Η πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή
Τα παραδείγματα του Ιράκ και της Συρίας
Η Μέση Ανατολή είναι μια περιοχή που, ιδιαίτερα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, χαρακτηρίζεται από στοιχεία «πολιτικής ρευστότητας» και ισχυρές τάσεις ανακατανομής της ισχύος. Η περιοχή αυτή ήταν (και είναι) για πολλά χρόνια το επίκεντρο πολλών ανταγωνισμών και αντιπαραθέσεων κυρίως από πλευράς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με στόχο την κυριαρχία επί του φυσικού της πλούτου, αλλά και των διαδρομών μεταφοράς των ενεργειακών πρώτων υλών.
Χαρακτηριστικό των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για κυριαρχία και έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής, είναι και το γεγονός ότι την αγγλική και γαλλική κυριαρχία, διαδέχεται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αμερικανική. Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, ενώ η μια ιμπεριαλιστική δύναμη προχωρεί και μια άλλη αποσύρεται, οι ΗΠΑ βρίσκουν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κυβερνήσεις έτοιμες να συνεργαστούν μαζί τους και να διευκολύνουν την επέκταση της επιρροής και της διασφάλισης των συμφερόντων τους. Σήμερα, οι πιο συνεπείς σύμμαχοι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή είναι η Τουρκία και το Ισραήλ.
Η Τουρκία, της οποίας η εξωτερική πολιτική είναι το θέμα μας, βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που γειτνιάζουν με τη Μέση Ανατολή (ή και ανήκουν σε αυτήν), εκείνες που ενδιαφέρει περισσότερο τα μονοπώλια. Έχει τη δυνατότητα να προστατεύει τα συμφέροντα των μονοπωλίων, έχει ισχυρή θέση στην παγκόσμια αγορά και διαθέτει σημαντικότατη γεωστρατηγική θέση, τέτοια που μπορεί να διασφαλίσει έλεγχο επί των ενεργειακών πρώτων υλών και όχι μόνο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Γεράσιμο, η γραμμή από το Βελιγράδι μέχρι την Αδριατική και η γραμμή που χωρίζει την Ανατολία από τη Συρία και τη Μεσοποταμία από το Ιράν, αποτελούν δύο εξαιρετικά σημαντικές γραμμές μεταξύ των οποίων βρίσκεται το λεγόμενο «πεδίο περάσματος». Το συγκεκριμένο πεδίο που περίγραψε ο ιστορικός, αποτέλεσε για πολλούς αιώνες το κύριο κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είναι ουσιαστικά το σημερινό τουρκικό κράτος.
Ενδεικτικό της σημασίας της γεωστρατηγικής θέσης της σημερινής Τουρκίας σε σχέση με τη Μέση Ανατολή είναι και το εξής: Οι σημαντικότερες αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμοί για το μοίρασμα των αγορών κατά τον ΧΙΧ αιώνα, πραγματοποιήθηκαν με επίκεντρο την περιοχή του «πεδίου περάσματος». Έγιναν δηλαδή για τον έλεγχο των τότε οθωμανικών εδαφών και πέρασαν στην ιστορία ως το «Ανατολικό Ζήτημα». Σήμερα, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τη «διάνοιξη» του δρόμου για επέκταση του δυτικού κεφαλαίου προς την Κεντρική Ασία, βρισκόμαστε ενώπιον ενός δεύτερου «Ανατολικού Ζητήματος». Η Μέση Ανατολή και η Κεντρική Ασία αποτελούν μια σημαντική «ζώνη ενέργειας», την οποία η ΗΠΑ επιδιώκουν να ελέγξουν ολοκληρωτικά. Με λίγα λόγια, η Τουρκία βρίσκεται στο σημερινό επίκεντρο των πιο σημαντικών περιοχών πάνω στις οποίες διεξάγεται μια συνεχής αντιπαράθεση για τον έλεγχο της ενέργειας και των ενεργειακών διαδρομών.
2. Η Τουρκία ως χώρα «παράδειγμα» στα πλαίσια της αμερικάνικης πολιτικής
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η Τουρκία κατέχει σημαντική θέση και επωμίζεται καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση των αμερικανικών και νατοϊκών σχεδιασμών για την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο γνωστό σχέδιο για την «Ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική» που εκπόνησαν οι ΗΠΑ σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή τους στο Ιράκ. Στόχος του σχεδίου αυτού ήταν η αλλαγή των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής, με τρόπο που να διασφαλίζεται η λεγόμενη «ελεύθερη αγορά» και τα αμερικανο – νατοϊκά συμφέροντα. Το σχέδιο αυτό αρχικά δημοσιοποιήθηκε με την επωνυμία «Πρωτοβουλία για την Ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική».
Μεγάλη δημοσιότητα απέκτησε το συγκεκριμένο σχέδιο όταν η αραβική εφημερίδα, με έδρα το Λονδίνο, Al – Hayat στις 13 Φεβρουαρίου 2004 δημοσίευσε μέρη μιας νέας έκδοσης του εγγράφου με την επωνυμία «Έγγραφο Εργασίας του Συνεταιρισμού Ευρύτερης Μέσης Ανατολής» των G8. Σύμφωνα με το εν λόγω δημοσίευμα της αραβικής εφημερίδας, το έγγραφο υπογράμμιζε ότι «για την ανάπτυξη της ατομικής πρωτοβουλίας, η ελευθερία και η δημοκρατία είναι στοιχεία απαραίτητα, που λείπουν όμως από την ευρύτερη Μέση Ανατολή».
Το δημοσίευμα προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, αφού πολλοί διανοούμενοι και οργανώσεις τάχθηκαν είτε υπέρ, είτε εναντίον του σχεδίου αυτού. Καθώς οι αντιδράσεις αυξάνονταν, οι ΗΠΑ προσκάλεσαν τις κυβερνήσεις της περιοχής σε συζήτηση για το σχέδιο στα πλαίσια της Συνόδου των G8, στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2004. Από τις κυβερνήσεις κρατών που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο, ανταποκρίθηκαν την αμερικανική πρόσκληση αρχικά μόνο αυτές της Τουρκίας, της Ιορδανίας και της Υεμένης. Στα πλαίσια των αποφάσεων της Συνόδου του Ιουνίου 2004 για το σχέδιο, δημιουργήθηκε και η ομάδα «Βοηθητικός Διάλογος για τη Δημοκρατία», με τις ηγετικές θέσεις να δίδονται στην Τουρκία, Ιταλία και Υεμένη.
Στη βάση του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ο φορέας υλοποίησης του τουρκικού ρόλου «χωροφύλακα» του ιμπεριαλισμού στα πλαίσια των αμερικάνικων σχεδιασμών, ήταν από την αρχή η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ) του Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν. Φυσικά η δραστηριότητα της Τουρκία στα πιο πάνω πλαίσια αρχίζει πριν από την επισημοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου. Ήδη στις 28 Μαρτίου 2003, κατά τη διάρκεια της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών της Οργάνωσης Ισλαμικής Διάσκεψης, ο τότε Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Αμπντουλλάχ Γκιούλ, απευθυνόμενος στο μουσουλμανικό κόσμο υπογράμμισε την αναγκαιότητα «πρώτα και κύρια να βάλουμε σε τάξη το δικό μας σπίτι».
Στο ίδιο περίπου περιεχόμενο κινήθηκαν και οι επίσημες τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού Ερντογάν. Μιλώντας σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Harvard, στις αρχές του 2004, ο Τούρκος Πρωθυπουργός υπογράμμισε τον εργαλειακό ρόλο της χώρας του, ως χώρας «παραδείγματος» προς το μουσουλμανικό κόσμο. Δηλαδή, ενός κράτους κοσμικού και ως εκ τούτου κράτους δυτικών, φιλελεύθερων προσανατολισμών με μουσουλμανικό πληθυσμό (τουλάχιστον στη συντριπτική του πλειοψηφία). Χαρακτηριστικά, ο Ερντογάν απευθυνόμενος στους ηγέτες του μουσουλμανικού κόσμου ανέφερε ότι «η δημοκρατία δεν είναι ιδιαιτερότητα για καμιά συγκεκριμένη ομάδα κοινωνιών. Η δημοκρατία είναι οικουμενική και απαραίτητη στην εποχή μας». Ταυτόχρονα, απευθυνόμενος στους ηγέτες του δυτικού κόσμου τους κάλεσε να ακούσουν τους μουσουλμάνους «με ανοικτή καρδιά» και να δώσουν «ορθά παραδείγματα» για την αλλαγή. Σε αυτή την περίπτωση, ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας διαμεσολαβεί ως ο πομπός μηνυμάτων από τη Δύση στην Ανατολή και αντιστρόφως, με την χώρα του να αποτελεί το «ορθό παράδειγμα», για το οποίο αναφέρθηκε.
3. Η ιδεολογική νομιμοποίηση της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή
Η διαμεσολάβηση της Τουρκίας στο όνομα των δυτικών συμφερόντων προς τις Αραβικές χώρες και την Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα με το περίβλημα του «κράτους παραδείγματος», έχει εκφραστεί ποικιλοτρόπως τα τελευταία χρόνια. Για αυτό το λόγο, θα ήταν πολύ σημαντικό να παρουσιαστεί η διαδικασία ιδεολογικής νομιμοποίησης ενός τέτοιου ρόλου, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στο εξωτερικό. Πρωταγωνιστής στην προσπάθεια ιδεολογικής υποστήριξης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, είναι ο καθηγητής γεωπολιτικής Αχμέτ Νταβούτογλου, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της λεγόμενης ισλαμικής διανόησης της χώρας και σύμβουλος του Πρωθυπουργού της Τουρκίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει με τη συμβολή του Νταβούτογλου, ουσιαστικά ένα κέντρο στρατηγικών μελετών της εξωτερικής πολιτικής συνδεδεμένο με το Πρωθυπουργικό Γραφείο.
Ο καθηγητής Νταβούτογλου, εισήγαγε στην τουρκική εξωτερική πολιτική την έννοια του «στρατηγικού βάθους». Η βασική θέση της έννοιας αυτής, είναι ότι το στρατηγικό βάθος απαιτεί και προϋποθέτει ιστορικό και γεωγραφικό βάθος. Το ιστορικό βάθος ορίζεται ως το χαρακτηριστικό μιας χώρας, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο ιστορικών γεγονότων. Η Τουρκία, λόγω της ιστορικής κληρονομιάς που άφησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχει ταυτόχρονα ιστορικό και γεωγραφικό βάθος.
Κατά τον Νταβούτογλου, το γεωγραφικό βάθος είναι μέρος του ιστορικού βάθους μιας χώρας. Σε αυτή την περίπτωση, κατά τον Τούρκο καθηγητή, η Τουρκία δεν είναι απλά μια μεσογειακή χώρα γιατί αυτό που τη διακρίνει, για παράδειγμα, από την Ελλάδα και τη Ρουμανία είναι ότι αποτελεί συγχρόνως μια μεσανατολική και μια καυκάσια χώρα. Επιπρόσθετα, αντιθέτως με τη Γερμανία, η Τουρκία είναι τόσο ευρωπαϊκή όσο και ασιατική. Η Τουρκία είναι τόσο χώρα της Μαύρης Θάλασσας, όσο και της Μεσογείου. Με αυτό τον τρόπο, το γεωγραφικό βάθος τοποθετεί την Τουρκία στο κέντρο πολλών γεωπολιτικών επιρροών. Άρα το στρατηγικό βάθος της χώρας, θέτει ενώπιον της Τουρκίας την υποχρέωση και το πλεονέκτημα της ενεργούς δέσμευσης με όλα τα περιφερειακά θέματα που γειτονεύουν με την Τουρκία.
Το κεντρικό συμπέρασμα του καθηγητή Νταβούτογλου είναι ότι η Τουρκία θα πρέπει να προβάλει και να αναδεικνύει σε παγκόσμιο επίπεδο τον υψίστης σημασίας γεωπολιτικό και γεωοικονομικό της ρόλο στην περιοχή για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, καθώς και τη σημασία της για τις ισορροπίες μεταξύ ΗΠΑ – Ε.Ε – Ρωσίας. Εκείνο που ουσιαστικά προτείνει ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού Ερντογάν, είναι η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας σε διαμεσολαβητικό κομβικό δρώντα μεταξύ των ΗΠΑ και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, αναβαθμίζοντας έτσι την γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας με σημασία τέτοια που να μπορεί να ζητά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ.
Αναφορικά με τη Μέση Ανατολή, ο Νταβούτογλου υπογραμμίζει ότι αυτή η περιοχή αποτελεί τμήμα της Εγγύς Χερσαίας Λεκάνης, μαζί με τον Καύκασο και τα Βαλκάνια, η οποία περιβάλλει την Τουρκία. Συνεπώς η Τουρκία υποχρεώνεται να μην απομακρύνει την προσοχή της από αυτή τη Λεκάνη. Δεν πρέπει να ξεχνούμε σημειώνει ο καθηγητής Νταβούτογλου, ότι το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό βάρος της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή θα συνεχίσουν να είναι συνδεδεμένα με την επιρροή και την παρουσία που θα έχει η Τουρκία σε αυτή Λεκάνη.
Κεφάλαιο 4: Η σημασία του Ιράκ και οι τελευταίες εξελίξεις στις τουρκο-ιρακινές σχέσεις
Με την έναρξη του Πολέμου του Κόλπου, τον Αύγουστο του 1990, ο τότε Πρόεδρος της Τουρκίας Τουργούτ Οζάλ ανέλαβε την υλοποίηση μιας δραστήριας πολιτικής στο πλευρό των ΗΠΑ με στόχο να διασφαλίσει ότι ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, κατά την μετά του Ψυχρού Πολέμου εποχή, θα συνέχιζε να έχει την ίδια (η και αναβαθμισμένη) σημασία. Μάλιστα, τόσο μεγάλη ήταν η «αγωνία» του Οζάλ για διασφάλιση του περιφερειακού ρόλο της χώρας στο νεοταξικό πλαίσιο, που ανέλαβε αποκλειστικά ο ίδιος το χειρισμό των θεμάτων που απέρρεαν από τον πόλεμο παρακάμπτοντας ακόμα και τον Πρωθυπουργό Γιλντιρίμ Άκμπουλουτ.
Το πρώτο συγκεκριμένο βήμα, έγινε με την απόφαση της Τουρκίας να λάβει μέρος στο οικονομικό εμπάργκο κατά του Ιράκ, με απόφαση του ΟΗΕ το 1991. Συγκεκριμένα, διέκοψε μονομερώς τη λειτουργία του αγωγού μεταφοράς πετρελαίου Κιρκούκ – Γιουμούρταλικ και παραχώρησε άδεια χρησιμοποίησης των νατοϊκών βάσεων που βρίσκονται σε τουρκικά εδάφη για τα μαχητικά των ΗΠΑ. Στόχος φυσικά της Τουρκίας δεν ήταν μόνο η διατήρηση της σημασίας της για τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, αλλά παράλληλα επιδίωκε όπως κατοχυρώσει τη θέση της στο νέο σύστημα ασφάλειας της περιοχής, διαμέσου του ελέγχου στις πηγές των ενεργειακών πρώτων υλών και ιδιαίτερα των πετρελαίων του Κιρκούκ.
Τον Απρίλιο του 1991, με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (αριθμός 688), στρατιωτικές δυνάμεις από 11 χώρες μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και η Τουρκία, εφάρμοσαν το σχέδιο «Παροχής Ανακούφισης» (Provide Comfort), με στόχο δήθεν να καλλιεργήσουν κλίμα ασφάλειας στην περιοχή, παρέχοντας ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες των στρατοπέδων στα σύνορα Τουρκίας – Ιράκ. Δημιούργησαν το λεγόμενο κουρδικό «καταφύγιο» και «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» στο Βόρειο Ιράκ, η έκταση του οποίου ήταν περίπου 40 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή το μισό του σημερινού Ιρακινού Κουρδιστάν.
Των πιο πάνω προηγήθηκε επίθεση των στρατευμάτων του Σαντάμ Χουσεϊν κατά των Κούρδων στα νοτιο-ανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Περίπου 2 εκατομμύρια Κούρδων μετακινήθηκαν και επιδίωξαν να εισέλθουν σε τουρκικά εδάφη. Ο Οζάλ ήταν σε πολύ δύσκολή θέση, τόσο από τις εσωτερικές πιέσεις που δημιουργούσε το Κουρδικό πρόβλημα, όσο και από τις εξωτερικές που δημιουργούσε η διεθνής κοινότητα. Σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, ο τότε Τούρκος Πρόεδρος αποδέχτηκε τη δημιουργία της «ζώνης ασφάλειας – καταφύγιου», εντός του Βορείου Ιράκ. Μέχρι το τέλος του 1991, ολόκληρη η περιοχή του Κιρκούκ καταλήφθηκε εκ νέου από τους Κούρδους.
Σταδιακά, γίνεται αντιληπτό ότι η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και η βίαιη αλλαγή των ισοζυγίων δυνάμεων στην περιοχή, δημιουργούν «κενό εξουσίας» στα βόρεια των ιρακινών εδαφών, κάτι που θα εκμεταλλευτεί το ΡΚΚ. Συγκεκριμένα, ήδη κατά το ΙV Συνέδριο του ΡΚΚ στις 26 – 31 Δεκεμβρίου 1990, αποφασίζεται όπως η πολιτική δραστηριότητα με στόχο την προσέλκυση λαϊκής υποστήριξης στα κουρδικά αιτήματα, να προσανατολιστεί σε όλους τους λαούς της περιοχής. Με αυτό τον τρόπο το Βόρειο Ιράκ μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο κουρδικής δραστηριότητας προς όλες τις γειτονικές χώρες με κουρδικό πληθυσμό.
Τον Μάιο του 1992, γίνονται οι πρώτες εκλογές στο Βόρειο Ιράκ και δημιουργείται Εθνοσυνέλευση και τοπική κουρδική κυβέρνηση. Την εξουσία ανέλαβαν ισότιμα τα δύο μεγαλύτερα κουρδικά κόμματα, το Δημοκρατικό Κόμμα Κουρδιστάν και το Πατριωτικό Μέτωπο Κουρδιστάν. Το 2001 και το 2002 έγινα ξανά εκλογές και η Εθνοσυνέλευση το Ιρακινού Κουρδιστάν συνήλθε σε απαρτία στις 4 Οκτωβρίου 2002, για πρώτη φορά μετά το 1994. Τα γεγονότα αυτά σε συνδυασμό με την αρχική άρνηση της Τουρκίας να λάβει μέρος στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, σχημάτισαν τα δεδομένα τα οποία αντιμετωπίζει η Άγκυρα αυτή τη στιγμή στις σχέσεις της με τη Βαγδάτη, το Βόρειο Ιράκ, αλλά και στο Κουρδικό πρόβλημα γενικότερα.
Η μέχρι στιγμής διακηρυγμένη θέση της τουρκικής κυβέρνησης για την κατάσταση στο Ιράκ, υπογραμμίζει δύο βασικούς και αλληλένδετους στόχους. Ο πρώτος είναι η διασφάλιση της εδαφικής ενότητας του Ιράκ και ο δεύτερος είναι η «δίκαιη κατανομή» των πόρων που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πρώτων υλών των ιρακινών εδαφών. Η αποκωδικοποίηση της πιο πάνω θέσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν αποδέχεται σε καμιά περίπτωση την οικειοποίηση των πηγών ενέργειας και των εσόδων τους από την κουρδική διοίκηση του Βορείου Ιράκ. Κάτι τέτοιο αυξάνει τις προοπτικές δημιουργίας ενός πλήρους ανεξάρτητου Κουρδιστάν, με ισχυρή μάλιστα οικονομία.
Πέραν όμως των πιο πάνω, η πολιτική της Άγκυρας στην περιοχή καθορίζεται και από τη σημαντικότητα του ίδιου του Ιράκ στο τουρκικό πλαίσιο. Το Ιράκ είναι ένα κράτος – δημιούργημα της κατάστασης πραγμάτων που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το οποίο εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει πολλά εσωτερικά προβλήματα. Η κάθε αναφορά που γίνεται στο Ιράκ, αναπόφευκτα οδηγεί και σε αναφορές για τις τρεις πολύ σημαντικές «οθωμανικές» του περιοχές. Τη Βαγδάτη, Μοσούλη και Βασόρα.
Επιπρόσθετα, ο παράγοντας των Κούρδων της περιοχής, αλλά και ο παράγοντας του Κουρδικού προβλήματος στην Τουρκία, αποτελούν επίσης σημαντικούς λόγους καθορισμού της τουρκικής πολιτικής στο Ιράκ. Το Κουρδικό πρόβλημα, έχει τεράστια γεωγραφική και γεωπολιτική σημασία για την Τουρκία. Ο κουρδικός πληθυσμός είναι εξαπλωμένος στην περιοχή που, κατά τον Νταβούτογλου, εντοπίζεται στη γεωγραφική ζώνη Κασπίας – Καυκάσου, Περσικού Κόλπου – Ινδικού Ωκεανού και Ανατολικής Μεσογείου. Από γεωοικονομικής άποψης, οι Κούρδοι βρίσκονται στο μέσο του άξονα πετρέλαιο Κασπίας – ύδατα Μεσοποταμίας – πετρέλαια Κιρκούκ και Βασόρας. Την ίδια στιγμή οι Κούρδοι της Τουρκίας επηρεάζουν καθοριστικά τα υδατοφράγματα της Νοτιο-ανατολικής Τουρκίας.
Σύμφωνα με κάποια στοιχεία το Ιράκ διαθέτει τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα κοιτάσματα πετρελαίου αμέσως μετά την Σαουδική Αραβία, τα οποία ανέρχονται σε περίπου 15 δισεκατομμύρια βαρέλια. Στην έρημο του Δυτικού Ιράκ υπάρχουν επίσης 110 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου. Με αυτά τα στοιχεία, το Ιράκ αναδεικνύεται το 2ο μεγαλύτερο πηγάδι πετρελαίου αφού διαθέτει το 11% του παγκόσμιου συνολικού αποθέματος. Συγκεκριμένα, μόνο 17 από τα 80 πετρελαϊκά κοιτάσματά του έχουν αξιοποιηθεί από τα οποία τα σημαντικότερα είναι στο Κιρκούκ του Βορείου Ιράκ και της Ρομάλιας του Νότιου Ιράκ. Με δεδομένο λοιπόν, ότι τα αποθέματα πετρελαίου ανά το παγκόσμιο εξαντλούνται, ο «μαύρος χρυσός» του Ιράκ θα αντιπροσωπεύει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό επί του παγκόσμιου συνόλου.
Οι πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης, εκτιμούν ότι μπορούν να παράγουν ένα βαρέλι Ιρακινού πετρελαίου με κόστος χαμηλότερου του 1,5 δολαρίου συμπεριλαμβανομένων των εξόδων έρευνας, παραγωγής, καθώς και του 15% ως κέρδους. Αυτά είναι στοιχεία από το επιστημονικό περιοδικό Oil and Gas Journal. Το γιγαντιαίο κοίτασμα του Κιρκούκ, είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και ανακαλύφθηκε το 1927. Μέχρι το τέλος του 1980, το κοίτασμα του Κιρκούκ παρήγαγε 9,1 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Μέσα στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης για το Κιρκούκ, κυρίαρχη θέση κατέχει το τουρκικό κεφάλαιο και οι στόχοι που έχει. Στόχοι που μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την τουρκική πολιτική.
Ενώ σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων διεξάγεται έντονη αντιπαράθεση για ζήτημα διαλόγου με το Βόρειο Ιράκ, η τουρκική αστική τάξη έχει ήδη ανοίξει μεγάλης κλίμακας συνεργασία και «διάλογο» με την περιοχή. Ιδιαίτερα μετά την αμερικάνικη εισβολή, η οικονομική δραστηριότητα των Τούρκων στο Βόρειο Ιράκ έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, το 2005 ο όγκος κεφαλαίου που έχει διακινηθεί μεταξύ Ιράκ και Τουρκίας έφτασε τα 6.4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το Βόρειο Ιράκ απέκτησε εξέχουσα θέση για τους Τούρκους επιχειρηματίες αφού όπως δείχνουν επιπλέον στοιχεία, επίσης το 2005 έχουν καταγραφεί εξαγωγές από την Τουρκία στη περιοχή πολλών δισεκατομμυρίων. 2.1 δισεκατομμύρια δολάρια αφορούν σε εξαγωγές επεξεργασμένων ειδών πετρελαίου, 1.5 δισεκατομμύρια δολάρια αφορούν σε εργολαβίες στην οικοδομική βιομηχανία, ενώ 2.8 δισεκατομμύρια δολάρια σε άλλα είδη εξαγωγών, όπως το κρέας. Συνολικά μετά την εισβολή των ΗΠΑ μέχρι και σήμερα, οι τουρκικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 50%. Αυτή τη στιγμή στο Βόρειο Ιράκ βρίσκονται σε εξέλιξη 1.500 έργα στο τομέα των οικοδομών από τουρκικές εταιρείες, ενώ η συνολική αξία των μεγαλύτερων έργων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στα αμέσως επόμενα χρόνια ανέρχεται σε πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια, με την κυρίαρχη θέση να κατέχει ο τομέας των επικοινωνιών και της ενέργειας. Επιπλέον 600 εγγεγραμμένες τουρκικές εταιρείες έχουν προβεί στα απαραίτητα νομικά διαβήματα για να προχωρήσουν σε επενδύσεις στο Βόρειο Ιράκ, ενώ ήδη 200 τουρκικές φίρμες βρίσκονται στην περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κτιριακές εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου του Σουλαϊμάνιγιέ και του Ιδιωτικού Αμερικάνικου Πανεπιστημίου, οι οποίες χτίζονται από τον τουρκικό όμιλο εταιρειών Tepe Grubu, ιδιοκτησίας του Ιχσάν Ντοραματζί, ο οποίος είναι Τουρκμένος στην καταγωγή και γεννημένος στο Κιρκούκ.
Ένας ακόμα τομέας με τον οποίο το τουρκικό κεφάλαιο έχει εισχωρήσει στο Βόρειο Ιράκ είναι η βιομηχανία τσιμέντου. Πριν από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, οι τουρκικές βιομηχανίες τσιμέντου, ιδιαίτερα της περιοχής του Μαρμαρά, περιορίζονταν στην εξαγωγή προς Ιταλία, Ισπανία και ΗΠΑ. Μετά το 2003 όμως παρατηρήθηκε κατακόρυφη αύξηση των κερδών των βιομηχανιών που βρίσκονται κοντά στα τουρκικά σύνορα με το Ιράκ. Χαρακτηριστικά η βιομηχανία τσιμέντου της ΟΥΑΚ (εταιρείας του στρατού) που βρίσκεται στην περιοχή Μαρντίν μαζί με άλλες εταιρείες σε περιοχές όπως η Ούρφα, Αντέπ, Βάν, έχουν καταγράψει αύξηση 60% το χρόνο στα κέρδη τους. Το 35% των εξαγωγών τους αφορά αποκλειστικά το Βόρειο Ιράκ και οι συνεργασίες τους γίνονται με όλο το φάσμα της οικοδομικής βιομηχανίας συμπεριλαμβανομένου και του κατοχικού στρατού σε οικοδόμηση υπόγειων καταφυγίων, αντιαεροπορικών έργων και στρατιωτικών ορμητηρίων.
Ενώπιον αυτού του σκηνικού, αναμφίβολα τα συμφέρονται του τουρκικού κεφαλαίου θα συνεχίζουν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής της Άγκυρας. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο εάν ληφθεί υπόψη ότι σε αυτή τη διαδικασία επέκτασης του τουρκικού κεφαλαίου εμπλέκεται σε μεγάλο βαθμό ο στρατός διαμέσου των εταιρειών του, αλλά και άλλες εταιρείες που είχαν και έχουν σοβαρές σχέσεις με εργολαβίες, τις οποίες αναλαμβάνει το ΝΑΤΟ στην περιοχή. Όλα τα πιο πάνω λοιπόν, σε συνδυασμό με την γενικότερη ιδεολογική προσέγγιση της Τουρκίας για την εξωτερική πολιτική που επιδιώκει να ακολουθεί στη Μέση Ανατολή, γίνονται εύκολα κατανοητά τα βασικά αίτια της πολιτικής της Άγκυρας αναφορικά με το Ιράκ.
Η Άγκυρα, ακριβώς λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει η περιοχή του Κιρκούκ, επιδιώκει να ελέγξει την κουρδική επιρροή και για αυτό το σκοπό «εργαλειοποιεί», μεταξύ άλλων, τον Τουρκμενικό πληθυσμό. Η Άγκυρα έχει επαναφέρει πολλές φορές το «Τουρκμενικό ζήτημα», με αιτήματα που αφορούν κυρίως στην καθιέρωση και διασφάλιση μειονοτικών δικαιωμάτων των Τουρκμένων. Η πρώτη φορά που η Τουρκία έκανε λόγο για το λεγόμενο «Τουρκμενικό Ζήτημα», ήταν στο «Μνημόνιο της Τουρκικής Κυβέρνησης για τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ», το οποίο κατέθεσε στην Κοινωνία των Εθνών τον Ιανουάριο του 1926.
Όπως είναι γνωστό, το τελευταίο διάστημα η Τουρκία έχει προχωρήσει εκ νέου σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Βόρειο Ιράκ με στόχο δήθεν την καταπολέμηση του κουρδικού ΡΚΚ. Συγκεκριμένα στις 8 Φεβρουαρίου 2008 πραγματοποιήθηκε εισβολή που διήρκεσε 8 μέρες, ενώ του μήνες που ακολούθησαν, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάη, η τουρκική πολεμική αεροπορία έπληξε στόχους του ΡΚΚ στα ιρακινά εδάφη. Μετά από τις συγκεκριμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας παρατηρήθηκε μια σταδιακή αλλαγή της στάσης της Ιρακινής κυβέρνησης, αλλά και της κουρδικής αυτόνομης διοίκησης στο Βόρειο Ιράκ. Η εισβολή της Τουρκίας στα ιρακινά εδάφη (η μικρής εμβέλειας στρατιωτική επιχείρηση όπως αναφέρει η πλειοψηφία των τουρκικών πηγών), δε φαίνεται τελικά να αποτέλεσε ένα τόσο μεγάλο δίλλημα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όπως πολλοί προέβλεπαν.
Χαρακτηριστικά ο Κερίμ Μπαλτζί, αναλυτής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, έγραφε σε άρθρο του στην εφημερίδα Ζαμάν στις 23/1/2007, ότι «η περιορισμένη τουρκική στρατιωτική επέμβαση στο Βόρειο Ιράκ έχει ήδη επιλεγεί από τις ΗΠΑ. Το ζήτημα του Κιρκούκ όντως ανησυχεί την Τουρκία, όχι διότι έχει σχέση με τους Κούρδους, αλλά διότι έχει τις δυνατότητες να γίνει η μαύρη τρύπα που ρουφά την περιοχή σε πόλεμο. Η περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στο Ιράκ είναι "η εναλλακτική" που έχει απομείνει στις ΗΠΑ». Πέραν τούτου, φαίνεται ότι η συνάντηση του Πρωθυπουργού Ερντογάν με τον Αμερικάνο Πρόεδρο τον Νοέμβριο του 2007 και η συμφωνία τους για άμεση ανταλλαγή πληροφοριών αναφορικά με τις θέσεις του ΡΚΚ στο Βόρειο Ιράκ, ήταν η επισημοποίηση της «αμερικάνικης έγκρισης».
Από δημοσιεύματα στον τουρκικό Τύπο φαίνεται ότι η διήμερη αεροπορική επίθεση 1 – 2 Μάη 2008, πραγματοποιήθηκε και με τη βοήθεια του Πατριωτικού Μετώπου του Κουρδιστάν. Μέσα από αυτές τις εξελίξεις διαφαίνεται ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει διασφαλίσει την στήριξη τόσο της αμερικάνικης και ιρακινής κυβέρνησης, όσο και της ιρανικής. Για να συμπληρωθεί η «αλυσίδα» πίεσης ενάντια στο ΡΚΚ χρειάζεται η συναίνεση της κουρδικής ηγεσίας του Βορείου Ιράκ και είναι για αυτό ακριβώς το λόγο που το τελευταίο διάστημα η Τουρκία έχει εξαγγείλει επίσημη προσπάθεια διαλόγου.
Σε αυτά τα πλαίσια δεν ήταν τυχαία η απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας στις 24 Απριλίου 2008 στην οποία αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «Εξετάστηκαν γενικά οι εξελίξεις στο Ιράκ, εκτιμήθηκαν οι δραστηριότητες στο νομικό επίπεδο που καθορίζουν την βάση εθνικής συμφωνίας στο Ιράκ, καθώς και οι εξελίξεις προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού του ρόλου του Ιράκ στην περιοχή. Σε αυτή τη βάση, επαναβεβαιώθηκε το θετικό της συνέχισης διαλόγου της χώρας μας με όλες τις ιρακινές ομάδες. Επίσης υπογραμμίστηκε η αναγκαιότητα περαιτέρω ενίσχυσης της διμερής μας συνεργασίας με διάφορα πεδία στο Ιράκ, όπως σε προτεραιότητα η οικονομία και η ενέργεια».
Κεφάλαιο 5: Οι τουρκο-συριακές σχέσεις ως παράδειγμα των συνεπειών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό
Α. Σύντομο ιστορικό των σχέσεων Τουρκίας – Συρίας και το υδατικό πρόβλημα
Το νερό εδώ και πολλές δεκαετίες διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, ενώ αρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο επόμενος πόλεμος στην περιοχή ίσως σχετίζεται με τον ανταγωνισμό για τον έλεγχο του νερού. Η ύπαρξη ή η έλλειψη νερού αποτελεί θέμα επιβίωσης για πολλές χώρες της περιοχής και αναμφίβολα ο έλεγχος των υδάτινων πόρων αποκτά σταδιακά τα χαρακτηριστικά ενός ζητήματος «εθνικής ασφάλειας».
Η υδατική κρίση στην περιοχή, οφείλεται μεταξύ άλλων και στην άνιση κατανομή των υπαρχόντων υδάτινων πόρων. Η Τουρκία ελέγχει 134 χιλιάδες εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού το χρόνο, ενώ για παράδειγμα η Συρία ελέγχει μόλις 5,5. Όλες σχεδόν οι χώρες της Μέσης Ανατολής, εκτός από την Τουρκία αντιμετωπίζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό πρόβλημα λειψυδρίας.
Η Τουρκία διαθέτει μεγάλους υδάτινους πόρους σε σημείο που την μετατρέπουν σταδιακά σε «υδάτινη» υπερδύναμη. Διαθέτει ίσως πλεόνασμα του στρατηγικού αυτού υλικού, ενώ παράλληλα δημιουργεί τους μηχανισμούς εκείνους που της επιτρέπουν εδώ και κάποια χρόνια να χρησιμοποιεί διπλωματικά το νερό, ελέγχοντας τον ρουν των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη (που πηγάζουν στο έδαφός της) προς τη Συρία, αλλά και το Ιράκ. Λόγω μιας σημαντικής γεωγραφικής πραγματικότητας, η Τουρκία θεωρεί ότι ο Τίγρης και ο Ευφράτης είναι «εθνικά ύδατα». Δηλαδή ως χώρα που ανήκει γεωγραφικά στο άνω λεκανοπέδιο των δύο αυτών ποταμών, στηρίζει την πολιτική της για την κατανομή των υδάτων πάνω σε ένα δόγμα απόλυτης κυριαρχίας. Είναι χαρακτηριστικό δε το γεγονός, ότι η Τουρκία δεν χρησιμοποιεί τον όρο «διεθνείς υδάτινοι οδοί», που προτείνει το διεθνές δίκαιο για τους ποταμούς που διέρχονται τα σύνορα δύο ή και περισσότερων χωρών. Κάτι τέτοιο θα την υποχρέωνε να συναινέσει σε συμφωνίες κατανομής των υδάτων με άλλες χώρες, χωρίς κατ’ ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά και μόνο τα δικά της «εθνικά συμφέροντα».
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα στην προσπάθεια ελέγχου και στρατηγικής εκμετάλλευσης των υδάτων από την Τουρκία, είναι το «Σχέδιο Νοτιο-ανατολικής Τουρκίας» (τουρκική ονομασία: Güney Doğu Anadolu Projesi – GAP). Το συγκεκριμένο πρόγραμμα παρουσιάζει, εκτός από τις οικονομικές του πτυχές, σημαντικές πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις. Επηρεάζει άμεσα την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας, τις σχέσεις της με τη Μέση Ανατολή, αλλά και την επίλυση του Κουρδικού προβλήματος. Το σχέδιο αυτό προέκυψε από την ενοποίηση άλλων προγραμμάτων επί των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη το 1980 και το κόστος του, τουλάχιστον πριν μερικά χρόνια, αναμενόταν να ξεπεράσει τα 21 δισεκατομμύρια δολάρια. Αποτελεί έναν πολύπλοκο συνδυασμό δημιουργίας φραγμάτων, υδροηλεκτρικών σταθμών και αρδευτικών καναλιών στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη με στόχο την μετατροπή της Νοτιο-ανατολικής Τουρκίας σε αγροτικο-βιομηχανικό κέντρο.
Το «Σχέδιο Νοτιοανατολικής Τουρκίας», ακριβώς λόγω της πολυπλοκότητας των συνεπειών του σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αντιμετωπίστηκε τόσο από τη Συρία, όσο και από το Ιράκ, ως ένα σχέδιο εφαρμογής των ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Άγκυρας. Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα το υδάτων δεν έφυγε για πολλά χρόνια από την ημερήσια διάταξη των διπλωματικών επαφών Δαμασκού – Άγκυρας. Τα ύδατα και η ασφάλεια των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών, ήταν και ίσως είναι μέχρι σήμερα τα πιο σημαντικά θέματα των διμερών τους επαφών.
Οι διμερείς σχέσεις της Τουρκίας με τη Συρία επιδεινώθηκαν με την ολοκλήρωση του φράγματος «Ατατούρκ», τον Ιανουάριο του 1990, λόγω της εκτροπής των υδάτων του Ευφράτη από την Τουρκία με σκοπό την πλήρωση του εν λόγω φράγματος. Στις 23 Νοεμβρίου 1989, η Τουρκία ανακοίνωσε ότι πρόκειται να διακόψει τη ροή των υδάτων του Ευφράτη προς το Νότο ανάμεσα στις 13 Ιανουαρίου και τις 13 Φεβρουαρίου 1990. Παράλληλα προειδοποίησε τη Συρία και το Ιράκ, όπως οργανωθούν για τη λήψη μέτρων ούτως ώστε να μπορέσουν να αποθηκεύσουν νερό σε μεγάλες ποσότητες.
Η αντίδραση της Συρίας υπήρξε έντονη. Τη δεύτερη μέρα της διαδικασίας κατακράτησης υδάτων, η Συρία επέδωσε διπλωματικό διάβημα στην Τουρκία και ζήτησε τη μείωση του χρονικού διαστήματος κατακράτησης των υδάτων. Παράλληλα κατάγγειλε την Τουρκία στον Αραβικό Σύνδεσμο και προχώρησε σε τεχνική και «λογιστική» υποστήριξη του κουρδικού ΡΚΚ, προσφέροντας του έτσι στήριξη για συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Η δυναμική αντίδραση της Συρίας αντικατοπτρίζει ίσως και τη σημασία που έχει για αυτήν ο Ευφράτης. Ιδιαίτερα ο συγκεκριμένος ποταμός, παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη και οργάνωση της Συρίας. Η δυνατότητα πλήρους ελέγχου του συγκεκριμένου ποταμού από την Τουρκία, έφερε σταδιακά την Άγκυρα σε θέση ισχύος απέναντι στη Δαμασκό.
Την ίδια περίοδο και ως αποτέλεσμα των ανακατατάξεων που προκάλεσε η γενικότερη ένταση στην περιοχή, η Τουρκία αποφασίζει να εμπλακεί περισσότερο στην περιοχή αναπτύσσοντας σχέσεις και θέτοντας το ζήτημα των υδάτων ως κεντρικό θέμα εξωτερικής πολιτικής. Στις 12 Φεβρουαρίου 1991, ο τότε Τούρκος ΥΠΕΞ, Αλπετμουτσίν, ξεκινά διπλωματική εκστρατεία στη Μέση Ανατολή, στα πλαίσια της οποίας προβαίνει σε αρχικές συμφωνίες με τη Συρία. Τα κύρια θέματα των συμφωνιών ήταν η κοινή υποστήριξη στην εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ, στο δικαίωμα του ιρακινού λαού να αποφασίσει ο ίδιος τη δομή του κράτους του και στην δημιουργία μηχανισμών συνεργασίας των δύο κρατών. Η εξέλιξη αυτή, αποτέλεσε ουσιαστικά ένα προπομπό μηνυμάτων της Άγκυρας προς τη Δαμασκό ότι η υποστήριξη της προς το ΡΚΚ θα ήταν σημείο εκβιαστική πολιτικής.
Πράγματι στις 14 Απριλίου 1992, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας, Σεζγκίν, επισκέπτεται τη Δαμασκό και παρουσιάζει έγγραφα μυστικών υπηρεσιών, που αποδεικνύουν την υποστήριξη της Συρίας προς το ΡΚΚ. Λίγες μέρες μετά, στις 17 Απριλίου, υπογράφεται μεταξύ των δύο χωρών «Πρωτόκολλο Ασφάλειας» στο οποίο υιοθετούνται «κοινά» αντιτρομοκρατικά μέτρα, όπως η υποχρέωση της Συρίας να απαγορεύσει τη λειτουργία στρατοπέδων εκπαίδευσης του ΡΚΚ στα εδάφη της. Μετά από τρεις σχεδόν μήνες, ο νέος ΥΠΕΞ της Τουρκίας Χικμέτ Τσιετίν, δήλωνε από την Συρία ότι εάν η Δαμασκός παρέμεινε δεσμευμένη στο πρωτόκολλο, τότε και η Τουρκία θα έκανε βήματα στην επίλυση του προβλήματος των υδάτων του Ευφράτη .
Οι σχέσεις Τουρκίας – Συρίας επιδεινώνονται, όταν το καλοκαίρι του 1995 σημειώνονται επιθέσεις του ΡΚΚ στην Αλεξανδρέττα (Hatay) της Τουρκίας και όταν η Δαμασκός προχώρησε σε αμυντική συμφωνία με την Ελλάδα για προστασία του συριακού εναέριου χώρου σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης. Η Τουρκία, σαν αντίποινα στις διπλωματικές κινήσεις της Συρίας, υπέγραψε συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ τον Φεβρουάριο του 1996. Η τελική φάση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών, καταγράφηκε από τις δηλώσεις του Αρχηγού του τουρκικού ΓΕΣ, στρατηγού Κιβρικογλου την 1η Οκτωβρίου 1998, όταν τόνισε ότι «ανάμεσα σε εμάς και τη Συρία υπάρχει ένας ακήρυχτος πόλεμος». Μετά από αυτό, αρχίζουν μετακινήσεις στρατευμάτων προς την τουρκο-συριακή μεθόριο και τελικά η Συρία στις 17 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, αναγκάζεται να εκδιώξει από τα εδάφη της τον ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλλάχ Οτζιαλάν. Μέχρι και τα μέσα του 1999, οι σχέσεις Τουρκίας – Συρίας αρχίζουν να ομαλοποιούνται, με χαρακτηριστικότερο ίσως τομέα τον οικονομικό, όπου το εμπόριο μεταξύ τους έφτασε τα 700 εκατομμύρια δολάρια. Τον Ιούλιο του 2003, Τουρκία και Συρία υπέγραψαν μεγάλο αριθμό διμερών συμφωνιών που εντάχθηκαν στο «Έκτο Τουρκο – Συριακό Πρωτόκολλο, το οποίο καλύπτει τον οικονομικό τομέα, το αδασμολόγητο εμπόριο, τον τουρισμό και τις εκπαιδευτικές ανταλλαγές. Το συνολικό εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών, δείγμα της ανάπτυξης των σχέσεων τους τα τελευταία χρόνια, έφθασε το 2003 στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Τον Ιανουάριο του 2004, ο Μπασάρ Άλ – Άσαντ πραγματοποίησε συναντήσεις στην Άγκυρα και ήταν η πρώτη φορά μετά από 50 χρόνια που Σύρος Πρόεδρος επισκέφθηκε την Τουρκία. Οι ηγεσίες των δύο χωρών, εξέφρασαν την πρόθεσή τους για συμμαχία ενάντια στην τρομοκρατία και συμφώνησαν σε ένα «κοινό όραμα» για ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός ανταπέδωσε τη συνάντηση αυτή, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.
Β. Επιπτώσεις στο Κυπριακό από την εξέλιξη των σχέσεων Τουρκίας – Συρίας
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών που έχει η τουρκική εξωτερική πολιτική και η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αναφορικά με το Κυπριακό πρόβλημα, είναι οι τουρκοσυριακές σχέσεις. Ιδιαίτερα επί διακυβέρνησης του ΚΔΑ, οι σχέσεις Άγκυρας – Δαμασκού βρίσκονται στα καλύτερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, κάτι που συμβάλει στην περεταίρω κατανόηση γεγονότων όπως η απευθείας θαλάσσια σύνδεση Συρίας – κατεχομένων.
Το συγκεκριμένο δρομολόγιο αποτελεί έναν από τους πολλούς αντικατοπτρισμούς των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και ανταγωνισμών στην περιοχή. Όπως διαφαίνεται, δύο ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρέασαν στην υλοποίηση της συγκεκριμένης διαδρομής: Οι δυναμικές που αναπτύσσονται από την προσπάθεια ΗΠΑ – Ισραήλ να απομονώσουν τη Συρία και το Ιράν και η επιρροή αυτών των δυναμικών στις σχέσεις Τουρκίας – Συρίας. Οι αποφάσεις και ενέργειες της Ισλαμικής Διάσκεψης, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του 2004 με την οποία αποδεχόταν το ψευδοκράτος ως το «Τουρκοκυπριακό Κράτος της Κύπρου» με καθεστώς παρατηρητή (και όχι ως «Μουσουλμανική Μειονότητα της Κύπρου», όπως ήταν προηγούμενα).
Η πίεση εναντίον της Συρίας σταδιακά μεγάλωνε με αποκορύφωμα το 2003, όταν έκανε ξεκάθαρη την αντίθεση της με την αμερικάνικη εισβολή στο Βόρειο Ιράκ. Οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τη Συρία, ότι ενίσχυσε την ιρακινή αντίσταση και την «ενέγραψαν» στη μαύρη λίστα ως «κράτος – παρειάς». Οι καλές σχέσεις της Συρίας με το Ιράν και οι συνεχείς αντιπαραθέσεις της με το Ισραήλ, έφεραν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση τη Δαμασκό. Όλα τα πιο πάνω σε συνδυασμό με τη συνεχώς έκρυθμη κατάσταση στην περιοχή, «υπογράμμισαν» τη σημασία του αμερικανικού «Σχεδίου για την Ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική», με βάση το οποίο οι ισορροπίες δυνάμεων μετακινούνταν προς την Ανατολική Μεσόγειο. Μετά την εισβολή στο Ιράκ, εντατικοποιήθηκαν οι φήμες για επιθέσεις εναντίον της Συρίας και του Ιράν.
Έτσι κάτω από την τεράστια πίεση, η Συρία αναγκάζεται σταδιακά να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με τα κράτη της περιοχής. Η Τουρκία και το περιεχόμενο του ρόλου της, αναδείχθηκε σε στρατηγικής σημασίας ζήτημα για τη Δαμασκό. Η απεριόριστη δυνατότητα «διαλόγου» της Άγκυρας και ο ρόλος «γεφυροποιού», που της ανάθεσαν οι ΗΠΑ, μετέτρεψαν την Τουρκία σε «ελκυστική» χώρα ρύθμισης ανταλλαγών στη διεθνή σκακιέρα των λεπτών ισορροπιών. Μετά από την επίσημη επίσκεψη του Ερντογάν στη Συρία, το Δεκέμβριο του 2004, και αφού είχαν προηγηθεί εντατικές επαφές σε όλα τα επίπεδα μεταξύ των δύο κρατών, οι επαφές μεταξύ του ψευδοκράτους και Σύριων αξιωματούχων είχαν πυκνώσει. Το ζήτημα μιας πιθανής σύνδεσης των κατεχομένων με τη Λατάκεια είχε έρθει στην επιφάνεια.
Το 2005, το Τουρκοκυπριακό Βιομηχανικό Επιμελητήριο είχε διοργανώσει «Έκθεση Τοπικών Προϊόντων», στην οποία έλαβε μέρος αντιπροσωπεία 10 ατόμων από τη Συρία. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία, με τη συνοδεία εκπροσώπων του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου των Αδάνων, επισκέφθηκε τη Συρία, με στόχο τη συζήτηση οικονομικής συνεργασίας. Στις 13 Μαρτίου 2007, ο Πρόεδρος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου Τουρκίας – Συρίας Μπαχατίν Χασάν μαζί με αντιπροσωπεία 8 επιχειρηματιών από τη Συρία, επισκέφθηκαν τα κατεχόμενα και συζήτησαν όλα τα σενάρια αναφορικά με πιθανή θαλάσσια σύνδεση Λατάκειας – Αμμοχώστου.
Στις 8 Αυγούστου 2007, ο λεγόμενος «ΥΠΕΞ» του ψευδοκράτους, Τουργάϊ Αβτζί, επισκέφθηκε τη Συρία μετά από πρόσκληση του «Orient Center for Studies» - δεξαμενής σκέψης που δραστηριοποιείται στη Συρία – ενώ η αμέσως επόμενη του επίσκεψη έγινε στις 16 Σεπτεμβρίου. Η συχνότητα των τελευταίων επαφών ήταν ο προάγγελος της θαλάσσιας σύνδεσης. Κατά την επίσκεψη του στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Τουργάϊ Αβτζί συζήτησε θέματα περεταίρω ενίσχυσης των εισαγωγών – εξαγωγών και τουρισμού με εκπροσώπους εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων της Συρίας. Μετά από μία εβδομάδα, στις 22 Σεπτεμβρίου, έγινε η πρώτη διαδρομή.
Ομιλία Νίκου Μουδούρου
1. Μεσανατολική και Τουρκική γεωστρατηγική σημασίαΗ Μέση Ανατολή είναι μια περιοχή που, ιδιαίτερα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, χαρακτηρίζεται από στοιχεία «πολιτικής ρευστότητας» και ισχυρές τάσεις ανακατανομής της ισχύος. Η περιοχή αυτή ήταν (και είναι) για πολλά χρόνια το επίκεντρο πολλών ανταγωνισμών και αντιπαραθέσεων κυρίως από πλευράς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με στόχο την κυριαρχία επί του φυσικού της πλούτου, αλλά και των διαδρομών μεταφοράς των ενεργειακών πρώτων υλών.
Χαρακτηριστικό των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για κυριαρχία και έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής, είναι και το γεγονός ότι την αγγλική και γαλλική κυριαρχία, διαδέχεται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αμερικανική. Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, ενώ η μια ιμπεριαλιστική δύναμη προχωρεί και μια άλλη αποσύρεται, οι ΗΠΑ βρίσκουν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κυβερνήσεις έτοιμες να συνεργαστούν μαζί τους και να διευκολύνουν την επέκταση της επιρροής και της διασφάλισης των συμφερόντων τους. Σήμερα, οι πιο συνεπείς σύμμαχοι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή είναι η Τουρκία και το Ισραήλ.
Η Τουρκία, της οποίας η εξωτερική πολιτική είναι το θέμα μας, βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που γειτνιάζουν με τη Μέση Ανατολή (ή και ανήκουν σε αυτήν), εκείνες που ενδιαφέρει περισσότερο τα μονοπώλια. Έχει τη δυνατότητα να προστατεύει τα συμφέροντα των μονοπωλίων, έχει ισχυρή θέση στην παγκόσμια αγορά και διαθέτει σημαντικότατη γεωστρατηγική θέση, τέτοια που μπορεί να διασφαλίσει έλεγχο επί των ενεργειακών πρώτων υλών και όχι μόνο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Γεράσιμο, η γραμμή από το Βελιγράδι μέχρι την Αδριατική και η γραμμή που χωρίζει την Ανατολία από τη Συρία και τη Μεσοποταμία από το Ιράν, αποτελούν δύο εξαιρετικά σημαντικές γραμμές μεταξύ των οποίων βρίσκεται το λεγόμενο «πεδίο περάσματος». Το συγκεκριμένο πεδίο που περίγραψε ο ιστορικός, αποτέλεσε για πολλούς αιώνες το κύριο κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είναι ουσιαστικά το σημερινό τουρκικό κράτος.
Ενδεικτικό της σημασίας της γεωστρατηγικής θέσης της σημερινής Τουρκίας σε σχέση με τη Μέση Ανατολή είναι και το εξής: Οι σημαντικότερες αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμοί για το μοίρασμα των αγορών κατά τον ΧΙΧ αιώνα, πραγματοποιήθηκαν με επίκεντρο την περιοχή του «πεδίου περάσματος». Έγιναν δηλαδή για τον έλεγχο των τότε οθωμανικών εδαφών και πέρασαν στην ιστορία ως το «Ανατολικό Ζήτημα». Σήμερα, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τη «διάνοιξη» του δρόμου για επέκταση του δυτικού κεφαλαίου προς την Κεντρική Ασία, βρισκόμαστε ενώπιον ενός δεύτερου «Ανατολικού Ζητήματος». Η Μέση Ανατολή και η Κεντρική Ασία αποτελούν μια σημαντική «ζώνη ενέργειας», την οποία η ΗΠΑ επιδιώκουν να ελέγξουν ολοκληρωτικά. Με λίγα λόγια, η Τουρκία βρίσκεται στο σημερινό επίκεντρο των πιο σημαντικών περιοχών πάνω στις οποίες διεξάγεται μια συνεχής αντιπαράθεση για τον έλεγχο της ενέργειας και των ενεργειακών διαδρομών.
2. Η Τουρκία ως χώρα «παράδειγμα» στα πλαίσια της αμερικάνικης πολιτικής
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η Τουρκία κατέχει σημαντική θέση και επωμίζεται καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση των αμερικανικών και νατοϊκών σχεδιασμών για την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο γνωστό σχέδιο για την «Ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική» που εκπόνησαν οι ΗΠΑ σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή τους στο Ιράκ. Στόχος του σχεδίου αυτού ήταν η αλλαγή των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής, με τρόπο που να διασφαλίζεται η λεγόμενη «ελεύθερη αγορά» και τα αμερικανο – νατοϊκά συμφέροντα. Το σχέδιο αυτό αρχικά δημοσιοποιήθηκε με την επωνυμία «Πρωτοβουλία για την Ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική».
Μεγάλη δημοσιότητα απέκτησε το συγκεκριμένο σχέδιο όταν η αραβική εφημερίδα, με έδρα το Λονδίνο, Al – Hayat στις 13 Φεβρουαρίου 2004 δημοσίευσε μέρη μιας νέας έκδοσης του εγγράφου με την επωνυμία «Έγγραφο Εργασίας του Συνεταιρισμού Ευρύτερης Μέσης Ανατολής» των G8. Σύμφωνα με το εν λόγω δημοσίευμα της αραβικής εφημερίδας, το έγγραφο υπογράμμιζε ότι «για την ανάπτυξη της ατομικής πρωτοβουλίας, η ελευθερία και η δημοκρατία είναι στοιχεία απαραίτητα, που λείπουν όμως από την ευρύτερη Μέση Ανατολή».
Το δημοσίευμα προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, αφού πολλοί διανοούμενοι και οργανώσεις τάχθηκαν είτε υπέρ, είτε εναντίον του σχεδίου αυτού. Καθώς οι αντιδράσεις αυξάνονταν, οι ΗΠΑ προσκάλεσαν τις κυβερνήσεις της περιοχής σε συζήτηση για το σχέδιο στα πλαίσια της Συνόδου των G8, στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2004. Από τις κυβερνήσεις κρατών που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο, ανταποκρίθηκαν την αμερικανική πρόσκληση αρχικά μόνο αυτές της Τουρκίας, της Ιορδανίας και της Υεμένης. Στα πλαίσια των αποφάσεων της Συνόδου του Ιουνίου 2004 για το σχέδιο, δημιουργήθηκε και η ομάδα «Βοηθητικός Διάλογος για τη Δημοκρατία», με τις ηγετικές θέσεις να δίδονται στην Τουρκία, Ιταλία και Υεμένη.
Στη βάση του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ο φορέας υλοποίησης του τουρκικού ρόλου «χωροφύλακα» του ιμπεριαλισμού στα πλαίσια των αμερικάνικων σχεδιασμών, ήταν από την αρχή η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ) του Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν. Φυσικά η δραστηριότητα της Τουρκία στα πιο πάνω πλαίσια αρχίζει πριν από την επισημοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου. Ήδη στις 28 Μαρτίου 2003, κατά τη διάρκεια της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών της Οργάνωσης Ισλαμικής Διάσκεψης, ο τότε Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Αμπντουλλάχ Γκιούλ, απευθυνόμενος στο μουσουλμανικό κόσμο υπογράμμισε την αναγκαιότητα «πρώτα και κύρια να βάλουμε σε τάξη το δικό μας σπίτι».
Στο ίδιο περίπου περιεχόμενο κινήθηκαν και οι επίσημες τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού Ερντογάν. Μιλώντας σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Harvard, στις αρχές του 2004, ο Τούρκος Πρωθυπουργός υπογράμμισε τον εργαλειακό ρόλο της χώρας του, ως χώρας «παραδείγματος» προς το μουσουλμανικό κόσμο. Δηλαδή, ενός κράτους κοσμικού και ως εκ τούτου κράτους δυτικών, φιλελεύθερων προσανατολισμών με μουσουλμανικό πληθυσμό (τουλάχιστον στη συντριπτική του πλειοψηφία). Χαρακτηριστικά, ο Ερντογάν απευθυνόμενος στους ηγέτες του μουσουλμανικού κόσμου ανέφερε ότι «η δημοκρατία δεν είναι ιδιαιτερότητα για καμιά συγκεκριμένη ομάδα κοινωνιών. Η δημοκρατία είναι οικουμενική και απαραίτητη στην εποχή μας». Ταυτόχρονα, απευθυνόμενος στους ηγέτες του δυτικού κόσμου τους κάλεσε να ακούσουν τους μουσουλμάνους «με ανοικτή καρδιά» και να δώσουν «ορθά παραδείγματα» για την αλλαγή. Σε αυτή την περίπτωση, ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας διαμεσολαβεί ως ο πομπός μηνυμάτων από τη Δύση στην Ανατολή και αντιστρόφως, με την χώρα του να αποτελεί το «ορθό παράδειγμα», για το οποίο αναφέρθηκε.
3. Η ιδεολογική νομιμοποίηση της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή
Η διαμεσολάβηση της Τουρκίας στο όνομα των δυτικών συμφερόντων προς τις Αραβικές χώρες και την Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα με το περίβλημα του «κράτους παραδείγματος», έχει εκφραστεί ποικιλοτρόπως τα τελευταία χρόνια. Για αυτό το λόγο, θα ήταν πολύ σημαντικό να παρουσιαστεί η διαδικασία ιδεολογικής νομιμοποίησης ενός τέτοιου ρόλου, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στο εξωτερικό. Πρωταγωνιστής στην προσπάθεια ιδεολογικής υποστήριξης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, είναι ο καθηγητής γεωπολιτικής Αχμέτ Νταβούτογλου, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της λεγόμενης ισλαμικής διανόησης της χώρας και σύμβουλος του Πρωθυπουργού της Τουρκίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει με τη συμβολή του Νταβούτογλου, ουσιαστικά ένα κέντρο στρατηγικών μελετών της εξωτερικής πολιτικής συνδεδεμένο με το Πρωθυπουργικό Γραφείο.
Ο καθηγητής Νταβούτογλου, εισήγαγε στην τουρκική εξωτερική πολιτική την έννοια του «στρατηγικού βάθους». Η βασική θέση της έννοιας αυτής, είναι ότι το στρατηγικό βάθος απαιτεί και προϋποθέτει ιστορικό και γεωγραφικό βάθος. Το ιστορικό βάθος ορίζεται ως το χαρακτηριστικό μιας χώρας, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο ιστορικών γεγονότων. Η Τουρκία, λόγω της ιστορικής κληρονομιάς που άφησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχει ταυτόχρονα ιστορικό και γεωγραφικό βάθος.
Κατά τον Νταβούτογλου, το γεωγραφικό βάθος είναι μέρος του ιστορικού βάθους μιας χώρας. Σε αυτή την περίπτωση, κατά τον Τούρκο καθηγητή, η Τουρκία δεν είναι απλά μια μεσογειακή χώρα γιατί αυτό που τη διακρίνει, για παράδειγμα, από την Ελλάδα και τη Ρουμανία είναι ότι αποτελεί συγχρόνως μια μεσανατολική και μια καυκάσια χώρα. Επιπρόσθετα, αντιθέτως με τη Γερμανία, η Τουρκία είναι τόσο ευρωπαϊκή όσο και ασιατική. Η Τουρκία είναι τόσο χώρα της Μαύρης Θάλασσας, όσο και της Μεσογείου. Με αυτό τον τρόπο, το γεωγραφικό βάθος τοποθετεί την Τουρκία στο κέντρο πολλών γεωπολιτικών επιρροών. Άρα το στρατηγικό βάθος της χώρας, θέτει ενώπιον της Τουρκίας την υποχρέωση και το πλεονέκτημα της ενεργούς δέσμευσης με όλα τα περιφερειακά θέματα που γειτονεύουν με την Τουρκία.
Το κεντρικό συμπέρασμα του καθηγητή Νταβούτογλου είναι ότι η Τουρκία θα πρέπει να προβάλει και να αναδεικνύει σε παγκόσμιο επίπεδο τον υψίστης σημασίας γεωπολιτικό και γεωοικονομικό της ρόλο στην περιοχή για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, καθώς και τη σημασία της για τις ισορροπίες μεταξύ ΗΠΑ – Ε.Ε – Ρωσίας. Εκείνο που ουσιαστικά προτείνει ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού Ερντογάν, είναι η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας σε διαμεσολαβητικό κομβικό δρώντα μεταξύ των ΗΠΑ και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, αναβαθμίζοντας έτσι την γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας με σημασία τέτοια που να μπορεί να ζητά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ.
Αναφορικά με τη Μέση Ανατολή, ο Νταβούτογλου υπογραμμίζει ότι αυτή η περιοχή αποτελεί τμήμα της Εγγύς Χερσαίας Λεκάνης, μαζί με τον Καύκασο και τα Βαλκάνια, η οποία περιβάλλει την Τουρκία. Συνεπώς η Τουρκία υποχρεώνεται να μην απομακρύνει την προσοχή της από αυτή τη Λεκάνη. Δεν πρέπει να ξεχνούμε σημειώνει ο καθηγητής Νταβούτογλου, ότι το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό βάρος της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή θα συνεχίσουν να είναι συνδεδεμένα με την επιρροή και την παρουσία που θα έχει η Τουρκία σε αυτή Λεκάνη.
Κεφάλαιο 4: Η σημασία του Ιράκ και οι τελευταίες εξελίξεις στις τουρκο-ιρακινές σχέσεις
Με την έναρξη του Πολέμου του Κόλπου, τον Αύγουστο του 1990, ο τότε Πρόεδρος της Τουρκίας Τουργούτ Οζάλ ανέλαβε την υλοποίηση μιας δραστήριας πολιτικής στο πλευρό των ΗΠΑ με στόχο να διασφαλίσει ότι ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, κατά την μετά του Ψυχρού Πολέμου εποχή, θα συνέχιζε να έχει την ίδια (η και αναβαθμισμένη) σημασία. Μάλιστα, τόσο μεγάλη ήταν η «αγωνία» του Οζάλ για διασφάλιση του περιφερειακού ρόλο της χώρας στο νεοταξικό πλαίσιο, που ανέλαβε αποκλειστικά ο ίδιος το χειρισμό των θεμάτων που απέρρεαν από τον πόλεμο παρακάμπτοντας ακόμα και τον Πρωθυπουργό Γιλντιρίμ Άκμπουλουτ.
Το πρώτο συγκεκριμένο βήμα, έγινε με την απόφαση της Τουρκίας να λάβει μέρος στο οικονομικό εμπάργκο κατά του Ιράκ, με απόφαση του ΟΗΕ το 1991. Συγκεκριμένα, διέκοψε μονομερώς τη λειτουργία του αγωγού μεταφοράς πετρελαίου Κιρκούκ – Γιουμούρταλικ και παραχώρησε άδεια χρησιμοποίησης των νατοϊκών βάσεων που βρίσκονται σε τουρκικά εδάφη για τα μαχητικά των ΗΠΑ. Στόχος φυσικά της Τουρκίας δεν ήταν μόνο η διατήρηση της σημασίας της για τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, αλλά παράλληλα επιδίωκε όπως κατοχυρώσει τη θέση της στο νέο σύστημα ασφάλειας της περιοχής, διαμέσου του ελέγχου στις πηγές των ενεργειακών πρώτων υλών και ιδιαίτερα των πετρελαίων του Κιρκούκ.
Τον Απρίλιο του 1991, με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (αριθμός 688), στρατιωτικές δυνάμεις από 11 χώρες μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και η Τουρκία, εφάρμοσαν το σχέδιο «Παροχής Ανακούφισης» (Provide Comfort), με στόχο δήθεν να καλλιεργήσουν κλίμα ασφάλειας στην περιοχή, παρέχοντας ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες των στρατοπέδων στα σύνορα Τουρκίας – Ιράκ. Δημιούργησαν το λεγόμενο κουρδικό «καταφύγιο» και «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» στο Βόρειο Ιράκ, η έκταση του οποίου ήταν περίπου 40 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή το μισό του σημερινού Ιρακινού Κουρδιστάν.
Των πιο πάνω προηγήθηκε επίθεση των στρατευμάτων του Σαντάμ Χουσεϊν κατά των Κούρδων στα νοτιο-ανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Περίπου 2 εκατομμύρια Κούρδων μετακινήθηκαν και επιδίωξαν να εισέλθουν σε τουρκικά εδάφη. Ο Οζάλ ήταν σε πολύ δύσκολή θέση, τόσο από τις εσωτερικές πιέσεις που δημιουργούσε το Κουρδικό πρόβλημα, όσο και από τις εξωτερικές που δημιουργούσε η διεθνής κοινότητα. Σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, ο τότε Τούρκος Πρόεδρος αποδέχτηκε τη δημιουργία της «ζώνης ασφάλειας – καταφύγιου», εντός του Βορείου Ιράκ. Μέχρι το τέλος του 1991, ολόκληρη η περιοχή του Κιρκούκ καταλήφθηκε εκ νέου από τους Κούρδους.
Σταδιακά, γίνεται αντιληπτό ότι η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και η βίαιη αλλαγή των ισοζυγίων δυνάμεων στην περιοχή, δημιουργούν «κενό εξουσίας» στα βόρεια των ιρακινών εδαφών, κάτι που θα εκμεταλλευτεί το ΡΚΚ. Συγκεκριμένα, ήδη κατά το ΙV Συνέδριο του ΡΚΚ στις 26 – 31 Δεκεμβρίου 1990, αποφασίζεται όπως η πολιτική δραστηριότητα με στόχο την προσέλκυση λαϊκής υποστήριξης στα κουρδικά αιτήματα, να προσανατολιστεί σε όλους τους λαούς της περιοχής. Με αυτό τον τρόπο το Βόρειο Ιράκ μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο κουρδικής δραστηριότητας προς όλες τις γειτονικές χώρες με κουρδικό πληθυσμό.
Τον Μάιο του 1992, γίνονται οι πρώτες εκλογές στο Βόρειο Ιράκ και δημιουργείται Εθνοσυνέλευση και τοπική κουρδική κυβέρνηση. Την εξουσία ανέλαβαν ισότιμα τα δύο μεγαλύτερα κουρδικά κόμματα, το Δημοκρατικό Κόμμα Κουρδιστάν και το Πατριωτικό Μέτωπο Κουρδιστάν. Το 2001 και το 2002 έγινα ξανά εκλογές και η Εθνοσυνέλευση το Ιρακινού Κουρδιστάν συνήλθε σε απαρτία στις 4 Οκτωβρίου 2002, για πρώτη φορά μετά το 1994. Τα γεγονότα αυτά σε συνδυασμό με την αρχική άρνηση της Τουρκίας να λάβει μέρος στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, σχημάτισαν τα δεδομένα τα οποία αντιμετωπίζει η Άγκυρα αυτή τη στιγμή στις σχέσεις της με τη Βαγδάτη, το Βόρειο Ιράκ, αλλά και στο Κουρδικό πρόβλημα γενικότερα.
Η μέχρι στιγμής διακηρυγμένη θέση της τουρκικής κυβέρνησης για την κατάσταση στο Ιράκ, υπογραμμίζει δύο βασικούς και αλληλένδετους στόχους. Ο πρώτος είναι η διασφάλιση της εδαφικής ενότητας του Ιράκ και ο δεύτερος είναι η «δίκαιη κατανομή» των πόρων που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πρώτων υλών των ιρακινών εδαφών. Η αποκωδικοποίηση της πιο πάνω θέσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν αποδέχεται σε καμιά περίπτωση την οικειοποίηση των πηγών ενέργειας και των εσόδων τους από την κουρδική διοίκηση του Βορείου Ιράκ. Κάτι τέτοιο αυξάνει τις προοπτικές δημιουργίας ενός πλήρους ανεξάρτητου Κουρδιστάν, με ισχυρή μάλιστα οικονομία.
Πέραν όμως των πιο πάνω, η πολιτική της Άγκυρας στην περιοχή καθορίζεται και από τη σημαντικότητα του ίδιου του Ιράκ στο τουρκικό πλαίσιο. Το Ιράκ είναι ένα κράτος – δημιούργημα της κατάστασης πραγμάτων που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το οποίο εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει πολλά εσωτερικά προβλήματα. Η κάθε αναφορά που γίνεται στο Ιράκ, αναπόφευκτα οδηγεί και σε αναφορές για τις τρεις πολύ σημαντικές «οθωμανικές» του περιοχές. Τη Βαγδάτη, Μοσούλη και Βασόρα.
Επιπρόσθετα, ο παράγοντας των Κούρδων της περιοχής, αλλά και ο παράγοντας του Κουρδικού προβλήματος στην Τουρκία, αποτελούν επίσης σημαντικούς λόγους καθορισμού της τουρκικής πολιτικής στο Ιράκ. Το Κουρδικό πρόβλημα, έχει τεράστια γεωγραφική και γεωπολιτική σημασία για την Τουρκία. Ο κουρδικός πληθυσμός είναι εξαπλωμένος στην περιοχή που, κατά τον Νταβούτογλου, εντοπίζεται στη γεωγραφική ζώνη Κασπίας – Καυκάσου, Περσικού Κόλπου – Ινδικού Ωκεανού και Ανατολικής Μεσογείου. Από γεωοικονομικής άποψης, οι Κούρδοι βρίσκονται στο μέσο του άξονα πετρέλαιο Κασπίας – ύδατα Μεσοποταμίας – πετρέλαια Κιρκούκ και Βασόρας. Την ίδια στιγμή οι Κούρδοι της Τουρκίας επηρεάζουν καθοριστικά τα υδατοφράγματα της Νοτιο-ανατολικής Τουρκίας.
Σύμφωνα με κάποια στοιχεία το Ιράκ διαθέτει τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα κοιτάσματα πετρελαίου αμέσως μετά την Σαουδική Αραβία, τα οποία ανέρχονται σε περίπου 15 δισεκατομμύρια βαρέλια. Στην έρημο του Δυτικού Ιράκ υπάρχουν επίσης 110 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου. Με αυτά τα στοιχεία, το Ιράκ αναδεικνύεται το 2ο μεγαλύτερο πηγάδι πετρελαίου αφού διαθέτει το 11% του παγκόσμιου συνολικού αποθέματος. Συγκεκριμένα, μόνο 17 από τα 80 πετρελαϊκά κοιτάσματά του έχουν αξιοποιηθεί από τα οποία τα σημαντικότερα είναι στο Κιρκούκ του Βορείου Ιράκ και της Ρομάλιας του Νότιου Ιράκ. Με δεδομένο λοιπόν, ότι τα αποθέματα πετρελαίου ανά το παγκόσμιο εξαντλούνται, ο «μαύρος χρυσός» του Ιράκ θα αντιπροσωπεύει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό επί του παγκόσμιου συνόλου.
Οι πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης, εκτιμούν ότι μπορούν να παράγουν ένα βαρέλι Ιρακινού πετρελαίου με κόστος χαμηλότερου του 1,5 δολαρίου συμπεριλαμβανομένων των εξόδων έρευνας, παραγωγής, καθώς και του 15% ως κέρδους. Αυτά είναι στοιχεία από το επιστημονικό περιοδικό Oil and Gas Journal. Το γιγαντιαίο κοίτασμα του Κιρκούκ, είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και ανακαλύφθηκε το 1927. Μέχρι το τέλος του 1980, το κοίτασμα του Κιρκούκ παρήγαγε 9,1 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Μέσα στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης για το Κιρκούκ, κυρίαρχη θέση κατέχει το τουρκικό κεφάλαιο και οι στόχοι που έχει. Στόχοι που μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την τουρκική πολιτική.
Ενώ σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων διεξάγεται έντονη αντιπαράθεση για ζήτημα διαλόγου με το Βόρειο Ιράκ, η τουρκική αστική τάξη έχει ήδη ανοίξει μεγάλης κλίμακας συνεργασία και «διάλογο» με την περιοχή. Ιδιαίτερα μετά την αμερικάνικη εισβολή, η οικονομική δραστηριότητα των Τούρκων στο Βόρειο Ιράκ έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, το 2005 ο όγκος κεφαλαίου που έχει διακινηθεί μεταξύ Ιράκ και Τουρκίας έφτασε τα 6.4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το Βόρειο Ιράκ απέκτησε εξέχουσα θέση για τους Τούρκους επιχειρηματίες αφού όπως δείχνουν επιπλέον στοιχεία, επίσης το 2005 έχουν καταγραφεί εξαγωγές από την Τουρκία στη περιοχή πολλών δισεκατομμυρίων. 2.1 δισεκατομμύρια δολάρια αφορούν σε εξαγωγές επεξεργασμένων ειδών πετρελαίου, 1.5 δισεκατομμύρια δολάρια αφορούν σε εργολαβίες στην οικοδομική βιομηχανία, ενώ 2.8 δισεκατομμύρια δολάρια σε άλλα είδη εξαγωγών, όπως το κρέας. Συνολικά μετά την εισβολή των ΗΠΑ μέχρι και σήμερα, οι τουρκικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 50%. Αυτή τη στιγμή στο Βόρειο Ιράκ βρίσκονται σε εξέλιξη 1.500 έργα στο τομέα των οικοδομών από τουρκικές εταιρείες, ενώ η συνολική αξία των μεγαλύτερων έργων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στα αμέσως επόμενα χρόνια ανέρχεται σε πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια, με την κυρίαρχη θέση να κατέχει ο τομέας των επικοινωνιών και της ενέργειας. Επιπλέον 600 εγγεγραμμένες τουρκικές εταιρείες έχουν προβεί στα απαραίτητα νομικά διαβήματα για να προχωρήσουν σε επενδύσεις στο Βόρειο Ιράκ, ενώ ήδη 200 τουρκικές φίρμες βρίσκονται στην περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κτιριακές εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου του Σουλαϊμάνιγιέ και του Ιδιωτικού Αμερικάνικου Πανεπιστημίου, οι οποίες χτίζονται από τον τουρκικό όμιλο εταιρειών Tepe Grubu, ιδιοκτησίας του Ιχσάν Ντοραματζί, ο οποίος είναι Τουρκμένος στην καταγωγή και γεννημένος στο Κιρκούκ.
Ένας ακόμα τομέας με τον οποίο το τουρκικό κεφάλαιο έχει εισχωρήσει στο Βόρειο Ιράκ είναι η βιομηχανία τσιμέντου. Πριν από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, οι τουρκικές βιομηχανίες τσιμέντου, ιδιαίτερα της περιοχής του Μαρμαρά, περιορίζονταν στην εξαγωγή προς Ιταλία, Ισπανία και ΗΠΑ. Μετά το 2003 όμως παρατηρήθηκε κατακόρυφη αύξηση των κερδών των βιομηχανιών που βρίσκονται κοντά στα τουρκικά σύνορα με το Ιράκ. Χαρακτηριστικά η βιομηχανία τσιμέντου της ΟΥΑΚ (εταιρείας του στρατού) που βρίσκεται στην περιοχή Μαρντίν μαζί με άλλες εταιρείες σε περιοχές όπως η Ούρφα, Αντέπ, Βάν, έχουν καταγράψει αύξηση 60% το χρόνο στα κέρδη τους. Το 35% των εξαγωγών τους αφορά αποκλειστικά το Βόρειο Ιράκ και οι συνεργασίες τους γίνονται με όλο το φάσμα της οικοδομικής βιομηχανίας συμπεριλαμβανομένου και του κατοχικού στρατού σε οικοδόμηση υπόγειων καταφυγίων, αντιαεροπορικών έργων και στρατιωτικών ορμητηρίων.
Ενώπιον αυτού του σκηνικού, αναμφίβολα τα συμφέρονται του τουρκικού κεφαλαίου θα συνεχίζουν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής της Άγκυρας. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο εάν ληφθεί υπόψη ότι σε αυτή τη διαδικασία επέκτασης του τουρκικού κεφαλαίου εμπλέκεται σε μεγάλο βαθμό ο στρατός διαμέσου των εταιρειών του, αλλά και άλλες εταιρείες που είχαν και έχουν σοβαρές σχέσεις με εργολαβίες, τις οποίες αναλαμβάνει το ΝΑΤΟ στην περιοχή. Όλα τα πιο πάνω λοιπόν, σε συνδυασμό με την γενικότερη ιδεολογική προσέγγιση της Τουρκίας για την εξωτερική πολιτική που επιδιώκει να ακολουθεί στη Μέση Ανατολή, γίνονται εύκολα κατανοητά τα βασικά αίτια της πολιτικής της Άγκυρας αναφορικά με το Ιράκ.
Η Άγκυρα, ακριβώς λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει η περιοχή του Κιρκούκ, επιδιώκει να ελέγξει την κουρδική επιρροή και για αυτό το σκοπό «εργαλειοποιεί», μεταξύ άλλων, τον Τουρκμενικό πληθυσμό. Η Άγκυρα έχει επαναφέρει πολλές φορές το «Τουρκμενικό ζήτημα», με αιτήματα που αφορούν κυρίως στην καθιέρωση και διασφάλιση μειονοτικών δικαιωμάτων των Τουρκμένων. Η πρώτη φορά που η Τουρκία έκανε λόγο για το λεγόμενο «Τουρκμενικό Ζήτημα», ήταν στο «Μνημόνιο της Τουρκικής Κυβέρνησης για τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ», το οποίο κατέθεσε στην Κοινωνία των Εθνών τον Ιανουάριο του 1926.
Όπως είναι γνωστό, το τελευταίο διάστημα η Τουρκία έχει προχωρήσει εκ νέου σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Βόρειο Ιράκ με στόχο δήθεν την καταπολέμηση του κουρδικού ΡΚΚ. Συγκεκριμένα στις 8 Φεβρουαρίου 2008 πραγματοποιήθηκε εισβολή που διήρκεσε 8 μέρες, ενώ του μήνες που ακολούθησαν, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάη, η τουρκική πολεμική αεροπορία έπληξε στόχους του ΡΚΚ στα ιρακινά εδάφη. Μετά από τις συγκεκριμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας παρατηρήθηκε μια σταδιακή αλλαγή της στάσης της Ιρακινής κυβέρνησης, αλλά και της κουρδικής αυτόνομης διοίκησης στο Βόρειο Ιράκ. Η εισβολή της Τουρκίας στα ιρακινά εδάφη (η μικρής εμβέλειας στρατιωτική επιχείρηση όπως αναφέρει η πλειοψηφία των τουρκικών πηγών), δε φαίνεται τελικά να αποτέλεσε ένα τόσο μεγάλο δίλλημα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όπως πολλοί προέβλεπαν.
Χαρακτηριστικά ο Κερίμ Μπαλτζί, αναλυτής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, έγραφε σε άρθρο του στην εφημερίδα Ζαμάν στις 23/1/2007, ότι «η περιορισμένη τουρκική στρατιωτική επέμβαση στο Βόρειο Ιράκ έχει ήδη επιλεγεί από τις ΗΠΑ. Το ζήτημα του Κιρκούκ όντως ανησυχεί την Τουρκία, όχι διότι έχει σχέση με τους Κούρδους, αλλά διότι έχει τις δυνατότητες να γίνει η μαύρη τρύπα που ρουφά την περιοχή σε πόλεμο. Η περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στο Ιράκ είναι "η εναλλακτική" που έχει απομείνει στις ΗΠΑ». Πέραν τούτου, φαίνεται ότι η συνάντηση του Πρωθυπουργού Ερντογάν με τον Αμερικάνο Πρόεδρο τον Νοέμβριο του 2007 και η συμφωνία τους για άμεση ανταλλαγή πληροφοριών αναφορικά με τις θέσεις του ΡΚΚ στο Βόρειο Ιράκ, ήταν η επισημοποίηση της «αμερικάνικης έγκρισης».
Από δημοσιεύματα στον τουρκικό Τύπο φαίνεται ότι η διήμερη αεροπορική επίθεση 1 – 2 Μάη 2008, πραγματοποιήθηκε και με τη βοήθεια του Πατριωτικού Μετώπου του Κουρδιστάν. Μέσα από αυτές τις εξελίξεις διαφαίνεται ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει διασφαλίσει την στήριξη τόσο της αμερικάνικης και ιρακινής κυβέρνησης, όσο και της ιρανικής. Για να συμπληρωθεί η «αλυσίδα» πίεσης ενάντια στο ΡΚΚ χρειάζεται η συναίνεση της κουρδικής ηγεσίας του Βορείου Ιράκ και είναι για αυτό ακριβώς το λόγο που το τελευταίο διάστημα η Τουρκία έχει εξαγγείλει επίσημη προσπάθεια διαλόγου.
Σε αυτά τα πλαίσια δεν ήταν τυχαία η απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας στις 24 Απριλίου 2008 στην οποία αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «Εξετάστηκαν γενικά οι εξελίξεις στο Ιράκ, εκτιμήθηκαν οι δραστηριότητες στο νομικό επίπεδο που καθορίζουν την βάση εθνικής συμφωνίας στο Ιράκ, καθώς και οι εξελίξεις προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού του ρόλου του Ιράκ στην περιοχή. Σε αυτή τη βάση, επαναβεβαιώθηκε το θετικό της συνέχισης διαλόγου της χώρας μας με όλες τις ιρακινές ομάδες. Επίσης υπογραμμίστηκε η αναγκαιότητα περαιτέρω ενίσχυσης της διμερής μας συνεργασίας με διάφορα πεδία στο Ιράκ, όπως σε προτεραιότητα η οικονομία και η ενέργεια».
Κεφάλαιο 5: Οι τουρκο-συριακές σχέσεις ως παράδειγμα των συνεπειών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό
Α. Σύντομο ιστορικό των σχέσεων Τουρκίας – Συρίας και το υδατικό πρόβλημα
Το νερό εδώ και πολλές δεκαετίες διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, ενώ αρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο επόμενος πόλεμος στην περιοχή ίσως σχετίζεται με τον ανταγωνισμό για τον έλεγχο του νερού. Η ύπαρξη ή η έλλειψη νερού αποτελεί θέμα επιβίωσης για πολλές χώρες της περιοχής και αναμφίβολα ο έλεγχος των υδάτινων πόρων αποκτά σταδιακά τα χαρακτηριστικά ενός ζητήματος «εθνικής ασφάλειας».
Η υδατική κρίση στην περιοχή, οφείλεται μεταξύ άλλων και στην άνιση κατανομή των υπαρχόντων υδάτινων πόρων. Η Τουρκία ελέγχει 134 χιλιάδες εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού το χρόνο, ενώ για παράδειγμα η Συρία ελέγχει μόλις 5,5. Όλες σχεδόν οι χώρες της Μέσης Ανατολής, εκτός από την Τουρκία αντιμετωπίζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό πρόβλημα λειψυδρίας.
Η Τουρκία διαθέτει μεγάλους υδάτινους πόρους σε σημείο που την μετατρέπουν σταδιακά σε «υδάτινη» υπερδύναμη. Διαθέτει ίσως πλεόνασμα του στρατηγικού αυτού υλικού, ενώ παράλληλα δημιουργεί τους μηχανισμούς εκείνους που της επιτρέπουν εδώ και κάποια χρόνια να χρησιμοποιεί διπλωματικά το νερό, ελέγχοντας τον ρουν των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη (που πηγάζουν στο έδαφός της) προς τη Συρία, αλλά και το Ιράκ. Λόγω μιας σημαντικής γεωγραφικής πραγματικότητας, η Τουρκία θεωρεί ότι ο Τίγρης και ο Ευφράτης είναι «εθνικά ύδατα». Δηλαδή ως χώρα που ανήκει γεωγραφικά στο άνω λεκανοπέδιο των δύο αυτών ποταμών, στηρίζει την πολιτική της για την κατανομή των υδάτων πάνω σε ένα δόγμα απόλυτης κυριαρχίας. Είναι χαρακτηριστικό δε το γεγονός, ότι η Τουρκία δεν χρησιμοποιεί τον όρο «διεθνείς υδάτινοι οδοί», που προτείνει το διεθνές δίκαιο για τους ποταμούς που διέρχονται τα σύνορα δύο ή και περισσότερων χωρών. Κάτι τέτοιο θα την υποχρέωνε να συναινέσει σε συμφωνίες κατανομής των υδάτων με άλλες χώρες, χωρίς κατ’ ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά και μόνο τα δικά της «εθνικά συμφέροντα».
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα στην προσπάθεια ελέγχου και στρατηγικής εκμετάλλευσης των υδάτων από την Τουρκία, είναι το «Σχέδιο Νοτιο-ανατολικής Τουρκίας» (τουρκική ονομασία: Güney Doğu Anadolu Projesi – GAP). Το συγκεκριμένο πρόγραμμα παρουσιάζει, εκτός από τις οικονομικές του πτυχές, σημαντικές πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις. Επηρεάζει άμεσα την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας, τις σχέσεις της με τη Μέση Ανατολή, αλλά και την επίλυση του Κουρδικού προβλήματος. Το σχέδιο αυτό προέκυψε από την ενοποίηση άλλων προγραμμάτων επί των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη το 1980 και το κόστος του, τουλάχιστον πριν μερικά χρόνια, αναμενόταν να ξεπεράσει τα 21 δισεκατομμύρια δολάρια. Αποτελεί έναν πολύπλοκο συνδυασμό δημιουργίας φραγμάτων, υδροηλεκτρικών σταθμών και αρδευτικών καναλιών στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη με στόχο την μετατροπή της Νοτιο-ανατολικής Τουρκίας σε αγροτικο-βιομηχανικό κέντρο.
Το «Σχέδιο Νοτιοανατολικής Τουρκίας», ακριβώς λόγω της πολυπλοκότητας των συνεπειών του σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αντιμετωπίστηκε τόσο από τη Συρία, όσο και από το Ιράκ, ως ένα σχέδιο εφαρμογής των ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Άγκυρας. Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα το υδάτων δεν έφυγε για πολλά χρόνια από την ημερήσια διάταξη των διπλωματικών επαφών Δαμασκού – Άγκυρας. Τα ύδατα και η ασφάλεια των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών, ήταν και ίσως είναι μέχρι σήμερα τα πιο σημαντικά θέματα των διμερών τους επαφών.
Οι διμερείς σχέσεις της Τουρκίας με τη Συρία επιδεινώθηκαν με την ολοκλήρωση του φράγματος «Ατατούρκ», τον Ιανουάριο του 1990, λόγω της εκτροπής των υδάτων του Ευφράτη από την Τουρκία με σκοπό την πλήρωση του εν λόγω φράγματος. Στις 23 Νοεμβρίου 1989, η Τουρκία ανακοίνωσε ότι πρόκειται να διακόψει τη ροή των υδάτων του Ευφράτη προς το Νότο ανάμεσα στις 13 Ιανουαρίου και τις 13 Φεβρουαρίου 1990. Παράλληλα προειδοποίησε τη Συρία και το Ιράκ, όπως οργανωθούν για τη λήψη μέτρων ούτως ώστε να μπορέσουν να αποθηκεύσουν νερό σε μεγάλες ποσότητες.
Η αντίδραση της Συρίας υπήρξε έντονη. Τη δεύτερη μέρα της διαδικασίας κατακράτησης υδάτων, η Συρία επέδωσε διπλωματικό διάβημα στην Τουρκία και ζήτησε τη μείωση του χρονικού διαστήματος κατακράτησης των υδάτων. Παράλληλα κατάγγειλε την Τουρκία στον Αραβικό Σύνδεσμο και προχώρησε σε τεχνική και «λογιστική» υποστήριξη του κουρδικού ΡΚΚ, προσφέροντας του έτσι στήριξη για συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Η δυναμική αντίδραση της Συρίας αντικατοπτρίζει ίσως και τη σημασία που έχει για αυτήν ο Ευφράτης. Ιδιαίτερα ο συγκεκριμένος ποταμός, παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη και οργάνωση της Συρίας. Η δυνατότητα πλήρους ελέγχου του συγκεκριμένου ποταμού από την Τουρκία, έφερε σταδιακά την Άγκυρα σε θέση ισχύος απέναντι στη Δαμασκό.
Την ίδια περίοδο και ως αποτέλεσμα των ανακατατάξεων που προκάλεσε η γενικότερη ένταση στην περιοχή, η Τουρκία αποφασίζει να εμπλακεί περισσότερο στην περιοχή αναπτύσσοντας σχέσεις και θέτοντας το ζήτημα των υδάτων ως κεντρικό θέμα εξωτερικής πολιτικής. Στις 12 Φεβρουαρίου 1991, ο τότε Τούρκος ΥΠΕΞ, Αλπετμουτσίν, ξεκινά διπλωματική εκστρατεία στη Μέση Ανατολή, στα πλαίσια της οποίας προβαίνει σε αρχικές συμφωνίες με τη Συρία. Τα κύρια θέματα των συμφωνιών ήταν η κοινή υποστήριξη στην εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ, στο δικαίωμα του ιρακινού λαού να αποφασίσει ο ίδιος τη δομή του κράτους του και στην δημιουργία μηχανισμών συνεργασίας των δύο κρατών. Η εξέλιξη αυτή, αποτέλεσε ουσιαστικά ένα προπομπό μηνυμάτων της Άγκυρας προς τη Δαμασκό ότι η υποστήριξη της προς το ΡΚΚ θα ήταν σημείο εκβιαστική πολιτικής.
Πράγματι στις 14 Απριλίου 1992, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας, Σεζγκίν, επισκέπτεται τη Δαμασκό και παρουσιάζει έγγραφα μυστικών υπηρεσιών, που αποδεικνύουν την υποστήριξη της Συρίας προς το ΡΚΚ. Λίγες μέρες μετά, στις 17 Απριλίου, υπογράφεται μεταξύ των δύο χωρών «Πρωτόκολλο Ασφάλειας» στο οποίο υιοθετούνται «κοινά» αντιτρομοκρατικά μέτρα, όπως η υποχρέωση της Συρίας να απαγορεύσει τη λειτουργία στρατοπέδων εκπαίδευσης του ΡΚΚ στα εδάφη της. Μετά από τρεις σχεδόν μήνες, ο νέος ΥΠΕΞ της Τουρκίας Χικμέτ Τσιετίν, δήλωνε από την Συρία ότι εάν η Δαμασκός παρέμεινε δεσμευμένη στο πρωτόκολλο, τότε και η Τουρκία θα έκανε βήματα στην επίλυση του προβλήματος των υδάτων του Ευφράτη .
Οι σχέσεις Τουρκίας – Συρίας επιδεινώνονται, όταν το καλοκαίρι του 1995 σημειώνονται επιθέσεις του ΡΚΚ στην Αλεξανδρέττα (Hatay) της Τουρκίας και όταν η Δαμασκός προχώρησε σε αμυντική συμφωνία με την Ελλάδα για προστασία του συριακού εναέριου χώρου σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης. Η Τουρκία, σαν αντίποινα στις διπλωματικές κινήσεις της Συρίας, υπέγραψε συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ τον Φεβρουάριο του 1996. Η τελική φάση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών, καταγράφηκε από τις δηλώσεις του Αρχηγού του τουρκικού ΓΕΣ, στρατηγού Κιβρικογλου την 1η Οκτωβρίου 1998, όταν τόνισε ότι «ανάμεσα σε εμάς και τη Συρία υπάρχει ένας ακήρυχτος πόλεμος». Μετά από αυτό, αρχίζουν μετακινήσεις στρατευμάτων προς την τουρκο-συριακή μεθόριο και τελικά η Συρία στις 17 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, αναγκάζεται να εκδιώξει από τα εδάφη της τον ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλλάχ Οτζιαλάν. Μέχρι και τα μέσα του 1999, οι σχέσεις Τουρκίας – Συρίας αρχίζουν να ομαλοποιούνται, με χαρακτηριστικότερο ίσως τομέα τον οικονομικό, όπου το εμπόριο μεταξύ τους έφτασε τα 700 εκατομμύρια δολάρια. Τον Ιούλιο του 2003, Τουρκία και Συρία υπέγραψαν μεγάλο αριθμό διμερών συμφωνιών που εντάχθηκαν στο «Έκτο Τουρκο – Συριακό Πρωτόκολλο, το οποίο καλύπτει τον οικονομικό τομέα, το αδασμολόγητο εμπόριο, τον τουρισμό και τις εκπαιδευτικές ανταλλαγές. Το συνολικό εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών, δείγμα της ανάπτυξης των σχέσεων τους τα τελευταία χρόνια, έφθασε το 2003 στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Τον Ιανουάριο του 2004, ο Μπασάρ Άλ – Άσαντ πραγματοποίησε συναντήσεις στην Άγκυρα και ήταν η πρώτη φορά μετά από 50 χρόνια που Σύρος Πρόεδρος επισκέφθηκε την Τουρκία. Οι ηγεσίες των δύο χωρών, εξέφρασαν την πρόθεσή τους για συμμαχία ενάντια στην τρομοκρατία και συμφώνησαν σε ένα «κοινό όραμα» για ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός ανταπέδωσε τη συνάντηση αυτή, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.
Β. Επιπτώσεις στο Κυπριακό από την εξέλιξη των σχέσεων Τουρκίας – Συρίας
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών που έχει η τουρκική εξωτερική πολιτική και η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αναφορικά με το Κυπριακό πρόβλημα, είναι οι τουρκοσυριακές σχέσεις. Ιδιαίτερα επί διακυβέρνησης του ΚΔΑ, οι σχέσεις Άγκυρας – Δαμασκού βρίσκονται στα καλύτερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, κάτι που συμβάλει στην περεταίρω κατανόηση γεγονότων όπως η απευθείας θαλάσσια σύνδεση Συρίας – κατεχομένων.
Το συγκεκριμένο δρομολόγιο αποτελεί έναν από τους πολλούς αντικατοπτρισμούς των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και ανταγωνισμών στην περιοχή. Όπως διαφαίνεται, δύο ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρέασαν στην υλοποίηση της συγκεκριμένης διαδρομής: Οι δυναμικές που αναπτύσσονται από την προσπάθεια ΗΠΑ – Ισραήλ να απομονώσουν τη Συρία και το Ιράν και η επιρροή αυτών των δυναμικών στις σχέσεις Τουρκίας – Συρίας. Οι αποφάσεις και ενέργειες της Ισλαμικής Διάσκεψης, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του 2004 με την οποία αποδεχόταν το ψευδοκράτος ως το «Τουρκοκυπριακό Κράτος της Κύπρου» με καθεστώς παρατηρητή (και όχι ως «Μουσουλμανική Μειονότητα της Κύπρου», όπως ήταν προηγούμενα).
Η πίεση εναντίον της Συρίας σταδιακά μεγάλωνε με αποκορύφωμα το 2003, όταν έκανε ξεκάθαρη την αντίθεση της με την αμερικάνικη εισβολή στο Βόρειο Ιράκ. Οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τη Συρία, ότι ενίσχυσε την ιρακινή αντίσταση και την «ενέγραψαν» στη μαύρη λίστα ως «κράτος – παρειάς». Οι καλές σχέσεις της Συρίας με το Ιράν και οι συνεχείς αντιπαραθέσεις της με το Ισραήλ, έφεραν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση τη Δαμασκό. Όλα τα πιο πάνω σε συνδυασμό με τη συνεχώς έκρυθμη κατάσταση στην περιοχή, «υπογράμμισαν» τη σημασία του αμερικανικού «Σχεδίου για την Ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική», με βάση το οποίο οι ισορροπίες δυνάμεων μετακινούνταν προς την Ανατολική Μεσόγειο. Μετά την εισβολή στο Ιράκ, εντατικοποιήθηκαν οι φήμες για επιθέσεις εναντίον της Συρίας και του Ιράν.
Έτσι κάτω από την τεράστια πίεση, η Συρία αναγκάζεται σταδιακά να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με τα κράτη της περιοχής. Η Τουρκία και το περιεχόμενο του ρόλου της, αναδείχθηκε σε στρατηγικής σημασίας ζήτημα για τη Δαμασκό. Η απεριόριστη δυνατότητα «διαλόγου» της Άγκυρας και ο ρόλος «γεφυροποιού», που της ανάθεσαν οι ΗΠΑ, μετέτρεψαν την Τουρκία σε «ελκυστική» χώρα ρύθμισης ανταλλαγών στη διεθνή σκακιέρα των λεπτών ισορροπιών. Μετά από την επίσημη επίσκεψη του Ερντογάν στη Συρία, το Δεκέμβριο του 2004, και αφού είχαν προηγηθεί εντατικές επαφές σε όλα τα επίπεδα μεταξύ των δύο κρατών, οι επαφές μεταξύ του ψευδοκράτους και Σύριων αξιωματούχων είχαν πυκνώσει. Το ζήτημα μιας πιθανής σύνδεσης των κατεχομένων με τη Λατάκεια είχε έρθει στην επιφάνεια.
Το 2005, το Τουρκοκυπριακό Βιομηχανικό Επιμελητήριο είχε διοργανώσει «Έκθεση Τοπικών Προϊόντων», στην οποία έλαβε μέρος αντιπροσωπεία 10 ατόμων από τη Συρία. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία, με τη συνοδεία εκπροσώπων του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου των Αδάνων, επισκέφθηκε τη Συρία, με στόχο τη συζήτηση οικονομικής συνεργασίας. Στις 13 Μαρτίου 2007, ο Πρόεδρος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου Τουρκίας – Συρίας Μπαχατίν Χασάν μαζί με αντιπροσωπεία 8 επιχειρηματιών από τη Συρία, επισκέφθηκαν τα κατεχόμενα και συζήτησαν όλα τα σενάρια αναφορικά με πιθανή θαλάσσια σύνδεση Λατάκειας – Αμμοχώστου.
Στις 8 Αυγούστου 2007, ο λεγόμενος «ΥΠΕΞ» του ψευδοκράτους, Τουργάϊ Αβτζί, επισκέφθηκε τη Συρία μετά από πρόσκληση του «Orient Center for Studies» - δεξαμενής σκέψης που δραστηριοποιείται στη Συρία – ενώ η αμέσως επόμενη του επίσκεψη έγινε στις 16 Σεπτεμβρίου. Η συχνότητα των τελευταίων επαφών ήταν ο προάγγελος της θαλάσσιας σύνδεσης. Κατά την επίσκεψη του στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Τουργάϊ Αβτζί συζήτησε θέματα περεταίρω ενίσχυσης των εισαγωγών – εξαγωγών και τουρισμού με εκπροσώπους εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων της Συρίας. Μετά από μία εβδομάδα, στις 22 Σεπτεμβρίου, έγινε η πρώτη διαδρομή.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...