Ελληνοτουρκικές σχέσεις: φοβικό σύνδρομο ή σύνεση;
- Καθώς περιμένουμε την επίσκεψη Ερντογάν, είναι καιρός για τους δύο λαούς και τις αντίστοιχες ηγεσίες τους να αναλογιστούν ότι η οικονομική δυσπραγία στις δύο χώρες συνηγορεί στην εξεύρεση μιας συνολικής, πραγματικά ιστορικής, λύσης στις μόνιμα ταραγμένες σχέσεις τους από το 1955 μέχρι σήμερα
Kαθώς η επικαιρότητα κυριαρχείται από τις διακυμάνσεις της οικονομικής μας κρίσης και από την επιτυχή επιχείρηση εξάρθρωσης των υπολειμμάτων της τρομοκρατίας, σταθερή παραμένει για τη χώρα μας η τουρκική πρόκληση. Λίγες μέρες πριν από την επίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, ένας ενδοελληνικός διάλογος συνεχίζεται με γνώριμους ρυθμούς αλλά και υψηλούς τόνους.
Από τη μια μεριά τοποθετούνται αρκετοί απαισιόδοξοι στοχαστές, που πιστεύουν ότι η ελληνική διπλωματία πάσχει εδώ και δεκαετίες από ένα έντονο «φοβικό σύνδρομο». Σχεδόν αντανακλαστικά, η Ελλάδα υποχωρεί, κατά τη γνώμη τους, απέναντι στις κλιμακούμενες τουρκικές απαιτήσεις, που την οδηγούν σε καθεστώς πλήρους «φινλανδοποίησης» (εδώ ζητούμε συγγνώμη από τους πολίτες της εύρωστης αυτής ευρωπαϊκής χώρας). Χαρακτηρισμοί, όπως κατευνασμός, συμβιβασμός, υποχωρητικότητα, αναβλητικότητα και παθητικότητα, χρησιμοποιούνται σχετικά με τις πράξεις και παραλείψεις όλων των ελληνικών κυβερνήσεων της χώρας μας, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974.
Οι επικριτικοί αναλυτές (πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, συνταξιούχοι διπλωμάτες και στρατιωτικοί, κληρικοί και στελέχη κομμάτων) αυτοανακηρύσσονται σε επιτηρητές του πατριωτισμού των Ελλήνων και καταδικάζουν τη μόνιμη ηττοπάθεια της πολιτικής και διπλωματικής μας μηχανής. Ιδιαιτέρως, θεωρούν ότι το λεγόμενο εθνικό κέντρο έχει εγκαταλείψει τους Ελληνοκυπρίους στη μοίρα τους, αδιαφορώντας για τη διαιώνιση της τουρκικής κατοχής σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επίσης, μέμφονται τον παθητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι κλιμακούμενες τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, και ιδίως οι υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά όπως το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι. Προσφάτως μάλιστα, με εξέπληξε η δημοσιευμένη άποψη εθνικιστή διανοούμενου που υποστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση σκοπίμως διεκτραγωδεί το μέγεθος της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, με στόχο να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για πρόσθετες υποχωρήσεις στις υποθέσεις του Αιγαίου και του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Ολες οι παραπάνω απόψεις θα ήταν απόλυτα σεβαστές εάν οι εκφραστές τους απαντούσαν συγκεκριμένα στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει που σήμερα δεν γίνεται». Για παράδειγμα, όταν ερωτώ εάν μια πιο ενεργητική και αντεπιθετική στάση απέναντι στην Τουρκία συνεπάγεται στρατιωτική εμπλοκή ή κλιμάκωση τύπου Ιμίων (π.χ., αν θα έπρεπε να καταρριφθεί ένα τουρκικό αεροπλάνο που υπερίπταται ελληνικού εδάφους), η απάντηση είναι «όχι, όχι, όχι, και μην κάνεις προβοκατόρικες ερωτήσεις».
Το γενικό μου συμπέρασμα είναι ότι η νοοτροπία των υπερπατριωτών μπορεί να μετατραπεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία που θα εμπλέξει την Ελλάδα σε μια αιματηρή πολεμική περιπέτεια με τη γείτονα ή -στην καλύτερη περίπτωση- θα διατηρεί στο Αιγαίο και στην Κύπρο μια κατάσταση ελεγχόμενης έντασης, προς τέρψη των προμηθευτών των οπλικών μας συστημάτων.
Από την άλλη πλευρά του διαλόγου βρίσκονται αυτοί (και μαζί τους ο γράφων) που πιστεύουν ότι ο δρόμος της σύνεσης (το κορυφαίο χαρακτηριστικό του πολιτικού ρεαλισμού) πρέπει να βασίζεται σε μία απλή συνταγή: προώθηση διπλωματικού διαλόγου με την Τουρκία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (διμερώς ή με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) και συγχρόνως υποστήριξη, με αυστηρές προϋποθέσεις, της τουρκικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πάντως, με δεδομένη τη σημερινή αμφιθυμία στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας ανάμεσα στον επιθετικό αναθεωρητισμό και μια πολιτική καλής γειτονίας, η διατήρηση μιας επαρκούς ισορροπίας στρατιωτικών δυνάμεων παραμένει εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση της αποτροπής και την εξασφάλιση της εδαφικής μας ακεραιότητας.
Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις μετά την κυπριακή καταστροφή του 1974 (που ήταν, δεν πρέπει να ξεχνούμε, προϊόν του φραστικού και απερίσκεπτου υπερεθνικισμού της χούντας του Ιωαννίδη) έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική τής σύνεσης, η οποία βασίζεται σε ένα αμάλγαμα διαλόγου, στρατιωτικής αποτροπής και θεσμικής ενσωμάτωσης στον εσωτερικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αντί να υπερτιμά τις ικανότητες της τουρκικής διπλωματίας (κάτι που συστηματικά υποστηρίζουν οι υπερπατριώτες στοχαστές, ορισμένοι εκ των οποίων προτείνουν Τούρκους ηγέτες - π.χ., Ερντογάν, Νταβούτογλου- ως πρότυπα προς μίμηση), η σχολή της σύνεσης υπενθυμίζει κορυφαίες επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας, όπως η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981 και στην Ευρωζώνη το 2001, και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2004 χωρίς προϋποθέσεις και δουλείες.
Καθώς περιμένουμε την επίσκεψη Ερντογάν, είναι καιρός για τους δύο λαούς και τις αντίστοιχες ηγεσίες τους να αναλογιστούν ότι η οικονομική δυσπραγία στις δύο χώρες συνηγορεί στην εξεύρεση μιας συνολικής, πραγματικά ιστορικής, λύσης στις μόνιμα ταραγμένες σχέσεις τους από το 1955 μέχρι σήμερα. Η λύση αυτή θα μας επιτρέψει -Ελληνες και Τούρκους- να μειώσουμε ισόρροπα τις υπέρογκες εξοπλιστικές μας δαπάνες που απλά υποσκάπτουν τις οικονομίες μας, ενώ χρυσώνουν τις τσέπες των προμηθευτών πανάκριβων και εξεζητημένων οπλισμών από κράτη παραγωγούς όπως οι ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Ρωσία.
Ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ, οκτώ μόλις χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατάφεραν να συνάψουν ένα ελληνοτουρκικό σύμφωνο ειρήνης και φιλίας. Οι σημερινοί ηγέτες, Παπανδρέου και Ερντογάν, έχουν μια παρόμοια ευκαιρία. Νομίζω ότι πενήντα πέντε χρόνια συνεχούς έντασης είναι αρκετά.
* Ο Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής.
Πηγή
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...