Κίνδυνος βραχυκυκλώματος… κορυφής στο ευρώ!
Τον κίνδυνο ενός σοβαρού «βραχυκυκλώματος» στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, που θα οδηγήσει σε νέα ημίμετρα και αναζωπύρωση της κρίσης χρέους, επισημαίνουν όλο και περισσότεροι αναλυτές, την ώρα που καλλιεργούνται στην Ελλάδα μεγάλες προσδοκίες για ιστορικές αποφάσεις που θα φέρουν την τελική λύση.
Όπως αναφέρουν έγκυρες πηγές στις Βρυξέλλες, όσο πλησιάζει η ώρα των αποφάσεων του Μαρτίου και επικρατεί φρενίτιδα επεξεργασίας σεναρίων στα κέντρα αποφάσεων της ευρωζώνης, τόσο διαφαίνεται πιο καθαρά η πολιτική αδυναμία της γερμανικής κυβέρνησης να συναινέσει σε δραστικές λύσεις, που αφήνει και πάλι πολύ στενά περιθώρια για τη διαμόρφωση των τελικών αποφάσεων.
Παρά τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί για μια θεαματική αύξηση των διαθέσιμων πόρων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Οικονομικής Σταθερότητας (EFSF) και για διεύρυνση των δυνατοτήτων του να παρεμβαίνει στην κρίση, η γερμανική κυβέρνηση στην πραγματικότητα έχει εσωτερικά προβλήματα που πολύ δύσκολα θα ξεπερασθούν, ώστε να της επιτρέψουν να εγκρίνει μια αύξηση των πόρων του EFSF πάνω από τα 440 δις. ευρώ, η οποία θα απαιτήσει και έγκριση από το γερμανικό Κοινοβούλιο.
Όπως επισημαίνει ο έγκυρος αναλυτής ευρωπαϊκών θεμάτων, Βόλφγκανγκ Μουντσάου, ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» αυτή τη στιγμή για την Άνγκελα Μέρκελ είναι η στάση του φιλελεύθερου κόμματος FDP, που μετέχει στον κυβερνητικό της συνασπισμό. Το FDP αντιμετωπίζει κρίση επιβίωσης στις επερχόμενες εκλογές σε γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια, καθώς βρίσκεται πολύ χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, έχοντας απογοητεύσει τους ψηφοφόρους του, που είδαν να διαψεύδονται οι υποσχέσεις του για μειώσεις φόρων. Ο πρόεδρός του και υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ, Γκουίντο Βεστερβέλε, αντιμετωπίζει φωνές μέσα στο κόμμα που τον καλούν να παραιτηθεί από την ηγεσία.
Για να αποφύγει εκλογικές πανωλεθρίες, το FDP έχει «σηκώσει τους τόνους» στο θέμα του EFSF, προβάλλοντας τη δημοφιλή στη γερμανική κοινή γνώμη άποψη, ότι δεν θα πρέπει να αυξηθεί ούτε κατά ένα ευρώ το κεφαλαιακό «οπλοστάσιο» του Μηχανισμού. Και έχει προειδοποιήσει, ότι αν τεθεί σε ψηφοφορία στο κοινοβούλιο σχετική πρόταση θα την καταψηφίσει, όπως άλλωστε είναι πιθανό να κάνουν και βουλευτές από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Μέρκελ, κάτι που θα βύθιζε σε πολιτική κρίση την Γερμανία.
Η ίδια η Μέρκελ, πολύ δύσκολα θα έφευγε από τη Σύνοδο Κορυφής στα τέλη Μαρτίου έχοντας εγκρίνει την αύξηση των πόρων του EFSF και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μιας πολιτικής κρίσης στη Βουλή και στο εσωτερικό του συνασπισμού της, ενώ θα έχει να αντιμετωπίσει στα τέλη Μαρτίου και την εκλογική ετυμηγορία των ψηφοφόρων στην Βάδη-Βυρτεμβέργη, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες απειλούνται με ήττα, ύστερα από 60 χρόνια κυριαρχίας.
Με αυτά τα δεδομένα, το μόνο που θα μπορούσε να γίνει στη Σύνοδο Κορυφής στις 24 Μαρτίου, για το οποίο θα μπορούσε να δώσει την έγκρισή της η Μέρκελ, είναι να βρεθεί τρόπος να αξιοποιηθεί το σύνολο των πόρων που είναι θεωρητικά διαθέσιμοι σήμερα στο EFSF (440 δις. ευρώ). Τώρα ο Μηχανισμός βασίζεται στις εγγυήσεις δανεισμού μόνο από τις έξι χώρες με πιστοληπτική αξιολόγηση τριπλού «Α» και για να διατηρεί την κορυφαία αξιολόγηση στα ομόλογα που εκδίδει δεν μπορεί να δανεισθεί περισσότερα από 255 δις. ευρώ από τις αγορές.
Για να ξεπερασθεί αυτό το πρόβλημα, πέφτουν αρκετές ιδέες στο τραπέζι τις τελευταίες ημέρες: από ορισμένους προτείνεται να προσφέρουν περισσότερες εγγυήσεις οι χώρες του τριπλού «Α», ώστε έχει πραγματικά ο Μηχανισμός διαθέσιμα 440 δις. ευρώ, ενώ η Γερμανία αντιπροτείνει να δώσουν εγγυήσεις υπό μορφή μετρητών οι χώρες με ασθενέστερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις, ή να εκδοθούν από το Μηχανισμό ομόλογα και με χαμηλότερη αξιολόγηση και, συνεπώς, με υψηλότερα επιτόκια.
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα του EFSF να παρεμβαίνει απευθείας αγοράζοντας ομόλογα υπερχρεωμένων οικονομιών, για την οποία πιέζει φορτικά και η ΕΚΤ, ώστε να μη συνεχίσει μόνη να στηρίζει τα ομόλογα Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Ελλάδας, φαίνεται ότι δεν θα μπορέσει η Μέρκελ να πει το μεγάλο «ναι», καθώς και αυτό θα απαιτούσε έγκριση από το γερμανικό Κοινοβούλιο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα στο EFSF να δανείζει κυβερνήσεις για να αγοράζουν τα ομόλογά τους, σενάριο που έχει συζητηθεί αρκετά τις τελευταίες ημέρες και για την Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τέτοιες αποφάσεις ενίσχυσης του EFSF και του ρόλου του κινδυνεύουν και πάλι να εκληφθούν από τις αγορές σαν ημίμετρα, αφού δεν εξασφαλίζουν καν ότι θα υπάρχουν επαρκή κεφάλαια για να διασωθούν η Πορτογαλία και η Ισπανία, αν υπάρξει ανάγκη, ενώ δεν παρέχουν παρά ελάχιστες δυνατότητες για ολοκλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με επαναγορά ομολόγων. Στην καλύτερη περίπτωση, το EFSF θα προσφέρει στις κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας δάνεια αρκετά για να επαναγοράσουν από την ΕΚΤ τα ομόλογα αξίας 76 δις. ευρώ που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης των περιφερειακών οικονομιών.
Αν πράγματι οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής κινηθούν προς αυτές τις κατευθύνσεις, από την επομένη οι αγορές είναι πολύ πιθανό να αρχίσουν νέες επιθέσεις στην Πορτογαλία και την Ισπανία, ώστε να δοκιμάσουν τη δυνατότητα του EFSF να τις διασώσει, ενώ είναι πολύ αμφίβολο αν η ΕΚΤ θα λειτουργήσει και πάλι ως αποτελεσματικό «ανάχωμα» σε αυτές τις επιθέσεις. Με άλλα λόγια, η κρίση και μετά τις 24 Μαρτίου θα συνεχισθεί, μέχρι να διαμορφωθεί στην Γερμανία το κατάλληλο πολιτικό κλίμα που θα ευνοήσει σημαντικές αποφάσεις για την τελική έξοδο από την κρίση.
Ορισμένοι αναλυτές, πάντως, όπως ο γνωστός οικονομολόγος και συγγραφέας, Φίλιπ Λεγκρέν, επιμένουν ότι όλες αυτές οι προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης στην ευρωζώνη στηρίζονται σε μια εσφαλμένη διάγνωση του προβλήματος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ευρωζώνης δεν είναι τα υπερβολικά χρέη των κρατών, αλλά οι τεράστιες συσσωρευμένες ζημιές στο τραπεζικό σύστημα, που η πολιτική ηγεσία επιχειρεί να καλύψει έμμεσα, με τα διαδοχικά «πακέτα» διάσωσης των πιο προβληματικών οικονομιών, επειδή οι ψηφοφόροι θα αντιδρούσαν αρνητικά σε νέες «ενέσεις» στις τράπεζες.
Όμως, με τον τρόπο αυτό μεταφέρονται τεράστια βάρη στους φορολογούμενους και εξαντλείται η ανοχή τους σε προγράμματα σκληρής λιτότητας. Η πιο σωστή στρατηγική, τονίζει ο Λεγκρέν, θα ήταν να γίνουν αυστηρά τεστ αντοχής στις τράπεζες, να εντοπισθούν οι ελλείψεις κεφαλαίων και να καλυφθούν από με άντληση νέων από τις αγορές, αλλά και με κεφαλαιοποίηση ομολόγων, χωρίς να θεωρούνται οι πιστωτές των τραπεζών «ιερές αγελάδες» που σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να θιγούν. Όσο οι πολιτικοί αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν ευθέως το πρόβλημα των τεράστιων κρυμμένων ζημιών στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, τόσο θα διαιωνίζεται η κρίση και θα απειλεί τη σταθερότητα του ευρώ, επισημαίνει ο Λεγκρέν.
Όπως αναφέρουν έγκυρες πηγές στις Βρυξέλλες, όσο πλησιάζει η ώρα των αποφάσεων του Μαρτίου και επικρατεί φρενίτιδα επεξεργασίας σεναρίων στα κέντρα αποφάσεων της ευρωζώνης, τόσο διαφαίνεται πιο καθαρά η πολιτική αδυναμία της γερμανικής κυβέρνησης να συναινέσει σε δραστικές λύσεις, που αφήνει και πάλι πολύ στενά περιθώρια για τη διαμόρφωση των τελικών αποφάσεων.
Παρά τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί για μια θεαματική αύξηση των διαθέσιμων πόρων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Οικονομικής Σταθερότητας (EFSF) και για διεύρυνση των δυνατοτήτων του να παρεμβαίνει στην κρίση, η γερμανική κυβέρνηση στην πραγματικότητα έχει εσωτερικά προβλήματα που πολύ δύσκολα θα ξεπερασθούν, ώστε να της επιτρέψουν να εγκρίνει μια αύξηση των πόρων του EFSF πάνω από τα 440 δις. ευρώ, η οποία θα απαιτήσει και έγκριση από το γερμανικό Κοινοβούλιο.
Όπως επισημαίνει ο έγκυρος αναλυτής ευρωπαϊκών θεμάτων, Βόλφγκανγκ Μουντσάου, ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» αυτή τη στιγμή για την Άνγκελα Μέρκελ είναι η στάση του φιλελεύθερου κόμματος FDP, που μετέχει στον κυβερνητικό της συνασπισμό. Το FDP αντιμετωπίζει κρίση επιβίωσης στις επερχόμενες εκλογές σε γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια, καθώς βρίσκεται πολύ χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, έχοντας απογοητεύσει τους ψηφοφόρους του, που είδαν να διαψεύδονται οι υποσχέσεις του για μειώσεις φόρων. Ο πρόεδρός του και υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ, Γκουίντο Βεστερβέλε, αντιμετωπίζει φωνές μέσα στο κόμμα που τον καλούν να παραιτηθεί από την ηγεσία.
Για να αποφύγει εκλογικές πανωλεθρίες, το FDP έχει «σηκώσει τους τόνους» στο θέμα του EFSF, προβάλλοντας τη δημοφιλή στη γερμανική κοινή γνώμη άποψη, ότι δεν θα πρέπει να αυξηθεί ούτε κατά ένα ευρώ το κεφαλαιακό «οπλοστάσιο» του Μηχανισμού. Και έχει προειδοποιήσει, ότι αν τεθεί σε ψηφοφορία στο κοινοβούλιο σχετική πρόταση θα την καταψηφίσει, όπως άλλωστε είναι πιθανό να κάνουν και βουλευτές από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Μέρκελ, κάτι που θα βύθιζε σε πολιτική κρίση την Γερμανία.
Η ίδια η Μέρκελ, πολύ δύσκολα θα έφευγε από τη Σύνοδο Κορυφής στα τέλη Μαρτίου έχοντας εγκρίνει την αύξηση των πόρων του EFSF και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μιας πολιτικής κρίσης στη Βουλή και στο εσωτερικό του συνασπισμού της, ενώ θα έχει να αντιμετωπίσει στα τέλη Μαρτίου και την εκλογική ετυμηγορία των ψηφοφόρων στην Βάδη-Βυρτεμβέργη, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες απειλούνται με ήττα, ύστερα από 60 χρόνια κυριαρχίας.
Με αυτά τα δεδομένα, το μόνο που θα μπορούσε να γίνει στη Σύνοδο Κορυφής στις 24 Μαρτίου, για το οποίο θα μπορούσε να δώσει την έγκρισή της η Μέρκελ, είναι να βρεθεί τρόπος να αξιοποιηθεί το σύνολο των πόρων που είναι θεωρητικά διαθέσιμοι σήμερα στο EFSF (440 δις. ευρώ). Τώρα ο Μηχανισμός βασίζεται στις εγγυήσεις δανεισμού μόνο από τις έξι χώρες με πιστοληπτική αξιολόγηση τριπλού «Α» και για να διατηρεί την κορυφαία αξιολόγηση στα ομόλογα που εκδίδει δεν μπορεί να δανεισθεί περισσότερα από 255 δις. ευρώ από τις αγορές.
Για να ξεπερασθεί αυτό το πρόβλημα, πέφτουν αρκετές ιδέες στο τραπέζι τις τελευταίες ημέρες: από ορισμένους προτείνεται να προσφέρουν περισσότερες εγγυήσεις οι χώρες του τριπλού «Α», ώστε έχει πραγματικά ο Μηχανισμός διαθέσιμα 440 δις. ευρώ, ενώ η Γερμανία αντιπροτείνει να δώσουν εγγυήσεις υπό μορφή μετρητών οι χώρες με ασθενέστερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις, ή να εκδοθούν από το Μηχανισμό ομόλογα και με χαμηλότερη αξιολόγηση και, συνεπώς, με υψηλότερα επιτόκια.
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα του EFSF να παρεμβαίνει απευθείας αγοράζοντας ομόλογα υπερχρεωμένων οικονομιών, για την οποία πιέζει φορτικά και η ΕΚΤ, ώστε να μη συνεχίσει μόνη να στηρίζει τα ομόλογα Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Ελλάδας, φαίνεται ότι δεν θα μπορέσει η Μέρκελ να πει το μεγάλο «ναι», καθώς και αυτό θα απαιτούσε έγκριση από το γερμανικό Κοινοβούλιο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα στο EFSF να δανείζει κυβερνήσεις για να αγοράζουν τα ομόλογά τους, σενάριο που έχει συζητηθεί αρκετά τις τελευταίες ημέρες και για την Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τέτοιες αποφάσεις ενίσχυσης του EFSF και του ρόλου του κινδυνεύουν και πάλι να εκληφθούν από τις αγορές σαν ημίμετρα, αφού δεν εξασφαλίζουν καν ότι θα υπάρχουν επαρκή κεφάλαια για να διασωθούν η Πορτογαλία και η Ισπανία, αν υπάρξει ανάγκη, ενώ δεν παρέχουν παρά ελάχιστες δυνατότητες για ολοκλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με επαναγορά ομολόγων. Στην καλύτερη περίπτωση, το EFSF θα προσφέρει στις κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας δάνεια αρκετά για να επαναγοράσουν από την ΕΚΤ τα ομόλογα αξίας 76 δις. ευρώ που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης των περιφερειακών οικονομιών.
Αν πράγματι οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής κινηθούν προς αυτές τις κατευθύνσεις, από την επομένη οι αγορές είναι πολύ πιθανό να αρχίσουν νέες επιθέσεις στην Πορτογαλία και την Ισπανία, ώστε να δοκιμάσουν τη δυνατότητα του EFSF να τις διασώσει, ενώ είναι πολύ αμφίβολο αν η ΕΚΤ θα λειτουργήσει και πάλι ως αποτελεσματικό «ανάχωμα» σε αυτές τις επιθέσεις. Με άλλα λόγια, η κρίση και μετά τις 24 Μαρτίου θα συνεχισθεί, μέχρι να διαμορφωθεί στην Γερμανία το κατάλληλο πολιτικό κλίμα που θα ευνοήσει σημαντικές αποφάσεις για την τελική έξοδο από την κρίση.
Ορισμένοι αναλυτές, πάντως, όπως ο γνωστός οικονομολόγος και συγγραφέας, Φίλιπ Λεγκρέν, επιμένουν ότι όλες αυτές οι προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης στην ευρωζώνη στηρίζονται σε μια εσφαλμένη διάγνωση του προβλήματος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ευρωζώνης δεν είναι τα υπερβολικά χρέη των κρατών, αλλά οι τεράστιες συσσωρευμένες ζημιές στο τραπεζικό σύστημα, που η πολιτική ηγεσία επιχειρεί να καλύψει έμμεσα, με τα διαδοχικά «πακέτα» διάσωσης των πιο προβληματικών οικονομιών, επειδή οι ψηφοφόροι θα αντιδρούσαν αρνητικά σε νέες «ενέσεις» στις τράπεζες.
Όμως, με τον τρόπο αυτό μεταφέρονται τεράστια βάρη στους φορολογούμενους και εξαντλείται η ανοχή τους σε προγράμματα σκληρής λιτότητας. Η πιο σωστή στρατηγική, τονίζει ο Λεγκρέν, θα ήταν να γίνουν αυστηρά τεστ αντοχής στις τράπεζες, να εντοπισθούν οι ελλείψεις κεφαλαίων και να καλυφθούν από με άντληση νέων από τις αγορές, αλλά και με κεφαλαιοποίηση ομολόγων, χωρίς να θεωρούνται οι πιστωτές των τραπεζών «ιερές αγελάδες» που σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να θιγούν. Όσο οι πολιτικοί αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν ευθέως το πρόβλημα των τεράστιων κρυμμένων ζημιών στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, τόσο θα διαιωνίζεται η κρίση και θα απειλεί τη σταθερότητα του ευρώ, επισημαίνει ο Λεγκρέν.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...