Για ποιο μέλλον και σε ποια Ένωση μιλάτε;
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Για ποιο λόγο η κυβέρνηση προσέφυγε στην ιδέα και την απόφαση για δημοψήφισμα; Το έπραξε έπειτα από μία εκτίμηση ότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων δεν μπορούσε με τίποτα να γίνει αποδεκτό και ότι δεν άνοιγε καμία προοπτική για την επίλυση του προβλήματος της χώρας.
Η εξέλιξη αυτή αντιφάσκει με τη συγκρατημένη αισιοδοξία των προηγούμενων ημερών, που άφηνε την εντύπωση ότι, μετά την υποβολή ολοκληρωμένης προτάσεως από την ελληνική πλευρά, υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, θα κατέληγαν οι διαπραγματεύσεις σε συμφωνία. Υπήρξε στο σημείο αυτό παρέμβαση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο, κινούμενο από τις γνωστές ιδέες και αρχές του για τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους, ενίσχυσε τους πλέον συντηρητικούς εκπροσώπους του Βερολίνου, με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε και τους δορυφόρους της Γερμανίας.
Η πλευρά των δανειστών παρέμεινε αδιάλλακτη σε δημοσιονομικούς στόχους και μέτρα που είναι εκτός κάθε συμβατικής λογικής για μία χώρα που έχει τόσο δεινοπαθήσει από την εφαρμογή των πολιτικών αυτών. Τι νόημα, π.χ. μπορεί να έχει η αύξηση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία στο 13% (πρώτη πρόταση στο 23%) σε μία τουριστική χώρα, όταν, μάλιστα, ο τουρισμός είναι η μόνη σχεδόν οικονομική δραστηριότητα που παραμένει όρθια μέσα στην κρίση και στηρίζει την ελληνική οικονομία.
Με την ίδια λογική, τι νόημα έχει επίσης η αύξηση του ΦΠΑ στο 23% στην εστίαση, που συμβαδίζει με τον τουρισμό, όπως και άλλα μέτρα που αφορούν σε περικοπές μισθών και συντάξεων, περαιτέρω απορρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος και ειδικότερα των συλλογικών συμβάσεων, κατάργηση του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος των νησιών, που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα; Απαιτήσεις επίσης για δρακόντειες περικοπές στην άμυνα της χώρας; Ειδικότερα για την τελευταία οι δανειστές ζήτησαν την περικοπή σε ετήσια βάση 400 εκατ. ευρώ από έναν ισχνό προϋπολογισμό 550 εκατ. ευρώ! Όπως, μάλιστα, απεκάλυψε ο υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος, οι δανειστές απαίτησαν 20% περικοπή του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού, που περιλαμβάνει τους επαγγελματίες οπλίτες και τους υπαξιωματικούς. Οι τελευταίοι αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της μάχιμης δυνάμεως των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η άκριτη αυτή παραγνώριση τόσο της δημοσιονομικής και της οικονομικής πραγματικότητας, όσο και της αμυντικής καταστάσεως της χώρας δείχνει με πόση αδιαφορία, αν όχι κυνισμό και υστερόβουλα κίνητρα, αντιμετωπίζεται η κρίση που καταστρέφει τη χώρα.
Υπό τις συνθήκες αυτές και μετά την εμπειρία της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων, δεν είναι λογικό να αναμένει ο ελληνικός λαός μία ουσιαστική αλλαγή και άλλη πορεία από τη νέα κυβέρνηση που εξέλεξε; Οι πεντάμηνες όμως διαπραγματεύσεις απέδωσαν μέχρι τις 25 Ιουνίου, όταν αυτές διεκόπησαν και αποφασίσθηκε η προσφυγή σε δημοψήφισμα, ένα καθόλου ικανοποιητικό σχέδιο προτάσεων εκ μέρους των θεσμών, το οποίο προσέλαβε, μάλιστα, τελεσιγραφικό σχεδόν χαρακτήρα.
Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσεως απαιτεί μία τριλογία μέτρων και πολιτικών. Κατά πρώτο λόγο, λογικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και επαρκή παροχή ρευστότητας στη δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία. Κατά δεύτερο λόγο, ένα πακέτο αναπτυξιακών πολιτικών και χρηματοδοτήσεων ώστε να καταστεί δυνατή η επανεκκίνηση της οικονομίας και η επιστροφή στην ανάπτυξη. Κατά τρίτο λόγο, μία σημαντική απομείωση του ελληνικού χρέους ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο και να μην καταπλακώνει με το βάρος του οποιαδήποτε προσπάθεια αναπτύξεως και σταθεροποιήσεως της οικονομίας.
Εμμονή στην ίδια πολιτική λιτότητας
Αυτό που εξώθησε τελικά την ελληνική πλευρά στο δημοψήφισμα ήταν η πικρή διαπίστωση ότι δεν υπήρχε η βούληση από την άλλη πλευρά για οποιαδήποτε νέα προσέγγιση, με πολιτικούς όρους, του ελληνικού προβλήματος. Η πρόταση των δανειστών προσέφερε στην ελληνική πλευρά μία συνέχεια της λιτότητας, με επαυξημένους, μάλιστα, ορισμένους δυσμενείς όρους, πεντάμηνη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών και συζήτηση το Νοέμβριο ενός νέου δανείου και ενός νέου Μνημονίου τριετούς διάρκειας.
Λύνεται όμως το ελληνικό πρόβλημα με την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών; Η παροχή νέων δανείων για την εξόφληση των παλαιών και η συνέχιση της εφαρμογής μίας στυγνής πολιτικής λιτότητας, που συντηρεί την ύφεση, την ανεργία και την υποχώρηση του εθνικού εισοδήματος, μπορεί να αποτελέσουν διέξοδο για μία οικονομία που βρίσκεται για έκτο χρόνο σε καταστροφική περιδήνηση;
Τα ερωτήματα αυτά γίνονται ακόμη πιο αγωνιώδη και αδυσώπητα όταν η πλευρά των δανειστών υπεκφεύγει και δεν δίνει καμία συγκεκριμένη προοπτική για τη μείωση του υπέρογκου χρέους, το οποίο, με τα κριτήρια κάθε συμβατικής οικονομικής λογικής, δεν είναι βιώσιμο.
Πώς μπορεί, επομένως, να αποδεχθεί ένα τέτοιο σχέδιο προτάσεων μία κυβέρνηση που εξελέγη για να ακυρώσει την πολιτική αυτή και να διαχειρισθεί πάνω σε άλλη βάση το δραματικό πρόβλημα του χρέους; Το τελευταίο, με ασύγγνωστη πολιτική μικρόνοια, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου επέτρεψε να μετατραπεί σε διακρατικό, ενυπόθηκο και να υπαχθεί στο αγγλικό δίκαιο.
Η πλευρά των δανειστών προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη στην ελληνική πλευρά για αδικαιολόγητη διακοπή των διαπραγματεύσεων, τη στιγμή που είχε κατατεθεί στο τραπέζι βελτιωμένη δική τους πρόταση. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι υπήρχαν προωθημένες συζητήσεις και για το αναπτυξιακό πακέτο και το χρέος. Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι δεν είχε λάβει γνώση οποιασδήποτε βελτιωμένης προτάσεως των δανειστών.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι ο στόχος της ελληνικής πλευράς, με την προσφυγή στο δημοψήφισμα, δεν ήταν και δεν είναι η δρομολόγηση της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Ήταν και είναι η οριοθέτηση από πλευράς της του τι μπορεί και τι δεν μπορεί να δεχθεί ως συμφωνία και να ασκήσει πίεση για πολιτική διαπραγμάτευση σε επίπεδο κορυφής. Η εξέλιξη των πραγμάτων δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια. Εξαρτάται και από τις ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με προεξάρχουσα την ηγεσία της Γερμανίας.
Η προσποίηση ότι το πρόβλημα αφορά μόνο στην Ελλάδα και ότι η ευθύνη βαρύνει επομένως μόνο τους Έλληνες, οδηγεί σε επικίνδυνες αυταπάτες. Η Ελλάδα είχε και στο παρελθόν ανάξιες πολιτικές ηγεσίες, ολέθριες πολιτικές, διαφθορά και σκάνδαλα. Δεν κατεστράφη όμως ποτέ οικονομικά εν καιρώ ειρήνης. Δεν κατεστράφη γιατί είχε πάντοτε εθνική αγορά και εθνική οικονομία. Ακόμη και οι χρεοκοπίες στις οποίες κατέληξε ήταν συνδεδεμένες με πολέμους και εθνικές περιπέτειες. Η σημερινή καταστροφή της εθνικής της παραγωγής δεν μπορεί να είναι άσχετη με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και ειδικότερα με το πώς εξελίχθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση και πως λειτουργούν το ευρώ και η Ευρωζώνη.
Μακριά η σημερινή ΕΕ από την ιδέα της Ευρώπης σαράντα χρόνια πριν
Το βασικό πρόβλημα με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το γεγονός ότι παρέμεινε μετέωρη η πραγματική πολιτική της ενοποίησης, η οποία θα παρείχε και τη βάση για κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Η ενοποίηση των αγορών δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ενοποίηση. Αντιθέτως, παρέχει το πλεονέκτημα στις οικονομικά ισχυρότερες χώρες, με πρώτη τη Γερμανία. Η τελευταία, με βάση το ευρώ και την ενοποίηση μόνο των αγορών, αποκτά ηγεμονική κυριαρχία, που είναι εμφανής στον ρόλο της στο Eurogroup. Η εισαγωγή ενιαίου νομίσματος χωρίς να έχει συντελεσθεί προηγουμένως η πολιτική ενοποίηση υποχρέωσε τις άλλες χώρες να συναινέσουν σε κοινή δημοσιονομική και τραπεζική πολιτική. Η τελευταία αντιστοιχεί σε νέα μεγάλη εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας πάνω σε μία βάση που έχει αναφορά στις αγορές και δεν παρέχει καμία εγγύηση ισοτιμίας, η οποία παραμένει, υποτίθεται, βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται με την ταύτιση της Ευρώπης με πολιτικές ακραίου νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίησης, που αντιμετωπίζουν ως δήθεν παρωχημένες τις δομές της εθνικής οικονομίας και το ίδιο ακόμη το έθνος και το εθνικό κράτος. Εργάζονται επομένως για την υπέρβαση και την υποκατάστασή του από μία Ευρώπη των αγορών, που δεν θα αναφέρεται στα κυρίαρχα εθνικά ευρωπαϊκά κράτη, αλλά σε ένα δήθεν ομοσπονδιακό – υπερεθνικό ευρωπαϊκό αμάλγαμα.
Η Ελλάδα, σαράντα χρόνια πριν, δεν είχε μπροστά της αυτή την Ευρώπη, όταν απεφάσιζε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ και το θεωρούσε δικαιολογημένα μεγάλη και ιστορική κατάκτηση. Επένδυε στην προοπτική αυτή προσδοκίες ασφάλειας και γεωπολιτικού πλεονεκτήματος έναντι της Τουρκίας και ελπίδες αναπτύξεως και ευημερίας, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν λόγω της αναπτυξιακής της καθυστερήσεως. Θεωρούσε, τέλος, αυτονόητο να ενταχθεί σε μία Ένωση που είχε αρχίσει με πολλές ελπίδες, γιατί η Ελλάδα από την ιστορία και τον πολιτισμό της δεν ανήκει απλώς στην Ευρώπη, αλλά είναι τροφός και σύμβολο του πολιτισμού της Ευρώπης.
Τι γίνεται όμως σήμερα; Ποιο «πεπρωμένο» επιφυλάσσουν για την Ελλάδα αυτοί που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη; Πρέπει η Ελλάδα να δεχθεί αγόγγυστα και αυτομαστιγωνόμενη οποιαδήποτε «μοίρα» αποφασίσουν οι άλλοι γι αυτή; Τι σημαίνουν από την άποψη αυτή η πολιτική στην οποία επιμένουν οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες και η συναφής πρόταση που κάνουν στην Ελληνική πλευρά; Θα πρέπει η Ελλάδα να «ισοπεδωθεί» με τη συστηνόμενη πολιτική της συνεχούς λιτότητας και του αέναου χρέους και να χάσει ουσιαστικά την εθνική της κυριαρχία και τον έλεγχο του εθνικού της μέλλοντος, για να παραμείνει στο ευρώ και την Ευρωζώνη; Και τι έπαθαν η Σουηδία και η Δανία που διατήρησαν το εθνικό τους νόμισμα; Τι έπαθε η Νορβηγία που δεν εντάχθηκε καθόλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Υπάρχει βεβαίως και το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, που δεν δέχθηκε να ενταχθεί στο ευρώ, παρά το γεγονός ότι είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Η αντιπολίτευση, όταν υψώνει τη φωνή για το ευρώ, την Ευρωζώνη και την Ευρώπη, πρέπει γι αυτό να λαμβάνει υπ’ όψιν τη σημερινή κατάσταση, τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της Ευρώπης. Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι το «ναι» ή το «όχι» στην Ευρώπη. Είναι το «ναι» ή το «όχι» σε μία συμφωνία που θα προσδιορίσει τη θέση και το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη. Αυτοί που απεργάζονται σχέδια για ενός είδους «βουλγαροποίηση» της Ελλάδας και υποβάθμισή της σε οιονεί αποικία με αφορμή το χρέος, θα πρέπει να πάρουν ηχηρή απάντηση.
Υπάρχει ακόμη καιρό για μία συμφωνία σε επίπεδο κορυφής. Η συμφωνία αυτή πρέπει να διανοίγει προοπτική για έξοδο από τη σημερινή κρίση, ανάπτυξη και απομείωση του εξωτερικού χρέους. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες πρέπει να αρθούν στο ύψος των ευθυνών τους. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει μία αδιέξοδη καταστροφική πολιτική. Θα κληθεί να πάρει αποφάσεις για το εθνικό της μέλλον και το ιστορικό πεπρωμένο της.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα» τεύχος 296
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Πρέσβυς ε.τ.
Για ποιο λόγο η κυβέρνηση προσέφυγε στην ιδέα και την απόφαση για δημοψήφισμα; Το έπραξε έπειτα από μία εκτίμηση ότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων δεν μπορούσε με τίποτα να γίνει αποδεκτό και ότι δεν άνοιγε καμία προοπτική για την επίλυση του προβλήματος της χώρας.
Η εξέλιξη αυτή αντιφάσκει με τη συγκρατημένη αισιοδοξία των προηγούμενων ημερών, που άφηνε την εντύπωση ότι, μετά την υποβολή ολοκληρωμένης προτάσεως από την ελληνική πλευρά, υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, θα κατέληγαν οι διαπραγματεύσεις σε συμφωνία. Υπήρξε στο σημείο αυτό παρέμβαση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο, κινούμενο από τις γνωστές ιδέες και αρχές του για τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους, ενίσχυσε τους πλέον συντηρητικούς εκπροσώπους του Βερολίνου, με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε και τους δορυφόρους της Γερμανίας.
Η πλευρά των δανειστών παρέμεινε αδιάλλακτη σε δημοσιονομικούς στόχους και μέτρα που είναι εκτός κάθε συμβατικής λογικής για μία χώρα που έχει τόσο δεινοπαθήσει από την εφαρμογή των πολιτικών αυτών. Τι νόημα, π.χ. μπορεί να έχει η αύξηση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία στο 13% (πρώτη πρόταση στο 23%) σε μία τουριστική χώρα, όταν, μάλιστα, ο τουρισμός είναι η μόνη σχεδόν οικονομική δραστηριότητα που παραμένει όρθια μέσα στην κρίση και στηρίζει την ελληνική οικονομία.
Με την ίδια λογική, τι νόημα έχει επίσης η αύξηση του ΦΠΑ στο 23% στην εστίαση, που συμβαδίζει με τον τουρισμό, όπως και άλλα μέτρα που αφορούν σε περικοπές μισθών και συντάξεων, περαιτέρω απορρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος και ειδικότερα των συλλογικών συμβάσεων, κατάργηση του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος των νησιών, που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα; Απαιτήσεις επίσης για δρακόντειες περικοπές στην άμυνα της χώρας; Ειδικότερα για την τελευταία οι δανειστές ζήτησαν την περικοπή σε ετήσια βάση 400 εκατ. ευρώ από έναν ισχνό προϋπολογισμό 550 εκατ. ευρώ! Όπως, μάλιστα, απεκάλυψε ο υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος, οι δανειστές απαίτησαν 20% περικοπή του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού, που περιλαμβάνει τους επαγγελματίες οπλίτες και τους υπαξιωματικούς. Οι τελευταίοι αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της μάχιμης δυνάμεως των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η άκριτη αυτή παραγνώριση τόσο της δημοσιονομικής και της οικονομικής πραγματικότητας, όσο και της αμυντικής καταστάσεως της χώρας δείχνει με πόση αδιαφορία, αν όχι κυνισμό και υστερόβουλα κίνητρα, αντιμετωπίζεται η κρίση που καταστρέφει τη χώρα.
Υπό τις συνθήκες αυτές και μετά την εμπειρία της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων, δεν είναι λογικό να αναμένει ο ελληνικός λαός μία ουσιαστική αλλαγή και άλλη πορεία από τη νέα κυβέρνηση που εξέλεξε; Οι πεντάμηνες όμως διαπραγματεύσεις απέδωσαν μέχρι τις 25 Ιουνίου, όταν αυτές διεκόπησαν και αποφασίσθηκε η προσφυγή σε δημοψήφισμα, ένα καθόλου ικανοποιητικό σχέδιο προτάσεων εκ μέρους των θεσμών, το οποίο προσέλαβε, μάλιστα, τελεσιγραφικό σχεδόν χαρακτήρα.
Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσεως απαιτεί μία τριλογία μέτρων και πολιτικών. Κατά πρώτο λόγο, λογικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και επαρκή παροχή ρευστότητας στη δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία. Κατά δεύτερο λόγο, ένα πακέτο αναπτυξιακών πολιτικών και χρηματοδοτήσεων ώστε να καταστεί δυνατή η επανεκκίνηση της οικονομίας και η επιστροφή στην ανάπτυξη. Κατά τρίτο λόγο, μία σημαντική απομείωση του ελληνικού χρέους ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο και να μην καταπλακώνει με το βάρος του οποιαδήποτε προσπάθεια αναπτύξεως και σταθεροποιήσεως της οικονομίας.
Εμμονή στην ίδια πολιτική λιτότητας
Αυτό που εξώθησε τελικά την ελληνική πλευρά στο δημοψήφισμα ήταν η πικρή διαπίστωση ότι δεν υπήρχε η βούληση από την άλλη πλευρά για οποιαδήποτε νέα προσέγγιση, με πολιτικούς όρους, του ελληνικού προβλήματος. Η πρόταση των δανειστών προσέφερε στην ελληνική πλευρά μία συνέχεια της λιτότητας, με επαυξημένους, μάλιστα, ορισμένους δυσμενείς όρους, πεντάμηνη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών και συζήτηση το Νοέμβριο ενός νέου δανείου και ενός νέου Μνημονίου τριετούς διάρκειας.
Λύνεται όμως το ελληνικό πρόβλημα με την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών; Η παροχή νέων δανείων για την εξόφληση των παλαιών και η συνέχιση της εφαρμογής μίας στυγνής πολιτικής λιτότητας, που συντηρεί την ύφεση, την ανεργία και την υποχώρηση του εθνικού εισοδήματος, μπορεί να αποτελέσουν διέξοδο για μία οικονομία που βρίσκεται για έκτο χρόνο σε καταστροφική περιδήνηση;
Τα ερωτήματα αυτά γίνονται ακόμη πιο αγωνιώδη και αδυσώπητα όταν η πλευρά των δανειστών υπεκφεύγει και δεν δίνει καμία συγκεκριμένη προοπτική για τη μείωση του υπέρογκου χρέους, το οποίο, με τα κριτήρια κάθε συμβατικής οικονομικής λογικής, δεν είναι βιώσιμο.
Πώς μπορεί, επομένως, να αποδεχθεί ένα τέτοιο σχέδιο προτάσεων μία κυβέρνηση που εξελέγη για να ακυρώσει την πολιτική αυτή και να διαχειρισθεί πάνω σε άλλη βάση το δραματικό πρόβλημα του χρέους; Το τελευταίο, με ασύγγνωστη πολιτική μικρόνοια, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου επέτρεψε να μετατραπεί σε διακρατικό, ενυπόθηκο και να υπαχθεί στο αγγλικό δίκαιο.
Η πλευρά των δανειστών προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη στην ελληνική πλευρά για αδικαιολόγητη διακοπή των διαπραγματεύσεων, τη στιγμή που είχε κατατεθεί στο τραπέζι βελτιωμένη δική τους πρόταση. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι υπήρχαν προωθημένες συζητήσεις και για το αναπτυξιακό πακέτο και το χρέος. Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι δεν είχε λάβει γνώση οποιασδήποτε βελτιωμένης προτάσεως των δανειστών.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι ο στόχος της ελληνικής πλευράς, με την προσφυγή στο δημοψήφισμα, δεν ήταν και δεν είναι η δρομολόγηση της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Ήταν και είναι η οριοθέτηση από πλευράς της του τι μπορεί και τι δεν μπορεί να δεχθεί ως συμφωνία και να ασκήσει πίεση για πολιτική διαπραγμάτευση σε επίπεδο κορυφής. Η εξέλιξη των πραγμάτων δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια. Εξαρτάται και από τις ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με προεξάρχουσα την ηγεσία της Γερμανίας.
Η προσποίηση ότι το πρόβλημα αφορά μόνο στην Ελλάδα και ότι η ευθύνη βαρύνει επομένως μόνο τους Έλληνες, οδηγεί σε επικίνδυνες αυταπάτες. Η Ελλάδα είχε και στο παρελθόν ανάξιες πολιτικές ηγεσίες, ολέθριες πολιτικές, διαφθορά και σκάνδαλα. Δεν κατεστράφη όμως ποτέ οικονομικά εν καιρώ ειρήνης. Δεν κατεστράφη γιατί είχε πάντοτε εθνική αγορά και εθνική οικονομία. Ακόμη και οι χρεοκοπίες στις οποίες κατέληξε ήταν συνδεδεμένες με πολέμους και εθνικές περιπέτειες. Η σημερινή καταστροφή της εθνικής της παραγωγής δεν μπορεί να είναι άσχετη με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και ειδικότερα με το πώς εξελίχθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση και πως λειτουργούν το ευρώ και η Ευρωζώνη.
Μακριά η σημερινή ΕΕ από την ιδέα της Ευρώπης σαράντα χρόνια πριν
Το βασικό πρόβλημα με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το γεγονός ότι παρέμεινε μετέωρη η πραγματική πολιτική της ενοποίησης, η οποία θα παρείχε και τη βάση για κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Η ενοποίηση των αγορών δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ενοποίηση. Αντιθέτως, παρέχει το πλεονέκτημα στις οικονομικά ισχυρότερες χώρες, με πρώτη τη Γερμανία. Η τελευταία, με βάση το ευρώ και την ενοποίηση μόνο των αγορών, αποκτά ηγεμονική κυριαρχία, που είναι εμφανής στον ρόλο της στο Eurogroup. Η εισαγωγή ενιαίου νομίσματος χωρίς να έχει συντελεσθεί προηγουμένως η πολιτική ενοποίηση υποχρέωσε τις άλλες χώρες να συναινέσουν σε κοινή δημοσιονομική και τραπεζική πολιτική. Η τελευταία αντιστοιχεί σε νέα μεγάλη εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας πάνω σε μία βάση που έχει αναφορά στις αγορές και δεν παρέχει καμία εγγύηση ισοτιμίας, η οποία παραμένει, υποτίθεται, βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται με την ταύτιση της Ευρώπης με πολιτικές ακραίου νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίησης, που αντιμετωπίζουν ως δήθεν παρωχημένες τις δομές της εθνικής οικονομίας και το ίδιο ακόμη το έθνος και το εθνικό κράτος. Εργάζονται επομένως για την υπέρβαση και την υποκατάστασή του από μία Ευρώπη των αγορών, που δεν θα αναφέρεται στα κυρίαρχα εθνικά ευρωπαϊκά κράτη, αλλά σε ένα δήθεν ομοσπονδιακό – υπερεθνικό ευρωπαϊκό αμάλγαμα.
Η Ελλάδα, σαράντα χρόνια πριν, δεν είχε μπροστά της αυτή την Ευρώπη, όταν απεφάσιζε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ και το θεωρούσε δικαιολογημένα μεγάλη και ιστορική κατάκτηση. Επένδυε στην προοπτική αυτή προσδοκίες ασφάλειας και γεωπολιτικού πλεονεκτήματος έναντι της Τουρκίας και ελπίδες αναπτύξεως και ευημερίας, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν λόγω της αναπτυξιακής της καθυστερήσεως. Θεωρούσε, τέλος, αυτονόητο να ενταχθεί σε μία Ένωση που είχε αρχίσει με πολλές ελπίδες, γιατί η Ελλάδα από την ιστορία και τον πολιτισμό της δεν ανήκει απλώς στην Ευρώπη, αλλά είναι τροφός και σύμβολο του πολιτισμού της Ευρώπης.
Τι γίνεται όμως σήμερα; Ποιο «πεπρωμένο» επιφυλάσσουν για την Ελλάδα αυτοί που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη; Πρέπει η Ελλάδα να δεχθεί αγόγγυστα και αυτομαστιγωνόμενη οποιαδήποτε «μοίρα» αποφασίσουν οι άλλοι γι αυτή; Τι σημαίνουν από την άποψη αυτή η πολιτική στην οποία επιμένουν οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες και η συναφής πρόταση που κάνουν στην Ελληνική πλευρά; Θα πρέπει η Ελλάδα να «ισοπεδωθεί» με τη συστηνόμενη πολιτική της συνεχούς λιτότητας και του αέναου χρέους και να χάσει ουσιαστικά την εθνική της κυριαρχία και τον έλεγχο του εθνικού της μέλλοντος, για να παραμείνει στο ευρώ και την Ευρωζώνη; Και τι έπαθαν η Σουηδία και η Δανία που διατήρησαν το εθνικό τους νόμισμα; Τι έπαθε η Νορβηγία που δεν εντάχθηκε καθόλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Υπάρχει βεβαίως και το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, που δεν δέχθηκε να ενταχθεί στο ευρώ, παρά το γεγονός ότι είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Η αντιπολίτευση, όταν υψώνει τη φωνή για το ευρώ, την Ευρωζώνη και την Ευρώπη, πρέπει γι αυτό να λαμβάνει υπ’ όψιν τη σημερινή κατάσταση, τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της Ευρώπης. Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι το «ναι» ή το «όχι» στην Ευρώπη. Είναι το «ναι» ή το «όχι» σε μία συμφωνία που θα προσδιορίσει τη θέση και το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη. Αυτοί που απεργάζονται σχέδια για ενός είδους «βουλγαροποίηση» της Ελλάδας και υποβάθμισή της σε οιονεί αποικία με αφορμή το χρέος, θα πρέπει να πάρουν ηχηρή απάντηση.
Υπάρχει ακόμη καιρό για μία συμφωνία σε επίπεδο κορυφής. Η συμφωνία αυτή πρέπει να διανοίγει προοπτική για έξοδο από τη σημερινή κρίση, ανάπτυξη και απομείωση του εξωτερικού χρέους. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες πρέπει να αρθούν στο ύψος των ευθυνών τους. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει μία αδιέξοδη καταστροφική πολιτική. Θα κληθεί να πάρει αποφάσεις για το εθνικό της μέλλον και το ιστορικό πεπρωμένο της.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα» τεύχος 296
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Απόψεις πολυδιαστατες και ποικίλες, πολλές τολμηρές, άλλες έξυπνες. Το εθνικό ταμπού, το μεγαλο μάς μυστικό, δεν το θίγει, δεν το ακουμπά κανείς. Αυτές οι λεπτομέριες ,αυτά τα κοινά μυστικά, ίσως μας ενώνουν, σαν Έλληνες. Προς το χειρότερο νομίζω. Και πάλι θα αναφερθώ τον στρατό κατοχής,στην δικτατορία του κοινοβουλίου. Στους εκατοντάδες χιλιάδες πληρωμένους ψηφοφόρους των κομματιών της βουλής. Πού μάς τραβούν στον γκρεμό και την αφάνεια. Πάντα ήταν το σαράκι πού μάς ροκανιζε στην κακοδαιμονία μας, τον παρασιτισμό,την αφαίμαξη του ιδρώτα και τον κόπο των άλλων προς ίδιον όφελος. Και αυτήν την ντροπή,θα προσπαθήσουμε να την λύσουμε με άλλο τρόπο. Με τον τρόπο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ένας τρόπο πού εγκατέλειψαν, εφτυσαν ,όλα τα κράτη του πλανήτη. Ώς φασισμος πού στοιχίζει ανθρώπινες ζωές. Άδικα όμως τα λέμε ξανά και ξανά. Αφού δεν υπάρχουν κόμματα της δημοκρατίας. Και έτσι αύριο η χώρα, οι πολίτες, θα παραδοθούν στον ερυθρό φασισμό. Και ίσως είναι το σκαλοπάτι να γνωρίσουμε την αληθινή δημοκρατία. Αλλά πριν συμβεί αυτό θα υποφέρουμε. Αλληλούια.
ΑπάντησηΔιαγραφή