«Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ…»
Ανηφόρισα σήμερα στα ορεινά της Ξάνθης, στα όμορφα βουνά της Ροδόπης. Πήρα τον δρόμο για να πάω να βρω έναν καλό φίλο, τον Αλή. Ο Αλή είναι Πομάκος, φίλος από παλιά, καλός και καρδιακός, μου έχει εμπιστευτεί τα βάσανά του και τις πίκρες του, τις χαρές και τις λύπες του, αλλά κι εγώ του «εξομολογούμαι» συχνά τα δικά μου.
Είκοσι λεπτά με το αυτοκίνητο η Γλαύκη, το χωριό του Αλή. Ένα χωριό που είναι σκέτη ζωγραφιά. Χτισμένο σε μια πλαγιά με ένα μικρό ποταμάκι να τρέχει στο βάθος, τέρμα κάτω στην κατηφόρα. Η φύση καταπράσινη και τα δένδρα έγερναν πάνω από τον δρόμο, καθώς περνούσα, σαν να με καλωσόριζαν.
Καθώς έφτασα, τα παιδιά, με κατακκόκινα μάγουλα, έτρεξαν μέσα στο σπίτι φωνάζοντας «ο ντάσκαλος, ο ντάσκαλος». Βγήκε ο Αλή, με ένα χαμόγελο και με ανοιχτή την αγκαλιά του να με υποδεχτεί.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σαν αδέρφια. Έτσι τον νιώθω, έτσι με νιώθει. Και οι δυό μας σε ετούτη τη γη γεννηθήκαμε, εδώ πέρα παλεύουμε και αν θέλει ο Θεός, σε ετούτα τα χώματα θα αναπαυθούμε.
Με πήρε και καθίσαμε στην αυλή. Κάτω από μία φορτωμένη βυσσινιά.
Τα παιδιά, όλα αγόρια, ήταν σε μία γωνιά και με κοίταζαν. Τα κορίτσια είχαν εξαφανιστεί μέσα στο σπίτι, όπως και η γυναίκα του Αλή.
Άνοιξα το σακίδιό μου. Είχα φέρει πράγματα για τους μικρούς. Εξάλλου, μαθητές μου είναι, τους ξέρω καλά, πολύ καλά, όλους τους.
- Τι κάνεις εκεί Κώστα; με ρώτησε ο Αλή.
- Τίποτα, κάτι για τους μικρούς. Τους το είχα τάξει εδώ και μέρες. Ελάτε εδώ ρε σεις.
Έτρεξαν και μαζεύτηκαν γύρω μου. Έβγαλα και τους έδωσα από ένα cd με παιχνίδια για τον υπολογιστή. Ήξερα τι ήθελε ο καθένας τους. Το χαμόγελό τους έφτασε μέχρι τα αφτιά τους!!! Τα πήραν και έφυγαν τρέχοντας.
- Δεν έπρεπε Κώστα. Τους κακομαθαίνεις, μου είπε ο Αλή. Μετά θα θέλουν να τους φέρνω κι εγώ τέτοια από την πόλη, και δεν ξέρω που να τα βρω. Μπελά μου βάζεις, να το ξέρεις καλά.
Χαμογελούσε. Ήταν χαρούμενος, όπως ήμουν κι εγώ. Κάποια στιγμή, ήρθε και η Αϊλά, η γυναίκα του. Έφερε τους καφέδες και κρύα ποτήρια με μία κανάτα γεμάτη με νερό από την πηγή. Χώρια, έβαλε μία παγοθήκη γεμάτη με πάγο. Την ήξερα, αυτή έφερνε τα παιδιά για μάθημα τα Σάββατα του χειμώνα. Καθόταν στον διάδρομο και περίμενε υπομονετικά, πλέκοντας, σιωπηλή και αρχοντική. Έφυγε από κοντά μας τόσο αθόρυβα όσο ήρθε.
- Πώς τα περνάτε Αλή; Πώς είναι τα πράγματα;
- Κάθε χρόνο και χειρότερα. Ο καπνός λιγοστεύει, τα χρήματα που μας δίνουν όλο και λιγότερα. Σκέφτομαι να πάω να δουλέψω στο εξωτερικό, για να μπορώ να δώσω ένα καλύτερο αύριο στα παιδιά μου. Εξάλλου, λέμε με την γυναίκα μου, όταν πεθάνουν οι γονείς μου, να κατεβούμε στην πόλη. Θα είναι καλύτερα για τα παιδιά. Θα έχουν καλύτερο σχολείο. Και αν έχουμε ανάγκη από γιατρό, θα τον έχουμε δίπλα μας. Ευτυχώς, μας έχουν κάνει τους δρόμους και τώρα τουλάχιστον δεν σκοτωνόμαστε. Θυμάσαι παλιά πώς ήταν ε; Κάθε τόσο και ένα τροχαίο με αυτοκίνητο. Τώρα είναι καλύτερα…
Ο Αλή είναι άνθρωπος που δεν μιλάει πολύ και παραξενεύτηκα. Κάτι συνέβαινε. Σήμερα ήταν πολύ ομιλητικός.
- Τι έγινε; Τι σε απασχολεί; Κάτι έχεις, του είπα.
- Τι να γίνει ρε Κώστα. τα ίδια και τα ίδια. Μυαλό δεν βάζουν. Εγώ πάντως, το ξέρεις, νιώθω Έλληνας. Μουσουλμάνος είμαι, αλλά Έλληνας.
- Τι έγινε; Πες μου…
- Έχουν πλακώσει τις τελευταίες ημέρες πάλι. Ξέρεις ποιοί. Αυτοί οι τεμπέληδες, που για τα λεφτά έγιναν πράκτορες της Τουρκίας. Γυρίζουν σε όλα τα χωριά. Άρχισαν τα κηρύγματα πάλι. Μέχρι που πάνε και βρίσκουν όλους όσους έφυγαν και κατέβηκαν κάτω στον κάμπο.
- Και τι σας λένε ρε Αλή;
- Τα γνωστά. Εμείς οι Πομάκοι είμαστε μουσουλμάνοι Τούρκοι, η Τουρκία είναι η «μητέρα μας», πως πρέπει να νιώθουμε περήφανοι που είμαστε Τούρκοι, να μην αφήνουμε να μας γελάσετε εσείς οι Έλληνες. Γκιαούρηδες σας λένε, αλλά εγώ τους έχω γραμμένους. Εγώ εδώ γεννήθηκα. Το ίδιο και ο πατέρας μου και ο πατέρας του. Όλοι μου οι πρόγονοι εδώ γεννήθηκαν, εδώ δούλεψαν, εδώ είναι θαμμένοι. Κανένας δεν είχε να κάνει τίποτε με την Τουρκία. Εντωμεταξύ, άρχισαν να μας θυμίζουν κάτι διευκολύνσεις που μας είχαν κάνει. Κάποιες χρονιές που ήταν δύσκολες, σε μερικές οικογένειες, που περνούσαν δύσκολα, είχαν δώσει χρήματα και τώρα μας το θυμίζουν όλους μας. Κατάλαβες; Πάνε να μας χτυπήσουν στο φιλότιμο…
- Άστα ρε Αλή, έχουνε και αυτοί προβλήματα τώρα. Στην Τουρκία γίνεται χαμός.
- Ναι, τα ξέρω. Τα άκουσα, τα διάβασα, μας τα είπαν και οι ίδιοι. Μας είπαν ότι πλησιάζει ο καιρός για να αποδείξουμε πόσο αγαπάμε την «μητέρα πατρίδα».
- Δηλαδή;
- Χαζομάρες. Θέλουν να κάνουν τους καλούς κι αυτοί. Βλέπεις, δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους. Πάντα πληρώνονταν, ξέρεις από πού, από την Κομοτηνή, για να έρχονται και να μας λένε διάφορα. Μερικοί τους έχουν πιστέψει και έχουν γίνει πολύ φανατικοί, αλλά τα χρόνια δεν είναι ίδια. Τώρα είναι καλύτερα. Δεν είναι όπως παλιά. Και εμείς δεν είμαστε κλεισμένοι στα χωριά μας πιά. Γυρνάμε, βλέπουμε και μαθαίνουμε πολλά. Όχι, δεν είναι όπως παλιά…
Τον χτύπησα στον ώμο. Τον κοίταξα στα μάτια και του είπα:
- Να ξέρεις, αν ποτέ χρειαστείς κάτι… εγώ δεν έχω αδέρφια… έχω εσένα για αδερφό… το ξέρεις… ας μην έρθει ποτέ τέτοια στιγμή, αλλά εγώ είμαι εδώ, για εσένα, για όλη σου την οικογένεια
- Ναι Κώστα… εσύ Χριστό, εγώ Αλλάχ… όπως λέει και το τραγούδι ε;
- Ναι ρε Αλή. Έτσι είναι… και μάνα μας αυτός ο τόπος, αυτά τα χώματα, η Ελλάδα…
Η ώρα είχε περάσει. Ο ήλιος άρχισε να πέφτει στις κορυφές των βουνών. Σηκώθηκα, χαιρετηθήκαμε. Ψηλός με ρωμαλέα θωριά, ο Αλή γύρισε προς τα παιδιά και τα φώναξε να έρθουν να με χαιρετήσουν. Η γυναίκα του τον πλησίασε και του έδωσε μία πλαστική σακούλα. Ο Αλή γύρισε προς το μέρος μου και μου την έδωσε.
- Τι κάνεις, δεν είναι σωστό, του είπα...
- Δεν θα είναι σωστό αν δεν τα πάρεις, μου απάντησε.
Κοίταξα το εσωτερικό της γεμάτης σακούλας. Ήταν γεμάτη με ένα σωρό χειροποίητα κεντήματα, πασούμια...
- Για την κυρά, μου είπε ο Αλή. Δώρο πες της από την Αϊλά. Και πες της να πάρει κανένα τηλέφωνο να τα πούνε. Λένε τα δικά τους οι γυναίκες...
Χαμογέλασα. Έτσι είναι... Λένε τα δικά τους...
Όταν έφευγα, γύρισα και τον κοίταξα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Ήταν εκεί, όρθιος, και αγέρωχος, με το χέρι ψηλά να με χαιρετάει.
Πήρα τον δρόμο του γυρισμού… χαμογέλασα όμως γιατί θα ερχόμουν ξανά και ξανά… στην πατρίδα του Αλή, στην πατρίδα την δική μου…
- Γειά σου ρε Αλή, σκέφθηκα, γειά σου αδερφέ…
Κατηφόριζα πια, αλλά ήμουν χαρούμενος επειδή ήξερα ότι πάλι θα γυρνούσα πίσω. Και δεν ήταν μόνο ο Αλή... Πολλοί αγνοί άνθρωποι εδώ επάνω ήταν φίλοι... αδέρφια...
Κρίμα που τους έχουμε αφήσει σαν κράτος τους ανθρώπους παρατημένους στη μοίρα τους. Αν είναι δυνατόν...
ΑπάντησηΔιαγραφή