CIA και Mafia, Αμερικανικό κράτος και οργανωμένο έγκλημα
Γράφει ο Κλεάνθης Γρίβας
- Επιδημία Απαγορεύσεων Made in USA
- Το οργανωμένο έγκλημα εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο στις ΗΠΑ, εξαιτίας της απαγόρευσης και της δίωξης ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών.
- Γεννήθηκε κατά την σταδιακή επιβολή της απαγόρευσης του οπίου για κάπνισμα (1875-1902)
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, χάρη στην επιλεκτική απαγόρευση ορισμένων ουσιών (που σκοπίμως ομαδοποιούνται υπό τον αδόκιμο και παραπλανητικό όρο «ναρκωτικά»), δίπλα στη νόμιμη εξουσία του κράτους αναπτύσσεται η παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος η οποία δρα άλλοτε ως ανταγωνιστής και άλλοτε ως συνεργός της κρατικής εξουσίας που την κυοφόρησε, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση μιας δυναμικής ισορροπίας ανάμεσά στη νόμιμη εξουσία του κράτους και την παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος.
Συνδετικός κρίκοςμεταξύ της νόμιμης εξουσίας του κράτους και της παράνομης εξουσίας του οργανωμένου εγκλήματος είναι ένα ενδιάμεσο στρώμα κρατικών υπαλλήλων, κυβερνητικών αξιωματούχων και επαγγελματιών πολιτικών που μισθώνονται από την κρατική εξουσία και εξαγοράζονται από το οργανωμένο έγκλημα. Μέσο για τη συγκρότηση αυτού του συνδετικού κρίκου είναι η διαφθορά. Και πεδίο συνεργασίας της κρατικής εξουσίας και του οργανωμένου εγκλήματος αποτελούν όλες οι δραστηριότητες που βρίσκονται εκτός των ορίων της νομιμότητας και εξυπηρετούν πολιτικούς στόχους, ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατέχουν τα όπλα, τα ναρκωτικά και η τρομοκρατία.
Η συνεργασία της κρατικής εξουσίας με το οργανωμένο έγκλημα γέννησε το παρακράτος, έναν ιδιότυπο «θεσμό» που λειτουργεί πέραν των ορίων της νομιμότητας, με καθοδηγητικά όργανα που απαρτίζονται από κρατικούς αξιωματούχους και εκτελεστικά όργανα που στρατολογούνται από τον υπόκοσμο.
Όπως προκύπτει από την ιστορική έρευνα, από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, τα ναρκωτικά και η τρομοκρατίααποτελούν δυο αποτελεσματικά, πολιτικά και οικονομικά, εργαλεία που χρησιμοποιούνται από τις μυστικές υπηρεσίες και το οργανωμένο έγκλημα, που συνεργάζονται μεταξύ τους εξυπηρετώντας τους δικούς τους ιδιαίτερους σκοπούς.
Η Πολιτικοποίηση του Οργανωμένου Εγκλήματος
Από το 1947 και μετά, οι δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών και του οργανωμένου εγκλήματος αλληλο-επικαλύπτονται στο όνομα της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου, με αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση και τον αμοιβαίο μετασχηματισμό τους:
Το οργανωμένο έγκλημα, παράλληλα με την παραδοσιακή του δραστηριότητα στους τομείς της προστασίας, της πορνεία, του τζόγου και των ναρκωτικών, πολιτικοποιείται διαμέσου της εξυπηρέτησης πολιτικών στόχων που του τίθενται από τις μυστικές υπηρεσίες, όπως το σπάσιμο των απεργιών, οι βιαιότητες σε βάρος της Αριστεράς και η διάπραξη πολιτικών δολοφονιών. Και οι μυστικές υπηρεσίες, παράλληλα με την παραδοσιακή τους δραστηριότητα στους τομείς της κατασκοπίας, της αντικατασκοπίας και της πολιτικής τρομοκρατίας, εγκληματοποιούνται χρησιμοποιώντας τα μέσα του οργανωμένου εγκλήματος, και κυρίως τα ναρκωτικά.
Έτσι οι μυστικές υπηρεσίες αναδεικνύονται σε παράλληλη εξουσία, γιατί οι μπίζνες με τα ναρκωτικά εξασφαλίζουν σ’ αυτές μια πολιτική αυτονομία διαμέσου μιας σειράς «συμμαχιών» που μπορούν να διαφεύγουν από τον έλεγχο της νόμιμης πολιτικής εξουσίας, και συγχρόνως μια οικονομική αυτοδυναμία από τα αρμόδια συνταγματικά όργανα ελέγχου, διαμέσου της αυτοχρηματοδότησης των επιχειρήσεών τους με τα κέρδη που προσπορίζονται από την έμμεση ή άμεση συμβολή τους στη διακίνηση των ναρκωτικών.
Σήμερα, οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη για τα ναρκωτικά θα προσκρούσει αναγκαία στο τρίπτυχο οργανωμένο έγκλημα-μυστικές υπηρεσίες-τρομοκρατία, και οποιαδήποτε σοβαρή έρευνα για την τρομοκρατία θα βρεθεί αντιμέτωπη με το τρίπτυχο οργανωμένο έγκλημα-μυστικές υπηρεσίες-ναρκωτικά. Έτσι σχηματίζεται το τετράπτυχο «οργανωμένο έγκλημα, μυστικές υπηρεσίες, ναρκωτικά και τρομοκρατία», που τα επιμέρους στοιχεία του μόνο αφελείς ή ανιστόρητοι μπορούν να απομονώνουν με ελαφριά καρδιά και σκέψη.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο συντελέστηκε ο βαθμιαίος μετασχηματισμός του οργανωμένου εγκλήματος σταδιακά από ένα συντεχνιακό οργανισμό με τοπική εμβέλεια σε μια πανίσχυρη πολυεθνική εταιρεία με παγκόσμια επιρροή, με την οποία ελάχιστα κράτη θα μπορούσαν να συγκριθούν από την άποψη της οργάνωσης, της ισχύος και της αποτελεσματικότητας.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η εκπληκτική ενδυνάμωση του οργανωμένου εγκλήματος εξ’ αιτίας της επιλεκτικής απαγόρευσης ορισμένων ουσιών, το κατέστησε βασικό παράγοντα της δημόσιας ζωής σε πολλές χώρες του αναπτυγμένου κόσμου (ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία, Ιαπωνία, κ.α.).
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΑΦΙΑ
Η Εξέλιξη της Αμερικανικής Μαφίας (1920-1940)
Το 1914 με το νόμο Harrison απαγορεύτηκε η εμπορία των οπιούχων και της κοκαΐνης. Το 1919 απαγορεύτηκε η διάθεσή τους ακόμη και για ιατρικούς λόγους. Και το 1920 επιβλήθηκε η απαγόρευση του αλκοόλ.
Αμέσως μετά την απαγόρευση αυτών των ουσιών, σε όλες τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, οι τοπικές συμμορίες που μέχρι τότε ασχολούνταν κυρίως την εκμετάλλευση της πορνείας, μετεξελίχτηκαν σε εθνικής εμβέλειας συνδικάτα που ανέλαβαν να καλύψουν τη ζήτηση σε οπιούχα, κοκαΐνη και αλκοόλ, πράγμα που σηματοδοτεί τη γένεση και την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ και εν συνεχεία σε διεθνές επίπεδο.
«Το αμερικανικό οργανωμένο έγκλημα εξελίχτηκε από ένα αριθμό τοπικών συμμοριών σε σύνολο εθνικών συνδικάτων με υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική υπεροχή, κυρίως των βιομηχανικών περιοχών, εκμεταλλευόμενο την απαγόρευση του αλκοόλ, των οπιούχων και της κοκαΐνης. Σ’ αντίθεση με την απαγόρευση του αλκοόλ που διάρκεσε 13 χρόνια (1920-1933), η απαγόρευση των ναρκωτικών ήταν συνεχής και κατέστησε τη διακίνηση της παράνομης ηρωίνης την πιο σταθερή πηγή εσόδων για το οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική.»[1]
Μετά την κατάργηση της Ποτοαπαγόρευσης (1933), το οργανωμένο έγκλημα (στο χώρο του οποίου κυριαρχούσε η Μαφία υπό την αρχηγία του Σικελο-αμερικανού γκάνγκστερ Salvatore «Lucky» Luciano), έστρεψε το ενδιαφέρον του από το αλκοόλ στα «ναρκωτικά» που μέχρι τότε αποτελούσαν ένα μικρό μέρος του κύκλου των δραστηριοτήτων του. Και τα εκμεταλλεύτηκε συστηματικά μέχρι την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που προκάλεσε τη διακοπή της ροής του οπίου από τις οπιοπαραγωγές ασιατικές χώρες προς τις ΗΠΑ.[2]
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Μαφία βρέθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της σε μια εξαιρετικά δεινή θέση, δεχόμενη επιθέσεις και έχοντας συνεχείς απώλειες σε δύο μέτωπα: Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση οργάνωσε συνδυασμένες αστυνομικές επιχειρήσεις και δικαστικές διώξεις κατά της μαφίας και στην Ιταλία, ο Μουσολίνι την αντιμετώπισε με βίαιες εκστρατείες που είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και την εξόντωση πολλών μελών της.
Η Συνεργασία της Αμερικανικής Κυβέρνησης με τη Μαφία
Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα σαμποτάζ στο λιμάνι της Νέας Υόρκης το 1941 αποτέλεσε το έναυσμα για την αλλαγή του σκηνικού και την έναρξη της συνεργασίας των κρατικών μυστικών υπηρεσιών με τη Μαφία.
Η Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού (OfficeofNavalIntelligence, ONI) επιδιώκοντας να διασφαλίσει το λιμάνι της Νέας Υόρκης από σαμποτάζ και, συγχρόνως, να ελέγχει όλα τα εμπορικά πλοία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ανεφοδιασμό εχθρικών πολεμικών στα διεθνή ύδατα, απευθύνθηκε στη Μαφία και εξασφάλισε τη συνεργασία της, μέσω μιας συμφωνίας με τον μεγαλομαφιόζο Joseph Lanza, αντιπρόσωπο του Luciano, που έλεγχε πλήρως τους εργαζόμενους στα ντοκ του λιμανιού της Νέας Υόρκης.
Έτσι εγκαινιάστηκε, η πρώτη επίσημη συνεργασία του αμερικανικού κράτους και του οργανωμένου εγκλήματος, που έμελλε να επεκταθεί από την προστασία του λιμανιού της Νέας Υόρκης το 1941 στο πεδίο της διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά την απόβαση των Αμερικανών στην Ιταλία το 1943 και εν συνεχεία να χρησιμοποιηθεί ως βασικό εργαλείο για της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Το αμερικανικό κράτος με τη συνεργασία του με τον Luciano εξασφάλισε την απρόσκοπτη λειτουργία του λιμανιού της Νέας Υόρκης σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και χρησιμοποίησε τη Σικελική Μαφία αρχικά ως δύναμη αντίστασης στον Μουσολίνι και εν συνεχεία ως δύναμη «αποτροπής» του ενδεχόμενου της ανάληψης της εξουσίας στην Ιταλία από την Αριστερά. Για το σκοπό αυτό, μετά τη σταθεροποίηση των θέσεών τους «οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής τοποθέτησαν πλήθος μαφιόζων στους διοικητικούς μηχανισμούς και σε θέσεις δημάρχων και κοινοταρχών» στις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχό τους.[3]
Οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής στη Σικελία, αναθέτοντας πολιτικά και διοικητικά πόστα σε μέλη της Μαφίας, διασφάλισαν τις υλικές βάσεις για τη δυναμική αποτροπή του ενδεχόμενου να καταλάβει νομίμως την εξουσία η αριστερά και, συγχρόνως, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις της εισβολής της Μαφίας στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ιταλίας και τον επικαθορισμό της ιταλικής δημόσιας ζωής από το οργανωμένο έγκλημα στις τέσσερις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Το 1948, οι Σικελική μαφία υπό την προστασία των Αμερικανών, οργάνωσε ένα δίκτυο παραγωγής και διακίνησης ηρωίνης που προμηθευόταν βάση μορφίνης από τα κέντρα παραγωγής οπίου της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής, τη μετέτρεπε νομίμως σε ηρωίνη στα εργαστήρια της σικελικής φαρμακευτικής εταιρείας Schiaparelli και την εισήγαγε παράνομα στις ΗΠΑ, όπου σταδιακά έφτασε να καλύπτει το 80% της ζήτησης αυτής της ουσίας στη μαύρη αγορά.
Μ’ αυτό τον τρόπο, στην περίοδο 1952-1958, ο έλεγχος της ηρωίνης που διοχετευόταν στις ΗΠΑ, πέρασε βαθμιαία από την κορσικάνικη μαφία της Μασσαλίας (που οι πάγιες σχέσεις της με τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες την καθιστούσαν αφερέγγυα για τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες) στην αμερικανο-σικελική μαφία, που οι σχέσεις της με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες αποτελούσαν εγγύηση της πολιτικής της νομιμοφροσύνης.
Η Συνεργασία της CIA με το Οργανωμένο Έγκλημα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν ο Κόκκινος Στρατός υπέταξε την Ανατολική Ευρώπη και οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στην Κίνα (1948), οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με την άμεση απειλή της κομμουνιστικής επέκτασης και οι Αμερικανοί ηγέτες, διαπιστώνοντας ότι χρειάζονταν νέα όπλα για ν’ αντιμετωπίσουν ένα νέο είδος παγκοσμίου πολέμου, το 1947 δημιούργησαν τη CIA (CentralIntelligenceAgency) που είχε αρμοδιότητα σε δύο κυρίως πεδία: την κατασκοπεία και τη μυστική δράση.
Η CIA αναδείχτηκε στο κυριότερο εργαλείο για την εφαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι πράκτορές της συμμαχούσαν με οποιαδήποτε υποκοσμιακή ή παρακρατική συμμορία που ήταν ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ανάσχεση της επέκτασης της κομμουνιστικής επιρροής, ανάμεσα στις οποίες και τα δίκτυα παραγωγής και διακίνησης απαγορευμένων ουσιών (πράγμα που άσκησε και ασκεί τεράστια προωθητική επίδραση στο παγκόσμιο εμπόριο της ηρωίνης).
Η συμμαχία της CIA με τους ναρκω-λαθρέμπορους στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν το διεθνές εμπόριο του οπίου σχεδόν εκμηδενίστηκε εξαιτίας της τεράστιας πτώσης της διεθνούς εμπορικής ναυσιπλοΐας (με αποτέλεσμα ο αριθμός των εξαρτημένων στις ΗΠΑ να μειωθεί εντυπωσιακά: από 200.000 το 1924 σε περίπου 20.000 το 1944-1945).
Μετά τη λήξη του πολέμου, η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του διεθνούς εμπορίου ακολουθήθηκε από την αναδιοργάνωση της παραγωγής της ηρωίνης και των δικτύων της διακίνησής της. Οι καλλιέργειες της οπιοπαπαρούνας στην Τουρκία και τη ΝΑ Ασία επεκτείνονταν διαρκώς και τα παράνομα εργαστήρια μετατροπής της μορφίνης σε ηρωίνη στήνονταν το ένα μετά το άλλο στη Μασσαλία και το Χονγκ-Κονγκ. Πολλοί απ’ τους λόγους αυτής της «αναγέννησης» της διακίνησης των απαγορευμένων ουσιών οφείλονται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και του κυριότερου εκτελεστικού της βραχίονα, της CIA, που έχει την ευθύνη όλων των μυστικών επιχειρήσεων διείσδυσης, αποσταθεροποίησης, ανατροπής και αποτροπής στον κόσμο.
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΣΙΚΑΝΙΚΗ ΜΑΦΙΑ
Η Εξέλιξη της Κορσικάνικης Μαφίας (1920-1940)
Για 25 ολόκληρα χρόνια, από το 1947 μέχρι το 1972, η κορσικάνικη Μαφία της Μασσαλίας είχε το μονοπώλιο στον εφοδιασμό της αμερικανικής αγοράς με ηρωίνη, απολαμβάνοντας της προστασίας των αμερικανικών και γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, και κυρίως της αμερικανικής CIA και της γαλλικής ΚΥΠ (SDECE).
Μέχρι τη δεκαετία του 1960, το μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης της ηρωίνης από την Εγγύς και Μέση Ανατολή προς τις ΗΠΑ γινόταν από την κορσικάνικη Μαφία που είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό της το λιμάνι της Μασσαλίας –γνωστή πρωτεύουσα του Γαλλικού υπόκοσμου και κυριότερο κέντρο διαμετακόμισης απαγορευμένων ουσιών.
Η εξέλιξη της κορσικάνικης Μαφίας της Μασσαλίας είναι στενά συνδεδεμένη με το γεγονός ότι ανάπτυξε στενές σχέσεις με τον υπόκόσμο της πολιτικής και των μυστικών υπηρεσιών, για λογαριασμό των οποίων εκτελούσε ένα πλήθος βρώμικων δουλειών με αντάλλαγμα την παροχή προστασίας στις δικές της έκνομες δραστηριότητες.
Μέχρι το 1920, ο υπόκοσμος της Μασσαλίας αποτελούνταν από διάφορους κακοποιούς, κυρίως Κορσικανούς που περιορίζονταν στην εκμετάλλευση της πορνείας και των τυχερών παιχνιδιών.
Στη δεκαετία του 1920, ο κόσμος αυτός μετασχηματίστηκε σε ένα αυστηρά ιεραρχημένο και κεντρικά καθοδηγούμενο δίκτυο, το πασίγνωστο Γαλλικό Δίκτυο της κορσικάνικης Μαφίας,υπό την ηγεσία των Francois Spirito και Paul Bonnaventure Carbone που το διηύθυναν επί 20 περίπου χρόνια (1924-1944). Το Δίκτυο οργάνωσε επαγγελματικά την εκμετάλλευση της πορνείας και των τυχερών παιχνιδιών, απλώθηκε σ’ ένα νέο επιχειρησιακό τομέα, τον τομέα των απαγορευμένων ουσιών, και ανέπτυξε στενές σχέσεις συνεργασίας με ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού κόσμου,
Στη δεκαετία του 1930, η κορσικάνικη Μαφία της Μασσαλίας συνεργάστηκε με τις ομάδες των φασιστών της πόλης που ήταν υπό την ηγεσία του αναπληρωτή δημάρχου Simon Sabiani, για λογαριασμό του οποίου οργάνωσε ειδικές ομάδες από γκάνγκστερ που περιφρουρούσαν τις φασιστικές εκδηλώσεις και εξαπέλυαν τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των αντιφασιστών στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929-1931. Σ’ αντάλλαγμα, ο Sabiani πρόσφερε πολιτική προστασία στον υπόκοσμο και διόρισε πολλά μέλη της κορσικάνικης Μαφίας στις υπηρεσίες του Δήμου της Μασσαλίας.[4] Μέσα απ’ αυτές τις διεργασίες διαμορφώθηκε μια συμμαχία ανάμεσα στους φασίστες και τον κορσικάνικο υπόκοσμο, που αναδείχτηκε σε κύρια πολιτική δύναμη στη Μασσαλία.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η κορσικάνικη Μαφία, έχοντας εξασφαλισμένη την πολιτική της κάλυψη, μπόρεσε να διεισδύσει στο παράνομο εμπόριο των όπλων και των «ναρκωτικών» (εκμεταλλευόμενη τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, 1936-39) και στην εμπορία της ηρωίνης (ανοίγοντας εργαστήρια ηρωίνης στη Μασσαλία), με αποτέλεσμα να φτάσει σταδιακά να ελέγχει το 80% της ηρωίνης που διακινούνταν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Γερμανική Κατοχή: Αντίσταση και Υπόκοσμος
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, σημειώθηκε μια διάσπαση στους κόλπους του υπόκοσμου της Μασσαλίας. Το μεγαλύτερο μέρος της κορσικάνικης Μαφίας, υπό την αρχηγία των Carbone και Spirito, συνεργάστηκε με τη ναζιστική Γκεστάπο εναντίον της Αντίστασης. Ένα μικρό μέρος της, υπό την ηγεσία των αδελφών Guerini, συνεργάστηκε με τις αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον της γερμανικής κατοχής, αντιδρώντας μ’ αυτό τον τρόπο στα σχέδια του Άξονα που αφορούσαν τη μελλοντική ενσωμάτωση της Κορσικής στην Ιταλία.
Οι αρχηγοί της κορσικάνικης μαφίας που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις, ακολούθησαν τους Γερμανούς στην πτώση τους. Εκείνοι που εναντιώθηκαν στους Γερμανούς, ακολούθησαν τους Συμμάχους στην άνοδό τους. Οι Carbone και Spirito εκπαραθυρώθηκαν από την ηγεσία του Δικτύου[5]και επιβλήθηκε η νέα ηγετική ομάδα των αδερφών Guerini, οι οποίοι αναδείχτηκαν σε ήρωες της κορσικάνικης αντίστασης: O Antoine Guerini εργάστηκε ως πράκτορας των Αγγλο-αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, και ο Bartolemy Guerini, που εφοδίαζε με πληροφορίες, όπλα και άνδρες την πολιτοφυλακή της σοσιαλιστικής ομάδας του Gaston Deffere, μετά την απελευθέρωση τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Η αντίσταση στη Μασσαλία, όπως και σ’ ολόκληρη τη Γαλλία, ήταν διασπασμένη μεταξύ των κομμουνιστών και των μη-κομμουνιστών: Από τη μια μεριά υπήρχε το υπό κομμουνιστικό έλεγχο FTP (Franc-TireursetPartisans) με 2.000 μέλη και από την άλλη το μη-κομμουνιστικό MUR (MouvementsUnisdeResistance) με 800 μέλη. Κυριότερη δύναμη στο MUR ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Gaston Deffere, ο οποίος ήταν επικεφαλής ενός συμμαχικού δικτύου πληροφοριών.
Το Φεβρουάριο του 1944, οι δύο πτέρυγες της αντίστασης αποφάσισαν να συνεργαστούν, ίδρυσαν το FFI (ForcesFrancaisesdel’ Interieur) και οργάνωσαν τα CRS (CompagniesRepublicainesdeSecurite) που ανέλαβαν αστυνομικά καθήκοντα και έβαλαν στο περιθώριο της αστυνομία που το μεγαλύτερο μέρος της είχε συνεργαστεί με τον κατακτητή. [6]
Μετά την Απελευθέρωση: Πολιτικός κόσμος, Υπόκοσμος και CIA
Η συνεργασία των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών διατηρήθηκε μέχρι το 1946. Προϊόν της συνεργασίας τους ήταν και η εκλογή του σοσιαλιστή ηγέτη Gaston Deffere ως δημάρχου της Μασσαλίας τον Απρίλιο του 1945. Η διάσπασή τους ένα χρόνο αργότερα είχε ως αποτέλεσμα την εκλογή του κομμουνιστή υποψήφιου στη θέση του δημάρχου της πόλης το Νοέμβριο του 1946.
Το 1947, ένα κύμα απεργιών που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη και προβλήθηκε από την Ουάσιγκτον ως «μέρος ενός σχεδίου των κομμουνιστών να καταλάβουν την εξουσία», εγκαινίασε την εποχή της παγκόσμιας αντιπαράθεσης «ανάμεσα στον ανατολικό κομμουνισμό και τη δυτική δημοκρατία» που έμελλε να περάσει στην ιστορία ωςΨυχρός Πόλεμος.
Ο Ψυχρός Πόλεμος άρχισε με την εφαρμογή ενός πολυδάπανου «Σχεδίου για την Ευρωπαϊκή Ανοικοδόμηση», του γνωστού «Σχεδίου Μάρσαλ», στα πλαίσια του οποίου η αμερικανική κυβέρνηση ανέθεσε το καθήκον της αντιμετώπισης του απεργιακού κύματος και του «κομμουνιστικού κινδύνου» στη CIA, που μόλις είχε δημιουργηθεί σ’ αντικατάσταση του OSS (OfficeofStrategicServices).
Στις αρχές του 1947 το αμερικανικό Κογκρέσο αποφάσισε να χορηγήσει 400 εκατ. δολαρίων στον αγώνα κατά του κομμουνισμού και ο πρόεδρος Τρούμαν «διέθεσε αυτό το ποσό μέσω της CIA για την υποστήριξη δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων», κυρίως στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία.[7]
Έχοντας επωμισθεί ως πρώτο καθήκον την αντιμετώπιση του απεργιακού κύματος στη Δυτική Ευρώπη, η CIA συνεργάστηκε στενά με την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (AFL) του Irving Brown και χρηματοδότησε τις προσπάθειές της να οργανώσει στην Ευρώπη «ελεύθερα συνδικάτα» που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο σε όσες εργατικές ενώσεις ελέγχονταν από τους κομμουνιστές.[8]
Η απόφαση της CIA να συνεργαστεί με τους σοσιαλιστές για την επίτευξη των στόχων της, υπήρξε αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στη γαλλική πολιτική σκηνή δέσποζαν κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, μόνο τρία πολιτικά κόμματα: Tο Κομμουνιστικό Κόμμα που έπρεπε να «εξουδετερωθεί», το Κόμμα του Ντε Γκολ που ήταν «υπερβολικά ανεξάρτητος» κατά τα αμερικανικά κριτήρια και το Σοσιαλιστικό Κόμμα.Έτσι, υιοθετήθηκε η πολιτική της χρησιμοποίησης της Αριστεράς για να αντιμετωπιστούν οι αριστεροί, που εφαρμόστηκε με επιτυχία αρχικά στη Γαλλία και στη συνέχεια στην Ιταλία.
Αναφερόμενος σ’ αυτό το σχέδιο, ο Thomas Braden, πρώην διευθυντής του Τμήματος Διεθνών Οργανώσεων της CIA, δηλώνει ότι: «Χωρίς την εφαρμογή του σχεδίου της δημιουργίας των ελεύθερων εργατικών συνδικάτων, που γρήγορα επεκτάθηκε από τη Γαλλία στην Ιταλία, η μεταπολεμική ιστορία θα μπορούσε να εξελιχτεί πολύ διαφορετικά.»[9]
Για την επίτευξη των στόχων της, η CIA χρηματοδοτούσε το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με ένα εκατομμύριο δολάρια το χρόνο με στόχο να ενισχύσει την εκλογική του βάση στο εργατικό κίνημα και να διασφαλίσει στους ηγέτες του την πολιτική δύναμη που χρειάζονταν για να εναντιωθούν δυναμικά στις εργατικές απεργίες.[10]
Χάρη σ’ αυτή τη βοήθεια, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ξεπέρασε σύντομα τις οργανωτικές του αδυναμίες και ο σοσιαλιστής ηγέτης της Μασσαλίας Gaston Deffere, προχώρησε σε ανοικτή ρήξη με τους κομμουνιστές και κάλεσε τους εργαζόμενους σε μια πανεθνική αντικομμουνιστική σταυροφορία. Επίσης ο σοσιαλιστής υπουργός εσωτερικών Jules Moch, εκκαθάρισε την αστυνομία από όλα τα φιλο-κομμουνιστικά στοιχεία και αποδύθηκε σε πρωτοφανείς αστυνομικές επιθέσεις κατά των απεργών, κινητοποιώντας 200.000 άνδρες.[11]
Ο έλεγχος του λιμανιού της Μασσαλίας ήταν απολύτως αναγκαίος για την εφαρμογή των αμερικανικών σχεδίων κατά του κομμουνισμού σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα, γιατί απ’ αυτό περνούσαν όλα τα εφόδια που παρέχονταν στην Ευρώπη με το «Σχέδιο Μάρσαλ» και απ’ αυτό γινόταν ο ανεφοδιασμός του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Ινδοκίνα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές μετά την επίσημη ενεργητική εναντίωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας στη συνέχιση του πολέμου στην Ινδοκίνα και τις νίκες του Μαο-Τσε-Τουνγκ που προδιέγραφαν την κατάκτηση της εξουσίας από τους κομμουνιστές στην Κίνα.
Ο γαλλικός πολιτικός κόσμος με τη χρηματοδότηση και την καθοδήγηση της CIA, συνεργάστηκε με την κορσικάνικη Μαφία και τη χρησιμοποίησε στην προσπάθειά του να αποδυναμώσει την επιρροή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, στο Γαλλικό Δίκτυο ανατέθηκε ένας κρίσιμος πολιτικός ρόλος που του επέτρεψε να εξελιχθεί σε ανεπίσημη αλλά καθοριστικής σημασίας πολιτική δύναμη: Η κορσικάνικη Μαφία ανέλαβε την εκτέλεση πλήθους τρομοκρατικών ενεργειών σε βάρος της Αριστεράς –καταλήψεις γραφείων, διάλυση συγκεντρώσεων, σπάσιμο απεργιών, δολοφονίες στελεχών, κ.α.– ενώ ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού κόσμου στις ΗΠΑ και τη Γαλλία και οι μυστικές υπηρεσίες των δύο χωρών παρείχαν ισχυρή πολιτική προστασία στις έκνομες δραστηριότητες της ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών της.
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ CIA ΜΕ ΤΟ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Οι Στόχοι της Συνεργασίας της CIA με τον Υπόκοσμο
Ελάχιστη βασική επιδίωξη της CIA είναι να διεισδύει στα δίκτυα του υπόκοσμου και να τα επιτηρεί, γιατί οι οικονομικές τους πηγές, η πείρα τους στην παρανομία και η πρόσβασή τους σε πληροφορίες, τα καθιστούν σημαντική πολιτική δύναμη.[12] Όπως παρατήρησε το 1985, ένας αξιωματούχος του υπουργείου εξωτερικών των ΗΠΑ: «Tα ναρκω-κέρδη μπορούν να εξαγοράσουν εκλογές, να χρηματοδοτήσουν την αγορά όπλων για αντεπαναστατικές επιχειρήσεις, να αποσταθεροποιήσουν νόμιμες κυβερνήσεις και να ματαιώσουν διαδικασίες εκδημοκρατισμού.»[13]
Οι οργανώσεις του υπόκοσμου είναι έντονα αντικομμουνιστικές και αποτελούν φυσικούς συμμάχους των μυστικών υπηρεσιών των χωρών που αντιμάχονται τον κομμουνισμό, με κορυφαία ανάμεσά τους τις ΗΠΑ. Τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος προσφέρουν στις μυστικές υπηρεσίες κανάλια για το ξέπλυμα χρήματος, πράκτορες για την εκτέλεση βρώμικων επιχειρήσεών τους και χρήσιμες πληροφορίες για τους διεφθαρμένους πολιτικούς στις χώρες όπου αναπτύσσουν δράση. Όπως παραδέχτηκε δημόσια ο στρατηγός Paul Gormap, πρώην αρχηγός του γενικού επιτελείου της αμερικανικής στρατιάς των Νοτίων Πολιτειών: «Εάν θέλεις να αναμειχθείς σε αντι-ανατρεπτικές ή υπονομευτικές επιχειρήσεις, να συλλέξεις πληροφορίες και να διαθέσεις όπλα, είσαι υποχρεωμένος να συνεργάζεσαι με διακινητές ναρκωτικών.»[14]
Η φανερή όψη της «αντιναρκωτικής βοήθειας» που δίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις διάφορες χώρες αφορά την άμεση σύνδεσή της με την αντιμετώπιση της «ανατρεπτικής» προπαγάνδας και δράσης.
Το Χρονικό της Συνεργασίας της CIA με το Οργανωμένο Έγκλημα
Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έχουν μια μακροχρόνια παράδοση συνεργασίας με το οργανωμένο έγκλημα και τον υπόκοσμο. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1941-1945), και οι δύο υπηρεσίες συνεργάστηκαν επίσημα με τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ασία και εξασφάλισαν την ενεργητική συμμετοχή τους στην προσπάθεια των αμερικανικών υπηρεσιών να πετύχουν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς τους, και ως αντάλλαγμα, παρείχαν στο οργανωμένο έγκλημα προστασία και διευκολύνσεις στις παράνομες δραστηριότητές του. Η συνεργασία αυτή σηματοδότησε την έναρξη μιας διαδικασίας μέσω της οποίας η παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος μετεξελίχθηκε σε επίσημο συνομιλητή και συνεργάτη των διαχειριστών της νόμιμης εξουσίας του κράτους για την αντιμετώπιση του «εξωτερικού εχθρού».
1. Το 1941 η αμερικανική κυβέρνηση συνεργάστηκε με τη Μαφία για τον έλεγχο του λιμανιού της Νέας Υόρκης και την προστασία του από ενδεχόμενα σαμποτάζ, σ’ εφαρμογή του σχεδίου Luciano Project[15] από δύο αμερικανικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες, την Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού (ONI) και το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS).
2. Το 1943, κατά την απόβαση των συμμάχων στην Ιταλία, η αμερικανική κυβέρνηση ξανασυνεργάστηκε με τη Σικελική Μαφία με σκοπό να διασφαλίσει την προετοιμασία και την επιτυχή έκβαση της απόβασης των συμμαχικών δυνάμεων στη Σικελία, οργανώνοντας «σίγουρα» τοπικά αντιστηρίγματα, παροχή πληροφοριών και εκκαθάριση του εδάφους από τους Γερμανούς προκειμένου να διευκολυνθεί η ανεμπόδιστη προέλαση των αμερικανικών στρατευμάτων και, παράλληλα, να εξουδετερωθεί βίαια η Αριστερά, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο της ανάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές και να παλινορθωθεί η παλιά τάξη πραγμάτων. Το σχέδιο επεξεργάστηκαν και εφάρμοσαν οι υπηρεσίες ΟΝΙ και OSS.[16]
3. Μετά το 1941, το OSS άρχισε να συνεργάζεται με την ισχυρή μυστική υπηρεσία της Κίνας και, μέσω αυτής, με την «Πράσινη Σπείρα», ένα συνδικάτο που έλεγχε το εμπόριο του οπίου στην περιοχή Yangtze, για την οργάνωση ενός εκτεταμένου δικτύου πληροφοριών κατά των Ιαπώνων.[17] Η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε από τη CIA με στόχο το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας.
Κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1965), η συνεργασία μεταξύ του κράτους και του οργανωμένου εγκλήματος αναδείχθηκε σε βασικό εργαλείο της εφαρμογής του δόγματος Τρούμαν στην Ευρώπη και την Ασία, έχοντας ως στόχο την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού».
1. Στη μεταπολεμική Γαλλία οι αμερικανικές και γαλλικές μυστικές υπηρεσίες συνεργάστηκαν με την κορσικάνικη Μαφία που έλεγχε το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Μασσαλίας για να εξουδετερώσουν την επιρροή της Αριστεράς. Για το σκοπό αυτό, η CIA, η γαλλική ΚΥΠ (SDECE)[18] και η παρακρατική SAC συνεργάστηκαν με το Γαλλικό Δίκτυο της κορσικάνικης Μαφίας της Μασσαλίας και το Δίκτυο της Ινδοκίνας (1947-1954),[19] που έλεγχαν τη διακίνηση της ηρωίνης στην Ασία, την Ευρώπη και την Αμερική. Μέσω αυτής της συνεργασίας, οι μυστικές υπηρεσίες εξασφάλισαν τη βοήθεια της κορσικάνικης Μαφίας στις πράξεις ατομικής και μαζικής τρομοκρατίας σε βάρος των κομμουνιστών της Μασσαλίας και σ’ αντάλλαγμα της παρείχε χρηματοδότηση και κάλυψη των έκνομων δραστηριοτήτων της.[20]
Η συνεργασία συνεχίστηκε αρμονικά και στην Άπω Ανατολή, όπου τοΓαλλικό Δίκτυο διατηρούσε ισχυρά ερείσματα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση της Ουάσινγκτον έκρινε ότι ήταν σε θέση να εξοντώσει το Γαλλικό Δίκτυο και να το αντικαταστήσει με το Δίκτυο της Ν.Α. Ασίας που είχε οργανώσει η ίδια.
2. Στην Ιταλία, η CIA και η ιταλική ΚΥΠ (SIFFAR) συνεργάστηκαν με την ιταλική Μαφία για την αποτροπή της εισόδου των κομμουνιστών στην κυβέρνηση στην Ιταλία (1947), και, αργότερα, για τον έλεγχο των πολιτικών κομμάτων και ολόκληρου του πολιτικού συστήματος (1947-1970) και την εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» (1970-1990). Από το 1943, η CIA είχε εφαρμόσει την ίδια στρατηγική στη Σικελία, βοηθώντας τη Μαφία και τους Χριστιανοδημοκράτες πολιτικούς συμμάχους της να καταλάβουν την εξουσία και να δολοφονήσουν πολλές εκατοντάδες αριστερούς πολίτες.[21]
Σ’ αντάλλαγμα των υπηρεσιών της Σικελικής Μαφίας, η CIA της παρείχε κάλυψη των εγκληματικών δραστηριοτήτων της. Όπως παραδέχτηκε δημόσια ο πρώην επιχειρησιακός διευθυντής της CIA Miles Copeland: «Εάν δεν είχε γίνει αυτό με τη Μαφία, οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη την Ιταλία».[22]
Η συνεργασία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών συνεχίστηκε αδιατάρακτα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η αποδεδειγμένη καθολική διάβρωση των πολιτικών κομμάτων της Δεξιάς, του κέντρου και της κεντροαριστεράς από τη Μαφία, οδήγησε σ’ ένα επίσης καθολικό αδιέξοδο με την κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού που είχε στηθεί στη μεταπολεμική Ιταλία.
3. Στην Άπω Ανατολή, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες συμμάχησαν με τις συμμορίες που έλεγχαν το εμπόριο των ναρκωτικών στις συνοριακές γραμμές και τα λιμάνια με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, με αντάλλαγμα την παροχή προστασίας στα συνδικάτα του εγκλήματος. Στην Κίνα, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Κομμουνιστές στην Κίνα (1948), η CIA πρόσφερε αμέριστη βοήθεια στα τμήματα του εθνικιστικού στρατού του Κουομιτάγκ (ΚΜΤ) τα οποία, μετά την ήττα τους από τους Κινέζους κομμουνιστές, εγκαταστάθηκαν στη Μπούρμα και ασχολούνταν με το εμπόριο του οπίου. Με τη βοήθειά τους, η CIA δημιούργησε δίκτυα πληροφοριών και σαμποτάζ σε βάρος της κομμουνιστικής Κίνας και σ’ αντάλλαγμα τους πρόσφερε χρηματοδότηση, εφόδια και κάλυψη της διακίνησης του οπίου.[23]
Κατά τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο (1965-1990), η συνεργασία μεταξύ του κράτους και του οργανωμένου εγκλήματος είχε ως στόχο την αναδιάταξη της παγκόσμιας αγοράς των απαγορευμένων ουσιών προς όφελος των ΗΠΑ και τη δικαιολόγηση των ανοικτών ή καλυμμένων αστυνομικών και στρατιωτικών επεμβάσεών τους σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Για το σκοπό αυτό:
1. Η CIA συνεργάστηκε με τη Γαλλική και την Ιταλική ΚΥΠ για την επιτυχία του «πραξικοπήματος της ηρωίνης», με το οποίο ο έλεγχος της παγκόσμιας αγοράς της ηρωίνης πέρασε από το Γαλλικό Δίκτυο στο Δίκτυο της Ν.Α. Ασίας που οργανώθηκε με την καθοδήγηση της CIA (1965-1974), μετά την ήττα και την απόσυρση των Γάλλων από την Ινδοκίνα και την υποκατάστασή τους από τους Αμερικανούς.
2. Η CIA συνεργάστηκε με το Δίκτυο της Ν.Α. Ασίας (1970-1980) το οποίο έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής ηρωίνης και το 80% της ηρωίνης που εισάγονταν στην αγορά των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1970.
3. Η CIA, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, συνεργαζόταν με τις φυλές που καλλιεργούσαν όπιο στο «Χρυσό Τρίγωνο» και με στρατηγούς της Ταϊλάνδης, του Λάος και του Νοτίου Βιετνάμ που έκαναν λαθρεμπόριο ηρωίνης.[24]
4. Η CIA συνεργάστηκε με τους ισλαμιστές αντάρτες που έλεγχαν την παραγωγή και τη διακίνηση της ηρωίνης στο Αφγανιστάν. Όπως αποκαλύφθηκε από επίσημες έρευνες, μετά την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, η CIA χρηματοδοτούσε και εξόπλιζε τους τοπικούς πολέμαρχους που παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες οπίου. Το 1983, οι Αφγανοί αγρότες παρήγαγαν πάνω από 400 τόνους οπίου, που στο μεγαλύτερο μέρος του διατέθηκε στο Πακιστάν για μετατροπή σε ηρωίνη. Στη δεκαετία του 1980, το 50% της ηρωίνης που εισάγονταν στις ΗΠΑ, προέρχονταν απ’ αυτή την περιοχή.[25]
5. Η CIA συνεργάστηκε –και συνεργάζεται– με το διεθνή υπόκοσμο για την εφαρμογή της πολιτικής «ναρκωτικά για όπλα» και «όπλα για ναρκωτικά», στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, τη Νικαράγουα (Κόντρα-γκέιτ) και άλλες περιοχές του πλανήτη.
6. Η CIA συνεργάστηκε με τα καρτέλ διακίνησης «ναρκωτικών» στην Κεντρική και τη Νότια Αμερική, με σκοπό:
α) Τη δολοφονία του Κάστρο και την ανατροπή του καθεστώτος της Κούβας.[26]
β) Τη διενέργεια ανατρεπτικών επιχειρήσεωνεναντίον χωρών που δεν αποδέχονται τη λογική του αμερικάνικου νεοαποικισμού, όπως η Κούβα και η Νικαράγουα,
γ) Την καθοδήγηση πραξικοπημάτων εναντίον εκλεγμένων κυβερνήσεων μη-αρεστών στην Ουάσινγκτον.
δ) Τη αιτιολόγηση ανοικτών στρατιωτικών επεμβάσεων στο έδαφος άλλων χωρών, όπως στη Γρενάδα, τον Παναμά και τη Βολιβία.
ε) Τη δημιουργία, τη χρηματοδότηση, την επάνδρωση και τη δράση παρακρατικών οργανώσεων και συμμοριών πληρωμένων φονιάδων, όπως η Αντικομμουνιστική Συμμαχία και τα Αποσπάσματα Θανάτου που δρουν στη Λατινική Αμερική.
7. Μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η CIA φρόντιζε για την ασφάλεια των συνεργατών της στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος. Όπως αποδείχθηκε, προστάτευσε από ποινικές διώξεις Λατινο-αμερικανούς διακινητές απαγορευμένων ουσιών σε περισσότερες από 27 περιπτώσεις που ήταν της αρμοδιότητας της ομοσπονδιακής δικαιοσύνης.[27]
Η συνεργασία αυτή ισχυροποίησε το οργανωμένο έγκλημα σε πρωτόγνωρο βαθμό και το κατέστησε ικανό να παρεμβαίνει στις εκλογικές διαδικασίες, να ενσωματώνεται στους πολιτικούς θεσμούς, να συμμετέχει στη δημιουργία του παρακράτους, να συνεργάζεται με τις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες στην εκτέλεση «γενικών σχεδίων» για την αποτροπή της ενδεχόμενης συμμετοχής των κομμουνιστών στις κυβερνήσεις των Δυτικών χωρών, να παίρνει μέρος στην εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» κατά τη δεκαετία 1970-1980, να εκτελεί πολλές από τις τρομοκρατικές ενέργειες που την υλοποιούν αυτή τη στρατηγική, και να διασφαλίζει την αρμονική συνεργασία του με την κρατική εξουσία διαμέσου ατόμων που συνδυάζουν την ιδιότητα του κρατικού αξιωματούχου και του συνεργάτη του υποκόσμου.
1. Στη δεκαετία 1960-1970, η Μαφία συμμετείχε άμεσα στην άσκηση της εξουσίας και διέβρωσε το πολιτικό σύστημα της Ιταλίας, διασφαλίζοντας την εκλογή δικών της ανθρώπων στο κοινοβούλιο και τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης (δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια), ενώ παράλληλα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία του παρακράτους και στην εφαρμογή των σχεδίων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, όπως ηΕπιχείρηση Stay Behind που εξειδικεύτηκε και εφαρμόστηκε ως Επιχείρηση Γκλάντιο στην Ιταλία, ως Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά στην Ελλάδα και με άλλες κωδικές ονομασίες στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
2. Στη δεκαετία 1970-1980 οι αμερικανικές και ιταλικές μυστικές υπηρεσίες συνεργάστηκαν με τη Μαφία και διάφορες ακροδεξιές τρομοκρατικές οργανώσεις για την εφαρμογή της τρομοκρατικής «στρατηγικής της έντασης». Από κοινού πραγματοποίησαν χιλιάδες πολύνεκρες τρομοκρατικές, αποσταθεροποιητικές και ανατρεπτικές ενέργειες (βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονίες, απόπειρες πραξικοπημάτων), πολλές από τις οποίες έγιναν σε συνεργασία με τα μέλη της μασονικής στοάς Προπαγάνδα 2 (P2) του Λ. Τζέλι, που ήταν συγχρόνως συνεργάτες της Μαφίας και αξιωματούχοι στο χώρο της οικονομίας, της πολιτικής, της εκκλησίας και των ενόπλων δυνάμεων.
Από το 1970 και μετά, το οργανωμένο έγκλημα και η κρατική εξουσία, διαχειρίζονται από κοινού τα ναρκωτικά και την τρομοκρατία προς αμοιβαίο όφελος: Σε απολύτως αρμονική συνεργασία μεταξύ τους, κατασκεύασαν δυο απειλές, την απειλή των ναρκωτικών και την απειλή της τρομοκρατίας, και ανέλαβαν εργολαβικά την «προστασία» της κοινωνίας απ’ αυτές, εξασφαλίζοντας αφ’ ενός την αέναη ισχυροποίησή τους και αφ’ ετέρου την παθητικοποίηση του κοινωνικού σώματος απέναντι στις κοσμογονικές ανατροπές που προκαλούνται κατά το πέρασμα από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική εποχή.
O ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΓΡΙΒΑΣ (γεν. 1944) είναι ψυχίατρος-νευρολόγος, Διδάκτωρ ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, με σπουδές στην Κοινωνιολογία. Υπήρξε συνεργάτης πολλών περιοδικών και εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και η Ελευθεροτυπία (για 15 χρόνια μέχρι τις 4-2-2002). Συντάκτης της Έκθεσης για τα Ναρκωτικά της Ειδικής Επιτροπής του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1986) και συγγραφέας 17 βιβλίων με θέμα τη δημόσια υγιεινή, την ψυχιατρική, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία και την ιστορία.
[1] Αlfred McCoy: The Politics of Heroin: CIA Complicity in the Global Drug Trade (1972/1991), σ. 10.
[2] Ανάμεσά τους, την πρώτη θέση είχε η Τουρκία και ακολουθούσαν το Ιράν και οι χώρες της Ν.Α. Ασίας.
[3] Steven Duke & Albert Gross: America’s Longest War (1993), σ. 96.
[4] Alfred McCoy, ο.π., σ. 50.
[5] Ο Carbone εκτελέστηκε από την Αντίσταση το 1943, ενώ οι Sabiani και Spirito διέφυγαν στην Ισπανία. Το 1947, ο Sabiani εγκαταστάθηκε το 1947 στις ΗΠΑ, ανέλαβε ένα καθοδηγητικό ρόλο στη διακίνηση της ηρωΐνης από τη Μασαλλία στη Νέα Υόρκη.
[6] Alfred McCoy, ο.π., σ. 52.
[7] John Ranelagh, The Agency: The Rise and Decline of the CIA (1986), σ. 131.
[8] Ronald Filippelli, American Labor and Postwar Italy, 1943-1953 (1989)
[9] Thomas Braden, «I’m Glad the CIA is ‘Immoral’» (Saturday Evening Post, 20/5/1967), σ. 14
[10] Harris Smith, OSS: The Secret History of America’s First Central Intelligence Agency (1972), σ. 182.
[11] Gabriel & Joyce Kolko, Limits of Power (1972), σ. 370.
[12] Ο διευθυντής της DEA, Francis Mullen, επέμενε στην ανάγκη να υπάρξει «διεθνής πολιτική και οικονομική πίεση στην ισορροπία των δυνάμεων και του εμπορίου που ελέγχεται από ναρκω-δολάρια» (SPSI, hearings, International Narcotics Trafficking, σ. 562).
[13] Clyde Taylor, υφυπουργός εξωτερικών για διεθνή ζητήματα ναρκωτικών (San Diego Union, 12/1/1986).
[14] Latin America Weekly Report, 23/3/1984.
[15] Rodney Chambell, The Luciano Project: The Secret Wartime Collaboration of the Mafia and the US Navy (1977).
[16] Max Corvo, The OSS in Italy 1942-1945 (1990) και Harris Smith, OSS: The Secret Story of America’s First Central Intelligence Agency (1972).
[17] Rodney Campbell, The Luciano Project (1977). Jonathan Marshall, «Opium and the Politics of Gangsterism in Nationalist China, 1927-1945».
[18] SDECE: Service de Documentation Exterieure et de Contre Espionage.
[19] Philip Williams, Wars, Plots and Scandals in Post-War France (1970).
[20] Alfred McCoy, The Politics of Heroin in Southeast Asia (1972), κεφ. 1-2.
[21] Corvo Max, The OSS in Italy, 1942-1945 (1990).
[22] Peter Dale Scott (Πρόλογος στο εξαιρετικό βιβλίο του Henrik Kruger, The Great Heroin Coup, σ. 14) και Miles Copeland, Beyond Cloak and Dagger (1975), σ. 240-41.
[23] Alfred McCoy, The Politics of Heroin in Southeast Asia (1972), κεφ. 2.
[24] Alfred McCoy, The Politics of Heroin in Southeast Asia (1972), κεφ. 1-2. Catherine Lamour, The International Connection (1974), Richard Kunnes, The American Heroin Empire (1972), σ. 11-13.
[25] Κατάθεση του David Melocik, συνδέσμου της DEA με το κογκρέσο (US Congress, House, Select Committee on Narcotics Abuse and Control, report, International Narcotics Control Study Missions, GPO, 1984, σ. 161), Konrad Ege, «CIA Rebels Supply US Heroin» (Counterspy, November 1980, σ. 16). Σε μια αναφορά της DEA το 1981 σημειώνεται ότι: «Οι Σοβιετικές δυνάμεις έχουν αποδυθεί σε επιχειρήσεις εναντίον της διακίνησης ναρκωτικών από τους Αφγανούς εθνικιστές ως μέρος του συνόλου των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων εναντίον των ανταρτών» (Washington Post, 2/1/1981).
[26] Κούβα (Operation 40): New York Times, 4/1/1975, Edward Epstein, The Agency of Fear (1977) και Henrik Kruger, The Great Heroin Coup (1980).
[27] Υπόμνημα της DEA, χωρίς υπογραφή και ημερομηνία καταχωρημένο στο CIA Narcotic Intelligence Collection (πιθανολογείται ότι γράφτηκε από τον Lucien Conein το 1975). Παραχωρήθηκε από τη DEA σε ενδιαφερόμενους ερευνητές κατ’ εφαρμογή του Νόμου περί Ελευθερίας των Πληροφοριών.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...