Οι υπηρεσίες πληροφοριών και ο ρόλος τους
"Δράσεις" και "αντιδράσεις"
Παραδοσιακά, στα ελληνικά δεδομένα, η συλλογή, επεξεργασία, εκμετάλλευση και διεύθυνση των πληροφοριών αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ, πρώην ΚΥΠ: Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών μέχρι το 1986, οπότε μετονομάστηκε).
Στην υπηρεσία αυτή ανατίθενται από όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες, κύρια το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αποστολές της αρμοδιότητας τους, που αφορούν όλα τα κλιμάκια. Στην υπηρεσία αυτή θα σταλούν οι αιτήσεις πληροφοριών για παρακολούθηση των κινήσεων ή συνομιλιών ηγεσιών ξένων κρατών, θα σταλούν αιτήσεις για διαπίστωση στρατιωτικών κινήσεων μεγάλων αλλά και μικρών κλιμακίων, αιτήσεις για δραστηριότητες εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου, αιτήσεις ακόμη για θέματα εσωτερικής ασφάλειας, τρομοκρατίας κ.λπ.
Όπως είναι κατανοητό, απαντήσεις για όλα αυτά τα θέματα δεν θα μπορούσε να δώσει ούτε μια υπηρεσία που θα συγκέντρωνε τις δυνατότητες όλων των υπηρεσιών πληροφοριών του κόσμου. Οι αναλυτές είναι φυσικό να μην μπορούν να επεξεργάζονται τέτοια ποικιλία πληροφοριών. Στις λειτουργίες όλων των υπηρεσιών το αποτέλεσμα της εργασίας τους κρίνεται από τις προτεραιότητες που δίνουν.
Η ελληνική υπηρεσία πληροφοριών όταν ιδρύθηκε είχε σχεδόν ως μοναδικό σκοπό την εξουδετέρωση των κομμουνιστών και των υπολοίπων πολιτών που ήταν (ή θεωρούνταν ότι ήταν) ιδεολογικά αντίθετοι στο καθεστώς που είχε επικρατήσει μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Όταν μετά το 1974 οι αποστολές έγιναν πολύπλοκες, κύρια εκτός συνόρων, σε δύσκολο περιβάλλον και με μεγάλο βαθμό κινδύνου, η υπηρεσία βρέθηκε απροετοίμαστη. Στη συνέχεια και ειδικά τα τελευταία χρόνια -όταν της ανατέθηκαν και αποστολές αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, του οργανωμένου ή και του κοινού εγκλήματος, κ.ά.-, είναι λογικό η υπηρεσία αυτή να εκτελεί μικρό μόνο μέρος των αποστολών, με αμφίβολα αποτελέσματα. Μάλιστα, κάποιοι εκτιμούν ότι πλέον οι παρακολουθήσεις των εσωτερικών θεμάτων έχουν υπερκαλύψει τα εξωτερικά θέματα, με ό,τι αυτό σημαίνει κύρια για την ισχυρή εξ Ανατολών απειλή.
Προκειμένου να δράσει συμπληρωματικά προς την ΕΥΠ, αυστηρά προσηλωμένη στον αμυντικο-στρατιωτικό τομέα, συγκροτήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) η Διεύθυνση Διακλαδική Διεύθυνση Στρατιωτικών Πληροφοριών (ΔΔΣΠ). Αυτή η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών, που ιδρύθηκε το 1999, με πολύ διακριτικό τρόπο, για να μην προκαλέσει το μονοπώλιο της εθνικής υπηρεσίας εφοδιάστηκε με τεχνολογία και ορισμένα μέσα επιτήρησης, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει μόνιμο επαγγελματικό προσωπικό και μέσα που θα εξασφάλιζαν πληροφορίες σε ικανό βάθος για να συλλέγονται τακτικές έστω στρατιωτικές πληροφορίες σε όλη την απαιτούμενη περιοχή ενδιαφέροντος των διοικήσεων και επιτελείων. Έτσι, η συλλογή ουσιαστικά εξαρτιόταν από την εθνική υπηρεσία, με τις υποχρεώσεις που έχει και με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η «πολιτικοποίηση» της εθνικής υπηρεσίας η οποία με τον τελευταίο νόμο του 2008, ουσιαστικά αφήνει ελάχιστες θέσεις σε στρατιωτικό προσωπικό, δίνει και το χρώμα της μειωμένης ενασχόλησης με τις στρατιωτικές αποστολές συλλογής πληροφοριών. Στις περισσότερες δυτικές χώρες υπάρχει χωριστή υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών και για παράδειγμα φέρουμε την περιβόητη αμερικανική υπηρεσία αμυντικών πληροφοριών DΙΑ (Defence Intelligence Agency).
Ο διαχωρισμός αυτός εξυπηρετεί τις αποστολές των στρατιωτικών αρχών (υπουργείο Άμυνας) και τις αντίστοιχες του υπουργείου Εξωτερικών και παράλληλα εμποδίζει τη σύγχυση από τη μεταφορά μέσων και προσωπικού από αυτές τις αποστολές στις αντίστοιχες που αφορούν σε εσωτερική ασφάλεια. Είναι επίσης δικλείδα ασφαλείας για τη διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών.
Με μία ισχυρή δόση κυνισμού θα σημειώναμε ότι ο πιο καλός τρόπος για τον έλεγχο μιας υπηρεσίας πληροφοριών είναι η δημιουργία και άλλων, αφού ο ανταγωνισμός τους (που σχεδόν πάντοτε εκδηλώνεται σε αυτές τις περιπτώσεις) αποτελεί εργαλείο ελέγχου από την κυβέρνηση της χώρας. Η κυνική αυτή διαπίστωση δεν είχε διαφύγει της προσοχής της ηγεσίας της τότε Σοβιετικής Ένωσης, η οποία είχε δημιουργήσει πολλαπλές υπηρεσίες πληροφοριών που ο ανταγωνισμός τους επέτρεπε στο κομουνιστικό κόμμα τον πλήρη έλεγχο τους.
Η περίπτωση της κρίσης των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτυχίας του συστήματος πληροφοριών και έμπρακτη απόδειξη ολοκληρωτικής έλλειψης ενός ευρύτερου συστήματος ικανού να διεξαγάγει «επιχειρήσεις πληροφοριών», δηλαδή σε τελική κατάληξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης κρίσεων.
Ένα σοβαρό σύστημα πληροφοριών πρέπει να εντάσσεται σε ένα εξίσου σοβαρό σύστημα διαχείρισης κρίσεων, που δεν θα περιλαμβάνει μόνο τους αμυντικούς φορείς, και θα συνδυάζονται αρμονικά με ένα εξίσου σοβαρό σύστημα διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων, σε περίπτωση που χρειασθεί.
Η εξέλιξη του υπάρχοντος συστήματος σε ένα πλήρως ολοκληρωμένο στρατιωτικό σύστημα πληροφοριών, με τα κατάλληλα μέσα και προσωπικό, αποτελεί άμεση ανάγκη για την αμυντική μας επάρκεια.
Παράλληλα, είναι απαραίτητο να αποδεσμευθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών από πληροφορίες που αφορούν σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο και να επικεντρωθεί μόνο στο στρατηγικό και πολιτικό επίπεδο, όπου θα πρέπει να προσανατολίσει όλες τις δυνατότητες, αφήνοντας τα θέματα ασφάλειας στην Ελληνική Αστυνομία (ΕΛΑΣ) και τις υπηρεσίες της (π.χ. Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας, Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας [η γνωστή αντιτρομοκρατική υπηρεσία]).
Η τουρκική απειλή, η οποία διαρκώς ανανεώνεται και εκσυγχρονίζεται μπορεί να αντιμετωπισθεί αν σταματήσουμε να σπαταλούμε δυνατότητες, από τις λίγες που υπάρχουν στον κρατικό μηχανισμό, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, η όποια χρήση μέσων και προσωπικού των υπηρεσιών πληροφοριών θα πρέπει να γίνεται με απόλυτο έλεγχο, ώστε να μην κινδυνεύουν οι θεσμοί του πολιτεύματος μας αλλά και με παράλληλη ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, η οποία δεν επιτυγχάνεται με σύγχυση αρμοδιοτήτων και άγνοια. Ο τομέας των στρατιωτικών πληροφοριών θα πρέπει να ενισχυθεί σε όλα τα κλιμάκια, για να αντιμετωπισθεί η πραγματική (τουρκική) απειλή και μόνο. Άλλη στρατιωτική απειλή δεν υπάρχει για τη χώρα μας, παρά μόνο ορισμένοι κίνδυνοι (ασύμμετρες απειλές), οι οποίοι μπορούν να αντιμετωπισθούν με αστυνομικά ή άλλα μη στρατιωτικά μέτρα. Εκτός αν έχουμε απεριόριστες δυνατότητες σε προσωπικό, μέσα και οικονομικούς πόρους και δεν το έχουμε ακόμη καταλάβει...
Κατά καιρούς, παρατηρούμε επιθέσεις εναντίον της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών μέσα από έντυπα. Στόχευση των επιθέσεων αυτών είναι η άσκηση πίεσης για διακοπή επιχειρήσεων ή η υφαρπαγή πληροφοριών για τον τρόπο ή κάποιον τομέα δράσης της συγκεκριμένης υπηρεσίας και η μετέπειτα (συνήθως πολιτική) εκμετάλλευσή τους. Μπορεί ένα δημοκρατικό πολίτευμα να δίνει την ελευθερία σε οποιονδήποτε να ασκεί έλεγχο στην εξουσία, αλλά η αναίτια επιθετική τακτική κατά υπηρεσιών πληροφοριών αποτελεί κατ’ ουσίαν επίθεση στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα και στην ασφάλεια των πολιτών της χώρας. Η «τυχαία» αποκάλυψη πρακτόρων που εμπλέκονται σε επιχειρήσεις, θέτει σε κίνδυνο τόσο τους ίδιους, όσο και τις οικογένειές τους, αλλά κυρίως «παγώνει» ή αναβάλλει επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών για το κράτος πληροφοριών. Ποιοι και γιατί πραγματοποιούν τις «επιθέσεις» αυτές, που αποτελούν πλέον πάγια τακτική σε κρίσιμες περιόδους, είναι ένα θέμα που όχι μόνο οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να ασχοληθούν, αλλά οι κυβερνήσεις της χώρας θα πρέπει να αντιμετωπίσουν. Η πληροφορία, το σημαντικότερο ίσως αγαθό στην σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας, ανάγεται σε ύψιστο αγαθό όταν αφορά εθνικά ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας ή επιχειρήσεων που εκτελούνται εκτός της χώρας. Όπως γίνεται αντιληπτό, οποιαδήποτε «επίθεση» οδηγεί σε μία, τουλάχιστον, χρονική παράταση ή νεκρή περίοδο συγκέντρωσης πληροφοριών δημιουργώντας μικρά ή μεγάλα κενά τα οποία αποτελούν κόλαφο για τους αναλυτές των πληροφοριών και ως εκ τούτου μόνο ζημία επιφέρουν στη χώρα.
Τι ισχύει στις άλλες δυτικές χώρες
Οι περισσότερες δημοκρατικές χώρες έχουν διαχωρίσει τις υπηρεσίες πληροφοριών που ασχολούνται με εσωτερικά θέματα από εκείνες που ασχολούνται με θέματα ξένων χωρών και στρατιωτικές απειλές και αυτό γιατί ισχύουν διαφορετικοί κανόνες και νόμοι για τον χειρισμό στη συλλογή πληροφοριών.
Παραδείγματος χάριν, ένας αξιωματικός πληροφοριών μπορεί να παρακολουθεί δραστηριότητες ενδιαφέροντος, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο εκτός της χώρας του, αλλά δεν μπορεί να εφαρμόσει τις ίδιες μεθόδους εντός αυτής. Επίσης, οι μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν δικαίωμα σύλληψης ή κράτησης ατόμων. Κοινή υπηρεσία πληροφοριών για εσωτερικά και εξωτερικά θέματα υπάρχει στην Αλβανία, Βοσνία, Ολλανδία, Ισπανία και Τουρκία. Αντίθετα, διαχωρισμένες υπηρεσίες υπάρχουν στη Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Ελβετία, Σουηδία, Βρετανία και ΗΠΑ.
Παραδοσιακά, στα ελληνικά δεδομένα, η συλλογή, επεξεργασία, εκμετάλλευση και διεύθυνση των πληροφοριών αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ, πρώην ΚΥΠ: Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών μέχρι το 1986, οπότε μετονομάστηκε).
Στην υπηρεσία αυτή ανατίθενται από όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες, κύρια το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αποστολές της αρμοδιότητας τους, που αφορούν όλα τα κλιμάκια. Στην υπηρεσία αυτή θα σταλούν οι αιτήσεις πληροφοριών για παρακολούθηση των κινήσεων ή συνομιλιών ηγεσιών ξένων κρατών, θα σταλούν αιτήσεις για διαπίστωση στρατιωτικών κινήσεων μεγάλων αλλά και μικρών κλιμακίων, αιτήσεις για δραστηριότητες εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου, αιτήσεις ακόμη για θέματα εσωτερικής ασφάλειας, τρομοκρατίας κ.λπ.
Όπως είναι κατανοητό, απαντήσεις για όλα αυτά τα θέματα δεν θα μπορούσε να δώσει ούτε μια υπηρεσία που θα συγκέντρωνε τις δυνατότητες όλων των υπηρεσιών πληροφοριών του κόσμου. Οι αναλυτές είναι φυσικό να μην μπορούν να επεξεργάζονται τέτοια ποικιλία πληροφοριών. Στις λειτουργίες όλων των υπηρεσιών το αποτέλεσμα της εργασίας τους κρίνεται από τις προτεραιότητες που δίνουν.
Η ελληνική υπηρεσία πληροφοριών όταν ιδρύθηκε είχε σχεδόν ως μοναδικό σκοπό την εξουδετέρωση των κομμουνιστών και των υπολοίπων πολιτών που ήταν (ή θεωρούνταν ότι ήταν) ιδεολογικά αντίθετοι στο καθεστώς που είχε επικρατήσει μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Όταν μετά το 1974 οι αποστολές έγιναν πολύπλοκες, κύρια εκτός συνόρων, σε δύσκολο περιβάλλον και με μεγάλο βαθμό κινδύνου, η υπηρεσία βρέθηκε απροετοίμαστη. Στη συνέχεια και ειδικά τα τελευταία χρόνια -όταν της ανατέθηκαν και αποστολές αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, του οργανωμένου ή και του κοινού εγκλήματος, κ.ά.-, είναι λογικό η υπηρεσία αυτή να εκτελεί μικρό μόνο μέρος των αποστολών, με αμφίβολα αποτελέσματα. Μάλιστα, κάποιοι εκτιμούν ότι πλέον οι παρακολουθήσεις των εσωτερικών θεμάτων έχουν υπερκαλύψει τα εξωτερικά θέματα, με ό,τι αυτό σημαίνει κύρια για την ισχυρή εξ Ανατολών απειλή.
Προκειμένου να δράσει συμπληρωματικά προς την ΕΥΠ, αυστηρά προσηλωμένη στον αμυντικο-στρατιωτικό τομέα, συγκροτήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) η Διεύθυνση Διακλαδική Διεύθυνση Στρατιωτικών Πληροφοριών (ΔΔΣΠ). Αυτή η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών, που ιδρύθηκε το 1999, με πολύ διακριτικό τρόπο, για να μην προκαλέσει το μονοπώλιο της εθνικής υπηρεσίας εφοδιάστηκε με τεχνολογία και ορισμένα μέσα επιτήρησης, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει μόνιμο επαγγελματικό προσωπικό και μέσα που θα εξασφάλιζαν πληροφορίες σε ικανό βάθος για να συλλέγονται τακτικές έστω στρατιωτικές πληροφορίες σε όλη την απαιτούμενη περιοχή ενδιαφέροντος των διοικήσεων και επιτελείων. Έτσι, η συλλογή ουσιαστικά εξαρτιόταν από την εθνική υπηρεσία, με τις υποχρεώσεις που έχει και με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η «πολιτικοποίηση» της εθνικής υπηρεσίας η οποία με τον τελευταίο νόμο του 2008, ουσιαστικά αφήνει ελάχιστες θέσεις σε στρατιωτικό προσωπικό, δίνει και το χρώμα της μειωμένης ενασχόλησης με τις στρατιωτικές αποστολές συλλογής πληροφοριών. Στις περισσότερες δυτικές χώρες υπάρχει χωριστή υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών και για παράδειγμα φέρουμε την περιβόητη αμερικανική υπηρεσία αμυντικών πληροφοριών DΙΑ (Defence Intelligence Agency).
Ο διαχωρισμός αυτός εξυπηρετεί τις αποστολές των στρατιωτικών αρχών (υπουργείο Άμυνας) και τις αντίστοιχες του υπουργείου Εξωτερικών και παράλληλα εμποδίζει τη σύγχυση από τη μεταφορά μέσων και προσωπικού από αυτές τις αποστολές στις αντίστοιχες που αφορούν σε εσωτερική ασφάλεια. Είναι επίσης δικλείδα ασφαλείας για τη διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών.
Με μία ισχυρή δόση κυνισμού θα σημειώναμε ότι ο πιο καλός τρόπος για τον έλεγχο μιας υπηρεσίας πληροφοριών είναι η δημιουργία και άλλων, αφού ο ανταγωνισμός τους (που σχεδόν πάντοτε εκδηλώνεται σε αυτές τις περιπτώσεις) αποτελεί εργαλείο ελέγχου από την κυβέρνηση της χώρας. Η κυνική αυτή διαπίστωση δεν είχε διαφύγει της προσοχής της ηγεσίας της τότε Σοβιετικής Ένωσης, η οποία είχε δημιουργήσει πολλαπλές υπηρεσίες πληροφοριών που ο ανταγωνισμός τους επέτρεπε στο κομουνιστικό κόμμα τον πλήρη έλεγχο τους.
Η περίπτωση της κρίσης των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτυχίας του συστήματος πληροφοριών και έμπρακτη απόδειξη ολοκληρωτικής έλλειψης ενός ευρύτερου συστήματος ικανού να διεξαγάγει «επιχειρήσεις πληροφοριών», δηλαδή σε τελική κατάληξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης κρίσεων.
Ένα σοβαρό σύστημα πληροφοριών πρέπει να εντάσσεται σε ένα εξίσου σοβαρό σύστημα διαχείρισης κρίσεων, που δεν θα περιλαμβάνει μόνο τους αμυντικούς φορείς, και θα συνδυάζονται αρμονικά με ένα εξίσου σοβαρό σύστημα διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων, σε περίπτωση που χρειασθεί.
Η εξέλιξη του υπάρχοντος συστήματος σε ένα πλήρως ολοκληρωμένο στρατιωτικό σύστημα πληροφοριών, με τα κατάλληλα μέσα και προσωπικό, αποτελεί άμεση ανάγκη για την αμυντική μας επάρκεια.
Παράλληλα, είναι απαραίτητο να αποδεσμευθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών από πληροφορίες που αφορούν σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο και να επικεντρωθεί μόνο στο στρατηγικό και πολιτικό επίπεδο, όπου θα πρέπει να προσανατολίσει όλες τις δυνατότητες, αφήνοντας τα θέματα ασφάλειας στην Ελληνική Αστυνομία (ΕΛΑΣ) και τις υπηρεσίες της (π.χ. Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας, Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας [η γνωστή αντιτρομοκρατική υπηρεσία]).
Η τουρκική απειλή, η οποία διαρκώς ανανεώνεται και εκσυγχρονίζεται μπορεί να αντιμετωπισθεί αν σταματήσουμε να σπαταλούμε δυνατότητες, από τις λίγες που υπάρχουν στον κρατικό μηχανισμό, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, η όποια χρήση μέσων και προσωπικού των υπηρεσιών πληροφοριών θα πρέπει να γίνεται με απόλυτο έλεγχο, ώστε να μην κινδυνεύουν οι θεσμοί του πολιτεύματος μας αλλά και με παράλληλη ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, η οποία δεν επιτυγχάνεται με σύγχυση αρμοδιοτήτων και άγνοια. Ο τομέας των στρατιωτικών πληροφοριών θα πρέπει να ενισχυθεί σε όλα τα κλιμάκια, για να αντιμετωπισθεί η πραγματική (τουρκική) απειλή και μόνο. Άλλη στρατιωτική απειλή δεν υπάρχει για τη χώρα μας, παρά μόνο ορισμένοι κίνδυνοι (ασύμμετρες απειλές), οι οποίοι μπορούν να αντιμετωπισθούν με αστυνομικά ή άλλα μη στρατιωτικά μέτρα. Εκτός αν έχουμε απεριόριστες δυνατότητες σε προσωπικό, μέσα και οικονομικούς πόρους και δεν το έχουμε ακόμη καταλάβει...
Κατά καιρούς, παρατηρούμε επιθέσεις εναντίον της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών μέσα από έντυπα. Στόχευση των επιθέσεων αυτών είναι η άσκηση πίεσης για διακοπή επιχειρήσεων ή η υφαρπαγή πληροφοριών για τον τρόπο ή κάποιον τομέα δράσης της συγκεκριμένης υπηρεσίας και η μετέπειτα (συνήθως πολιτική) εκμετάλλευσή τους. Μπορεί ένα δημοκρατικό πολίτευμα να δίνει την ελευθερία σε οποιονδήποτε να ασκεί έλεγχο στην εξουσία, αλλά η αναίτια επιθετική τακτική κατά υπηρεσιών πληροφοριών αποτελεί κατ’ ουσίαν επίθεση στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα και στην ασφάλεια των πολιτών της χώρας. Η «τυχαία» αποκάλυψη πρακτόρων που εμπλέκονται σε επιχειρήσεις, θέτει σε κίνδυνο τόσο τους ίδιους, όσο και τις οικογένειές τους, αλλά κυρίως «παγώνει» ή αναβάλλει επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών για το κράτος πληροφοριών. Ποιοι και γιατί πραγματοποιούν τις «επιθέσεις» αυτές, που αποτελούν πλέον πάγια τακτική σε κρίσιμες περιόδους, είναι ένα θέμα που όχι μόνο οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να ασχοληθούν, αλλά οι κυβερνήσεις της χώρας θα πρέπει να αντιμετωπίσουν. Η πληροφορία, το σημαντικότερο ίσως αγαθό στην σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας, ανάγεται σε ύψιστο αγαθό όταν αφορά εθνικά ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας ή επιχειρήσεων που εκτελούνται εκτός της χώρας. Όπως γίνεται αντιληπτό, οποιαδήποτε «επίθεση» οδηγεί σε μία, τουλάχιστον, χρονική παράταση ή νεκρή περίοδο συγκέντρωσης πληροφοριών δημιουργώντας μικρά ή μεγάλα κενά τα οποία αποτελούν κόλαφο για τους αναλυτές των πληροφοριών και ως εκ τούτου μόνο ζημία επιφέρουν στη χώρα.
Τι ισχύει στις άλλες δυτικές χώρες
Οι περισσότερες δημοκρατικές χώρες έχουν διαχωρίσει τις υπηρεσίες πληροφοριών που ασχολούνται με εσωτερικά θέματα από εκείνες που ασχολούνται με θέματα ξένων χωρών και στρατιωτικές απειλές και αυτό γιατί ισχύουν διαφορετικοί κανόνες και νόμοι για τον χειρισμό στη συλλογή πληροφοριών.
Παραδείγματος χάριν, ένας αξιωματικός πληροφοριών μπορεί να παρακολουθεί δραστηριότητες ενδιαφέροντος, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο εκτός της χώρας του, αλλά δεν μπορεί να εφαρμόσει τις ίδιες μεθόδους εντός αυτής. Επίσης, οι μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν δικαίωμα σύλληψης ή κράτησης ατόμων. Κοινή υπηρεσία πληροφοριών για εσωτερικά και εξωτερικά θέματα υπάρχει στην Αλβανία, Βοσνία, Ολλανδία, Ισπανία και Τουρκία. Αντίθετα, διαχωρισμένες υπηρεσίες υπάρχουν στη Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Ελβετία, Σουηδία, Βρετανία και ΗΠΑ.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...