Παράκτια ασφάλεια – Αντιμετώπιση τρομοκρατικών και άλλων απειλών
Η χρησιμοποίηση βατραχανθρώπων για την προσβολή παράκτιων στόχων (λιμανιών, ναυτικών βάσεων, αγκυροβολημένων πλοίων, αγωγών πετρελαίου, υποβρυχίων καλωδίων κ.α.) αποτελεί επίφοβη απειλή
Αρκετοί αναλυτές ορίζουν την τρομοκρατία ως χρήση ή απειλή χρήσης βίας κατά μαχίμων ή αμάχων για την επίτευξη πολιτικών στόχων μέσω του εκφοβισμού, της αποσταθεροποίησης και της αποδιοργάνωσης του αντιπάλου.
Ο ορισμός αυτός, αν και καλύπτει κάθε είδους τρομοκρατικές ενέργειες και πρακτικές, υπερβαίνει λόγω της γενικότητας του την έννοια της τρομοκρατίας ως μορφής ένοπλου αγώνα που πραγματοποιείται υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και περιστάσεις, χωρίς να προσδιορίζει τα στοιχεία τα οποία τη διαφοροποιούν από άλλες μορφές πολέμου. Ωστόσο, λίγοι μπορούν να αμφισβητήσουν το γεγονός ότι η τρομοκρατία είναι τόσο παλαιά όσο και ο πόλεμος, εφόσον, όπως επιβεβαιώνει η ιστορική πείρα, ενυπάρχει ούτως ή άλλως σε κάθε μορφή του.
Η ανατίναξη ενός σταθμού παραγωγής ενέργειας από μια ομάδα αυτοκτονίας και η καταστροφή του από μια αεροπορική επιδρομή, δεν διαφέρουν από την άποψη του αποτελέσματος. Όμως, το πιθανότερο είναι ότι η πρώτη θα χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική ενέργεια ενώ η δεύτερη ως πολεμική επιχείρηση. Το ίδιο ισχύει και για την επίθεση ενός "καμικάζι" που οδηγεί ένα φορτηγό με εκρηκτικά εναντίον ενός κτιρίου στο οποίο στεγάζεται μια εχθρική πολιτική ή στρατιωτική υπηρεσία, προκαλώντας τον θάνατο και μερικών ανύποπτων περαστικών, συγκρινόμενη με την επίθεση με κατευθυνόμενα όπλα εναντίον του αρχηγείου των δυνάμεων ασφαλείας μιας εχθρικής δύναμης, που επιφέρει τον θάνατο και μερικών δεκάδων αμάχων του διπλανού οικισμού ως "παράπλευρη απώλεια". Η διαφορά βρίσκεται στην (προφανή) ασυμμετρία των διατιθέμενων μέσων και στους (λιγότερο προφανείς) επιδιωκόμενους σκοπούς: στη δεύτερη περίπτωση η επίθεση αποτελεί μέρος της στρατιωτικής προσπάθειας για τη συντριβή και την καθυπόταξη του αντιπάλου, ενώ στην πρώτη αποβλέπει στη διαμόρφωση των κατάλληλων πολιτικών και άλλων συνθηκών που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση ή και να ακυρώσουν την υπέρτερη ισχύ του εχθρού. Φυσικά δεν πρέπει να αγνοείται η παράμετρος του θάρρους το οποίο απαιτείται, ανεξαρτήτως κινήτρων, στις πρώτες από τις παραπάνω περιπτώσεις. Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι η χρήση του όρου τρομοκρατία υπαγορεύεται κυρίως από ιδεολογικές-προπαγανδιστικές σκοπιμότητες. Στην πράξη, τρομοκρατία μπορεί να ασκηθεί με τη διεξαγωγή συγκαλυμμένων καταδρομικών ενεργειών, δολοφονιών ή πράξεων δολιοφθοράς, αλλά μπορεί να ασκηθεί εξίσου ή και σε μεγαλύτερη κλίμακα με τα υπέρτερα οπλικά μέσα μιας μεγάλης δύναμης.
Κατά κανόνα ωστόσο, η ένοπλη τρομοκρατία η οποία διεξάγεται με συγκαλυμμένες και ανορθόδοξες μεθόδους και μέσα, είτε είναι απόρροια εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων που κλιμακώνονται σε αμφισβήτηση και προσπάθεια ανατροπής ενός καθεστώτος, είτε λειτουργεί ως υποκατάστατο ή συμπλήρωμα ανοικτών εχθροπραξιών μεταξύ αντιπάλων χωρών. Στις περιπτώσεις αυτές η επιλογή των παραπάνω μορφών αγώνα μπορεί να είναι αναγκαστική (λόγω του δυσμενούς, για τη μια πλευρά, συσχετισμού δυνάμεων), αλλά μπορεί να οφείλεται και στο ότι οι συγκεκριμένες μέθοδοι κρίνονται ως οι πλέον πρόσφορες για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Για παράδειγμα, μια μικρή χώρα που αντιμετωπίζει την επίθεση μιας μεγαλύτερης και ισχυρότερης, μπορεί να καταφύγει στην τρομοκρατία επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να μεταφέρει τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου της. Σε αυτή την περίπτωση η επιλογή της τρομοκρατίας είναι αποτέλεσμα του δυσμενούς για την ασθενέστερη πλευρά συσχετισμού δυνάμεων.
Στην τρομοκρατία, όμως, μπορεί να καταφύγει και μια μεσαία δύναμη που αντιμετωπίζει μια περισσότερο ή λιγότερο ισοδύναμη της, όταν οι ανοικτές εχθροπραξίες για την αναζήτηση αποφασιστικής λύσης έχουν υψηλό κόστος και η έκβαση τους είναι αβέβαιη, δεν επιτρέπονται από τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή τις επιδιώξεις άλλων ισχυρότερων, ή αποτελούν ακατάλληλη μορφή αγώνα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Ωστόσο και μια μεγάλη δύναμη μπορεί να ασκήσει συγκαλυμμένη τρομοκρατία επειδή είναι η καταλληλότερη (π.χ. η "φθηνότερη") μέθοδος, διότι θέλει να αποφύγει ανεπιθύμητες αντιδράσεις της κοινής γνώμης (της δικής της ή άλλων ή ακόμα και της χώρας-στόχου) ή επειδή δεν επιθυμεί να προκαλέσει άλλες μεγάλες δυνάμεις με ανοικτές πολεμικές ενέργειες. Για τους λόγους αυτούς άλλωστε όλα τα κράτη του κόσμου υιοθετούν μέσα και μεθόδους ανορθόδοξου πολέμου και εκπαιδεύουν δυνάμεις για τη διεξαγωγή του. Μάλιστα όσο πιο προηγμένο είναι ένα κράτος, τόσο πιο "ανορθόδοξα" μπορεί να είναι τα μέσα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί, με την έννοια ότι ο υψηλός βαθμός εξειδίκευσης επιτρέπει την ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών (και την εφαρμογή αντίστοιχων επιχειρησιακών και τακτικών μεθόδων) τις οποίες ένα λιγότερο προηγμένο κράτος δεν έχει την τεχνογνωσία ή τις οικονομικές και τις οργανωτικές δυνατότητες να αναπτύξει και να εφαρμόσει.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο τακτικός προσανατολισμός των δυνάμεων και των μέσων ανορθόδοξου πολέμου είναι επιθετικός, καθώς οι επιχειρήσεις αυτού του τύπου αποσκοπούν συνήθως στη μεταφορά του πολέμου στο έδαφος του αντιπάλου, ανεξάρτητα από το αν αυτός που τις εκτελεί βρίσκεται σε θέση επίθεσης ή άμυνας από γενικότερη στρατηγική άποψη.
Η διαφορά των επιθέσεων που πραγματοποιούν οργανώσεις τύπου Αλ Κάϊντα και άλλες, από την τρομοκρατία που κατευθύνεται, ελέγχεται ή ασκείται άμεσα από κάποιο κράτος, προκύπτει από την πολιτική φυσιογνωμία των οργανώσεων αυτών και εξαρτάται από τη φύση και την έκταση των επιδιωκόμενων στόχων, ενώ η αποτελεσματικότητα τους είναι συνάρτηση της πρωτότυπης ή αναπάντεχης χρήσης των όπλων και των λοιπών μέσων που διαθέτουν ή μπορούν να αποκτήσουν. Μέχρι στιγμής πάντως οι εν λόγω οργανώσεις δεν έχουν χρησιμοποιήσει κατά τις επιθέσεις τους όπλα "υψηλής" τεχνολογίας (π.χ. κατευθυνόμενα βλήματα), αν και η χρήση τους στο μέλλον δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η τρομοκρατία που αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας χώρας έχοντας ως στόχο το καθεστώς αυτής και η τρομοκρατία η οποία εκδηλώνεται σε μια χώρα κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη από εξωτερικές δυνάμεις, παρά τις ενδεχόμενες ομοιότητες στα μέσα ή στις μεθόδους, παρουσιάζουν μια διαφορά της οποίας η σημασία δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Η εσωτερική τρομοκρατία στρέφεται κατά κανόνα εναντίον προσώπων και υλικών στόχων τα οποία συμβολίζουν ή υπηρετούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το καθεστώς ή και εναντίον ξένων δυνάμεων από τις οποίες αυτό εξαρτάται ή με τις οποίες συνεργάζεται. Όμως, απώτερος στόχος, φιλοδοξία και ταυτόχρονα κριτήριο επιτυχίας της, είναι η εξασφάλιση υποστήριξης από όσο το δυνατό σημαντικότερο τμήμα του πληθυσμού και τελικά η μετεξέλιξη της σε κίνημα ανατροπής του καθεστώτος. Από την άλλη πλευρά, η τρομοκρατία που κατευθύνεται από εξωτερικές δυνάμεις λειτουργώντας είτε ως υποκατάστατο πολέμου είτε ως συμπλήρωμα του, αποσκοπεί κυρίως στο να ζημιώσει την αντίπαλη χώρα με τον τρόπο και στον βαθμό που θα τη ζημίωνε ένας κανονικός πόλεμος και, παρά το ότι μπορεί να 6ρεί έναν αριθμό υποστηρικτών στο εσωτερικό της χώρας ή να υπονομεύσει με τις επιθέσεις της το κύρος της εξουσίας, δεν φιλοδοξεί (ούτε μπορεί) να μετεξελιχθεί σε κίνημα ανατροπής του καθεστώτος.
Συσχετίζοντας τα παραπάνω με το θέμα των απειλών στην παράκτια ασφάλεια μιας χώρας, μπορούμε να πούμε ότι στόχοι όπως οι υποβρύχιοι αγωγοί πετρελαίου ή φυσικού αερίου, τα υποβρύχια καλώδια οπτικών ινών, οι ναυτικές βάσεις, οι λιμενικές εγκαταστάσεις ή τα αγκυροβολημένα σκάφη, βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο της εισαγόμενης, δηλαδή της κατευθυνόμενης και ελεγχόμενης από ξένες δυνάμεις τρομοκρατίας. Ωστόσο, όπως είναι ευνόητο, μόνον υπό προϋποθέσεις μπορούν να αποτελέσουν στόχους εγχώριων οργανώσεων (π.χ. όταν η χώρα κατέχεται από ξένη δύναμη ή όταν σκοπός είναι να πληγεί μια ξένη δύναμη με την οποία η χώρα έχει σχέσεις εξάρτησης ή συνεργασίας, σε μια προσπάθεια καταγγελίας αυτών των σχέσεων ή και μεταφοράς του πολέμου στο έδαφος του αντιπάλου).
Φυσικά τα πράγματα αλλάζουν στην περίπτωση που η αμφισβήτηση του καθεστώτος εξελιχθεί σε ανταρτοπόλεμο και ανοικτή εμφύλια σύγκρουση, οπότε επιθέσεις αυτού του τύπου μπορεί να γίνουν στο πλαίσιο τακτικών ή στρατηγικών επιλογών των αντιμαχομένων. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, τα πράγματα έχουν ξεφύγει από το επίπεδο της τρομοκρατίας.
Συνεπώς, οι απειλές κατά της παράκτιας ασφάλειας προέρχονται κυρίως από την εξωτερικά κατευθυνόμενη τρομοκρατία και δευτερευόντως από την εσωτερική. Αυτό άλλωστε υποδηλώνει το γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες την ευθύνη της παράκτιας ασφάλειας αναλαμβάνουν στρατιωτικές (ή στρατιωτικοποιημένες) δυνάμεις.
Από Αμυντική Επιθεώρηση
Αρκετοί αναλυτές ορίζουν την τρομοκρατία ως χρήση ή απειλή χρήσης βίας κατά μαχίμων ή αμάχων για την επίτευξη πολιτικών στόχων μέσω του εκφοβισμού, της αποσταθεροποίησης και της αποδιοργάνωσης του αντιπάλου.
Ο ορισμός αυτός, αν και καλύπτει κάθε είδους τρομοκρατικές ενέργειες και πρακτικές, υπερβαίνει λόγω της γενικότητας του την έννοια της τρομοκρατίας ως μορφής ένοπλου αγώνα που πραγματοποιείται υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και περιστάσεις, χωρίς να προσδιορίζει τα στοιχεία τα οποία τη διαφοροποιούν από άλλες μορφές πολέμου. Ωστόσο, λίγοι μπορούν να αμφισβητήσουν το γεγονός ότι η τρομοκρατία είναι τόσο παλαιά όσο και ο πόλεμος, εφόσον, όπως επιβεβαιώνει η ιστορική πείρα, ενυπάρχει ούτως ή άλλως σε κάθε μορφή του.
Η ανατίναξη ενός σταθμού παραγωγής ενέργειας από μια ομάδα αυτοκτονίας και η καταστροφή του από μια αεροπορική επιδρομή, δεν διαφέρουν από την άποψη του αποτελέσματος. Όμως, το πιθανότερο είναι ότι η πρώτη θα χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική ενέργεια ενώ η δεύτερη ως πολεμική επιχείρηση. Το ίδιο ισχύει και για την επίθεση ενός "καμικάζι" που οδηγεί ένα φορτηγό με εκρηκτικά εναντίον ενός κτιρίου στο οποίο στεγάζεται μια εχθρική πολιτική ή στρατιωτική υπηρεσία, προκαλώντας τον θάνατο και μερικών ανύποπτων περαστικών, συγκρινόμενη με την επίθεση με κατευθυνόμενα όπλα εναντίον του αρχηγείου των δυνάμεων ασφαλείας μιας εχθρικής δύναμης, που επιφέρει τον θάνατο και μερικών δεκάδων αμάχων του διπλανού οικισμού ως "παράπλευρη απώλεια". Η διαφορά βρίσκεται στην (προφανή) ασυμμετρία των διατιθέμενων μέσων και στους (λιγότερο προφανείς) επιδιωκόμενους σκοπούς: στη δεύτερη περίπτωση η επίθεση αποτελεί μέρος της στρατιωτικής προσπάθειας για τη συντριβή και την καθυπόταξη του αντιπάλου, ενώ στην πρώτη αποβλέπει στη διαμόρφωση των κατάλληλων πολιτικών και άλλων συνθηκών που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση ή και να ακυρώσουν την υπέρτερη ισχύ του εχθρού. Φυσικά δεν πρέπει να αγνοείται η παράμετρος του θάρρους το οποίο απαιτείται, ανεξαρτήτως κινήτρων, στις πρώτες από τις παραπάνω περιπτώσεις. Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι η χρήση του όρου τρομοκρατία υπαγορεύεται κυρίως από ιδεολογικές-προπαγανδιστικές σκοπιμότητες. Στην πράξη, τρομοκρατία μπορεί να ασκηθεί με τη διεξαγωγή συγκαλυμμένων καταδρομικών ενεργειών, δολοφονιών ή πράξεων δολιοφθοράς, αλλά μπορεί να ασκηθεί εξίσου ή και σε μεγαλύτερη κλίμακα με τα υπέρτερα οπλικά μέσα μιας μεγάλης δύναμης.
Κατά κανόνα ωστόσο, η ένοπλη τρομοκρατία η οποία διεξάγεται με συγκαλυμμένες και ανορθόδοξες μεθόδους και μέσα, είτε είναι απόρροια εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων που κλιμακώνονται σε αμφισβήτηση και προσπάθεια ανατροπής ενός καθεστώτος, είτε λειτουργεί ως υποκατάστατο ή συμπλήρωμα ανοικτών εχθροπραξιών μεταξύ αντιπάλων χωρών. Στις περιπτώσεις αυτές η επιλογή των παραπάνω μορφών αγώνα μπορεί να είναι αναγκαστική (λόγω του δυσμενούς, για τη μια πλευρά, συσχετισμού δυνάμεων), αλλά μπορεί να οφείλεται και στο ότι οι συγκεκριμένες μέθοδοι κρίνονται ως οι πλέον πρόσφορες για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Για παράδειγμα, μια μικρή χώρα που αντιμετωπίζει την επίθεση μιας μεγαλύτερης και ισχυρότερης, μπορεί να καταφύγει στην τρομοκρατία επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να μεταφέρει τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου της. Σε αυτή την περίπτωση η επιλογή της τρομοκρατίας είναι αποτέλεσμα του δυσμενούς για την ασθενέστερη πλευρά συσχετισμού δυνάμεων.
Στην τρομοκρατία, όμως, μπορεί να καταφύγει και μια μεσαία δύναμη που αντιμετωπίζει μια περισσότερο ή λιγότερο ισοδύναμη της, όταν οι ανοικτές εχθροπραξίες για την αναζήτηση αποφασιστικής λύσης έχουν υψηλό κόστος και η έκβαση τους είναι αβέβαιη, δεν επιτρέπονται από τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή τις επιδιώξεις άλλων ισχυρότερων, ή αποτελούν ακατάλληλη μορφή αγώνα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Ωστόσο και μια μεγάλη δύναμη μπορεί να ασκήσει συγκαλυμμένη τρομοκρατία επειδή είναι η καταλληλότερη (π.χ. η "φθηνότερη") μέθοδος, διότι θέλει να αποφύγει ανεπιθύμητες αντιδράσεις της κοινής γνώμης (της δικής της ή άλλων ή ακόμα και της χώρας-στόχου) ή επειδή δεν επιθυμεί να προκαλέσει άλλες μεγάλες δυνάμεις με ανοικτές πολεμικές ενέργειες. Για τους λόγους αυτούς άλλωστε όλα τα κράτη του κόσμου υιοθετούν μέσα και μεθόδους ανορθόδοξου πολέμου και εκπαιδεύουν δυνάμεις για τη διεξαγωγή του. Μάλιστα όσο πιο προηγμένο είναι ένα κράτος, τόσο πιο "ανορθόδοξα" μπορεί να είναι τα μέσα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί, με την έννοια ότι ο υψηλός βαθμός εξειδίκευσης επιτρέπει την ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών (και την εφαρμογή αντίστοιχων επιχειρησιακών και τακτικών μεθόδων) τις οποίες ένα λιγότερο προηγμένο κράτος δεν έχει την τεχνογνωσία ή τις οικονομικές και τις οργανωτικές δυνατότητες να αναπτύξει και να εφαρμόσει.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο τακτικός προσανατολισμός των δυνάμεων και των μέσων ανορθόδοξου πολέμου είναι επιθετικός, καθώς οι επιχειρήσεις αυτού του τύπου αποσκοπούν συνήθως στη μεταφορά του πολέμου στο έδαφος του αντιπάλου, ανεξάρτητα από το αν αυτός που τις εκτελεί βρίσκεται σε θέση επίθεσης ή άμυνας από γενικότερη στρατηγική άποψη.
Η διαφορά των επιθέσεων που πραγματοποιούν οργανώσεις τύπου Αλ Κάϊντα και άλλες, από την τρομοκρατία που κατευθύνεται, ελέγχεται ή ασκείται άμεσα από κάποιο κράτος, προκύπτει από την πολιτική φυσιογνωμία των οργανώσεων αυτών και εξαρτάται από τη φύση και την έκταση των επιδιωκόμενων στόχων, ενώ η αποτελεσματικότητα τους είναι συνάρτηση της πρωτότυπης ή αναπάντεχης χρήσης των όπλων και των λοιπών μέσων που διαθέτουν ή μπορούν να αποκτήσουν. Μέχρι στιγμής πάντως οι εν λόγω οργανώσεις δεν έχουν χρησιμοποιήσει κατά τις επιθέσεις τους όπλα "υψηλής" τεχνολογίας (π.χ. κατευθυνόμενα βλήματα), αν και η χρήση τους στο μέλλον δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η τρομοκρατία που αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας χώρας έχοντας ως στόχο το καθεστώς αυτής και η τρομοκρατία η οποία εκδηλώνεται σε μια χώρα κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη από εξωτερικές δυνάμεις, παρά τις ενδεχόμενες ομοιότητες στα μέσα ή στις μεθόδους, παρουσιάζουν μια διαφορά της οποίας η σημασία δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Η εσωτερική τρομοκρατία στρέφεται κατά κανόνα εναντίον προσώπων και υλικών στόχων τα οποία συμβολίζουν ή υπηρετούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το καθεστώς ή και εναντίον ξένων δυνάμεων από τις οποίες αυτό εξαρτάται ή με τις οποίες συνεργάζεται. Όμως, απώτερος στόχος, φιλοδοξία και ταυτόχρονα κριτήριο επιτυχίας της, είναι η εξασφάλιση υποστήριξης από όσο το δυνατό σημαντικότερο τμήμα του πληθυσμού και τελικά η μετεξέλιξη της σε κίνημα ανατροπής του καθεστώτος. Από την άλλη πλευρά, η τρομοκρατία που κατευθύνεται από εξωτερικές δυνάμεις λειτουργώντας είτε ως υποκατάστατο πολέμου είτε ως συμπλήρωμα του, αποσκοπεί κυρίως στο να ζημιώσει την αντίπαλη χώρα με τον τρόπο και στον βαθμό που θα τη ζημίωνε ένας κανονικός πόλεμος και, παρά το ότι μπορεί να 6ρεί έναν αριθμό υποστηρικτών στο εσωτερικό της χώρας ή να υπονομεύσει με τις επιθέσεις της το κύρος της εξουσίας, δεν φιλοδοξεί (ούτε μπορεί) να μετεξελιχθεί σε κίνημα ανατροπής του καθεστώτος.
Συσχετίζοντας τα παραπάνω με το θέμα των απειλών στην παράκτια ασφάλεια μιας χώρας, μπορούμε να πούμε ότι στόχοι όπως οι υποβρύχιοι αγωγοί πετρελαίου ή φυσικού αερίου, τα υποβρύχια καλώδια οπτικών ινών, οι ναυτικές βάσεις, οι λιμενικές εγκαταστάσεις ή τα αγκυροβολημένα σκάφη, βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο της εισαγόμενης, δηλαδή της κατευθυνόμενης και ελεγχόμενης από ξένες δυνάμεις τρομοκρατίας. Ωστόσο, όπως είναι ευνόητο, μόνον υπό προϋποθέσεις μπορούν να αποτελέσουν στόχους εγχώριων οργανώσεων (π.χ. όταν η χώρα κατέχεται από ξένη δύναμη ή όταν σκοπός είναι να πληγεί μια ξένη δύναμη με την οποία η χώρα έχει σχέσεις εξάρτησης ή συνεργασίας, σε μια προσπάθεια καταγγελίας αυτών των σχέσεων ή και μεταφοράς του πολέμου στο έδαφος του αντιπάλου).
Φυσικά τα πράγματα αλλάζουν στην περίπτωση που η αμφισβήτηση του καθεστώτος εξελιχθεί σε ανταρτοπόλεμο και ανοικτή εμφύλια σύγκρουση, οπότε επιθέσεις αυτού του τύπου μπορεί να γίνουν στο πλαίσιο τακτικών ή στρατηγικών επιλογών των αντιμαχομένων. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, τα πράγματα έχουν ξεφύγει από το επίπεδο της τρομοκρατίας.
Συνεπώς, οι απειλές κατά της παράκτιας ασφάλειας προέρχονται κυρίως από την εξωτερικά κατευθυνόμενη τρομοκρατία και δευτερευόντως από την εσωτερική. Αυτό άλλωστε υποδηλώνει το γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες την ευθύνη της παράκτιας ασφάλειας αναλαμβάνουν στρατιωτικές (ή στρατιωτικοποιημένες) δυνάμεις.
Από Αμυντική Επιθεώρηση
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...