Το ισλάμ κατακτά την Ευρώπη αθόρυβα και μεθοδικά
Του Μάνου Ηλιάδη
Για την διείσδυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Δύση (Μ.Α.), είχαμε αναφερθεί στην αυξανόμενη με εντυπωσιακούς ρυθμούς επέκταση των Ισλαμιστών σε διάφορες περιοχές του κόσμου, με ειδική αναφορά στην σημαντική διείσδυσή τους στις ΗΠΑ. Είχαμε ερμηνεύσει την επικέντρωση της προσπάθειας της Μ.Α. στις ΗΠΑ ως συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο της οργανώσεως, ο οποίος εδράζεται στην λογική της κατακτήσεως του κέντρου του δυτικού κόσμου, από το οποίο προέρχεται η όλη εκστρατεία εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας. Αν το κέντρο αυτό κατακτηθεί, είχαμε επισημάνει, ή γενικώς εδραιωθεί κατά την διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, η προώθηση των σκοπών του παγκόσμιου ισλαμικού κινήματος θα είναι σημαντικά ευκολότερη, δεδομένου ότι η κατάσταση στην Ευρώπη είναι ακόμη χειρότερη. Το τελευταίο γεγονός δεν προκαλεί απορίες γιατί, ενώ η διείσδυση της Μ.Α. στις ΗΠΑ είναι ένα σχετικώς πρόσφατο φαινόμενο, η διείσδυση στην Ευρώπη είχε ξεκινήσει νωρίτερα, και συγκεκριμένως λιγότερο από τρεις δεκαετίες μετά την ίδρυσή της στην Αίγυπτο το 1928 από τον Χασάν Αλ Μπάνα.
Όπως είναι γνωστό, η Μ.Α. διαμόρφωσε με τις ριζοσπαστικές απόψεις της τον ιδεολογικό προσανατολισμό ολόκληρων γενεών Ισλαμιστών στη Μ. Ανατολή, αν και για αρκετά μεγάλο διάστημα είχε απολέσει μεγάλο μέρος της ισχύος της λόγων των απηνών διώξεών της σε πολλές χώρες της περιοχής. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το εξής παράδοξο: το κέντρο βάρους και η ισχύ της μεταφέρθηκε σταδιακά από την Μ. Ανατολή στην Ευρώπη, η οποία τελικώς ανεδείχθη σε ένα «εκτροφείο» στελεχών και χώρο επωάσεως της ισλαμικής σκέψεως και της πολιτικής της μεθοδολογίας.
Η διαδικασία διεισδύσεως στην Ευρώπη ξεκίνησε από την Γερμανία, για να μεταδοθεί αργότερα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτό έγινε λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1950, με την άφιξη μουσουλμάνων μεταναστών στην Γερμανία, λόγω της λειψανδρίας που παρατηρήθηκε δέκα περίπου χρόνια μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, μέλη της Μ.Α. και φιλικώς διακείμενα προς αυτήν άρχισαν μετακινούνται στην Ευρώπη και να αναπτύσσουν αργά αλλά σταθερά ένα ευρύ και καλώς οργανωμένο δίκτυο τζαμιών, φιλανθρωπικών συλλόγων καθώς και ισλαμικών οργανώσεων.
Η διαφορά αυτού του δικτύου της Μ.Α. με τις άλλες οργανώσεις της ευρύτερης μουσουλμανικής κοινότητας στην Ευρώπη ήταν ότι, σε αντίθεση με τις οργανώσεις της τελευταίας, δεν ήταν απλώς η βοήθεια προς τους μουσουλμάνους, αλλά, όπως το έθεσε η Chicago Tribune (19.9.2004) «η εξάπλωση του Ισλαμικού νόμου σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ».
Η επόμενη είσοδος μουσουλμάνων στην Γερμανία έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 από πρόσφυγες που προέρχονταν από τον Λίβανο, το Ιράν και το Αφγανιστάν. Σε αυτούς προστέθηκαν στην δεκαετία του 1990 μετανάστες από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Κόσσοβο και άλλες περιοχές της διαλυθείσης Γιουγκοσλαβίας. Το τρίτο κύμα ήταν από μουσουλμάνους που πήγαν στην Γερμανία για σπουδές στα πανεπιστήμια της χώρας. Οι τελευταίοι, αρκετοί από τους οποίους παρέμειναν στην Γερμανία μετά το πέρας των σπουδών τους, ήταν οι πλέον δραστήριοι στην ίδρυση ισλαμικών κέντρων και οργανώσεων σε ολόκληρη την Γερμανία, θέτοντας έτσι τα θεμέλια μεγάλου μέρους αυτού που σήμερα είναι η «υποδομή» των μουσουλμάνων της Γερμανίας.
Σαράντα και πλέον χρόνια συστηματικής καλλιέργειας και διδασκαλίας των μουσουλμάνων της Ευρώπης εκ μέρους της Μ.Α. απέδωσαν σημαντικούς καρπούς. Οι μετανάστες πρόσφυγες που πήγαν στην Γερμανία πριν σαράντα χρόνια και οι απόγονοί τους, σήμερα ηγούνται οργανώσεων που εκπροσωπούν τις τοπικές μουσουλμανικές κοινότητες στις επαφές τους με την πολιτική εξουσία. Επί πλέον, με την άφθονη χρηματοδότηση κυρίως της Σαουδικής Αραβίας και άλλων χωρών του Κόλπου έχουν δημιουργήσει ένα καλώς οργανωμένο δίκτυο οργανώσεων με κεντρική δομή, το οποίο εκτείνεται σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Οι οργανώσεις αυτές εμφανίζονται ψευδώς ως εκπρόσωποι της πλειοψηφίας των μουσουλμάνων, αν και εμφορούνται από τις ριζοσπαστικές απόψεις της Μ.Α. και έχουν διαπιστωμένες σχέσεις και επαφές με τρομοκρατικές οργανώσεις. Η μετριοπαθής τους ρητορική πάντως και η καλή γνώση της γλώσσας του τόπου διαμονής ( γερμανικής, ολλανδικής, γαλλικής κ.λπ.) επέτυχε να κερδίσει την αποδοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των ΜΜΕ, με αποτέλεσμα οι πολιτικοί από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου να συνομιλούν με τις ηγεσίες αυτών των οργανώσεων για θέματα που αφορούν στους μουσουλμάνους, ή (όπερ συμβαίνει κατά κόρον εδώ) όταν επιζητούν την ψήφο της διογκούμενης μουσουλμανικής κοινότητας.
Όταν, όμως, οι ίδιοι οι εκπρόσωποί τους έρχονται σε επαφή με μουσουλμάνους και τους μιλούν είτε αραβικά είτε τουρκικά, τα προσωπεία πέφτουν και ο ριζοσπαστισμός τους βγαίνει ελεύθερα στην επιφάνεια. Έτσι, ενώ οι εκπρόσωποί τους ομιλούν στην τηλεόραση για διαθρησκευτικό διάλογο και ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία, οι ίδιοι στα κηρύγματά τους στα τζαμιά κηρύσσουν το μίσος και προειδοποιούν τους πιστούς για τα κακά και την διαφθορά της Δυτικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι οι Ευρωπαίοι, στην έντονη επιθυμία τους να ανοίξουν διάλογο με την μη προνομιούχα κατηγορία μουσουλμάνων πολιτών, παραβλέπουν αυτή την διγλωσσία, στην οποία αναφερθήκαμε επισταμένως σε προηγούμενα άρθρα των Επικαίρων (βλ. την τακτική της εξαπατήσεως του αλλόθρησκου αντιπάλου και του επιτρεπόμενου από την θρησκεία τους ψέματος, taqiyya).
Στο μείζον θέμα της ενσωματώσεώς τους στις κοινωνίες των χωρών υποδοχής, ενδεικτική ήταν μία έρευνα που έγινε το 2007 στην Γερμανία με σκοπό να διαπιστωθεί η άποψη των μουσουλμάνων μεταναστών σχετικά με την Δημοκρατία, τις Δυτικές αξίες, την υπακοή στους νόμους και την θρησκευτικοπολιτική βία. Τα αποτελέσματα της έρευνας έκρουσαν πραγματικά τον κώδωνα του κινδύνου για την γερμανική πολιτική ηγεσία.
Η έρευνα απέδειξε μία εκτεταμένη υποστήριξη για το Ισλάμ και την περιφρόνηση των μουσουλμάνων μεταναστών για τους χριστιανούς και την Δυτική κοινωνία. Το 26% των ερωτηθέντων συμφώνησε απολύτως με την άποψη ότι μόνο το Ισλάμ είναι ικανό να δώσει λύσεις στα προβλήματα της εποχής, ένα άλλο 19% ήταν μάλλον σύμφωνο, όπερ σημαίνει ότι το ήμισυ σχεδόν του μουσουλμανικού πληθυσμού της Γερμανίας ήταν της γνώμης ότι το Ισλάμ ήταν τουλάχιστον ανοιχτό στην ιδέα ότι το Ισλάμ έπρεπε να έχει έναν πολιτικό ρόλο στην χώρα. Το θέμα της σεξουαλικότητας ήταν η περιοχή με τις ισχυρότερες αρνητικές αντιδράσεις για τις Δυτικές αξίες, με το ήμισυ σχεδόν των μουσουλμάνων να δέχεται απόλυτα ότι «τα σεξουαλικά ήθη στις Δυτικές κοινωνίες είναι τελείως διεφθαρμένα» και το σύνολο των γενικώς συμμεριζόμενων αυτή την άποψη να ανέρχεται στο 71%.
Μεταξύ των Τούρκων μεταναστών, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της Γερμανίας, το 71,9% των γονέων θεωρεί ότι η γερμανική κοινωνία είναι απειλή για την θρησκευτική και πολιτιστική ανάπτυξη των παιδιών τους. Ιδιαίτερα ανησυχητική ήταν η απάντηση των μουσουλμάνων σε ερωτήματα σχετικά με την βία. Στο ερώτημα εάν η απειλή που θέτει η Δύση για το Ισλάμ νομιμοποιεί τους μουσουλμάνους να υπερασπίσουν τον εαυτό τους με βίαια μέσα, η απάντηση του 17,9% των μουσουλμάνων ήταν απολύτως θετική και ένα άλλο 20,4% μάλλον συμφωνούσε με την άποψη αυτή. Ένα άλλο ερώτημα σχετικά με την καταδίκη ή μη των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας έδειξε ότι το 8,7% των μουσουλμάνων συμφωνούσε ή μάλλον δεν είχε αντιρρήσεις για αυτές τις μορφές επιθέσεων.
Το θέμα της εντάξεως και ενσωματώσεως των μουσουλμάνων στην κοινωνία της Γερμανίας, μίας χώρας που λόγω του εκεί μεγάλου αριθμού των μουσουλμάνων αποτελεί βαρόμετρο για όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης, είχε περάσει για δεκαετίες απαρατήρητο από την πολιτική ηγεσία της χώρας, μέχρι που το πρόβλημα προσέλαβε διαστάσεις που το καθιστούν πλέον άλυτο μετά από δεκαετίες διαλόγων με τους μουσουλμάνους που χαρακτηρίσθηκαν από την διγλωσσία που αναφέραμε. Είναι χαρακτηριστική η δημόσια δήλωση της Άγκελα Μέρκελ τον Οκτώβριο του 2010 ότι «η πολυπολιτισμική προσέγγιση απέτυχε απόλυτα».
Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε από την παραπάνω κοντόφθαλμη πολιτική των Γερμανών είναι ο τεράστιος αριθμός ισλαμικών τεμενών, πολιτιστικών κέντρων και οργανώσεων, που αποτελεί πλέον πρόβλημα η ίδια τους η λεπτομερής καταγραφή και οι μεταξύ τους διασυνδέσεις στον περιορισμένο χώρο του περιοδικού. Γενικώς, πάντως, στην Γερμανία υπάρχουν 5 μεγάλες οργανώσεις-ομπρέλα διαφόρων ισλαμικών ομάδων: α) η κατευθυνόμενη από το τουρκικό κράτος DITIB (σ.σ.: εκτενής αναφορά σε αυτήν γίνεται στα δύο βιβλία του συντάκτη για τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες), β) η Ομοσπονδία Αλεβιτικών Κοινοτήτων Γερμανίας( γνωστή με τα αρχικά της στα γερμανικά «ΑΑBF»), γ) Το Ισλαμικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (IRD), δ) η Ένωση Ισλαμικών Πολιτιστικών Κέντρων (VIKZ) και ε) το Κεντρικό Συμβούλιο Μουσουλμάνων της Γερμανίας (ZMD).
Το IRD κυριαρχείται από την μεγαλύτερη οργάνωση-μέλος που είναι η (τουρκική) Ισλαμική Κοινότητα Milli Gorus (Εθνικό Όραμα), ή IGMG από τα αρχικά της στην γερμανική γλώσσα, η οποία αναφέρεται να έχει 30.000 ενεργά μέλη και περίπου συμπαθούντες. Το 2009, η συμμετοχή της στην διάσκεψη του Γερμανικού Ισλάμ ακυρώθηκε από τις αρχές, λόγω διώξεως ηγετικών στελεχών της για εγκληματικές πράξεις.
Το VIKZ, που ενσωματώνει τα περίφημα πολιτιστικά κέντρα των μουσουλμάνων, έχει επίσης κατηγορηθεί επανειλημμένως για προώθηση του ισλαμισμού και της αντιδημοκρατικής ιδεολογίας. Στα σχολεία της ενώσεως των ισλαμικών κέντρων, οι αρχές έχουν αναφέρει τον ξυλοδαρμό πολλών μαθητών και την προπαγάνδα για το Τζιχάντ, με αρκετές εγκαταστάσεις τους να έχουν χρησιμοποιηθεί παρανόμως ως εσωτερικά θρησκευτικά σχολεία και να έχουν κλείσει κατόπιν παρεμβάσεως των αρχών. Σημ.: Οι Γερμανοί είχαν πάντως μία αρκετά καλή ιδέα περί του τι γίνεται στις ισλαμικές οργανώσεις των μουσουλμάνων με την παραπλανητική συνήθως ονομασία, αρκετά χρόνια πριν. Το φθινόπωρο του 2003, ένας δημοσιογράφος του τηλεοπτικού σταθμού ARD, εφοδιασμένος με μία κρυφή κάμερα κατάφερε να εισέλθει στην Ακαδημία του Βασιλέα Φάχντ στην Βόννη και κατέγραψε αυτά που διδάσκονται τα παιδιά των μουσουλμάνων που πάνε εκεί, μεταξύ των οποίων και ένα δάσκαλο να κηρύττει το Τζιχάντ εναντίον των απίστων.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Μουσουλμάνων της Γερμανίας ( ZMD) αποτελεί μία πλατφόρμα αρκετών σημαντικών ισλαμικών οργανώσεων στην Γερμανία, με πλέον σημαντικές μεταξύ αυτών την Ισλαμική Κοινότητα Γερμανίας (IGD) και το Ισλαμικό Κέντρο του Αμβούργου (ΙZH). Σημειώνεται ότι η IGD αποτελεί τον κύριο φορέα αντιπροσωπεύσεως της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Γερμανία.
Το 2007, το VIKZ, η DITIB, το ZMD και το IRD ίδρυσαν από κοινού το Συντονιστικό Συμβούλιο Μουσουλμάνων της Γερμανίας (ΚΡΜ) το οποίο ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί την πλειοψηφία των σουννιτών και σιιτών μουσουλμάνων που ζουν στην Γερμανία και αποβλέπει να καταστεί το κεντρικό σημείο επαφής μεταξύ αυτών και του γερμανικού κράτους. Αυτό που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας έρευνας που έγινε στην Γερμανία το 2005, η μεγάλη πλειοψηφία των μουσουλμάνων που ζουν στην χώρα δεν έχουν καν ακούσει για το KPM, με μόλις το 10% από αυτούς να έχουν ακούσει κάτι για αυτό και με το 60% (αυτού του 10%) να μην αισθάνεται ότι αντιπροσωπεύεται καθόλου από την τελευταία και μεγαλύτερη ισλαμική οργάνωση-ομπρέλα.
Ένα άλλο θέμα που είχε παραμεληθεί τελείως ήταν η ενασχόληση με τους Γερμανούς που προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, το οποίο μόλις πρόσφατα άρχισε να απασχολεί τις αρχές, λόγω των γνωστών πρόσφατων περιστατικών συμμετοχής Γερμανών προσήλυτων σε τρομοκρατικές επιχειρήσεις, εκστρατείες των Τζιχαντιστών κ.λπ. Αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως είναι να μην είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς ο αριθμός τους, για τον οποίο υπάρχουν μόνο εκτιμήσεις, οι οποίες τους υπολογίζουν μεταξύ 40.000 και 100.000 συνολικώς. Επίσης, υπάρχει σημαντική έλλειψη μελετών και γενικώς ερευνών και βιβλιογραφίας στην Γερμανία σχετικά με τον Σαλαφισμό, η οποία οδηγεί σε μία προφανή έλλειψη κατανοήσεως του φαινομένου του δυσανάλογου αριθμού συμμετοχής Γερμανών σε επιχειρήσεις της Αλ-Κάιντα και των θυγατρικών και επηρεαζόμενων από αυτήν οργανώσεων.
Μετά την παγίωση του ισλαμικού κινήματος στην Γερμανία, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι συνδεμένες με αυτήν οργανώσεις, επεξέτεινε την δράση της και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, με την βοήθεια της γενναίας οικονομικής υποστηρίξεως της Σαουδικής Αραβίας, την μεθοδική οργάνωση και σχεδιασμό και την αφέλεια της ευρωπαϊκής ελίτ, με αποτέλεσμα μέσα σε σύντομο σχετικά χρόνο να κατέχει μία διακριτή πλέον θέση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, η εξτρεμιστική Ένωση Ισλαμικών Οργανώσεων Γαλλίας (Union des Organizations Islamiques de France) έχει αποκτήσει κυρίαρχη παρουσία στο κυβερνητικό Ισλαμικό Συμβούλιο. Στην Ιταλία συνέβη το ίδιο, με την ακραία Ένωση των Κοινοτήτων και Ισλαμικών Οργανώσεων Ιταλίας ( Unione delle Communita ed Organizzazioni Islamiche in Italia) να έχει καταστεί ο κεντρικός συνομιλητής με το κράτος σε θέματα που αφορούν μουσουλμάνους, ενώ ανάλογα φαινόμενα έχουν σημειωθεί στην Αγγλία, Ολλανδία, Βέλγιο και τις Σκανδιναβικές χώρες.
Αυτή η βαθμιαία και συντονισμένη διαδικασία αναδείξεως ηγεσίας των μουσουλμάνων στα θεσμικά πλαίσια της Ευρώπης, πήγε ένα ακόμη βήμα πιο πέρα εν όψει των προσπαθειών για την τελικά ολοκλήρωση της Ε.Ε., δημιουργώντας τις αντίστοιχες με την ομοσπονδιακή Ε.Ε. οργανώσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, για παράδειγμα, η Μ.Α. δημιούργησε μία σειρά πανευρωπαϊκών οργανώσεων, όπως η Ομοσπονδία Ισλαμικών Οργανώσεων Ευρώπης, στην οποίοι συνέρχονται οι εκπρόσωποι των εθνικών οργανώσεων-ομπρέλα και αποφασίζουν για την μελλοντική τους δράση. Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Μ.Α. συνέβη τον Ιούνιο του 1996. Την περίοδο αυτή, οι οργανώσεις νεολαίας των μουσουλμάνων από την Σουηδία, Γαλλία, Γερμανία και Αγγλία ένωσαν τις δυνάμεις τους με την μέχρι τότε Παγκόσμια Συνέλευση Νέων Μουσουλμάνων (World Assembly of Muslim Youth) και ίδρυσαν μία την Ευρωπαϊκή ισλαμική οργάνωση νεολαίας, με το όνομα Φόρουμ Ευρωπαίων Νέων Μουσουλμάνων και Φοιτητικών Οργανώσεων (Forum of European Muslim Youth and Student Organizations- FEMYSO) το οποίο έχει έδρα στην πρωτεύουσα της Ευρώπης (Βρυξέλλες). Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της FEMYSO η οργάνωση αυτή είναι ένα δίκτυο από 42 εθνικές και διεθνείς οργανώσεις που ενώνει νέους από πάνω από 26 διαφορετικές χώρες. Το 2003, με ανακοίνωση του FEMYSO ανέφερε ότι μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια «κατέστη η ντε φάκτο φωνή των νέων μουσουλμάνων της Ευρώπης. Επίσης ανέπτυξε χρήσιμες διασυνδέσεις με το Ευρωκοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης, τα Ηνωμένα Έθνη , το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Νεολαίας και πολυάριθμες μη κυβερνητικές οργανώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Αυτή η συνοπτικά περιγραφόμενη ανωτέρω μεγάλη άνοδος της παρουσίας και ισχύος των ισλαμικών οργανώσεων στην Ευρώπη, εκτός από την άφθονη χρηματοδότηση από πηγές που αναφέραμε και την συστηματική και μεθοδική εργασία δεκαετιών δεν θα ήταν φυσικά δυνατή εάν οι πολιτικές ηγεσίες της Δύσεως ήταν τουλάχιστον πιο προσεκτικές και πιο καταρτισμένες σε θέματα εθνικής ασφαλείας, εάν δεν έδιναν μεγαλύτερη σημασία στην «αθώα» ρητορική των ισλαμιστών από αυτήν που έδιναν στις επιφυλάξεις των αρχών πληροφοριών και ασφαλείας και κυρίως ερευνούσαν τα κίνητρα αυτών που ιδρύουν και χρηματοδοτούν τέτοιες ισλαμικές οργανώσεις.
Γιατί, πέραν τούτων, οι Ευρωπαίοι επέδειξαν τέτοια ανοχή απέναντι στους ισλαμιστές και τις οργανώσεις τους, είναι ένα θέμα στο οποίο έδωσε μία απάντηση ο Γερμανός καθηγητής συριακής καταγωγής Μπασάμ Τίμπι, εμπειρογνώμων σε θέματα του Ισλάμ στην Ευρώπη: Οι Ευρωπαίοι και ιδιαίτερα Γερμανοί, αναφέρει, φοβούνται την κατηγορία του ρατσισμού. Οι ριζοσπάστες ισλαμιστές με το αθώο κάλυμμα της προβιάς έχουν μάθει πώς να σιγάσουν οποιονδήποτε σχεδόν, με την κατηγορία της ξενοφοβίας.
Η όποια κατηγορία εναντίον μουσουλμάνων ή οργανώσεων συνδεδεμένων με την Μ.Α., αντιμετωπίζεται αμέσως με κατακραυγές και κατηγορίες περί ρατσισμού και εχθρότητας απέναντι στους μουσουλμάνους, ενώ αρκετοί δημοσιογράφοι που αψηφούν τις απειλές τους και δημοσιοποιούν στοιχεία για την πραγματική δράση και σκοπούς τους, αντιμετωπίζουν συχνά πλήθος αβάσιμων αλλά σημαντικού νομικού κόστους αγωγές...
Πηγή: περιοδικό "Επίκαιρα"
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...