Έλληνες και πειθαρχία
Άναρχος, αλλά και δημοκρατικός
Ας στρέψουμε την προσοχή στις πνευματικές ρίζες του πολιτισμού μας, για να θυμηθούμε όσα ως «αιώνια παιδιά» συχνά λησμονούμε.
Ο αρχαίος ιστορικός Πολύβιος στο έργο του προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα για ποιους λόγους η Ρώμη κατόρθωσε μέσα σε διάστημα 53 περίπου ετών (από τη μάχη στις Κάννες έως την Πύδνα) να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο. Ο Έλληνας ιστορικός θεώρησε ότι ο πρώτος λόγος για την επικράτηση της Ρώμης ήταν η ύπαρξη ενός ισορροπημένου συντάγματος (ουσιαστικά αριστοκρατικού χαρακτήρα), στη σύνταξη του οποίου συμφώνησαν η Σύγκλητος, η άρχουσα τάξη των ευγενών και ο λαός.
Ο δεύτερος λόγος αφορούσε την περιβόητη ρωμαϊκή πειθαρχία. Η πολιτική σταθερότητα συνιστά διαχρονικά εγγύηση για την επίτευξη των ευρύτερων κρατικών στόχων. Η πειθαρχία όμως είναι εκείνη που μπορεί να διατηρήσει και να αναδείξει τις βαθύτερες αρετές ενός ανθρώπου και να οδηγήσει το σύνολο των πολιτών και κατ’ επέκταση το πολίτευμα, με τελικό αποδέκτη το ίδιο το κράτος, προς την ευημερία και την ακμή.
Με αφορμή τα γεγονότα που έχουν σημειωθεί πρόσφατα στην Ελλάδα και έχοντας ακούσει τα όσα ειπώθηκαν από διάφορες πλευρές, εκτιμούμε ότι θα πρέπει να διαχωρίσουμε ορισμένες όψεις και να προσδιορίσουμε την έννοια της πειθαρχίας, από την οποία πηγάζουν η «τάξη» και η ασφάλεια του συνόλου.
Θα χρησιμοποιήσουμε τη σύγκριση μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων ώστε να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε κάποιες σημαντικές πλευρές της εθνικής μας ταυτότητας. Οι Έλληνες ως λαός δεν έχουν να επιδείξουν τον ίδιο βαθμό πειθαρχίας με εκείνον των Ρωμαίων. Η ίδια η φύση του Έλληνα είναι βαθιά ατομιστική, κλιμακούμενη μέχρι και το επίπεδο της άκρως εγωιστικής. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα τον οδήγησε στην επινόηση του θεσμού της Δημοκρατίας, για την οποία ο ίδιος διατηρεί ακόμη και σήμερα την προσωπική του άποψη ως προς το πώς πρέπει να λειτουργεί, με σημείο αναφοράς τη δική του αντίληψη περί αυτής.
Η πειθαρχία, την οποία αρκετοί επικαλούνται για να συγκρατήσουν τις εκδηλώσεις οργής, δυσθυμίας και αντίδρασης, δεν έχει την ίδια έννοια και εφαρμογή στους Έλληνες, όπως είχε για παράδειγμα στους Ρωμαίους, από τους οποίους εξελίχθηκε και πέρασε στους δυτικοευρωπαϊκούς (γερμανικούς) λαούς. Ο Έλληνας δεν είναι πρόθυμος να υιοθετήσει το δημοφιλές στη Δύση «πρωσικό σύστημα», ούτε καν τις όποιες παραλλαγές του, απλούστατα διότι δεν τον εκφράζει και δεν αποτελεί κτήμα του πολιτισμού του.
Βαθιά «άναρχος» και μεγαλεπήβολα «δημοκρατικός», συγχέοντας τα όρια μεταξύ δημοκρατίας και αναρχίας, ο Έλληνας έφθασε σήμερα να φαίνεται ότι έχει χάσει τον προορισμό του και ότι αναζητεί νέους δρόμους. Ο λαός που επέτρεψε ακόμη και στους θεούς του να μπορούν να πληγώνονται από θνητούς, ο οποίος θεώρησε ότι η αλαζονεία αποτελεί τη μεγαλύτερη ύβρη και όχι απειθαρχία απέναντι σε θεούς και ανθρώπους (όπως την εννοεί με θρησκευτικούς όρους η Δύση), βρίσκεται άραγε σήμερα ενώπιον αδιεξόδου; Η απάντηση είναι όχι.
Ο Έλληνας, αιώνιος αναζητητής της αλήθειας και της εξέλιξης, ως νέος έφηβος («Έλληνες αεί παίδες εισί») έχει ξεκινήσει μια πορεία ιστορικής επανάκαμψης, επαναφοράς του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ακόμη και αν οι πρώτες αντιδράσεις είναι τόσο διαφορετικές και συχνά αντιφατικές μεταξύ τους. Η κλεψύδρα γύρισε και ήδη βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας διαδρομής κάθαρσης, περίσκεψης και ανόδου. Στον αγώνα αυτό δεν χρειαζόμαστε τα δυτικά στερεότυπα πειθαρχίας, αλλά να ανακαλύψουμε πάλι τα στοιχεία που θα μας οδηγήσουν στον επανακαθορισμό του περιεχομένου της.
Ακόμη και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, οι προσπάθειες των Δυτικών να του επιβάλουν την «πειθαρχία» συνάντησαν τεράστια αντίδραση. Κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 οι Δυτικοί πίστευαν ότι θα έβλεπαν τους Έλληνες να παρατάσσονται στο πεδίο της μάχης και να πέφτουν ηρωικά μαχόμενοι, ως νέοι οπλίτες της αρχαίας φάλαγγας, αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους. Όταν αυτό δεν συνέβη, επειδή ο Έλληνας γνωρίζει πώς να επιβιώνει στον τόπο του, έφθασαν να αρνηθούν ακόμη και την καταγωγή μας από τους προγόνους μας, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κήγκαν στο βιβλίο του «Η ιστορία του πολέμου».
Είμαστε λοιπόν τόσο απείθαρχοι ώστε να δημιουργούμε συνεχώς προβλήματα, όπως μας καταμαρτυρούν σήμερα κυρίως τα αγγλοσαξονικά ΜΜΕ; Πειθαρχία δεν είναι η αδιαμαρτύρητη στάση προσοχής ή η καταπίεση της άποψης υπό τον φόβο τιμωρίας αλλά η ευγενής αποδοχή, μέσω γνώσης απαλλαγμένης από πάθη και με οδηγό το «μέτρο», μιας κοινής υποχρέωσης που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας και στη συνέχεια προς το σύνολο. Η υποχρέωση αυτή είναι να γίνουμε καλύτεροι και να εξελιχθούμε ως προσωπικότητες.
Είμαστε ο λαός που γνωρίζει το αρχέγονο μυστικό πως να καθιστά το καλό καλύτερο και το χρήσιμο χρησιμότερο…
Ας στρέψουμε την προσοχή στις πνευματικές ρίζες του πολιτισμού μας, για να θυμηθούμε όσα ως «αιώνια παιδιά» συχνά λησμονούμε.
Ο αρχαίος ιστορικός Πολύβιος στο έργο του προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα για ποιους λόγους η Ρώμη κατόρθωσε μέσα σε διάστημα 53 περίπου ετών (από τη μάχη στις Κάννες έως την Πύδνα) να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο. Ο Έλληνας ιστορικός θεώρησε ότι ο πρώτος λόγος για την επικράτηση της Ρώμης ήταν η ύπαρξη ενός ισορροπημένου συντάγματος (ουσιαστικά αριστοκρατικού χαρακτήρα), στη σύνταξη του οποίου συμφώνησαν η Σύγκλητος, η άρχουσα τάξη των ευγενών και ο λαός.
Ο δεύτερος λόγος αφορούσε την περιβόητη ρωμαϊκή πειθαρχία. Η πολιτική σταθερότητα συνιστά διαχρονικά εγγύηση για την επίτευξη των ευρύτερων κρατικών στόχων. Η πειθαρχία όμως είναι εκείνη που μπορεί να διατηρήσει και να αναδείξει τις βαθύτερες αρετές ενός ανθρώπου και να οδηγήσει το σύνολο των πολιτών και κατ’ επέκταση το πολίτευμα, με τελικό αποδέκτη το ίδιο το κράτος, προς την ευημερία και την ακμή.
Με αφορμή τα γεγονότα που έχουν σημειωθεί πρόσφατα στην Ελλάδα και έχοντας ακούσει τα όσα ειπώθηκαν από διάφορες πλευρές, εκτιμούμε ότι θα πρέπει να διαχωρίσουμε ορισμένες όψεις και να προσδιορίσουμε την έννοια της πειθαρχίας, από την οποία πηγάζουν η «τάξη» και η ασφάλεια του συνόλου.
Θα χρησιμοποιήσουμε τη σύγκριση μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων ώστε να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε κάποιες σημαντικές πλευρές της εθνικής μας ταυτότητας. Οι Έλληνες ως λαός δεν έχουν να επιδείξουν τον ίδιο βαθμό πειθαρχίας με εκείνον των Ρωμαίων. Η ίδια η φύση του Έλληνα είναι βαθιά ατομιστική, κλιμακούμενη μέχρι και το επίπεδο της άκρως εγωιστικής. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα τον οδήγησε στην επινόηση του θεσμού της Δημοκρατίας, για την οποία ο ίδιος διατηρεί ακόμη και σήμερα την προσωπική του άποψη ως προς το πώς πρέπει να λειτουργεί, με σημείο αναφοράς τη δική του αντίληψη περί αυτής.
Η πειθαρχία, την οποία αρκετοί επικαλούνται για να συγκρατήσουν τις εκδηλώσεις οργής, δυσθυμίας και αντίδρασης, δεν έχει την ίδια έννοια και εφαρμογή στους Έλληνες, όπως είχε για παράδειγμα στους Ρωμαίους, από τους οποίους εξελίχθηκε και πέρασε στους δυτικοευρωπαϊκούς (γερμανικούς) λαούς. Ο Έλληνας δεν είναι πρόθυμος να υιοθετήσει το δημοφιλές στη Δύση «πρωσικό σύστημα», ούτε καν τις όποιες παραλλαγές του, απλούστατα διότι δεν τον εκφράζει και δεν αποτελεί κτήμα του πολιτισμού του.
Βαθιά «άναρχος» και μεγαλεπήβολα «δημοκρατικός», συγχέοντας τα όρια μεταξύ δημοκρατίας και αναρχίας, ο Έλληνας έφθασε σήμερα να φαίνεται ότι έχει χάσει τον προορισμό του και ότι αναζητεί νέους δρόμους. Ο λαός που επέτρεψε ακόμη και στους θεούς του να μπορούν να πληγώνονται από θνητούς, ο οποίος θεώρησε ότι η αλαζονεία αποτελεί τη μεγαλύτερη ύβρη και όχι απειθαρχία απέναντι σε θεούς και ανθρώπους (όπως την εννοεί με θρησκευτικούς όρους η Δύση), βρίσκεται άραγε σήμερα ενώπιον αδιεξόδου; Η απάντηση είναι όχι.
Ο Έλληνας, αιώνιος αναζητητής της αλήθειας και της εξέλιξης, ως νέος έφηβος («Έλληνες αεί παίδες εισί») έχει ξεκινήσει μια πορεία ιστορικής επανάκαμψης, επαναφοράς του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ακόμη και αν οι πρώτες αντιδράσεις είναι τόσο διαφορετικές και συχνά αντιφατικές μεταξύ τους. Η κλεψύδρα γύρισε και ήδη βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας διαδρομής κάθαρσης, περίσκεψης και ανόδου. Στον αγώνα αυτό δεν χρειαζόμαστε τα δυτικά στερεότυπα πειθαρχίας, αλλά να ανακαλύψουμε πάλι τα στοιχεία που θα μας οδηγήσουν στον επανακαθορισμό του περιεχομένου της.
Ακόμη και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, οι προσπάθειες των Δυτικών να του επιβάλουν την «πειθαρχία» συνάντησαν τεράστια αντίδραση. Κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 οι Δυτικοί πίστευαν ότι θα έβλεπαν τους Έλληνες να παρατάσσονται στο πεδίο της μάχης και να πέφτουν ηρωικά μαχόμενοι, ως νέοι οπλίτες της αρχαίας φάλαγγας, αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους. Όταν αυτό δεν συνέβη, επειδή ο Έλληνας γνωρίζει πώς να επιβιώνει στον τόπο του, έφθασαν να αρνηθούν ακόμη και την καταγωγή μας από τους προγόνους μας, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κήγκαν στο βιβλίο του «Η ιστορία του πολέμου».
Είμαστε λοιπόν τόσο απείθαρχοι ώστε να δημιουργούμε συνεχώς προβλήματα, όπως μας καταμαρτυρούν σήμερα κυρίως τα αγγλοσαξονικά ΜΜΕ; Πειθαρχία δεν είναι η αδιαμαρτύρητη στάση προσοχής ή η καταπίεση της άποψης υπό τον φόβο τιμωρίας αλλά η ευγενής αποδοχή, μέσω γνώσης απαλλαγμένης από πάθη και με οδηγό το «μέτρο», μιας κοινής υποχρέωσης που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας και στη συνέχεια προς το σύνολο. Η υποχρέωση αυτή είναι να γίνουμε καλύτεροι και να εξελιχθούμε ως προσωπικότητες.
Είμαστε ο λαός που γνωρίζει το αρχέγονο μυστικό πως να καθιστά το καλό καλύτερο και το χρήσιμο χρησιμότερο…
"Είμαστε ο λαός που γνωρίζει το αρχέγονο μυστικό πώς να καθιστά το καλό καλύτερο και το χρήσιμο χρησιμότερο…", είπε ο αξιότιμος κ. Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι νάταν έτσι τα πράγματα... Ποιος δεν θα τόθελε; Η ιστορία μας, όμως, δεν το επιβεβαιώνει: 400 χρόνια κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, χαμένες πατρίδες, εμφύλιος σπαραγμός, δικτατορία, και τώρα φτώχεια, υπερχρέωση της χώρας μας, διαφθορά και αναρχία.
Πότε οι Έλληνες έκαναν το καλό καλύτερο και το χρήσιμο χρησιμότερο και δεν το πήρα είδηση;
Εγώ θα έλεγα ότι είμαστε λαός με εξειδίκευση και ταλέντο στο να ευτελίζουμε το όποιο καλό έχουμε και ν' αχρηστεύουμε το χρήσιμο που με κόπο είχαμε επιτύχει. Αυτό δείχνει η ζοφερή πραγματικότητα την οποία ζούμε, και δεν αμφιβάλλω ότι υπάρχουν και κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις συνετών πολιτών. Αυτοί όμως χάνονται στον ορυμαγδό του άκρατου και μισαλλόδοξου κομματισμού, του παραλογισμού, του εγωκεντρισμού και της αλαζονείας που διακατέχει την πλειοψηφία.
Καλή είναι η αισιοδοξία και παρήγορο το να χαϊδεύουμε τα γένια μας, κάλλιστη όμως είναι η αυτογνωσία, η αυτοκριτική και η διάθεση ανάνηψης από το τέλμα - κοινωνικό, πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό στο οποίο έχουμε περιέλθει "δημοκρατικά".