Ένα «φθίνον έθνος»;
Δημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Παναγιώτης Κονδύλης: Μια διαδρομή, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
...Κομβικό ρόλο σε αυτή τη νέα περίοδο της συγγραφικής δραστηριότητας και της προσωπικής εξέλιξης του Παναγιώτη Κονδύλη θα παίξει το κείμενό του, «Ελληνοτουρκικός πόλεμος», που δημοσιεύει ως επίμετρο στη Θεωρία του Πολέμου, κείμενο γραμμένο αμέσως μετά την εθνική ταπείνωση των Ιμίων, το 1996, που θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό και θα προκαλέσει σκληρές δημόσιες διαμάχες και αντιπαραθέσεις. Καταγράφει χωρίς κανένα ψιμύθιο τη σταδιακή υπαγωγή του συρρικνωμένου ελληνικού κόσμου στην τουρκική επικυριαρχία – αυτό που αποκαλούσαμε ήδη «ισλαμο-κεμαλισμό» και που θα γίνει γνωστός αργότερα ως νεο-οθωμανισμός. Αφού έχει καταγράψει απροκατάληπτα τη σταδιακή και ραγδαία επιδείνωση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας στο δημογραφικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιστρέφει χωρίς παρωπίδες στη μοιραία σχέση ελληνικού έθνους και ελλαδικού κράτους:
Με αυτήν την έννοια, το γεωπολιτικό δυναμικό της ελληνικής πλευράς αποτυπωνόταν κατά τον 19ο αι., και ίσαμε το σημαδιακό έτος 1922, πολύ περισσότερο στο έθνος παρά στο κράτος. Το έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος, απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Το κράτος ζητούσε να επεκταθεί, για να κλείσει μέσα του τουλάχιστον όσα τμήματα του έθνους βρίσκονταν εκάστοτε στις παρυφές του [ ] φτάνοντας σε μιαν ανεπανάληπτη κορύφωση το 1920. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το κράτος, όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945). Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) και την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου (1).
...Και από τη στιγμή που έχει κλείσει ο κύκλος της εξωτερικής συρρίκνωσης, ακολουθεί αναπότρεπτα, εξαιτίας των δημογραφικών και οικονομικών παθογενειών του παρασιτικού καταναλωτικού προτύπου, η συρρίκνωση στο ίδιο το εσωτερικό του ελληνικού κράτους, «γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του» (3). Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, δεν διαφαίνεται καμία λύση γιατί ο παρασιτικός καταναλωτισμός έχει διαβρώσει όχι μόνο τις ελίτ της χώρας αλλά το ίδιο το λαϊκό σώμα σε αυξανόμενο βάθος και έκταση:
«Ο κυριότερος αντίπαλος μιας εθνικής στρατηγικής δεν είναι άλλος από τον παρασιτικό καταναλωτισμό, ο οποίος σε ένα «φθίνον έθνος», όπως το ελληνικό, οδηγεί αναπόφευκτα στην υπερχρέωση. Ο όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό» (4).
Ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί, έστω in extremis, η κατάρρευση είναι η αλλαγή του παραγωγικού, του εκπαιδευτικού και του κοινωνικού/δημογραφικού μοντέλου, δηλαδή ένας ενδογενής εκσυγχρονισμός, διαφορετικά θα ακολουθήσει η αδήριτη νέμεση της κατάρρευσης:
«Αν ο Ελληνισμός θέλει να επιβιώσει ως διακεκριμένη ταυτότητα, το πρώτο που θα έπρεπε να κάμει θα ήταν να παράγει όσα τρώει. Δεν εννοώ διόλου κάποιαν οικονομική «αυτάρκεια» με την παλαιά έννοια, αλλά την απαλλαγή από την πολιτική και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού. [...] Ειδάλλως είναι αναπόφευκτη η πτώση στα κατώτερα σκαλιά του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, η καταχρέωση και η πολιτικοστρατιωτική εξάρτηση» (5).
... Και όποιος δεν διαθέτει επαρκή εσωτερική δυναμική δεν πρόκειται να διασωθεί από την «ευρωπαϊκή ενοποίηση»:
«Όποιος δεν θέλει να συγχέει τις ευχές του με την πραγματικότητα οφείλει να διαπιστώσει ότι… το έθνος, ως βασική μονάδα πολιτικής συνομάδωσης και συνεπώς η επιβίωσή του ως εγγύηση της φυσικής και πολιτικοκοινωνικής επιβίωσης συγκεκριμένων ανθρώπων, διόλου δεν έχουν πρακτικά ξεπερασθεί ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο» (6).
Και προφανώς καμιά εσωτερική ανασυγκρότηση δεν είναι δυνατό να ευοδωθεί όσο διαιωνίζονται οι μηχανισμοί της δημογραφικής συρρίκνωσης:
«...Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από δεκαετίες ο Ελληνισμός βρίσκεται σε διαδικασία γεωπολιτικής συρρίκνωσης και γνωρίζουμε από τώρα με βεβαιότητα ότι μία τουλάχιστον συνιστώσα της συρρίκνωσης αυτής θα προεκταθεί περίπου ευθύγραμμα: η δημογραφική. Αυτό δεν μπορεί να μην έχει ορισμένες συνέπειες μετά από μία ή δύο γενεές, όταν οι αλβανικοί πληθυσμοί θα υπερτερούν αριθμητικά του ελληνικού, ενώ η Τουρκία θα αριθμεί δεκαπλάσιους κατοίκους από την Ελλάδα...» (7)
...ακόμα και εάν, μελλοντικά, τα εθνικά κράτη παύσουν να αποτελούν το προνομιακό όχημα της συνομάδωσης των ανθρώπων, η Ελλάδα κινδυνεύει με εθνική έκπτωση, πολύ πριν από τα υπόλοιπα έθνη-κράτη, γι’ αυτό και απειλείται με εθνικό ακρωτηριασμό:
Δεν είμαι «εθνικιστής», και δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί. Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο (8).
Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ένταξη σε αυτήν δεν είναι ικανή να αποτρέψει την εθνική μας παρακμή και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
«Βεβαίως, μία τέτοια νηφάλια διαπίστωση κάθε άλλο παρά πρέπει να οδηγήσει σε μία –διόλου νηφάλια– διάθεση αποκοπής από κάθε συμμαχία και κάθε είδους ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Αλλά…, μόνο μία ισχυρή (και στην ανάγκη αυτάρκης) Ελλάδα θα προσδώσει πολιτικό βάρος στην ευρωπαϊκή ένταξη, όντας σεβαστή στους εταίρους της... Ίσως να φαίνεται παράδοξο αλλά, στο πλαίσιο μιας τελεσφόρας και μακρόπνοης εθνικής πολιτικής, ο εξευρωπαϊσμός, και ο εκσυγχρονισμός γενικότερα, πρέπει να προχωρήσουν ακριβώς για να μπορεί μία κραταιωμένη Ελλάδα να μην είναι εξάρτημα ή μπαίγνιο της «Ευρώπης», για να είναι σε θέση, αν χρειασθεί, να τραβήξει τον δρόμο που θα της υπαγορεύσουν τα δικά της συμφέροντα, όταν αυτά συγκρουσθούν με εκείνα των Ευρωπαίων εταίρων της (10).
Παραπομπές
1. Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου», επίμετρο στην ελληνική έκδοση του Θεωρία του πολέμου, Θεμέλιο, 1997, σ. 384.
2. Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι…», ό.π., σ. 385.
3. Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι…», ό.π., σ. 385.
4. Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι…», ό.π., σ. 385.
5. Π. Κονδύλης, Πλανητική..., ό.π., σ. 165.
6. Π. Κονδύλης, Πλανητική..., ό.π., σ. 165.
7. Απαντήσεις σε δέκα ερωτήματα του Σπύρου Κουτρούλη, στο Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998, σ. 142.
8. Απαντήσεις σε δέκα ερωτήματα του Σπύρου Κουτρούλη, όπ.π., σσ. 143-144.
9. Π. Κονδύλης, Πλανητική…, ό.π., σσ. 163-164.
10. Π. Κονδύλης, Πλανητική…, ό.π., σσ. 174-175.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...