Τη ζωή μου βάλαν υποθήκη για το δικό τους χρέος
- Κάποιος με απειλεί καθημερινά κι εσείς μου λέτε να σωπάσω... Γιατί;
Και τι να σκεφτώ άραγε; Αυτά που πέρασαν ή αυτά που έρχονται; Αυτά που γίνονται για μένα χωρίς να τα θέλω ή αυτά που δεν γίνονται ενώ τα θέλω;
Κάποιοι, βάλανε τη ζωή μου υποθήκη και μου λένε πως φταίω για κάτι που δεν ξέρω… Με λένε κλέφτη, απατεώνα, ανεύθυνο… Μου προσάπτουν ένα σωρό από ψέματα, μα πιότερο από όλα μου λένε πως δεν έχω αύριο, επειδή το χθες που έζησα με τον ιδρώτα μου, ήταν μία υπέροχη ζωή που έκλεψα επειδή ζήλεψα άλλους…
Μου έρχεται να βγω στους δρόμους να φωνάξω πως δεν είναι έτσι, μα φρόντισαν να ρίξουν πτώματα στο διάβα μου και να φοβάμαι πως εάν φωνάξω θα υπάρξουν κι άλλοι νεκροί…
Κάποιοι πουλήσανε τα όνειρά μου, σαν ένα σακί πατάτες, σε ένα παζάρι με γραβατωμένους και μου λένε πως το κάνανε για το καλό μου, επειδή εγώ δεν ήξερα να διαχειριστώ τη δική μου ζωή, το δικό μου παρόν και μέλλον, επειδή εγώ απέτυχα να σταθώ στα πόδια μου, επειδή εγώ ήμουν ανίκανος για όλα… Έτσι, δεν μπορώ να ονειρεύομαι πια, μα καταδικάστηκα να ζήσω έναν εφιάλτη, για να μπορέσουν αυτοί να χτίσουν το αύριο… όχι το δικό μου, αλλά το δικό τους!
Κάποιοι μου παίρνουν τη δουλειά, μου παίρνουν το δικαίωμα να διαμαρτύρομαι και το αφήνουν στα πόδια ενός αφέντη που εγώ δεν ξέρω, ενός δυνάστη που εγώ δεν επέλεξα… Μου στερούν το δικαίωμα στη ζωή και μου προσφέρουν τον θάνατο… αργό και βασανιστικό, επειδή απλά τους πίστεψα.
Κάποιοι με στήσανε σε έναν τοίχο και με προσβάλουν καθημερινά, με πυροβολούν με κάθε μέσο, με καταρρακώνουν ηθικά και ψυχικά, για να δεχτώ να τους προσκυνήσω και να πεθάνω αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα να τους αφήσω να με κλωτσούν, σα και να ‘μαι το τόπι στο παιχνίδι τους. Ο θάνατός μου η ζωή τους κι ας έπρεπε να είν’ αλλιώς.
Κάποιοι μου παίρνουνε τα πάντα, πονάω, γιατί δεν έχω άλλα… μου τα πήραν όλα… Και τώρα παίρνουν και το χαμόγελο από αυτά τα παιδιά, μα εκείνα δεν το ξέρουν! Κάποτε θα το μάθουν… Ακριβώς όπως έγινε και με εμένα, που τώρα έμαθα. Μα αυτό δεν μπορώ να το αντέξω. Δεν μπορώ να αντέξω το βλέμμα των παιδιών που θα με ρωτάνε: Γιατί δεν πάλεψες για εμάς; Γιατί δεν στάθηκες κοντά μας, να παλέψουμε μαζί, αφού εσύ δεν μπορούσες; Γιατί τους έδωσες το δικό μας χαμόγελο, τη δική μας χαρά, τα δικά μας όνειρα…;
Αυτό δεν μπορώ να το αντέξω. Περιμένω… περιμένω να ακούσω τον διπλανό μου, να γίνουμε πολλοί. Η οργή με πνίγει… Μα το πήρα απόφαση… Εγώ θα βγω στο δρόμο, πρώτα για τα παιδιά, και το μεθύστερο για μένα. Έχω χρέος, όχι στους δυνάστες μου, αλλά στο χαμόγελο ετούτων των παιδιών… Χρέος που ίσαμε και τη ζωή μου θα έδινα, αν και την έχω κάνει τόσο φτηνή, αφού την χάρισα, την άφησα στα χέρια εκείνων που περίμεναν στη γωνιά να μου την κλέψουν…
Σηκώνω τα μάτια και αντικρίζω κάποιους να μιλάνε για το «δικό μου» πρόβλημα, αυτό που μου φορτώσανε και είναι χαμογελαστοί… Γιατί όχι; Αυτοί δεν θα πληρώσουν, ούτε με τη δουλειά τους, ούτε με την περηφάνεια τους, ούτε με την αξιοπρέπειά τους… Αυτοί δεν θα τρέξουν να βρούνε τρόπους να φέρουν πίσω το χαμόγελο αυτών των παιδιών… Αυτοί δεν θα νιώσουν καμία παρενέργεια από τις αποφάσεις τους, αφού αυτές παίρνονται για εμένα και όχι για τους ίδιους… Χαμογελαστοί, καλοσυνάτοι, πρόσχαροι και πνευματώδεις, προσπαθούν να με κάνουν να σταματήσω να σκέφτομαι… δεν πρέπει να καταλάβω την αλήθεια, δεν πρέπει να νιώσω το δίκαιο που έχω… δεν πρέπει να προσπαθήσω να πάρω πίσω όλα όσα με περίσσεια μεθοδικότητα μου στερούν καθημερινά…
Για ετούτα τα παιδιά, για τα δικά μου αλλά και για τα δικά σου, για να μπορώ να τα κοιτάζω αύριο, ό,ποιο κι αν είναι αυτό, νιώθω πως πλέον δεν έχω δικαίωμα να σωπαίνω. Γι αυτά τα μάτια πρέπει να σταθώ όρθιος… Επειδή αυτά τα παιδιά δεν πρέπει να δούνε την δυστυχία που κάποιοι μισάνθρωποι, προγραμμάτισαν να ζήσουν. Αυτοί, οι ανίκανοι να νιώσουν αλλά ικανότατοι να δολοφονήσουν, θα με βρούνε μπροστά τους κι αν χρειαστεί θα γίνω ο δικός τους εφιάλτης. Τώρα ξέρω τι μου ετοιμάζουν και δεν τους φοβάμαι… ήρθε η ώρα να φοβηθούν αυτοί, να γνωρίσουν το προϊόν που με τόση μαεστρία σκορπάνε ολόγυρά τους…
Τη ζωή μου βάλανε υποθήκη για χρέη άλλων… Και πρέπει εγώ να πληρώσω ακόμη και τους τόκους, για όλα εκείνα που ποτέ δεν πήρα και που άλλοι μου στέρησαν…
Τα μάτια των παιδιών που συνάντησα με φέρανε μπροστά στο δικό μου χρέος. Κι επειδή το δικό μου χρέος είναι ηθικά ανώτερο, ετούτο το χρέος θα πληρώσω… Και οι άλλοι, ας φροντίσουν να πληρώσουν τα δικά τους χρέη απέναντί μου…
Κωνσταντίνος
Υ.Γ.: Δεν θα ρωτήσω που πήγε η ανθρωπιά, γιατί τη θέση της την πήρε το συμφέρον. Ένα μόνο θα ρωτήσω: Πού πήγε η λογική; Δεν βλέπουμε που μας πηγαίνουν;
Καλο κουrαgio Κωσταντινε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πρωτα 100 χρονια ειναι δυσκολα
Ε.τ.Κ