και το Κατοχικό Δάνειο σε
βάρος της Ελλάδας και υπέρ της Γερμανίας, έχουν γραφεί πολλά και ενίοτε
αντιφατικά.
Στο παρόν περίγραμμα επιχειρείται ο κατά δύναμη επιγραμματικός «προσδιορισμός» του όλου ζητήματος.
Αρχικώς πρέπει να διευκρινισθεί ότι «άλλο ζήτημα» αφορούν οι επανορθώσεις συνεπεία του πολέμου και «άλλο ζήτημα» αφορά το Κατοχικό Δάνειο.
Ήδη από το 1942 στη Ρώμη, σε Δημοσιονομική Διάσκεψη μεταξύ των Κατοχικών Δυνάμεων Ιταλίας και Γερμανίας αποφασίστηκε από καθέδρας να καταβάλει η Ελληνική Κυβέρνηση και στις δύο δυνάμεις κατοχής ισόποσο δάνειο ύψους 1.500 δις δραχμών ανά μήνα.
Υπ’ όψιν ότι πέραν των προαναφερομένων δανειακών καταβολών, υπήρξαν και αυθαίρετες αναλήψεις από τις Κατοχικές Δυνάμεις σε βάρος της Τράπεζας της Ελλάδος. Μόλις δε το Μάρτιο του 1943 τα ποσά ήδη που είχαν καταβληθεί από πλευράς της Ελλάδας είχαν εκτοξευθεί στα 420 δις δραχμές, ενώ είχαν καταβληθεί περαιτέρω και 163 εκατ. δολάρια στην Γερμανία και 65 εκατ. δολάρια στην Ιταλία.
Υπ’ όψιν, επίσης, ότι μόλις οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα προέβηκαν σε επίταξη όλων των αποθεμάτων τροφίμων, ενδυμάτων, φαρμακευτικού υλικού και μέσων συγκοινωνίας. Η επίταξη των μέσων συγκοινωνίας απέκοψε την επικοινωνία των πόλεων με πηγές εφοδιασμού. Σ’ αυτό δε συνυπολογίζεται και ο ναυτικός αποκλεισμός. Τούτα όλα ήταν η προϋπόθεση του υποσιτισμού (ορθότερα πείνας) που χαρακτήρισε ιδιαιτέρως την πρωτεύουσα της Ελλάδας (Αθήνα).
Η προαναφερόμενη ληστρική συμπεριφορά των Κατοχικών Δυνάμεων αφορούσε όχι μόνο τη διατήρηση των στρατευμάτων Κατοχής στην Ελλάδα, αλλά αφορούσε και τα στρατεύματα εκτός της Ελλάδας –ιδιαίτερα τα στρατεύματα της Βόρειας Αφρικής, τη στρατιά του Ρόμελ).
Με βάση τα προεκτεθέντα εγείρεται ζήτημα της νομικής υφής του δανείου.
Υπό το σημερινό κράτος του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου μια τέτοια «σύμβαση» είναι απολύτως παράνομη καθόσον σύμφωνα με τις πρόνοιες του Δικαίου των Διεθνών Συνθηκών (της Βιέννης του 1969) στο Νομικό Πρόσωπο του Κράτους δεν ιδρύονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς τη συναίνεσή του.
Με το τέλος του πολέμου αναδείχθησαν τα δεδομένα αφενός μεν ως προς την αποκατάσταση των αποζημιώσεων –επανορθώσεων και αφετέρου ως προς την επιστροφή των δανεισθέντων.
Το ζήτημα δε εστιάζεται κυρίως στη Γερμανία (οι οφειλές υπέρ της Ιταλίας έχουν αποσβεσθεί με την Συνθήκη Ειρήνης. Η Γερμανία παρέμεινε εχθρική χώρα, ενώ η Ιταλία είχε την ιδιαιτερότητα να εισέλθει στον πόλεμο ως εχθρική Χώρα, αλλά να εμφανισθεί φιλική με τη λήξη του -με την ήττα του φασισμού).
Ως προς τα προαναφερόμενα ζητήματα υφίσταται η φιλολογία νομική και πολιτική.
Στη σχετική φιλολογία γίνεται αναφορά ακόμη και στη Διάσκεψη του Πότσνταμ.
Στη Διάσκεψη αυτή η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να λάβει το 50% των επανορθώσεων, οι ΗΠΑ και η Μ.Βρετανία το 22% των επανορθώσεων (συνολικώς το 44%) ενώ οι υπόλοιπες Συμμαχικές Δυνάμεις μόλις το 6%.
Η προσέγγιση αυτή (που αφορά στα διαμειφθέντα στο Πότσνταμ), είναι αλυσιτελής ως προς τις επανορθώσεις και μη βάσιμη ως προς τις δανειακές υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση δε η Ελλάδα δεν δεσμεύεται εφόσον δεν συμμετείχε στη συγκεκριμένη Διάσκεψη.
Ωστόσο τίθεται ζήτημα με τις Συμφωνίες της Βόνης του 1952 και του Λονδίνου του 1953. Ιδιαιτέρως η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 που αφορούσε δέσμευση μεταξύ της τότε Δυτικής Γερμανίας και των Συνασπισμένων Δυνάμεων, αφορά ουσιαστικό κανόνα που έχει ενταχθεί στις εσωτερικές έννομες τάξεις και δεσμεύει τόσο την τότε Δυτική Γερμανία όσο και την Ελλάδα. Στην Ελλάδα έχει κυρωθεί με το Ν.3480/1956.
Η δέσμευση όμως αυτή αφορούσε τη Δυτική Γερμανία. Συνεπώς τελούσε υπό την «άγραφη» αίρεση του κρίσιμου νομικού ζητήματος που οφειλόταν στο κατά πόσον η Δυτική Γερμανία ήταν συνέχεια της Νομικής Προσωπικότητας του Τρίτου Ράϊχ.
Το ζήτημα τούτο λύθηκε αμετακλήτως με τη συνένωση των δύο Γερμανιών η οποία έλαβε χώρα στις 31 Αυγούστου 1990.
Ζήτημα επίσης είχε τεθεί (κατά καιρούς) και περί την παραγραφή των αξιώσεων λόγω του μακρού χρόνου και της ενδεχόμενης αποδυνάμωσης δικαιώματος διεκδίκησης τόσο των επανορθώσεων όσο και των δανειακών αξιώσεων.
Ενταύθα υποστηρίζονται τα εξής:
Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας σημαντικότατος εταίρος και Κράτος-Μέλος είναι η Γερμανία, έχει προβεί σε κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση που θεμελιώνεται πάνω στις Αρχές της Ελευθερίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του Κράτους Δικαίου, έχει ως στόχο την διαφύλαξη και υπεράσπιση των κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Συνεπώς η ενωμένη Γερμανία δεν μπορεί να πολιτεύεται αγνοώντας τις μεταπολεμικές υποχρεώσεις της, αρνούμενη ουσιαστικώς τις εμπόλεμες ευθύνες της. Άλλως, δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται τις Αρχές και Αξίες του «ενωσιακού κεκτημένου» ούτε τις Αξιώσεις της ΕΣΔΑ. Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να επικυρώνει και να κυρώνει το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Δηλαδή, αντί πολλών, η Γερμανία δεν μπορεί να είναι υπερασπιστής των σύγχρονων ευρωπαϊκών Αρχών και Αξιών, αλλά ούτε και τιμωρός των σύγχρονων εγκληματιών πολέμου, χωρίς την προηγούμενη και λυσιτελή ανάληψη των δικών της απαράγραπτων ευθυνών.
Η Γερμανία οφείλει να ανταποκριθεί και στο ζήτημα του κατοχικού δανείου και στο ζήτημα των επανορθώσεων.
Άλλωστε νέες δίκες μπορούν να ανοιχθούν, καθόσον μάλιστα εγκλήματα ανθρωπιστικού και οικονομικού περιεχομένου εν πολέμω είναι απαράγραπτα και οποτεδήποτε αξιούμενα!…
Στο παρόν περίγραμμα επιχειρείται ο κατά δύναμη επιγραμματικός «προσδιορισμός» του όλου ζητήματος.
Αρχικώς πρέπει να διευκρινισθεί ότι «άλλο ζήτημα» αφορούν οι επανορθώσεις συνεπεία του πολέμου και «άλλο ζήτημα» αφορά το Κατοχικό Δάνειο.
Ήδη από το 1942 στη Ρώμη, σε Δημοσιονομική Διάσκεψη μεταξύ των Κατοχικών Δυνάμεων Ιταλίας και Γερμανίας αποφασίστηκε από καθέδρας να καταβάλει η Ελληνική Κυβέρνηση και στις δύο δυνάμεις κατοχής ισόποσο δάνειο ύψους 1.500 δις δραχμών ανά μήνα.
Υπ’ όψιν ότι πέραν των προαναφερομένων δανειακών καταβολών, υπήρξαν και αυθαίρετες αναλήψεις από τις Κατοχικές Δυνάμεις σε βάρος της Τράπεζας της Ελλάδος. Μόλις δε το Μάρτιο του 1943 τα ποσά ήδη που είχαν καταβληθεί από πλευράς της Ελλάδας είχαν εκτοξευθεί στα 420 δις δραχμές, ενώ είχαν καταβληθεί περαιτέρω και 163 εκατ. δολάρια στην Γερμανία και 65 εκατ. δολάρια στην Ιταλία.
Υπ’ όψιν, επίσης, ότι μόλις οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα προέβηκαν σε επίταξη όλων των αποθεμάτων τροφίμων, ενδυμάτων, φαρμακευτικού υλικού και μέσων συγκοινωνίας. Η επίταξη των μέσων συγκοινωνίας απέκοψε την επικοινωνία των πόλεων με πηγές εφοδιασμού. Σ’ αυτό δε συνυπολογίζεται και ο ναυτικός αποκλεισμός. Τούτα όλα ήταν η προϋπόθεση του υποσιτισμού (ορθότερα πείνας) που χαρακτήρισε ιδιαιτέρως την πρωτεύουσα της Ελλάδας (Αθήνα).
Η προαναφερόμενη ληστρική συμπεριφορά των Κατοχικών Δυνάμεων αφορούσε όχι μόνο τη διατήρηση των στρατευμάτων Κατοχής στην Ελλάδα, αλλά αφορούσε και τα στρατεύματα εκτός της Ελλάδας –ιδιαίτερα τα στρατεύματα της Βόρειας Αφρικής, τη στρατιά του Ρόμελ).
Με βάση τα προεκτεθέντα εγείρεται ζήτημα της νομικής υφής του δανείου.
Υπό το σημερινό κράτος του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου μια τέτοια «σύμβαση» είναι απολύτως παράνομη καθόσον σύμφωνα με τις πρόνοιες του Δικαίου των Διεθνών Συνθηκών (της Βιέννης του 1969) στο Νομικό Πρόσωπο του Κράτους δεν ιδρύονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς τη συναίνεσή του.
Με το τέλος του πολέμου αναδείχθησαν τα δεδομένα αφενός μεν ως προς την αποκατάσταση των αποζημιώσεων –επανορθώσεων και αφετέρου ως προς την επιστροφή των δανεισθέντων.
Το ζήτημα δε εστιάζεται κυρίως στη Γερμανία (οι οφειλές υπέρ της Ιταλίας έχουν αποσβεσθεί με την Συνθήκη Ειρήνης. Η Γερμανία παρέμεινε εχθρική χώρα, ενώ η Ιταλία είχε την ιδιαιτερότητα να εισέλθει στον πόλεμο ως εχθρική Χώρα, αλλά να εμφανισθεί φιλική με τη λήξη του -με την ήττα του φασισμού).
Ως προς τα προαναφερόμενα ζητήματα υφίσταται η φιλολογία νομική και πολιτική.
Στη σχετική φιλολογία γίνεται αναφορά ακόμη και στη Διάσκεψη του Πότσνταμ.
Στη Διάσκεψη αυτή η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να λάβει το 50% των επανορθώσεων, οι ΗΠΑ και η Μ.Βρετανία το 22% των επανορθώσεων (συνολικώς το 44%) ενώ οι υπόλοιπες Συμμαχικές Δυνάμεις μόλις το 6%.
Η προσέγγιση αυτή (που αφορά στα διαμειφθέντα στο Πότσνταμ), είναι αλυσιτελής ως προς τις επανορθώσεις και μη βάσιμη ως προς τις δανειακές υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση δε η Ελλάδα δεν δεσμεύεται εφόσον δεν συμμετείχε στη συγκεκριμένη Διάσκεψη.
Ωστόσο τίθεται ζήτημα με τις Συμφωνίες της Βόνης του 1952 και του Λονδίνου του 1953. Ιδιαιτέρως η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 που αφορούσε δέσμευση μεταξύ της τότε Δυτικής Γερμανίας και των Συνασπισμένων Δυνάμεων, αφορά ουσιαστικό κανόνα που έχει ενταχθεί στις εσωτερικές έννομες τάξεις και δεσμεύει τόσο την τότε Δυτική Γερμανία όσο και την Ελλάδα. Στην Ελλάδα έχει κυρωθεί με το Ν.3480/1956.
Η δέσμευση όμως αυτή αφορούσε τη Δυτική Γερμανία. Συνεπώς τελούσε υπό την «άγραφη» αίρεση του κρίσιμου νομικού ζητήματος που οφειλόταν στο κατά πόσον η Δυτική Γερμανία ήταν συνέχεια της Νομικής Προσωπικότητας του Τρίτου Ράϊχ.
Το ζήτημα τούτο λύθηκε αμετακλήτως με τη συνένωση των δύο Γερμανιών η οποία έλαβε χώρα στις 31 Αυγούστου 1990.
Ζήτημα επίσης είχε τεθεί (κατά καιρούς) και περί την παραγραφή των αξιώσεων λόγω του μακρού χρόνου και της ενδεχόμενης αποδυνάμωσης δικαιώματος διεκδίκησης τόσο των επανορθώσεων όσο και των δανειακών αξιώσεων.
Ενταύθα υποστηρίζονται τα εξής:
- α) Ουδεμία παραγραφή υφίσταται για ποινικές και αστικές αξιώσεις που αφορούν εγκλήματα πολέμου και εχθροπραξίες κατά της ανθρωπότητας.
- β) Η ρητή συνομολόγηση της συμφωνίας του Λονδίνου του 1953 ουδένα περιθώριο αφήνει για οποιαδήποτε παραγραφή. Άλλωστε με το Ν.2023/1952 με τον οποίο τερματίζεται η εμπόλεμη κατάσταση της Χώρας μας με τη Γερμανία, ρητώς δηλώνεται η επιφύλαξη δικαιωμάτων των εκ του πολέμου προκυψάντων ζητημάτων και υφισταμένων διαφορών.
Η Γερμανία σήμερα –και οι ευθύνες της
Η Γερμανία σήμερα, είναι Χώρα που ανήκει στο Συμβούλιο της Ευρώπης και έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου που αφορά στη Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Συνεπώς η Γερμανία έχει προσχωρήσει και υπάγεται σε κανόνες δικαίου του σύγχρονου νομικού και πολιτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Έχει προσχωρήσει στις πρόνοιες και αξιώσεις της ΕΣΔΑ. Οφείλει συνεπώς να πολιτεύεται συμμορφούμενη με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και όχι να παρεκκλίνει από τις υποχρεώσεις που καθορίζονται δεσμευτικώς.Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας σημαντικότατος εταίρος και Κράτος-Μέλος είναι η Γερμανία, έχει προβεί σε κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση που θεμελιώνεται πάνω στις Αρχές της Ελευθερίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του Κράτους Δικαίου, έχει ως στόχο την διαφύλαξη και υπεράσπιση των κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Συνεπώς η ενωμένη Γερμανία δεν μπορεί να πολιτεύεται αγνοώντας τις μεταπολεμικές υποχρεώσεις της, αρνούμενη ουσιαστικώς τις εμπόλεμες ευθύνες της. Άλλως, δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται τις Αρχές και Αξίες του «ενωσιακού κεκτημένου» ούτε τις Αξιώσεις της ΕΣΔΑ. Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να επικυρώνει και να κυρώνει το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Δηλαδή, αντί πολλών, η Γερμανία δεν μπορεί να είναι υπερασπιστής των σύγχρονων ευρωπαϊκών Αρχών και Αξιών, αλλά ούτε και τιμωρός των σύγχρονων εγκληματιών πολέμου, χωρίς την προηγούμενη και λυσιτελή ανάληψη των δικών της απαράγραπτων ευθυνών.
Η Γερμανία οφείλει να ανταποκριθεί και στο ζήτημα του κατοχικού δανείου και στο ζήτημα των επανορθώσεων.
Άλλωστε νέες δίκες μπορούν να ανοιχθούν, καθόσον μάλιστα εγκλήματα ανθρωπιστικού και οικονομικού περιεχομένου εν πολέμω είναι απαράγραπτα και οποτεδήποτε αξιούμενα!…
* Το κείμενο αυτό αφορά εισήγηση στο τριήμερο
Πανελλήνιο Συνέδριο Πολιτιστικών Σωματείων Κρήτης, που έλαβε χώρα στις
16-17-18 Μαρτίου 2018. Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...