Η διαχρονική συνέχεια της αμερικανικής μακροστρατηγικής
Οι ίδιοι άνθρωποι στις ίδιες θέσεις
Στο κείμενο-ανάλυση που ακολουθεί υποστηρίζεται η διαχρονική συνέχεια της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας η οποία διαμορφώνεται από «επαγγελματίες» σε τέτοια ζητήματα και η οποία είναι προϊόν υπερκομματικής συναίνεσης.
Κατ' επέκταση ο εκάστοτε πρόεδρος δεν έχει επιλογή παρά να προσαρμοστεί σ' αυτά που οι επαγγελματίες σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας θεωρούν «λογικά και υλοποιήσιμα» αλλά πάντοτε υπό το πρίσμα μιας στρατηγικής που επιτρέπει και επιβάλλει έναν κυρίαρχο λόγο στην Αμερική, στα διεθνή δρώμενα.
Προεκλογικά και Μεταβατικά
Ένας από τους καλύτερους «αποκωδικοποιητές» του πολιτικού συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ και καταξιωμένος εδώ και δεκαετίες μελετητής του Αμερικάνικου Πενταγώνου, ο William M. Arkin, έχει αποκρυσταλλωμένη θέση και άποψη αναφορικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας (National Security). Τον Μάϊο του 2008, μεσούσης της προεκλογικής εκστρατείας, ο Arkin παρακολούθησε ως προσκεκλημένος συνέδριο που οργανώθηκε υπό την αιγίδα του John F. Kennedy School of Government και του Center for Strategic Leadership (U.S. Army War College). Τίτλος του συνεδρίου ήταν "Civil - Military Relations in a Post-9/11 World". Καθ' όλη τη διάρκεια του συνεδρίου , υπογραμμίζει ο Arkin, κανένας από τους συνέδρους, όλοι «επαγγελματίες» (professionals) σε ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας δεν αναφέρθηκε είτε στον John McCain, τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, ούτε στον υποψήφιο των Δημοκρατικών Barak Obama, ένας εκ των οποίων θα ήταν ο μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ. Το συμπέρασμα του Arkin από όσα άκουσε και αποκωδικοποίησε ("I had to listen to code") ήταν ότι για τους επαγγελματίες του είδους (τους "national security professionals") "δεν έχει πραγματική σημασία ποιος είναι πρόεδρος" και ότι για την επιτυχή "διαχείριση ζητημάτων εθνικής ασφάλειας το μόνο που χρειάζεται είναι να ακολουθηθεί ένα γενικό πρότυπο (template) δράσης". Το γενικό αυτό πρότυπο, προϊόν διαχρονικής υπερκομματικής συναίνεσης, καθορίζεται από τους «επαγγελματίες του είδους», σχεδόν κατά κανόνα, στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (transition period) από την εκλογή του νέου προέδρου στις αρχές Νοεμβρίου μέχρι την εγκατάστασή του στις 20 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.
Πολλοί από αυτούς τους επαγγελματίες, πρώην και νυν μέλη της κυβέρνησης, της πανεπιστημιακής κοινότητας ή των διαφόρων think tanks, θα υποδειχθούν από την Oμάδα Μετάβασης (Transition Team) ως μέλη της καινούργιας κυβέρνησης. Με τη σειρά τους και πιο συγκεκριμένα αυτοί που θα συνεργαστούν μαζί με τους αντίστοιχους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας (Pentagon) θα εργαστούν μεθοδικά σε συνεργασία με το Κογκρέσο, τη γραφειοκρατία και το κατεστημένο της Ουάσινγκτον, ώστε η μετάβαση να εξελιχθεί ομαλά και κυρίως να επικυρωθούν γρήγορα και ανώδυνα από τις επιτροπές της Γερουσίας τα προτεινόμενα από τον Πρόεδρο υψηλόβαθμα μέλη της κυβέρνησης. Μετά από μία ομαλή και επιτυχημένη μετάβαση, οι «επαγγελματίες» θα αναλάβουν πλέον την υλοποίηση της ατζέντας θεμάτων Εθνικής Ασφάλειας. Και τα όποια «οράματα» και προεκλογικές υποσχέσεις του όποιου προέδρου, τον οποίο θεωρητικά υπηρετούν, θα πρέπει να προσαρμοστούν μέσω συναινετικών διαδικασιών σ'αυτά που οι επαγγελματίες κρίνουν, κατά τον Arkin, ότι είναι «λογικά και υλοποιήσιμα» (reasonable and doable). Πραγματικά, σε ζητήματα ασφάλειας των ΗΠΑ κυριαρχεί η θέση ότι δεν έχει σημασία ποιος είναι πρόεδρος. Το ιερατείο της κοινότητας των επαγγελματιών του είδους αποφασίζει και ο πρόεδρος κατά κανόνα νομιμοποιεί τις αποφάσεις τους.
Θεωρητικά η μεταβατική περίοδος ολοκληρώνεται στους δυόμισι περίπου μήνες από τις προεδρικές εκλογές μέχρι την εγκατάσταση του νέου προέδρου. Ωστόσο η πρακτική υποδεικνύει ότι κανένας πρόεδρος από τον Κένεντι και μετά δεν έχει έτοιμο στους δυόμισι αυτούς μήνες το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και τις μερικές χιλιάδες των υψηλόβαθμων αξιωματούχων που θα αναλάβουν τα ηνία της γραφειοκρατίας ως πολιτικοί προϊστάμενοι των μόνιμων υπαλλήλων της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Βάσει του συντάγματος οι επιλεγμένοι από τον πρόεδρο να αναλάβουν υψηλόβαθμες θέσεις ως μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και των δεκαπέντε Εκτελεστικών Τμημάτων (Executive Departments), όπως επίσης και οι επικεφαλείς πολυάριθμων άλλων ανεξάρτητων ή ημιανεξάρτητων αρχών και επιτροπών και μαζί μ' αυτούς οι διπλωματικοί εκπρόσωποι (πρέσβεις) της χώρας, υπόκεινται στην έγκριση των σχετικών επιτροπών της Γερουσίας κατόπιν ανοικτών Ακροάσεων (Hearings). Με την πάροδο του χρόνου η διαδικασία αυτή της επικύρωσης (confirmation) αποδεικνύεται εξαιρετικά χρονοβόρα αλλά και πολλές φορές έντονα ψυχοφθόρα και για τον υποψήφιο και για την κυβέρνηση. Εδώ οι διάφοροι Γερουσιαστές έχουν την ευκαιρία «να ανακρίνουν» τον κάθε υποψήφιο όχι μόνο σε ζητήματα πολιτικής ικανότητας και επαγγελματικής κατάρτισης αλλά κυριολεκτικά επί παντός ζητήματος, συμπεριλαμβανομένων και προσωπικών δεδομένων. Πουθενά στον κόσμο δεν απαντάται η διαδικασία αυτή. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μέσω της επικυρωτικής διαδικασίας έχουν αποκαλυφθεί σκάνδαλα διαφόρων μορφών και όπου υποψήφιοι εξαναγκάστηκαν να αποσυρθούν ζημιώνοντας έτσι τον Πρόεδρο, που τους έχει προτείνει.
Οι πολιτικές σκοπιμότητες, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, ακόμη και οι μικρότητες στην διάρκεια των επικυρωτικών αυτών ακροάσεων αφθονούν και περισσεύουν. Γερουσιαστές με ισχυρή προσωπικότητα, ειδικά ως προεδρεύοντες συγκεκριμένων Επιτροπών, μπορούν κυριολεκτικά να κρατούν «όμηρο» την κυβέρνηση για κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα επί μήνες. Μπορεί μια μεγάλη χώρα όπως η Κίνα, για παράδειγμα, να μείνει χωρίς Αμερικανό πρεσβευτή για μήνες, είτε λόγω της προσωπικότητας του συγκεκριμένου υποψηφίου ή λόγω διαφωνιών για την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί από τις ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Ο εκλιπών υπερσυντηρητικός γερουσιαστής Jesse Helms, για παράδειγμα, αρνήθηκε να καλέσει σε συνεδρίαση την Επιτροπή Εξωτερικών της Γερουσίας της οποίας προήδρευε, διότι δεν ενέκρινε το πρόσωπο του υποψήφιου πρέσβη για το Μεξικό μέχρι που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητα. Ούτε καν Ακρόαση επί του ζητήματος δηλαδή, δεν επέτρεψε ο Γερουσιαστής να λάβει χώρα. Και είχε την θεσμική δύναμη να το επιβάλει.
Πέραν της επικύρωσης των υποψηφιοτήτων των υψηλόβαθμων αξιωματούχων από τη Γερουσία και για την αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης από πλευράς επάνδρωσης, θα πρέπει να προστεθούν και τα πέντε περίπου χιλιάδες άτομα που θα βρίσκονται ιεραρχικά πάνω από τη γραφειοκρατία και θα λειτουργούν ως πολιτικοί της προϊστάμενοι. Αυτοί θα επιβλέπουν την υλοποίηση του πολιτικού προγράμματος του προέδρου μέσα στα πλαίσια, πάντοτε, της νομιμοφροσύνης και της χρηστής διοίκησης. Τα άτομα αυτά ως πολιτικά διορισμένοι (political appointees) είναι κατά γενικό κανόνα επαγγελματικά καταξιωμένοι στο χώρο τους, δεν γίνονται μόνιμοι, δεν επιδιώκουν τη μονιμότητα και τερματίζουν την «υπηρεσία» τους με το τέλος κάθε προεδρικής θητείας, ειδικά όταν το «κόμμα» τους χάνει τις εκλογές.
Όλη η παραπάνω διαδικασία για να ολοκληρωθεί χρειάζεται αρκετούς μήνες. Ενώ επί Κέννεντυ, για παράδειγμα, η πλήρης επάνδρωση της κυβέρνησης ολοκληρώθηκε σε δυόμισι περίπου μήνες από την εκλογή, επί Κλίντον χρειάσθηκαν περισσότερο από οκτώ. Σήμερα υπολογίζεται ότι η διαδικασία μπορεί να κυμανθεί μέχρι και δώδεκα μήνες.
Τα Lobbies και οι «Επαγγελματίες του Είδους»
Στη διάρκεια των περίπου δώδεκα αυτών μηνών, σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα δύο εξελίξεις. Η μία αφορά στη δράση των διαφόρων lobbies που ασχολούνται με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, με κλασικό παράδειγμα το αμερικανο-εβραϊκό. Τα lobbies αυτά στόχο έχουν να επηρεάζουν τις επιλογές της Ομάδας Μετάβασης ως προς τους υποψηφίους για επάνδρωση ολόκληρου του εύρους της κυβέρνησης. Θεωρητικά η στόχευση αφορά σε όλο το εύρος των υποψηφιοτήτων -από το Υπουργείο Εξωτερικών, μέχρι τους επικεφαλής ημιανεξαρτήτων αρχών. Στην πράξη αποφεύγεται η προσπάθεια επηρεασμού της επιλογής των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, διότι αυτό θεωρείται και είναι «προνόμιο» του Προέδρου. Ωστόσο ακόμη και σ' αυτό το επίπεδο ένα ισχυρό lobby, όπως και πάλι το αμερικανο-εβραϊκό, θα έχει μεριμνήσει ώστε επιφανή άτομα που δεν θεωρούνται ότι διάκεινται φιλικά προς το Ισραήλ να έχουν αποκλειστεί εκ των προτέρων από τους καταλόγους υποψηφίων που επεξεργάζεται η Ομάδα Μετάβασης.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών του Προέδρου Johnson, για παράδειγμα, ο George Ball, δεν θα μπορούσε, σε περίπτωση που ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Hurbert Humphrey κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές του 1968, να είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο υποψηφίων για ανάληψη του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Ο George Ball είχε από τότε εκφραστεί αρνητικά κατά του Ισραήλ και της άκριτης στήριξης της πολιτικής του από την Ουάσινγκτον, λόγω της έντονης πολιτικής δράσης του φιλο-ισραηλινού lobby.
Ένα άλλο πιο επίκαιρο παράδειγμα, είναι ο James Baker, Υπουργός Εξωτερικών επί προεδρίας του George Bush, πατέρα του τέως Προέδρου. Ως Υπουργός Εξωτερικών του Προέδρου Bush o James Baker λειτούργησε πιεστικά προς το Ισραήλ στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, ώστε να αρχίσουν οι συνομιλίες Όσλο-Μαδρίτης για το Μεσανατολικό. Ο Baker, εκφράζοντας την προεδρία Bush που κάθε άλλο παρά δεν υποστήριζε τις βασικές θέσεις του Ισραήλ, εξέφρασε δημοσία και με γλαφυρή γλώσσα τη δυσαρέσκειά του προς ορισμένες τακτικές και δραστηριότητες του Ισραήλ ,όπως στο μείζον ζήτημα της συνέχισης του εποικισμού των παλαιστινιακών εδαφών. Γίνεται αντιληπτό ότι ένας James Baker δεν θα μπορούσε να ήταν υποψήφιος για το αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών ή Άμυνας, σε περίπτωση που ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος κέρδιζε τις εκλογές του 2008.
Σε άλλες ωστόσο βαθμίδες της κυβερνητικής ιεραρχίας, ένα αποτελεσματικό lobby μεριμνά ώστε άτομα που ταυτίζονται με τις θέσεις του να συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο υποψηφίων. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονται περισσότερα του ενός άτομα ώστε για μια σημαντική θέση που επηρεάζει τα συμφέροντα του συγκεκριμένου lobby να αυξάνονται οι πιθανότητες ενός δικού τους υποψηφίου.
Στο σημείο αυτό αξίζει και πρέπει να παρατηρηθεί ότι σε τέτοιου είδους υψηλού επιπέδου πολιτικές διεργασίες, που είναι διαπιστωτικές της εγρήγορσης και αποτελεσματικότητας ενός lobby, το ελληνο-αμερικανικό lobby είναι παντελώς εκτός παιχνιδιού. Στην ουσία εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες το ελληνο-αμερικανικό lobby αντιδρά περιστασιακά και συνήθως αναποτελεσματικά και δεν είναι ούτε καν σε θέση παρακολουθήσει τις δραστηριότητες της Τουρκίας στην αμερικανική πρωτεύουσα. Η τελευταία, με τη βοήθεια του αμερικανο-εβραϊκού lobby, της αμερικανικής κυβέρνησης και πολλών think tanks, τα οποία η Άγκυρα χρηματοδοτεί έμμεσα ή άμεσα, έχει κυριολεκτικά βραχυκυκλώσει τις όποιες, έστω και αποσπασματικές, προσπάθειες του ελληνο-αμερικανικού lobby να το εξισορροπήσει. Στην περίπτωση της συνεχώς αυξανόμενης τουρκικής επιρροής στην Ουάσινγκτον το μόνο αντίπαλο δέος είναι αυτό του πολύ καλά οργανωμένου αμερικανο-αρμενικού lobby.
Η δεύτερη εξέλιξη που λαμβάνει χώρα στην προαναφερθείσα «δωδεκάμηνη» σχεδόν μεταβατική περίοδο, είναι πολύ πιο σημαντική και αφορά στο μείζον θέμα της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας. Και είναι εδώ που επιβεβαιώνεται, πολλές φορές και πανηγυρικά, η θέση και κρίση του William A. Arkin αναφορικά με τον καθοριστικό ρόλο των επαγγελματιών του είδους, των «national security professionals» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και τον σχεδόν παθητικό ρόλο του εκάστοτε Αμερικανού Προέδρου.
Αυτό που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας σε κάθε αλλαγή κομμάτων εξουσίας στις ΗΠΑ, δεν είναι η «αλλαγή» ή η ασυνέχεια, αλλά η συνέχεια υπερκομματικών στρατηγικών οι οποίες, με τη σειρά τους, παρήχθησαν μέσα από μια υπερκομματική διαδικασία. Με το πέρασμα του χρόνου η διαδικασία αυτή έχει «χειραγωγηθεί» από τους επαγγελματίες του είδους. Αυτό δεν σημαίνει, κατ' ανάγκην, ότι τα άτομα αυτά και οι φορείς μέσα από τους οποίους δραστηριοποιούνται και ταυτόχρονα νομιμοποιούνται, «συνωμοτούν» ώστε να βραχυκυκλώνουν το σύστημα και να «απαγάγουν» (hijack), κατά κάποιον τρόπο, την πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ. Ενίοτε συμβαίνει και αυτό αλλά μόνο σε ζητήματα τακτικής.
Ο Πρόεδρος Eisenhower ως Συνεχιστής
Όμως το κρίσιμο στοιχείο, που μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε ορθά όχι μόνο την πολιτική ενός νέου Αμερικανού Προέδρου όπως του Barak Obama (που φαινομενικά κέρδισε το ιδεολογικό του αντίπαλο κόμμα) είναι η διαχρονική συνέχεια που χαρακτηρίζει τις βασικές αρχές της αμερικανικής στρατηγικής ασφάλειας, όπως αυτές καθορίστηκαν μεταπολεμικά, συνεχίστηκαν με κοσμητικές μόνο αλλαγές μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και οι οποίες, παρά την περί του αντιθέτου εντονότατη φιλολογία, δεν παρουσιάζουν «ριζοσπαστικές» αλλαγές μετά την 11η Σεπτεμβρίου συμπεριλαμβανομένης και της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.
Κεντρικό έτος αναφοράς για την μεταπολεμική πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ θεωρείται το έτος 1947, επί Προεδρίας Truman, που μας έδωσε το Δόγμα Truman, το Σχέδιο Marshall, τον George Kennan και το National Security Act of 1947. Εξίσου σημαντικό υπήρξε και το έτος 1950 με το NSC-68, ένα ντοκουμέντο σταθμός για την αποκωδικοποίηση της μακροστρατηγικής των ΗΠΑ και όσων εξακολούθησαν μεταψυχροπολεμικά και που συνεχίζουν μέχρι και τις μέρες μας.
Ωστόσο κατά τον Andrew Bacevich, τον ωριμότερο ίσως μελετητή της αμερικανικής μακροστρατηγικής σήμερα, είναι το έτος 1953 που πρέπει να θεωρείται η καθοριστική στιγμή (defining moment) για την μεταπολεμική πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ. Είναι το έτος που οι Ρεπουμπλικάνοι, μετά από μία πολύ μεγάλη περίοδο εκτός εξουσίας ανέλαβαν την προεδρία των ΗΠΑ με τον Dwight Eisenhower.
Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, o αγαπητός Ike ("I like Ike" υπήρξε το σήμα κατατεθέν της προεκλογικής του εκστρατείας) και αρχιστράτηγος των Ηνωμένων Εθνών στον πόλεμο κατά του φασισμού, υπήρξε (και περισσότερο το κόμμα του) επικριτικός της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, της συμφωνίας της Γιάλτας, της «αιχμαλωσίας» της Ανατολικής Ευρώπης από τον σοβιετικό κομμουνισμό, κλπ. Ο υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ Eisenhower, άφηνε να εννοηθεί ότι θα υλοποιούσε μια αντικομμουνιστική στρατηγική ("rollback" communism), υποστήριζε λιγότερες αμερικανικές δεσμεύσεις και στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό, ενώ σε ιδιωτικές του τοποθετήσεις προβληματίζετο για την παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη.
Όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια. Ο Eisenhower έγινε χειροκροτητής της στρατηγικής της ανάσχεσης του προκατόχου του και, πιο σημαντικά, καθιέρωσε τη «συνέχεια» στη στρατηγική ασφάλειας των ΗΠΑ ως το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των μεταψυχροπολεμικών κυβερνήσεων. Η συνέχεια αυτή υπήρξε παράγωγο μίας υπερκομματικής συναίνεσης, που μόνο στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ και για μόνο μία πολύ μικρή χρονικά περίοδο, αμφισβήτησε.
Θα χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα για να τεκμηριώσω τα παραπάνω, που αφορούν στη διαχρονικότητα της αμερικανικής στρατηγικής και ασφάλειας και, ταυτόχρονα, προς επίρρωση της τοποθέτησης τόσο του Bacevich όσο και του Arkin.
Το πρώτο παράδειγμα αφορά κατ' εξοχήν στην Αμερική και το δεύτερο στην αμερικανική πολιτική έναντι της Τουρκίας που προκύπτει, βέβαια, από το πρώτο.
Pax Americana: NSC-68 και DPG 1992
Στην μετά του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου περίοδο η Αμερική «επέλεξε», εσκεμμένα και κατόπιν ενδελεχούς και πολυεπίπεδης επεξεργασίας στην οποία συνέβαλε οργανωμένα και μεθοδικά ολόκληρο το σύστημα ασφάλειας του κράτους, μία στρατηγική παγκόσμιας πολιτικής ηγεμονίας, οι μέθοδοι της οποίας αποτυπώθηκαν στο περίφημο έγγραφο NSC-68 1950[10]. Κατά το NSC-68 οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εφαρμόσουν μία παρεμβατική πολιτική στα παγκόσμια δρώμενα και κατ' επέκταση να έχουν ένα ηγετικό ηγεμονικό ρόλο, ο οποίος όχι μόνο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά/ανασχετικά έναντι της Σοβιετικής Ένωσης αλλά ταυτόχρονα θα απέτρεπε και την «αυτονόμηση» και των δικών της δυτικών συμμάχων από την αμερικανική «ευμενή», αν θέλετε, ηγεμονία. Η εκπληκτική, κατά κάποιο τρόπο «παραδοχή» του NSC-68, όπως επαναβεβαιώνεται μισό αιώνα αργότερα από τον Paul Nitze, διευθυντή τότε του Policy Planning Staff του Υπουργείου Εξωτερικών που «συντόνισε» την παραγωγή του NSC-68, είναι ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να ακολουθήσουν την ηγεμονική στρατηγική που ακολούθησαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έστω και αν δεν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση! Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, μας πληροφορεί ο Nitze το 1999, απλά προσέδωσε επιτακτικότητα (urgency) σε μία στρατηγική ηγεμονίας που επέβαλλαν οι αμερικάνικες επιταγές.
Θα προσθέσω και κάτι ακόμη. Ούτε και το NSC-68 ήταν καινοτόμο αναφορικά με τις ηγεμονικές βλέψεις των ΗΠΑ. Αυτές μας μετέφεραν πίσω στο 19ο αιώνα με το Δόγμα Monroe, όσων προηγήθηκαν της διακήρυξής τους και αυτών που ακολούθησαν, κυρίως μετά το Αμερικανο-ισπανικό πόλεμο του 1898. Ανεξάρτητα, όπως μας πληροφορεί ο Melvyn P. Leffler με βάση τους αμερικανικούς μεταπολεμικούς σχεδιασμούς, «ούτε μία ενοποιημένη Ευρώπη, ούτε μία ενωμένη Γερμανία, ούτε μία ανεξάρτητη Ιαπωνία, επιτρέπεται να αναδυθούν ως μία τρίτη δύναμη ή ως ένας ουδέτερος συνασπισμός».
Το πόσο ειλικρινείς υπήρξαν οι συντάκτες του NSC-68, όπως ο Paul Nitze αναφορικά με τους διαχρονικούς στόχους και τις μεθοδεύσεις των ΗΠΑ, φάνηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1992 διοχέτευσαν στον αμερικανικό τύπο αποσπάσματα ενός απόρρητου προσχεδίου του Αμερικανικού Πενταγώνου που έφερε τον τίτλο «Οδηγίες Αμυντικού Σχεδιασμού» (Defence Planning Guidance - DPG)[14]. Στο απόρρητο αυτό προσχέδιο προσφέρεται μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία να αντιληφθεί ο αναγνώστης τον τρόπο σκέψης και τις αντιλήψεις που καθοδήγησαν και διαμόρφωσαν τις διαχρονικές παραμέτρους της αμερικανικής στρατηγικής. Το έγγραφο καταγράφει τόσο τη λογική όσο και την διαχρονικότητα των αμερικανικών στόχων και επιδιώξεων στον μετά τον Β΄ΠΠ κόσμο αλλά και της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Οι λόγοι και οι επιδιώξεις είναι πανομοιότυπες και αποβλέπουν στη διατήρηση της αμερικανικής υπεροχής (preponaderance) έναντι όλων των αντιπάλων απολύτως.
Με το επιχείρημα ότι η υπεροχή αυτή είναι αναγκαία διότι διασφαλίζει την παγκόσμια πολιτική σταθερότητα και παρέχει ασφάλεια (όπως και στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), το DPG υπογραμμίζει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει συνεπώς «να αποθαρρύνουν τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη από το να αμφισβητήσουν την ηγεσία μας ή ακόμη και να τρέφουν φιλοδοξίες για έναν ευρύτερο παγκόσμιο ή περιφερειακό ρόλο». Ταυτόχρονα το «κυρίαρχο ζήτημα» της αμερικανικής μακροστρατηγικής πρέπει να είναι η «αποτροπή κάθε εχθρικής δύναμης από την δυνατότητα να κυριαρχήσει μιας περιοχής της οποίας οι πόροι [resources] θα της επιτρέπουν, κάτω από συγκεντρωτικό έλεγχο να παράγει παγκόσμιας εμβέλειας δυνατότητες» στις περιοχές (regions) που μπορούν να παράγουν τέτοιας μορφής ανταγωνιστές ("peer competitors") κατονομάζονται η Δυτική Ευρώπη, η Ανατολική Ασία, οι περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και η Νοτιοδυτική Ασία (ευρύτερη Μέση Ανατολή).
Πάντοτε κατά το DPG του 1992 δεν πρέπει, κατά συνέπεια, η Αμερική να πράξει τίποτα λιγότερο, από το να «διατηρήσει την κύρια ευθύνη για την αντιμετώπιση... των κακώς εχόντων που απειλούν όχι μόνο τα συμφέροντά μας αλλά και εκείνα των συμμάχων και φίλων μας ή και να αντιμετωπίσουν όλα εκείνα τα κακά τα οποία θα μπορούσαν να κλονίσουν στα σοβαρά τις διεθνείς σχέσεις».
Για την πραγμάτωση των παραπάνω στρατηγικών τους στόχων στην μεταψυχροπολεμική περίοδο οι ΗΠΑ θα πρέπει να εφαρμόσουν μια πολιτική που να επιτρέπει να λειτουργούν, κατά το DPG, ως «επιτηρητής των ενηλίκων» ("adult supervisor" είναι η φράση του κειμένου). Δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες αναλαμβάνουν ουσιαστικά να επιβλέπουν και να προστατεύουν τα συμφέροντα όλων των δυνητικά μεγάλων δυνάμεων για λογαριασμό τους, όπως βέβαια αυτά ερμηνεύονται από την Ουάσινγκτον, ώστε οι δυνάμεις αυτές να παραμένουν δυνητικά τέτοιες και να μην λειτουργούν στην πράξη ως πραγματικά μεγάλες δυνάμεις ανεξάρτητα της βούλησης των ΗΠΑ.
Το αναπόδραστο συμπέρασμα ως προς τη διαχρονικότητα της μακροστρατηγικής (grand strategy) των ΗΠΑ, τόσο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και μεταψυχροπολεμικά, είναι ότι η Ουάσινγκτον δεν ανέχεται την ύπαρξη πραγματικά ανεξάρτητων δρώντων στο διεθνές σύστημα διότι μια τέτοια κατάσταση διαρρηγνύει την αμερικανική ηγεμονία την οποία οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θεωρούν κλειδί για την παγκόσμια σταθερότητα ή αλλιώς αμερικανική ειρήνη (Pax Americana).
Παρά τις διαβεβαιώσεις της Προεδρίας Μπους (πατέρα) και της Προεδρίας Κλίντον που ακολούθησε ότι η φιλοσοφία των DPG 1992 εγκαταλείφθηκε, η παρεμβατική πολιτική Κλίντον στα Βαλκάνια, στο Ιράκ, στην Κεντρική Ασία και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, κάθε άλλο παρά ακύρωναν τις επιταγές του DPG 1992. Αντίθετα τις επιβεβαίωναν. Με τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και την διακήρυξη του Δόγματος Μπους (νεώτερου) για προληπτικούς πολέμους και μονομερείς δράσεις τον Σεπτέμβριο του 2002, έχουμε την επαναδιατύπωση με ακραίους τρόπους της πολιτικής φιλοσοφίας του DPG 1992 το οποίο, με τη σειρά του, μας πάει πίσω στο NSC-68 και τις διαχρονικές επιταγές για αμερικανική ηγεμονία και πρωτοκαθεδρία που διασφαλίζει την Αμερική.
Διαμορφωτές της παραπάνω περιγράφουσας πραγματικότητας των ΗΠΑ είναι, όπως ήδη καταγράφθηκε, οι κατά τον Arkin "national security professionals", ή οι «επαγγελματίες του είδους» που διαχειρίζονται ζητήματα εθνικής ασφάλειας στη βάση ενός «γενικού προτύπου δράσης» ανεξάρτητα του ποιος είναι πρόεδρος και, βέβαια, ανεξάρτητα των προεκλογικών διακηρύξεων, υποσχέσεων, προσωπικών δεσμεύσεων ή ακόμη και της προσωπικής πολιτικής ιστορίας του εκάστοτε Προέδρου.
Καλύτερη απόδειξη για την εκτίμηση του Arkin ως προς τον καταλυτικό ρόλο των «επαγγελματιών του είδους», καθώς επίσης και για τη διαχρονική συνέχεια της αμερικανικής πολιτικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας όπως την διατυπώνει ο Bacevich, καταγράφεται για μια ακόμη φορά με την επίσκεψη της κας Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Κλίντον στην Τουρκία τον Μάρτιο (2004), και την εξαγγελθείσα για τον Απρίλιο (2009) επίσκεψη του προϊσταμένου της Ομπάμα στην ίδια χώρα, μετά την ολοκλήρωση του πρώτου ταξιδιού του στην Ευρώπη.
ΗΠΑ και Τουρκία: Ο Θρίαμβος της Ελίτ
Ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας έχουμε τον θρίαμβο της ελίτ των «διανοούμενων του πολέμου» (war intellectuals) και των εργαλειακών επιστημόνων (instrumental scholars), που απαρτίζονται από μέλη των think tanks της Ουάσινγκτον («συντηρητικά» και «φιλελεύθερα») και της στρατο-γραφειοκρατίας, δηλαδή μελών του Υπουργείου Άμυνας, του Υπουργείου Εξωτερικών και των «επαγγελματιών του είδους».
Οι τελευταίοι «περιφέρονται» στα διάφορα think tanks, στα πανεπιστήμια, στην κυβέρνηση και τούμπαλιν ή καταλήγουν από την κυβέρνηση να εργάζονται σε οίκους δημοσίων σχέσεων που είναι συμβεβλημένοι με κράτη όπως είναι η Τουρκία για παράδειγμα και λειτουργούν ως «ξένοι πράκτορες» (foreign agents) στις ΗΠΑ εκπροσωπώντας τις «ξένες» χώρες που τους πληρώνει. Κλασσικό παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης είναι αυτή του Marc Grossman που σήμερα εργάζεται ως μέλος της εταιρείας δημοσίων σχέσεων του Cohen Group, που είναι συμβεβλημένη με την Τουρκία. Όχι τυχαία ο Cohen είναι ο William Cohen, τελευταίος Υπουργός Άμυνας των Δημοκρατικών επί προεδρίας Κλίντον την δεκαετία του 1990.
Ο κ. Marc Grossman, διπλωμάτης καριέρας, διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (1994-1997) και Υφυπουργός για ευρωπαϊκές υποθέσεις (2001 - 2005) υπό την ευθύνη του οποίου δρομολογήθηκε η τελευταία φάση του Σχεδίου Ανάν. Για τον κ. Grossman υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο. Εναντίον του εκκρεμούν ισχυρισμοί και κατηγορίες ότι την περίοδο που διετέλεσε Υφυπουργός (2001-2005) υπήρξε αποδέκτης τουλάχιστον 15,000 δολαρίων σε μετρητά υπό τη μορφή δωροδοκίας (bribe) από την τούρκο-αμερικανική οργάνωση American Turkish Council[18]. Κατά τους ισχυρισμούς ο Grossman συνεργάζετο με την τουρκική πρεσβεία και Τούρκους πράκτορες στην παροχή πληροφοριών για πυρηνικά ζητήματα, που κατέληγαν στην Τουρκία το Πακιστάν και το Ισραήλ, σε ένα όργιο κατασκοπείας κατά των ΗΠΑ από τρεις κατά τα άλλα σύμμαχές της χώρες. Για τον Grossman ανοίχθηκε φάκελος από την αμερικανική FBI, τα τηλέφωνά του παρακολουθούντο και από την παρακολούθηση προέκυψαν οι ισχυρισμοί εναντίον του αναφορικά με τη δωροδοκία. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει αλλά δεν φαίνεται και να προχωρεί. Η αμερικανική δικαιοσύνη έχει επιβάλλει πρωτόγνωρα δικαστικά ασφαλιστικά μέτρα ενάντια στον κύριο μάρτυρα (gag order), για λόγους «εθνικής ασφάλειας» στην υπόθεση Grossman.
Τίποτα από τα παραπάνω ωστόσο, δεν σταμάτησαν τον κ. Grossman που εμφανίστηκε την επομένη του ταξιδιού της κας Κλίντον στην Τουρκία ως το κύριο πρόσωπο που παρείχε πληροφορίες στην εφημερίδα The Washington Post ("Obama Trip to Include Turkey Visit", March 8, 2009). Η εφημερίδα στο πρωτοσέλιδό της εκθειάζει την Τουρκία και την στρατηγική της συμασία για τις ΗΠΑ, στην προσπάθεια της τελευταίας να κερδίσει τον μουσουλμανικό κόσμο, να απεμπλακεί από το Αφγανιστάν, και να εκτονώσει την Μέση Ανατολή.
Αυτά που λέει ο κ. Grossman σήμερα, ότι δηλαδή η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, τα έλεγε αυτολεξεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως Αμερικανός αξιωματούχος. Τα ίδια έλεγε και ο Richard Holbrooke (σήμερα εκπρόσωπος του Ομπάμα για το Αφγανιστάν) την ίδια ακριβώς περίοδο και τα ίδια εκφώνησε ο Πρόεδρος Κλίντον στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του 1999 στον πανηγυρικό του λόγο στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, όπου οι Τούρκοι τον χειροκροτούσαν επί ποδός για αρκετή ώρα.
Ωστόσο, οι σχέσεις ΗΠΑ - Άγκυρας δεν βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο λόγω και μόνο της σύμπλευσης συμφερόντων των δυο κρατών σε μια σειρά ζητημάτων. Θυμίζω ότι ο αντιαμερικανισμός και ο αντισημητισμός (που πάνε χέρι χέρι) βρίσκεται στα ύψη στην Τουρκία. Και ότι τον Μάρτιο του 2003 οι σχέσεις ΗΠΑ-Άγκυρας ήταν στο ναδίρ λόγω της άρνησης της τελευταίας να συνδράμει τη μεγάλη σύμμαχό της στην εισβολή στο Ιράκ.
Από τις αρχές του 1980 η τουρκική κυβέρνηση υλοποιεί, με τη βοήθεια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, μια στρατηγική άλωσης και βραχυκύκλωσης όλων των κέντρων εξουσίας των ΗΠΑ, κυρίως μέσα στην Ουάσιγκτον αλλά και έξω από αυτήν.
Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι δεν υπάρχει think tank στην Ουάσιγκτον το οποίο ασχολείται με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας όπου δεν υπάρχει τουρκική παρουσία και πάμπολλα τουρκικά λεφτά. Πουθενά στην Ουάσιγκτον δεν λαμβάνει χώρα δραστηριότητα που να επηρεάζει τα τούρκικα συμφέροντα και να μην εμφανίζεται μια χορωδία εργαλειακών επιστημόνων και «επαγγελματιών» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας για να την ακυρώσει.
Αντίθετα η παρουσία της Ελλάδας και της Κύπρου στα κέντρα εξουσίας στην Ουάσιγκτον είναι στην καλύτερη περίπτωση παθητική , αρκετές φορές αρνητική και ενίοτε γελοία. Στη γελοιότητα καταλήγουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις όταν συγχέουν την ουσία με την επίφαση και οι ηγεσίες των οποίων πιστεύουν ότι η προσωπική διπλωματία μπορεί να υποκαταστήσει θεσμικά κενά, ανικανότητες και τη συσσωρευμένη αξιοπιστία μιας υπερκομματικής στρατηγικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.
* Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει Σύμβουλος Τύπου της Κυπριακής Πρεσβείας στην Ουάσινγκτον την περίοδο 1980-1989.
Στο κείμενο-ανάλυση που ακολουθεί υποστηρίζεται η διαχρονική συνέχεια της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας η οποία διαμορφώνεται από «επαγγελματίες» σε τέτοια ζητήματα και η οποία είναι προϊόν υπερκομματικής συναίνεσης.
Κατ' επέκταση ο εκάστοτε πρόεδρος δεν έχει επιλογή παρά να προσαρμοστεί σ' αυτά που οι επαγγελματίες σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας θεωρούν «λογικά και υλοποιήσιμα» αλλά πάντοτε υπό το πρίσμα μιας στρατηγικής που επιτρέπει και επιβάλλει έναν κυρίαρχο λόγο στην Αμερική, στα διεθνή δρώμενα.
Προεκλογικά και Μεταβατικά
Ένας από τους καλύτερους «αποκωδικοποιητές» του πολιτικού συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ και καταξιωμένος εδώ και δεκαετίες μελετητής του Αμερικάνικου Πενταγώνου, ο William M. Arkin, έχει αποκρυσταλλωμένη θέση και άποψη αναφορικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας (National Security). Τον Μάϊο του 2008, μεσούσης της προεκλογικής εκστρατείας, ο Arkin παρακολούθησε ως προσκεκλημένος συνέδριο που οργανώθηκε υπό την αιγίδα του John F. Kennedy School of Government και του Center for Strategic Leadership (U.S. Army War College). Τίτλος του συνεδρίου ήταν "Civil - Military Relations in a Post-9/11 World". Καθ' όλη τη διάρκεια του συνεδρίου , υπογραμμίζει ο Arkin, κανένας από τους συνέδρους, όλοι «επαγγελματίες» (professionals) σε ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας δεν αναφέρθηκε είτε στον John McCain, τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, ούτε στον υποψήφιο των Δημοκρατικών Barak Obama, ένας εκ των οποίων θα ήταν ο μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ. Το συμπέρασμα του Arkin από όσα άκουσε και αποκωδικοποίησε ("I had to listen to code") ήταν ότι για τους επαγγελματίες του είδους (τους "national security professionals") "δεν έχει πραγματική σημασία ποιος είναι πρόεδρος" και ότι για την επιτυχή "διαχείριση ζητημάτων εθνικής ασφάλειας το μόνο που χρειάζεται είναι να ακολουθηθεί ένα γενικό πρότυπο (template) δράσης". Το γενικό αυτό πρότυπο, προϊόν διαχρονικής υπερκομματικής συναίνεσης, καθορίζεται από τους «επαγγελματίες του είδους», σχεδόν κατά κανόνα, στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (transition period) από την εκλογή του νέου προέδρου στις αρχές Νοεμβρίου μέχρι την εγκατάστασή του στις 20 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.
Πολλοί από αυτούς τους επαγγελματίες, πρώην και νυν μέλη της κυβέρνησης, της πανεπιστημιακής κοινότητας ή των διαφόρων think tanks, θα υποδειχθούν από την Oμάδα Μετάβασης (Transition Team) ως μέλη της καινούργιας κυβέρνησης. Με τη σειρά τους και πιο συγκεκριμένα αυτοί που θα συνεργαστούν μαζί με τους αντίστοιχους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας (Pentagon) θα εργαστούν μεθοδικά σε συνεργασία με το Κογκρέσο, τη γραφειοκρατία και το κατεστημένο της Ουάσινγκτον, ώστε η μετάβαση να εξελιχθεί ομαλά και κυρίως να επικυρωθούν γρήγορα και ανώδυνα από τις επιτροπές της Γερουσίας τα προτεινόμενα από τον Πρόεδρο υψηλόβαθμα μέλη της κυβέρνησης. Μετά από μία ομαλή και επιτυχημένη μετάβαση, οι «επαγγελματίες» θα αναλάβουν πλέον την υλοποίηση της ατζέντας θεμάτων Εθνικής Ασφάλειας. Και τα όποια «οράματα» και προεκλογικές υποσχέσεις του όποιου προέδρου, τον οποίο θεωρητικά υπηρετούν, θα πρέπει να προσαρμοστούν μέσω συναινετικών διαδικασιών σ'αυτά που οι επαγγελματίες κρίνουν, κατά τον Arkin, ότι είναι «λογικά και υλοποιήσιμα» (reasonable and doable). Πραγματικά, σε ζητήματα ασφάλειας των ΗΠΑ κυριαρχεί η θέση ότι δεν έχει σημασία ποιος είναι πρόεδρος. Το ιερατείο της κοινότητας των επαγγελματιών του είδους αποφασίζει και ο πρόεδρος κατά κανόνα νομιμοποιεί τις αποφάσεις τους.
Θεωρητικά η μεταβατική περίοδος ολοκληρώνεται στους δυόμισι περίπου μήνες από τις προεδρικές εκλογές μέχρι την εγκατάσταση του νέου προέδρου. Ωστόσο η πρακτική υποδεικνύει ότι κανένας πρόεδρος από τον Κένεντι και μετά δεν έχει έτοιμο στους δυόμισι αυτούς μήνες το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και τις μερικές χιλιάδες των υψηλόβαθμων αξιωματούχων που θα αναλάβουν τα ηνία της γραφειοκρατίας ως πολιτικοί προϊστάμενοι των μόνιμων υπαλλήλων της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Βάσει του συντάγματος οι επιλεγμένοι από τον πρόεδρο να αναλάβουν υψηλόβαθμες θέσεις ως μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και των δεκαπέντε Εκτελεστικών Τμημάτων (Executive Departments), όπως επίσης και οι επικεφαλείς πολυάριθμων άλλων ανεξάρτητων ή ημιανεξάρτητων αρχών και επιτροπών και μαζί μ' αυτούς οι διπλωματικοί εκπρόσωποι (πρέσβεις) της χώρας, υπόκεινται στην έγκριση των σχετικών επιτροπών της Γερουσίας κατόπιν ανοικτών Ακροάσεων (Hearings). Με την πάροδο του χρόνου η διαδικασία αυτή της επικύρωσης (confirmation) αποδεικνύεται εξαιρετικά χρονοβόρα αλλά και πολλές φορές έντονα ψυχοφθόρα και για τον υποψήφιο και για την κυβέρνηση. Εδώ οι διάφοροι Γερουσιαστές έχουν την ευκαιρία «να ανακρίνουν» τον κάθε υποψήφιο όχι μόνο σε ζητήματα πολιτικής ικανότητας και επαγγελματικής κατάρτισης αλλά κυριολεκτικά επί παντός ζητήματος, συμπεριλαμβανομένων και προσωπικών δεδομένων. Πουθενά στον κόσμο δεν απαντάται η διαδικασία αυτή. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μέσω της επικυρωτικής διαδικασίας έχουν αποκαλυφθεί σκάνδαλα διαφόρων μορφών και όπου υποψήφιοι εξαναγκάστηκαν να αποσυρθούν ζημιώνοντας έτσι τον Πρόεδρο, που τους έχει προτείνει.
Οι πολιτικές σκοπιμότητες, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, ακόμη και οι μικρότητες στην διάρκεια των επικυρωτικών αυτών ακροάσεων αφθονούν και περισσεύουν. Γερουσιαστές με ισχυρή προσωπικότητα, ειδικά ως προεδρεύοντες συγκεκριμένων Επιτροπών, μπορούν κυριολεκτικά να κρατούν «όμηρο» την κυβέρνηση για κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα επί μήνες. Μπορεί μια μεγάλη χώρα όπως η Κίνα, για παράδειγμα, να μείνει χωρίς Αμερικανό πρεσβευτή για μήνες, είτε λόγω της προσωπικότητας του συγκεκριμένου υποψηφίου ή λόγω διαφωνιών για την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί από τις ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Ο εκλιπών υπερσυντηρητικός γερουσιαστής Jesse Helms, για παράδειγμα, αρνήθηκε να καλέσει σε συνεδρίαση την Επιτροπή Εξωτερικών της Γερουσίας της οποίας προήδρευε, διότι δεν ενέκρινε το πρόσωπο του υποψήφιου πρέσβη για το Μεξικό μέχρι που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητα. Ούτε καν Ακρόαση επί του ζητήματος δηλαδή, δεν επέτρεψε ο Γερουσιαστής να λάβει χώρα. Και είχε την θεσμική δύναμη να το επιβάλει.
Πέραν της επικύρωσης των υποψηφιοτήτων των υψηλόβαθμων αξιωματούχων από τη Γερουσία και για την αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης από πλευράς επάνδρωσης, θα πρέπει να προστεθούν και τα πέντε περίπου χιλιάδες άτομα που θα βρίσκονται ιεραρχικά πάνω από τη γραφειοκρατία και θα λειτουργούν ως πολιτικοί της προϊστάμενοι. Αυτοί θα επιβλέπουν την υλοποίηση του πολιτικού προγράμματος του προέδρου μέσα στα πλαίσια, πάντοτε, της νομιμοφροσύνης και της χρηστής διοίκησης. Τα άτομα αυτά ως πολιτικά διορισμένοι (political appointees) είναι κατά γενικό κανόνα επαγγελματικά καταξιωμένοι στο χώρο τους, δεν γίνονται μόνιμοι, δεν επιδιώκουν τη μονιμότητα και τερματίζουν την «υπηρεσία» τους με το τέλος κάθε προεδρικής θητείας, ειδικά όταν το «κόμμα» τους χάνει τις εκλογές.
Όλη η παραπάνω διαδικασία για να ολοκληρωθεί χρειάζεται αρκετούς μήνες. Ενώ επί Κέννεντυ, για παράδειγμα, η πλήρης επάνδρωση της κυβέρνησης ολοκληρώθηκε σε δυόμισι περίπου μήνες από την εκλογή, επί Κλίντον χρειάσθηκαν περισσότερο από οκτώ. Σήμερα υπολογίζεται ότι η διαδικασία μπορεί να κυμανθεί μέχρι και δώδεκα μήνες.
Τα Lobbies και οι «Επαγγελματίες του Είδους»
Στη διάρκεια των περίπου δώδεκα αυτών μηνών, σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα δύο εξελίξεις. Η μία αφορά στη δράση των διαφόρων lobbies που ασχολούνται με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, με κλασικό παράδειγμα το αμερικανο-εβραϊκό. Τα lobbies αυτά στόχο έχουν να επηρεάζουν τις επιλογές της Ομάδας Μετάβασης ως προς τους υποψηφίους για επάνδρωση ολόκληρου του εύρους της κυβέρνησης. Θεωρητικά η στόχευση αφορά σε όλο το εύρος των υποψηφιοτήτων -από το Υπουργείο Εξωτερικών, μέχρι τους επικεφαλής ημιανεξαρτήτων αρχών. Στην πράξη αποφεύγεται η προσπάθεια επηρεασμού της επιλογής των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, διότι αυτό θεωρείται και είναι «προνόμιο» του Προέδρου. Ωστόσο ακόμη και σ' αυτό το επίπεδο ένα ισχυρό lobby, όπως και πάλι το αμερικανο-εβραϊκό, θα έχει μεριμνήσει ώστε επιφανή άτομα που δεν θεωρούνται ότι διάκεινται φιλικά προς το Ισραήλ να έχουν αποκλειστεί εκ των προτέρων από τους καταλόγους υποψηφίων που επεξεργάζεται η Ομάδα Μετάβασης.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών του Προέδρου Johnson, για παράδειγμα, ο George Ball, δεν θα μπορούσε, σε περίπτωση που ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Hurbert Humphrey κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές του 1968, να είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο υποψηφίων για ανάληψη του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Ο George Ball είχε από τότε εκφραστεί αρνητικά κατά του Ισραήλ και της άκριτης στήριξης της πολιτικής του από την Ουάσινγκτον, λόγω της έντονης πολιτικής δράσης του φιλο-ισραηλινού lobby.
Ένα άλλο πιο επίκαιρο παράδειγμα, είναι ο James Baker, Υπουργός Εξωτερικών επί προεδρίας του George Bush, πατέρα του τέως Προέδρου. Ως Υπουργός Εξωτερικών του Προέδρου Bush o James Baker λειτούργησε πιεστικά προς το Ισραήλ στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, ώστε να αρχίσουν οι συνομιλίες Όσλο-Μαδρίτης για το Μεσανατολικό. Ο Baker, εκφράζοντας την προεδρία Bush που κάθε άλλο παρά δεν υποστήριζε τις βασικές θέσεις του Ισραήλ, εξέφρασε δημοσία και με γλαφυρή γλώσσα τη δυσαρέσκειά του προς ορισμένες τακτικές και δραστηριότητες του Ισραήλ ,όπως στο μείζον ζήτημα της συνέχισης του εποικισμού των παλαιστινιακών εδαφών. Γίνεται αντιληπτό ότι ένας James Baker δεν θα μπορούσε να ήταν υποψήφιος για το αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών ή Άμυνας, σε περίπτωση που ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος κέρδιζε τις εκλογές του 2008.
Σε άλλες ωστόσο βαθμίδες της κυβερνητικής ιεραρχίας, ένα αποτελεσματικό lobby μεριμνά ώστε άτομα που ταυτίζονται με τις θέσεις του να συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο υποψηφίων. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονται περισσότερα του ενός άτομα ώστε για μια σημαντική θέση που επηρεάζει τα συμφέροντα του συγκεκριμένου lobby να αυξάνονται οι πιθανότητες ενός δικού τους υποψηφίου.
Στο σημείο αυτό αξίζει και πρέπει να παρατηρηθεί ότι σε τέτοιου είδους υψηλού επιπέδου πολιτικές διεργασίες, που είναι διαπιστωτικές της εγρήγορσης και αποτελεσματικότητας ενός lobby, το ελληνο-αμερικανικό lobby είναι παντελώς εκτός παιχνιδιού. Στην ουσία εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες το ελληνο-αμερικανικό lobby αντιδρά περιστασιακά και συνήθως αναποτελεσματικά και δεν είναι ούτε καν σε θέση παρακολουθήσει τις δραστηριότητες της Τουρκίας στην αμερικανική πρωτεύουσα. Η τελευταία, με τη βοήθεια του αμερικανο-εβραϊκού lobby, της αμερικανικής κυβέρνησης και πολλών think tanks, τα οποία η Άγκυρα χρηματοδοτεί έμμεσα ή άμεσα, έχει κυριολεκτικά βραχυκυκλώσει τις όποιες, έστω και αποσπασματικές, προσπάθειες του ελληνο-αμερικανικού lobby να το εξισορροπήσει. Στην περίπτωση της συνεχώς αυξανόμενης τουρκικής επιρροής στην Ουάσινγκτον το μόνο αντίπαλο δέος είναι αυτό του πολύ καλά οργανωμένου αμερικανο-αρμενικού lobby.
Η δεύτερη εξέλιξη που λαμβάνει χώρα στην προαναφερθείσα «δωδεκάμηνη» σχεδόν μεταβατική περίοδο, είναι πολύ πιο σημαντική και αφορά στο μείζον θέμα της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας. Και είναι εδώ που επιβεβαιώνεται, πολλές φορές και πανηγυρικά, η θέση και κρίση του William A. Arkin αναφορικά με τον καθοριστικό ρόλο των επαγγελματιών του είδους, των «national security professionals» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και τον σχεδόν παθητικό ρόλο του εκάστοτε Αμερικανού Προέδρου.
Αυτό που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας σε κάθε αλλαγή κομμάτων εξουσίας στις ΗΠΑ, δεν είναι η «αλλαγή» ή η ασυνέχεια, αλλά η συνέχεια υπερκομματικών στρατηγικών οι οποίες, με τη σειρά τους, παρήχθησαν μέσα από μια υπερκομματική διαδικασία. Με το πέρασμα του χρόνου η διαδικασία αυτή έχει «χειραγωγηθεί» από τους επαγγελματίες του είδους. Αυτό δεν σημαίνει, κατ' ανάγκην, ότι τα άτομα αυτά και οι φορείς μέσα από τους οποίους δραστηριοποιούνται και ταυτόχρονα νομιμοποιούνται, «συνωμοτούν» ώστε να βραχυκυκλώνουν το σύστημα και να «απαγάγουν» (hijack), κατά κάποιον τρόπο, την πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ. Ενίοτε συμβαίνει και αυτό αλλά μόνο σε ζητήματα τακτικής.
Ο Πρόεδρος Eisenhower ως Συνεχιστής
Όμως το κρίσιμο στοιχείο, που μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε ορθά όχι μόνο την πολιτική ενός νέου Αμερικανού Προέδρου όπως του Barak Obama (που φαινομενικά κέρδισε το ιδεολογικό του αντίπαλο κόμμα) είναι η διαχρονική συνέχεια που χαρακτηρίζει τις βασικές αρχές της αμερικανικής στρατηγικής ασφάλειας, όπως αυτές καθορίστηκαν μεταπολεμικά, συνεχίστηκαν με κοσμητικές μόνο αλλαγές μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και οι οποίες, παρά την περί του αντιθέτου εντονότατη φιλολογία, δεν παρουσιάζουν «ριζοσπαστικές» αλλαγές μετά την 11η Σεπτεμβρίου συμπεριλαμβανομένης και της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.
Κεντρικό έτος αναφοράς για την μεταπολεμική πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ θεωρείται το έτος 1947, επί Προεδρίας Truman, που μας έδωσε το Δόγμα Truman, το Σχέδιο Marshall, τον George Kennan και το National Security Act of 1947. Εξίσου σημαντικό υπήρξε και το έτος 1950 με το NSC-68, ένα ντοκουμέντο σταθμός για την αποκωδικοποίηση της μακροστρατηγικής των ΗΠΑ και όσων εξακολούθησαν μεταψυχροπολεμικά και που συνεχίζουν μέχρι και τις μέρες μας.
Ωστόσο κατά τον Andrew Bacevich, τον ωριμότερο ίσως μελετητή της αμερικανικής μακροστρατηγικής σήμερα, είναι το έτος 1953 που πρέπει να θεωρείται η καθοριστική στιγμή (defining moment) για την μεταπολεμική πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ. Είναι το έτος που οι Ρεπουμπλικάνοι, μετά από μία πολύ μεγάλη περίοδο εκτός εξουσίας ανέλαβαν την προεδρία των ΗΠΑ με τον Dwight Eisenhower.
Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, o αγαπητός Ike ("I like Ike" υπήρξε το σήμα κατατεθέν της προεκλογικής του εκστρατείας) και αρχιστράτηγος των Ηνωμένων Εθνών στον πόλεμο κατά του φασισμού, υπήρξε (και περισσότερο το κόμμα του) επικριτικός της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, της συμφωνίας της Γιάλτας, της «αιχμαλωσίας» της Ανατολικής Ευρώπης από τον σοβιετικό κομμουνισμό, κλπ. Ο υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ Eisenhower, άφηνε να εννοηθεί ότι θα υλοποιούσε μια αντικομμουνιστική στρατηγική ("rollback" communism), υποστήριζε λιγότερες αμερικανικές δεσμεύσεις και στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό, ενώ σε ιδιωτικές του τοποθετήσεις προβληματίζετο για την παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη.
Όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια. Ο Eisenhower έγινε χειροκροτητής της στρατηγικής της ανάσχεσης του προκατόχου του και, πιο σημαντικά, καθιέρωσε τη «συνέχεια» στη στρατηγική ασφάλειας των ΗΠΑ ως το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των μεταψυχροπολεμικών κυβερνήσεων. Η συνέχεια αυτή υπήρξε παράγωγο μίας υπερκομματικής συναίνεσης, που μόνο στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ και για μόνο μία πολύ μικρή χρονικά περίοδο, αμφισβήτησε.
Θα χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα για να τεκμηριώσω τα παραπάνω, που αφορούν στη διαχρονικότητα της αμερικανικής στρατηγικής και ασφάλειας και, ταυτόχρονα, προς επίρρωση της τοποθέτησης τόσο του Bacevich όσο και του Arkin.
Το πρώτο παράδειγμα αφορά κατ' εξοχήν στην Αμερική και το δεύτερο στην αμερικανική πολιτική έναντι της Τουρκίας που προκύπτει, βέβαια, από το πρώτο.
Pax Americana: NSC-68 και DPG 1992
Στην μετά του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου περίοδο η Αμερική «επέλεξε», εσκεμμένα και κατόπιν ενδελεχούς και πολυεπίπεδης επεξεργασίας στην οποία συνέβαλε οργανωμένα και μεθοδικά ολόκληρο το σύστημα ασφάλειας του κράτους, μία στρατηγική παγκόσμιας πολιτικής ηγεμονίας, οι μέθοδοι της οποίας αποτυπώθηκαν στο περίφημο έγγραφο NSC-68 1950[10]. Κατά το NSC-68 οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εφαρμόσουν μία παρεμβατική πολιτική στα παγκόσμια δρώμενα και κατ' επέκταση να έχουν ένα ηγετικό ηγεμονικό ρόλο, ο οποίος όχι μόνο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά/ανασχετικά έναντι της Σοβιετικής Ένωσης αλλά ταυτόχρονα θα απέτρεπε και την «αυτονόμηση» και των δικών της δυτικών συμμάχων από την αμερικανική «ευμενή», αν θέλετε, ηγεμονία. Η εκπληκτική, κατά κάποιο τρόπο «παραδοχή» του NSC-68, όπως επαναβεβαιώνεται μισό αιώνα αργότερα από τον Paul Nitze, διευθυντή τότε του Policy Planning Staff του Υπουργείου Εξωτερικών που «συντόνισε» την παραγωγή του NSC-68, είναι ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να ακολουθήσουν την ηγεμονική στρατηγική που ακολούθησαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έστω και αν δεν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση! Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, μας πληροφορεί ο Nitze το 1999, απλά προσέδωσε επιτακτικότητα (urgency) σε μία στρατηγική ηγεμονίας που επέβαλλαν οι αμερικάνικες επιταγές.
Θα προσθέσω και κάτι ακόμη. Ούτε και το NSC-68 ήταν καινοτόμο αναφορικά με τις ηγεμονικές βλέψεις των ΗΠΑ. Αυτές μας μετέφεραν πίσω στο 19ο αιώνα με το Δόγμα Monroe, όσων προηγήθηκαν της διακήρυξής τους και αυτών που ακολούθησαν, κυρίως μετά το Αμερικανο-ισπανικό πόλεμο του 1898. Ανεξάρτητα, όπως μας πληροφορεί ο Melvyn P. Leffler με βάση τους αμερικανικούς μεταπολεμικούς σχεδιασμούς, «ούτε μία ενοποιημένη Ευρώπη, ούτε μία ενωμένη Γερμανία, ούτε μία ανεξάρτητη Ιαπωνία, επιτρέπεται να αναδυθούν ως μία τρίτη δύναμη ή ως ένας ουδέτερος συνασπισμός».
Το πόσο ειλικρινείς υπήρξαν οι συντάκτες του NSC-68, όπως ο Paul Nitze αναφορικά με τους διαχρονικούς στόχους και τις μεθοδεύσεις των ΗΠΑ, φάνηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1992 διοχέτευσαν στον αμερικανικό τύπο αποσπάσματα ενός απόρρητου προσχεδίου του Αμερικανικού Πενταγώνου που έφερε τον τίτλο «Οδηγίες Αμυντικού Σχεδιασμού» (Defence Planning Guidance - DPG)[14]. Στο απόρρητο αυτό προσχέδιο προσφέρεται μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία να αντιληφθεί ο αναγνώστης τον τρόπο σκέψης και τις αντιλήψεις που καθοδήγησαν και διαμόρφωσαν τις διαχρονικές παραμέτρους της αμερικανικής στρατηγικής. Το έγγραφο καταγράφει τόσο τη λογική όσο και την διαχρονικότητα των αμερικανικών στόχων και επιδιώξεων στον μετά τον Β΄ΠΠ κόσμο αλλά και της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Οι λόγοι και οι επιδιώξεις είναι πανομοιότυπες και αποβλέπουν στη διατήρηση της αμερικανικής υπεροχής (preponaderance) έναντι όλων των αντιπάλων απολύτως.
Με το επιχείρημα ότι η υπεροχή αυτή είναι αναγκαία διότι διασφαλίζει την παγκόσμια πολιτική σταθερότητα και παρέχει ασφάλεια (όπως και στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), το DPG υπογραμμίζει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει συνεπώς «να αποθαρρύνουν τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη από το να αμφισβητήσουν την ηγεσία μας ή ακόμη και να τρέφουν φιλοδοξίες για έναν ευρύτερο παγκόσμιο ή περιφερειακό ρόλο». Ταυτόχρονα το «κυρίαρχο ζήτημα» της αμερικανικής μακροστρατηγικής πρέπει να είναι η «αποτροπή κάθε εχθρικής δύναμης από την δυνατότητα να κυριαρχήσει μιας περιοχής της οποίας οι πόροι [resources] θα της επιτρέπουν, κάτω από συγκεντρωτικό έλεγχο να παράγει παγκόσμιας εμβέλειας δυνατότητες» στις περιοχές (regions) που μπορούν να παράγουν τέτοιας μορφής ανταγωνιστές ("peer competitors") κατονομάζονται η Δυτική Ευρώπη, η Ανατολική Ασία, οι περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και η Νοτιοδυτική Ασία (ευρύτερη Μέση Ανατολή).
Πάντοτε κατά το DPG του 1992 δεν πρέπει, κατά συνέπεια, η Αμερική να πράξει τίποτα λιγότερο, από το να «διατηρήσει την κύρια ευθύνη για την αντιμετώπιση... των κακώς εχόντων που απειλούν όχι μόνο τα συμφέροντά μας αλλά και εκείνα των συμμάχων και φίλων μας ή και να αντιμετωπίσουν όλα εκείνα τα κακά τα οποία θα μπορούσαν να κλονίσουν στα σοβαρά τις διεθνείς σχέσεις».
Για την πραγμάτωση των παραπάνω στρατηγικών τους στόχων στην μεταψυχροπολεμική περίοδο οι ΗΠΑ θα πρέπει να εφαρμόσουν μια πολιτική που να επιτρέπει να λειτουργούν, κατά το DPG, ως «επιτηρητής των ενηλίκων» ("adult supervisor" είναι η φράση του κειμένου). Δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες αναλαμβάνουν ουσιαστικά να επιβλέπουν και να προστατεύουν τα συμφέροντα όλων των δυνητικά μεγάλων δυνάμεων για λογαριασμό τους, όπως βέβαια αυτά ερμηνεύονται από την Ουάσινγκτον, ώστε οι δυνάμεις αυτές να παραμένουν δυνητικά τέτοιες και να μην λειτουργούν στην πράξη ως πραγματικά μεγάλες δυνάμεις ανεξάρτητα της βούλησης των ΗΠΑ.
Το αναπόδραστο συμπέρασμα ως προς τη διαχρονικότητα της μακροστρατηγικής (grand strategy) των ΗΠΑ, τόσο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και μεταψυχροπολεμικά, είναι ότι η Ουάσινγκτον δεν ανέχεται την ύπαρξη πραγματικά ανεξάρτητων δρώντων στο διεθνές σύστημα διότι μια τέτοια κατάσταση διαρρηγνύει την αμερικανική ηγεμονία την οποία οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θεωρούν κλειδί για την παγκόσμια σταθερότητα ή αλλιώς αμερικανική ειρήνη (Pax Americana).
Παρά τις διαβεβαιώσεις της Προεδρίας Μπους (πατέρα) και της Προεδρίας Κλίντον που ακολούθησε ότι η φιλοσοφία των DPG 1992 εγκαταλείφθηκε, η παρεμβατική πολιτική Κλίντον στα Βαλκάνια, στο Ιράκ, στην Κεντρική Ασία και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, κάθε άλλο παρά ακύρωναν τις επιταγές του DPG 1992. Αντίθετα τις επιβεβαίωναν. Με τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και την διακήρυξη του Δόγματος Μπους (νεώτερου) για προληπτικούς πολέμους και μονομερείς δράσεις τον Σεπτέμβριο του 2002, έχουμε την επαναδιατύπωση με ακραίους τρόπους της πολιτικής φιλοσοφίας του DPG 1992 το οποίο, με τη σειρά του, μας πάει πίσω στο NSC-68 και τις διαχρονικές επιταγές για αμερικανική ηγεμονία και πρωτοκαθεδρία που διασφαλίζει την Αμερική.
Διαμορφωτές της παραπάνω περιγράφουσας πραγματικότητας των ΗΠΑ είναι, όπως ήδη καταγράφθηκε, οι κατά τον Arkin "national security professionals", ή οι «επαγγελματίες του είδους» που διαχειρίζονται ζητήματα εθνικής ασφάλειας στη βάση ενός «γενικού προτύπου δράσης» ανεξάρτητα του ποιος είναι πρόεδρος και, βέβαια, ανεξάρτητα των προεκλογικών διακηρύξεων, υποσχέσεων, προσωπικών δεσμεύσεων ή ακόμη και της προσωπικής πολιτικής ιστορίας του εκάστοτε Προέδρου.
Καλύτερη απόδειξη για την εκτίμηση του Arkin ως προς τον καταλυτικό ρόλο των «επαγγελματιών του είδους», καθώς επίσης και για τη διαχρονική συνέχεια της αμερικανικής πολιτικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας όπως την διατυπώνει ο Bacevich, καταγράφεται για μια ακόμη φορά με την επίσκεψη της κας Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Κλίντον στην Τουρκία τον Μάρτιο (2004), και την εξαγγελθείσα για τον Απρίλιο (2009) επίσκεψη του προϊσταμένου της Ομπάμα στην ίδια χώρα, μετά την ολοκλήρωση του πρώτου ταξιδιού του στην Ευρώπη.
ΗΠΑ και Τουρκία: Ο Θρίαμβος της Ελίτ
Ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας έχουμε τον θρίαμβο της ελίτ των «διανοούμενων του πολέμου» (war intellectuals) και των εργαλειακών επιστημόνων (instrumental scholars), που απαρτίζονται από μέλη των think tanks της Ουάσινγκτον («συντηρητικά» και «φιλελεύθερα») και της στρατο-γραφειοκρατίας, δηλαδή μελών του Υπουργείου Άμυνας, του Υπουργείου Εξωτερικών και των «επαγγελματιών του είδους».
Οι τελευταίοι «περιφέρονται» στα διάφορα think tanks, στα πανεπιστήμια, στην κυβέρνηση και τούμπαλιν ή καταλήγουν από την κυβέρνηση να εργάζονται σε οίκους δημοσίων σχέσεων που είναι συμβεβλημένοι με κράτη όπως είναι η Τουρκία για παράδειγμα και λειτουργούν ως «ξένοι πράκτορες» (foreign agents) στις ΗΠΑ εκπροσωπώντας τις «ξένες» χώρες που τους πληρώνει. Κλασσικό παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης είναι αυτή του Marc Grossman που σήμερα εργάζεται ως μέλος της εταιρείας δημοσίων σχέσεων του Cohen Group, που είναι συμβεβλημένη με την Τουρκία. Όχι τυχαία ο Cohen είναι ο William Cohen, τελευταίος Υπουργός Άμυνας των Δημοκρατικών επί προεδρίας Κλίντον την δεκαετία του 1990.
Ο κ. Marc Grossman, διπλωμάτης καριέρας, διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (1994-1997) και Υφυπουργός για ευρωπαϊκές υποθέσεις (2001 - 2005) υπό την ευθύνη του οποίου δρομολογήθηκε η τελευταία φάση του Σχεδίου Ανάν. Για τον κ. Grossman υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο. Εναντίον του εκκρεμούν ισχυρισμοί και κατηγορίες ότι την περίοδο που διετέλεσε Υφυπουργός (2001-2005) υπήρξε αποδέκτης τουλάχιστον 15,000 δολαρίων σε μετρητά υπό τη μορφή δωροδοκίας (bribe) από την τούρκο-αμερικανική οργάνωση American Turkish Council[18]. Κατά τους ισχυρισμούς ο Grossman συνεργάζετο με την τουρκική πρεσβεία και Τούρκους πράκτορες στην παροχή πληροφοριών για πυρηνικά ζητήματα, που κατέληγαν στην Τουρκία το Πακιστάν και το Ισραήλ, σε ένα όργιο κατασκοπείας κατά των ΗΠΑ από τρεις κατά τα άλλα σύμμαχές της χώρες. Για τον Grossman ανοίχθηκε φάκελος από την αμερικανική FBI, τα τηλέφωνά του παρακολουθούντο και από την παρακολούθηση προέκυψαν οι ισχυρισμοί εναντίον του αναφορικά με τη δωροδοκία. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει αλλά δεν φαίνεται και να προχωρεί. Η αμερικανική δικαιοσύνη έχει επιβάλλει πρωτόγνωρα δικαστικά ασφαλιστικά μέτρα ενάντια στον κύριο μάρτυρα (gag order), για λόγους «εθνικής ασφάλειας» στην υπόθεση Grossman.
Τίποτα από τα παραπάνω ωστόσο, δεν σταμάτησαν τον κ. Grossman που εμφανίστηκε την επομένη του ταξιδιού της κας Κλίντον στην Τουρκία ως το κύριο πρόσωπο που παρείχε πληροφορίες στην εφημερίδα The Washington Post ("Obama Trip to Include Turkey Visit", March 8, 2009). Η εφημερίδα στο πρωτοσέλιδό της εκθειάζει την Τουρκία και την στρατηγική της συμασία για τις ΗΠΑ, στην προσπάθεια της τελευταίας να κερδίσει τον μουσουλμανικό κόσμο, να απεμπλακεί από το Αφγανιστάν, και να εκτονώσει την Μέση Ανατολή.
Αυτά που λέει ο κ. Grossman σήμερα, ότι δηλαδή η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, τα έλεγε αυτολεξεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως Αμερικανός αξιωματούχος. Τα ίδια έλεγε και ο Richard Holbrooke (σήμερα εκπρόσωπος του Ομπάμα για το Αφγανιστάν) την ίδια ακριβώς περίοδο και τα ίδια εκφώνησε ο Πρόεδρος Κλίντον στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του 1999 στον πανηγυρικό του λόγο στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, όπου οι Τούρκοι τον χειροκροτούσαν επί ποδός για αρκετή ώρα.
Ωστόσο, οι σχέσεις ΗΠΑ - Άγκυρας δεν βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο λόγω και μόνο της σύμπλευσης συμφερόντων των δυο κρατών σε μια σειρά ζητημάτων. Θυμίζω ότι ο αντιαμερικανισμός και ο αντισημητισμός (που πάνε χέρι χέρι) βρίσκεται στα ύψη στην Τουρκία. Και ότι τον Μάρτιο του 2003 οι σχέσεις ΗΠΑ-Άγκυρας ήταν στο ναδίρ λόγω της άρνησης της τελευταίας να συνδράμει τη μεγάλη σύμμαχό της στην εισβολή στο Ιράκ.
Από τις αρχές του 1980 η τουρκική κυβέρνηση υλοποιεί, με τη βοήθεια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, μια στρατηγική άλωσης και βραχυκύκλωσης όλων των κέντρων εξουσίας των ΗΠΑ, κυρίως μέσα στην Ουάσιγκτον αλλά και έξω από αυτήν.
Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι δεν υπάρχει think tank στην Ουάσιγκτον το οποίο ασχολείται με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας όπου δεν υπάρχει τουρκική παρουσία και πάμπολλα τουρκικά λεφτά. Πουθενά στην Ουάσιγκτον δεν λαμβάνει χώρα δραστηριότητα που να επηρεάζει τα τούρκικα συμφέροντα και να μην εμφανίζεται μια χορωδία εργαλειακών επιστημόνων και «επαγγελματιών» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας για να την ακυρώσει.
Αντίθετα η παρουσία της Ελλάδας και της Κύπρου στα κέντρα εξουσίας στην Ουάσιγκτον είναι στην καλύτερη περίπτωση παθητική , αρκετές φορές αρνητική και ενίοτε γελοία. Στη γελοιότητα καταλήγουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις όταν συγχέουν την ουσία με την επίφαση και οι ηγεσίες των οποίων πιστεύουν ότι η προσωπική διπλωματία μπορεί να υποκαταστήσει θεσμικά κενά, ανικανότητες και τη συσσωρευμένη αξιοπιστία μιας υπερκομματικής στρατηγικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.
* Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει Σύμβουλος Τύπου της Κυπριακής Πρεσβείας στην Ουάσινγκτον την περίοδο 1980-1989.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...