Μία ευχή μονάχα έχω… να σταθώ άξιος απέναντι στον Θεό μου
Ας μάθω πρώτα τ’ ακρογιάλι, κι έπειτα να ξανοιχτώ στο πέλαγο. Να βρω τη δύναμη να σηκωθώ από τη λάσπη, χωρίς βάρη στην ψυχή μου να πάω ψηλά, κι ήρεμος χωρίς ταραχή στο νου να μπορέσω να κοιτάξω πέρα από τον θολό ορίζοντα που τώρα έχω μπροστά μου.
Σαν μία σταγόνα νερού που ξεπήδησε μέσα από τη σχισμή ενός βράχου, που προχώρησε και χτυπήθηκε από τα βράχια, που στο πέρασμά της έδωσε ζωή, κι αφού έσκαψε βουνά και κύλησε μέσα σε πανέμορφους μαιάνδρους, τώρα, σαν ένα ήσυχο ποτάμι που κυλά για να ενωθεί με το απέραντο της θάλασσας, ένα μονάχα ελπίζω για την ζωή μου: πως ήμουνα χρήσιμος, έστω και σε έναν, πως άφησα πίσω μου κάτι καλό να με θυμίζει, πως πάλεψα με τους δαίμονές μου και κατάφερα να γλιτώσω την ψυχή μου…
Τι είναι τούτη η αντάρα που σηκώθηκε ολόγυρα, Θεέ μου;
Τι είναι ετούτα τα θηρία που είναι έτοιμα να με καταβροχθίσουν;
Τι είναι, άραγε εκείνη η φωνή που μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου με παρακινεί να μην εγκαταλείψω;
Πέρασε ο χρόνος, πέφτει η σκόνη και οι μαχητές όρθιοι στην αρένα απέναντι από τα λιοντάρια, αγέρωχοι κοιτάζουν και περιφρονούν τους ισχυρούς, τους δυνατούς όλου του κόσμου που τους κοιτάνε με απορία… και γελάνε με τον χάρο που τους γυροφέρνει, στήνουν χορό και καλούν τους άμαθους για να παλέψουν, να νικήσουν και να γραφτούνε τα ονόματά τους στ’ άστρα…
Δίπλα στο κύμα κάθομαι κι εκείνο γλύφει την γης και μου μιλάει… Μου λέει ιστορίες παλιές και σύγχρονες, μου σιγοτραγουδά τις νίκες των θαρραλέων και τις ντροπές των δειλών… Τα λόγια από το κύμα μπαίνουν στην ψυχή και την χαράζουν…
Κάνε με ικανό, Θεέ μου, να μάθω τ’ ακρογιάλι κι έπειτα να ξανοιχτώ στο πέλαγος…
Κάνε Θεέ μου το ταξίδι αυτό να μην είναι μάταιο…
Κάνε Θεέ μου σαν έρθει η ώρα της κρίσης της μεγάλης, να σταθώ όρθιος, να μην λυγίσω...
Θέλει πραγματικά μεγάλη ταπεινότητα η υπερηφάνεια...
Θέλει πραγματικά μεγάλη ταπεινότητα η υπερηφάνεια...
Σκύβω και πιάνω μια χούφτα γης…
Αυτής τη γης που θέλουνε να μου την πάρουν…
Αυτής της γης που μου δόθηκε για να την παραδώσω ολάκερη σε εκείνους που έρχονται μετά από εμένα…
Κάνω μιάν ευχή, στον Πλάστη μου, σηκώνομαι και μπαίνω στην αρένα…
Αυτόν τον χορό εγώ θα τονε σύρω… Κι ας είναι ο τελευταίος…
Βλέπω παλικάρια κι άντρες, αγέρωχους να γελάνε με τον θάνατο, να χορεύουνε με τους αγγέλους, να τους προσκυνούνε τ’ άστρα…
Πιάνομαι κι εγώ μαζί τους. Το γλέντι τώρα αρχίζει...
Δύο φωνές ακούγονται μέσα στο μυαλό να μου φωνάζουν…
«Πού πας; Δεν φοβάσαι;» ρωτά η μια…
Κι απαντάει η άλλη:
«Ο φόβος είναι για τους λογικούς, όχι για των Ελλήνων την ράτσα»…
Κωνσταντίνος Τερζής
Αυτές οι σκέψεις ήρθανε και πλημμυρίσαν το μυαλό μου… τις αφήνω σε εσάς. Γιατί; Δεν ξέρω… Ίσως επειδή μαζί χορεύουμε στα αλώνια της κόλασης που οι επιτήδειοι μας ρίξαν… Ίσως επειδή μαζί κοιτάμε από ψηλά, πέρα στον κρυμμένο ορίζοντα, να βρούμε τον δρόμο που μας κρύβουν… Ίσως επειδή γινόμαστε σιγά - σιγά αδέρφια μέσα από το κοινό μαρτύριο που ζούμε...
(γραμμένο σε μία γέφυρα της Βιέννης)
Μία παράφραση από γνωμικό του Ηράκλειτου
..ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ· καὶ ψυχαὶ δὲ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται...
Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά· κι απ' τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις
Έξοχο, Κωνσταντίνε, να είσαι καλά! Άξιος!
ΑπάντησηΔιαγραφή