Απoψεις

[Απόψεις][bleft]

Ελλαδα

[Ελλάδα][threecolumns]

Ευρωπη

[Ευρώπη][bsummary]

Κοσμος

[Κόσμος][grids]

Η "λογική επιλογή" της Τουρκίας, είναι ο πόλεμος

Μετά το τραγικό συμβάν στο Αιγαίο που οδήγησε στο θάνατο τον Έλληνα πιλότο Ηλιάκη, για μία ακόμη φορά γίναμε μάρτυρες της γνωστής «επίδειξης ισχύος» από ελληνικής πλευράς, που προκύπτει κάθε φορά μετά από εκδηλώσεις της τουρκικής επιθετικότητας και η οποία περιορίζεται στις απειλές για «μπλοκάρισμα» της ευρωπαϊκής πορείας της γείτονος.

Ταυτοχρόνως, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε, για μία ακόμη φορά, τις γνωστές στερεοτυπικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να φέρει την ειρήνη και σταθερότητα στο ελληνοτουρκικό σύστημα και την οποία προσπαθούν να σαμποτάρουν οι «κακοί» Τούρκοι Στρατηγοί. Αυτή η αντίληψη έχει εξελιχθεί σε εμμονή της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας (και όχι μόνο) και πάσχει από τα προβλήματα κάθε εμμονής, το κυριότερο των οποίων δεν είναι τίποτε άλλο από το ότι η πραγματικότητα δεν είναι τόσο πολύ απλή, ώστε να καθυποταχθεί σε μία τόσο μονοδιάστατη θεώρηση των πραγμάτων...

Η υπερβάλλουσα προσδοκία για την «εξημέρωση» της Τουρκίας, που υποτίθεται ότι θα προκύψει από την ευρωπαϊκή πορεία της γείτονος και η οποία γιγαντώθηκε μετά την έναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας για την είσοδό της στην Ε.Ε., θα πρέπει να θεωρηθεί ως η τελευταία έκφανση της αέναης και αφελούς πίστης που κατά καιρούς κάνει την εμφάνισή της στη χώρα μας και εκφράζεται ως διαφόρων μορφών και σχημάτων «ελληνοτουρκική φιλία». Κατά την άποψη του γράφοντος, η τελευταία εκδήλωση αυτής της αφελούς πίστης είναι η προσδοκία ότι η πορεία προς την Ευρώπη θα «εξημερώσει» την Τουρκία.

Η υποστήριξη από πλευράς της Ελλάδας της «ευρωπαϊκής πορείας» της Τουρκίας υπήρξε καθολική από όλο σχεδόν τον πολιτικό φάσμα (με τις εξαιρέσεις του Κομουνιστικού Κόμματος και του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού) και παρουσιάστηκε ως «εθνική στρατηγική».

Αφήνοντας προσωρινά κατά μέρος το ότι η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. αποτελεί ξεκάθαρη υπονόμευση της πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, άρα και προδοσία του ευρωπαϊκού μέλλοντος της χώρας μας, η πίστη ότι η εξέλιξη αυτή θα εξομαλύνει τις ελληνοτουρκικές τριβές και θα περιορίσει τον κίνδυνο πολέμου μεταξύ των δύο χωρών, ενδέχεται να μην είναι απλώς υπεραισιόδοξη, αλλά απολύτως άτοπη. Κατά την άποψη του γράφοντος, η περαιτέρω ενσωμάτωση, τυπική και άτυπη, της Τουρκίας στην Ε.Ε., όπως ήδη συνέβη με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όχι μόνο δεν περιορίζει, αλλά αντιθέτως αυξάνει τον κίνδυνο πολεμικής αναμέτρησης Ελλάδας και Τουρκίας! Η δήλωση αυτή δε βασίζεται σε κάποια φοβικά αντιτουρκικά αντανακλαστικά, αλλά στην ψυχρή μελέτη των δεδομένων στη σύγχρονη λειτουργία του πολέμου στο πλαίσιο των διακρατικών σχέσεων. Ούτε και οι απαισιόδοξες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες η στρατοκρατική (υπερ)ηγεσία της Άγκυρας ενδέχεται να επιδιώξει την εκδήλωση κάποιου θερμού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών, ώστε να σαμποτάρει την πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη, η οποία αντιβαίνει τα συμφέροντά της, εκφράζουν το πλήρες φάσμα των κινδύνων εκδήλωσης πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών, όσο προχωρεί η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, η αύξηση του βαθμού επικινδυνότητας του ελληνοτουρκικού συστήματος δεν αποτελεί έμμεσο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ισχύος στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά εγγενή συνέπεια της ευρωτουρκικής προσέγγισης αυτής καθ’ εαυτήν. Βέβαια, το γεγονός της ύπαρξης ισχυρών αντιευρωπαϊκών τάσεων στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας επιδεινώνει την κατάσταση αυτή ή μάλλον αποτελεί έναν ακόμη συγγενή παράγοντα αποσταθεροποίησης. Ωστόσο, ο κίνδυνος για την εκδήλωση ενός πολεμικού συμβάντος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα αύξανε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν η χώρα αυτή ήταν απολύτως δημοκρατική και ομοιογενής πολιτικώς (αλλά και γενικότερα).

«Ο πόλεμος συνέχεια της πολιτικής»...

Για να ξεκινήσουμε την υποστήριξη αυτής της (σίγουρα προκλητικής για την τρέχουσα αντίληψη) θέσης, θα πρέπει να εξετάσουμε σε πολύ γενικές γραμμές τη συνολικότερη αντίληψη περί πολέμου και το ρόλο του ως μέσο διαμόρφωσης του διεθνοπολιτικού γίγνεσθαι.

Κατ’ αρχάς, ο πρώτος παράγων, ο οποίος συσκοτίζει την ικανότητά μας να μελετήσουμε επαρκώς την πολεμική επικινδυνότητα στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού συστήματος σχέσεων, είναι οι στερεοτυπικές αντιλήψεις περί πολέμου, οι οποίες διαπερνούν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, τον πολιτικό κόσμο σε όλο του το φάσμα, την πανεπιστημιακή διανόηση, ακόμη και σημαντικό τμήμα των Ενόπλων Δυνάμεων.

Συγκεκριμένα, η κυριαρχούσα αντίληψη, όσον αφορά μία ελληνοτουρκική πολεμική αναμέτρηση, προέρχεται από την αναπαραγωγή των δεδομένων που ίσχυαν μέχρι το 1922! Μέχρι τότε, ο ανταγωνισμός των δύο χωρών ήταν είτε αυτόνομος, είτε στο πλαίσιο διαφορετικών συμμαχιών, στις οποίες συμμετείχαν. Εκείνη τη ρευστή ιστορική περίοδο, τη σημαδεμένη από τους μεγάλους ευρωπαϊκούς πολέμους και τις βίαιες αλλαγές στα σύνορα και την υπόσταση των κρατών, ο κίνδυνος πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ χωρών αύξανε σε περιπτώσεις μεμονωμένων εχθρικών κρατών, όπως αυτήν της Ελλάδας και Τουρκίας.

Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Η δημιουργία των δύο μεγάλων γεωπολιτικών μπλοκ, που μοιράστηκαν τον κόσμο, και η «ψυχρή ειρήνη» μεταξύ τους κατέστησαν αδύνατη την εκδήλωση μεμονωμένων πολεμικών επεισοδίων μεταξύ χωρών που ανήκαν σε διαφορετικούς σχηματισμούς, εξαιτίας του ότι οι συγκρούσεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνη όμως την περίοδο, η Ελλάδα και η Τουρκία τέθηκαν και οι δύο μέσα στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, δημιουργώντας έτσι και ένα «θύλακα ασφάλειας» για τη διαιώνιση της αντιπαλότητάς τους και την εκδήλωση πολεμικών ενεργειών μεταξύ τους, χωρίς τον κίνδυνο της συνολικότερης ανάφλεξης.

Αποτελεί απλή παραδοχή της πραγματικότητας η διαπίστωση ότι το ελληνοτουρκικό σύστημα θα είχε καταστεί απολύτως σταθερό, τουλάχιστον από το 1945 μέχρι το 1991, αν η Ελλάδα ήταν μέρος του ΝΑΤΟ και γενικότερα της Δύσης και η Τουρκία είχε τεθεί υπό τη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Σε αυτήν την περίπτωση, φυσικά, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο δε θα είχε συμβεί ποτέ, ούτε και θα υπήρχε συνολικότερο Κυπριακό πρόβλημα, ενώ οι «διαφορές» στο Αιγαίο θα είχαν λυθεί μέσω των μηχανισμών του διεθνούς δικαίου. Κατά συνέπεια, αποτελεί εκδήλωση ξεροκεφαλιάς η εμμονή στην αντίληψη ότι η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ περιορίζει τους κινδύνους πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κατ’ αντιστοιχία, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με την ευρωτουρκική προσέγγιση. Συγκεκριμένα, αν προχωρούσε η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και οδηγούμασταν σε μία πραγματική πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ ταυτοχρόνως η Τουρκία έμενε εκτός Ευρώπης, τόσο θα σταθεροποιούταν το ελληνοτουρκικό σύστημα. Η Τουρκία θα είχε να αντιμετωπίσει (αν όχι στρατιωτικά, τουλάχιστον πολιτικά) την Ευρώπη και οι πολεμικές επιλογές για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα περιορίζονταν. Αντιθέτως, σήμερα, οι δύο χώρες κατάφεραν με την ενσωμάτωσή τους στην Ευρώπη να διαιωνίσουν το θύλακα ασφαλείας μέσα στους θεσμούς του δυτικού κόσμου και, κατά συνέπεια, η πιθανότητα εκδήλωσης ενός πολεμικού επεισοδίου παραμένει μία «λογική επιλογή» και όχι ένα αδιανόητο ενδεχόμενο. Αντίθετα λοιπόν με τη λαϊκή αντίληψη, η οποία τείνει να κυριαρχήσει σε όλα τα επίπεδα διεθνολογικής ανάλυσης και λήψης αποφάσεων στη χώρα μας, ότι «όσο πιο κοντά ερχόμαστε, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος πολέμου», η πραγματικότητα είναι, από την ίδια τη φύση των πραγμάτων, ακριβώς η αντίθετη, με κριτήριο τις βασικές αρχές των διεθνών σχέσεων. Όταν υπάρχει μία επιμέρους αντιπαράθεση δύο μερών, όσο τα δύο αυτά μέρη απομακρύνονται και το ένα τίθεται εντός και το άλλο εκτός του πλαισίου ενός ευρύτερου πολιτικού σχηματισμού, τόσο οι πιθανότητες εκδήλωσης πολεμικού επεισοδίου μεταξύ τους μειώνονται. Αντιθέτως, οι πιθανότητες αυξάνονται ή έστω παραμένουν οι ίδιες, όταν τα δύο αυτά μέρη ενσωματώνονται στο πλαίσιο του ίδιου σχηματισμού, με αποτέλεσμα να διατηρούν τη διαμάχη τους «καθαρή» από εξωτερικές παρεμβάσεις.

Περίπτωση σύγκρουσης

Η επικίνδυνη αυτή κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο προβληματική, δεδομένης της ιδιόρρυθμης φύσης της πολεμικής αντιπαράθεσης, η οποία ενδέχεται να προκύψει σε περίπτωση σύγκρουσης Ελλάδας-Τουρκίας. Συγκεκριμένα, στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης δεν αναμένεται να εκδηλωθεί κάποιος ανεξέλεγκτος ολοκληρωτικός πόλεμος, ο οποίος θα μπορούσε να ξεφύγει από κάθε περιοριστικό πλαίσιο και να εξελιχθεί σε μία αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία, χωρίς λογικό σκοπό, όπως συνέβη στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, αλλά μία περιορισμένη, μικρής διάρκειας, ελεγχόμενη αντιπαράθεση. Αυτό συμβαίνει, γιατί η συμμετοχή και της Ελλάδας και της Τουρκίας στον ίδιο γεωπολιτικό σχηματισμό και στους ίδιους μηχανισμούς ασφαλείας εξασφαλίζει και στις δύο χώρες την πολυτέλεια ότι, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα πολεμικής αντιπαράθεσης, θα επέμβουν ισχυρότερες δυνάμεις και θα σταματήσουν τη σύγκρουσή τους. «Και αυτό είναι κάτι κακό;», μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Από μόνο του, φυσικά όχι. Όμως, η (περίπου...) βεβαιότητα ότι η όποια πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών θα κρατηθεί σε λογικά πλαίσια καθιστά την ίδια την πολεμική αναμέτρηση μία εξετάσιμη λογική επιλογή, σε περίπτωση που προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες και όχι μία πλήρως ανεπιθύμητη κατάσταση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών είναι μία λογική επιλογή για την επίλυση πολιτικών διαφορών και όχι ένα τραγικό ατύχημα, που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, επιτρέποντας έτσι τη δικαίωση της διάσημης ρήσης του Κλαούζεβιτς ότι «ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και όχι εκδήλωση του «ενστίκτου του θανάτου» (thanatos), όπως είχε υποστηρίξει ο Φρόιντ.

Επίσης, θα πρέπει να έχουμε υπ’όψιν μας ότι αυτός ο ελεγχόμενος πόλεμος βολεύει εξαιρετικά τις τουρκικές πολιτικές ιδιαιτερότητες, δεδομένου ότι η εύθραυστη τουρκική πολιτική, κοινωνική και εθνοτική δομή δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε μία παρατεταμένη πολεμική αντιπαράθεση, χωρίς να θέσει την ίδια της την υπόσταση σε κίνδυνο. Κατά συνέπεια, η ένταξη της Τουρκίας στους ίδιους γεωπολιτικούς σχηματισμούς και μηχανισμούς ασφαλείας με την Ελλάδα και η συνεπακόλουθη βεβαιότητα ότι τυχόν πολεμική αναμέτρηση με την Ελλάδα θα κρατηθεί σε λογικά πλαίσια και θα σταματήσει γρήγορα, χάρη στη βέβαιη παρέμβαση ισχυρών διεθνών δυνάμεων, αυξάνει την επικινδυνότητα ξεσπάσματος μίας πολεμικής αναμέτρησης, ακριβώς γιατί καθιστά την αναμέτρηση αυτή λιγότερο επικίνδυνη για την Τουρκία.

Θα πρέπει πάντως να έχουμε υπ’όψιν μας ότι τυχόν μικρής διάρκειας και ελεγχόμενη πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των δύο χωρών δε σημαίνει ότι θα είναι και περιορισμένης καταστρεπτικότητας. Η εξέλιξη στην τεχνολογία και τη μεθοδολογία του πολέμου έχει επιταχύνει σημαντικά την πολεμική διαδικασία, με αποτέλεσμα εξελίξεις οι οποίες στο παρελθόν χρειάζονταν εβδομάδες ή και μήνες για να ολοκληρωθούν σήμερα τελειώνουν μέσα σε ώρες. Ακόμη και ένας πόλεμος 48 ωρών μπορεί να προκαλέσει μεγάλες καταστροφές και να ανατρέψει δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα στην περιοχή μας.

Κάτι άλλο που θα πρέπει να έχουμε υπ’όψιν μας, όταν εξετάζουμε το ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης, είναι ότι η έναρξη των διαπραγματευτικών διαπραγματεύσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία καθιστά ακόμη περισσότερο ασαφές, ασχηματοποίητο και απροσδιόριστο το πολιτικό σκηνικό τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στο ελληνοτουρκικό σύστημα σχέσεων και από μία ασαφή, απροσδιόριστη και αόριστη κατάσταση μπορεί να ξεπηδήσει το οτιδήποτε, ακόμη και πολεμική σύγκρουση. Αποτελεί φυσικό νόμο το ότι η αύξηση της πολυπλοκότητας σε ένα σύστημα, όπως συμβαίνει τώρα με την «ευρωπαϊκή Τουρκία», αυξάνει τους κινδύνους αποσταθεροποίησης και δεν τους μειώνει, όπως πιστεύουν οι θιασώτες της ελληνοτουρκικής φιλίας.

Δε θα μπούμε στον κόπο να επιχειρηματολογήσουμε για την αυξημένη πιθανότητα να επιχειρήσει κάποια από τις δυνάμεις που ανταγωνίζονται στο εσωτερικό της Τουρκίας για τη νομή της εξουσίας να επιδιώξει την έκρηξη μίας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, για να φρενάρει τη διαδικασία προσέγγισης με την Ευρώπη. Και δε θα το πράξουμε, γιατί θεωρούμε ότι η προσέγγιση αυτή κρύβει από τα μάτια μας έναν πολύ πιο σημαντικό δυνητικό παράγοντα αποσταθεροποίησης του ελληνοτουρκικού συστήματος ισορροπιών.

Η κατάσταση που προκύπτει, μετά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ουσιαστικά αυξάνει τα περιθώρια πολεμικής αντιπαράθεσης, για τον απλούστατο λόγο ότι η επιλογή του πολέμου (αν ασκηθεί σε ένα συγκεκριμένο παράθυρο ευκαιρίας) μπορεί να λειτουργήσει ως διαπραγματευτικό μέσο για την προώθηση της πορείας της Τουρκίας στην Ευρώπη, αν η διαδικασία βαλτώσει κάποια στιγμή!

Συγκεκριμένα, στο παρελθόν, όσο η Τουρκία και η Ελλάδα είχαν να ανταγωνιστούν για δικά τους θέματα και μόνο, τα οφέλη που είχε να αποκτήσει η Τουρκία από έναν τυχόν πόλεμο με την Ελλάδα ήταν σχετικά περιορισμένα, ενώ αντιθέτως οι συνέπειες θα ήταν σημαντικές. Για παράδειγμα, έστω ότι κατάφερνε να επικρατήσει σε μία πολεμική αντιπαράθεση και κατελάμβανε ένα ελληνικό νησί. Παρόμοια εξέλιξη όμως, ελάχιστα πράγματα θα της προσέδιδε, πέραν από μία προσθήκη γοήτρου, ενώ οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας μπορεί να ήταν σημαντικές. Αντιθέτως, σήμερα και κυρίως αύριο, η κατάληψη του ίδιου νησιού μπορεί να αποτελέσει ένα διαπραγματευτικό εργαλείο που θα της επιτρέψει να πιέσει την Ελλάδα ή και την ίδια την Ευρώπη να «λογικευτούν» και να υποκύψουν σε τυχόν πιέσεις της Άγκυρας, σε περίπτωση που οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Ή μήπως είναι κανείς τόσο αφελής που να πιστεύει ότι σε παρόμοια περίπτωση η Ευρώπη, αλλά ακόμη και η Ελλάδα θα διώξουν δια παντός την Τουρκία από την Ε.Ε; Αντιθέτως, πρώτη η Ελλάδα (και λογικά...) θα φροντίσει να πιέσει την Ευρώπη να δεχθεί τις απόψεις της Τουρκίας, ώστε να πάρει πίσω τα χαμένα της εδάφη. Παρόμοια στρατηγική μάλιστα θα έχει μάλλον και την καθολική αποδοχή του ελληνικού λαού και σίγουρα θα προβληθεί και ως μεγάλη εθνική επιτυχία από την κυβέρνηση εκείνου του καιρού! Με απλά λόγια, η άσκηση επιθετικής πολιτικής από πλευράς της Τουρκίας και στη συνέχεια η «εκλογίκευσή» και η «εξημέρωσή» της είναι πιθανόν να αποτελέσουν εξαιρετικά «λογική», «σώφρονα» και «θετική» στρατηγική, για να μπορέσει να «πείσει» τους Ευρωπαίους για τις καλές της προθέσεις και για το ότι «κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση», έτσι ώστε να γίνει δεκτή στην ευρωπαϊκή οικογένεια...

Θα επανέλθουμε στην κλασική ρήση του Κλαούζεβιτς ότι «ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», ένα εργαλείο άσκησης πολιτικής. Άρα, ο πόλεμος είναι διαπραγματευτικό όπλο και, όταν προκύπτουν διαπραγματεύσεις, είναι καλύτερο να έχεις στα χέρια σου μία πολεμική νίκη από το να μην έχεις τίποτε.

Έτσι λοιπόν, αντίθετα με τις αντιλήψεις ότι μετά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων η Τουρκία θα μεταβληθεί σε «καλό παιδί», γιατί θα φοβάται την Ευρώπη, η διαδικασία προσέγγισης με την Ευρώπη αυξάνει την ποικιλία των μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από πλευράς της γείτονος χώρας, για να επιτύχει το ευρωπαϊκό της όραμα, μέσα στα οποία περιλαμβάνεται και η πολεμική διαδικασία. Αντί δηλαδή η Τουρκία να φοβάται μήπως σταματήσει η διαδικασία διαπραγματεύσεων με την Ευρώπη, σε περίπτωση που συνεχίσει τις προκλήσεις έναντι της Ελλάδας, όπως είναι η κυριαρχούσα άποψη, μπορεί να προτάξει την απειλή της πολεμικής δράσης, έτσι ώστε να εκφοβίσει την Ελλάδα και την Ευρώπη να μην προβάλουν εμπόδια όσον αφορά στην ευόδωση της ευρωπαϊκής πορείας της. Επίσης, αν δει ότι η διαδικασία σταματάει, μπορεί να προβεί σε μία «δυναμική ενέργεια», ώστε να εκφοβίσει την Ευρώπη και να αποκτήσει διαπραγματευτικά ατού, τα οποία στη συνέχεια θα «θυσιάσει», έτσι ώστε να προκύψει ένας «συμβιβασμός» και να ξεπεράσει τις όποιες αντιδράσεις, προχωρώντας προς την καρδιά της Ευρώπης. Αν σταματήσει για οποιονδήποτε λόγο η διαπραγματευτική διαδικασία, ιδιαίτερα δε αν αυτό συμβεί εξαιτίας της αντίδρασης της Ελλάδας, τότε τι πιο λογικό για την Τουρκία (αν όλες οι άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει) να προσπαθήσει να την ξεμπλοκάρει με δυναμικό τρόπο;

Ένα ηχηρό «όχι»

Έστω όμως ότι όλα τα παραπάνω είναι ανοησίες και πράγματι η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη τη μετατρέψει σε έναν ειρηνικό γείτονα. Αυτό θα σημαίνει άραγε ότι θα έχουν καλυφθεί τα μακροπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας; Η απάντηση μας στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι ένα βροντερό όχι. Στην πραγματικότητα, σε παρόμοια περίπτωση θα έχει επέλθει μία μεγάλη εθνική καταστροφή, άτυπη μεν, αλλά από τις μεγαλύτερες που έχει υποστεί αυτός ο τόπος. Και αυτό, γιατί σε παρόμοια περίπτωση, δηλαδή σε περίπτωση εισόδου της Τουρκίας στην Ε.Ε., η Ενωμένη Ευρώπη του μέλλοντος, η πραγματική Ευρώπη, η Ευρώπη που ονειρευόμαστε, απλά δε θα υπάρξει. Αλήθεια, όλοι αυτοί που υποστηρίζουν με έμφαση την «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας έχουν άραγε καταλάβει ότι η στρατηγική αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από άρνηση γεωπολιτικής υπόστασης της χώρας μας; Όταν εξετάζουμε το μέλλον της Ευρώπης με γνώμονα το πώς θα ηρεμήσουμε καλύτερα την Τουρκία, τότε απλά δεν έχουμε ευρωπαϊκή και συνολικότερη γεωπολιτική υπόσταση. Δεν υπάρχουμε, είμαστε ένα φάντασμα. Διευκολύνοντας την Τουρκία να εισέλθει στην Ευρώπη, ώστε να τη μετατρέψει σε έναν ειρηνικό γείτονα, η Ελλάδα θυσιάζει την ευρωπαϊκή της υπόσταση, το ευρωπαϊκό της μέλλον, την ευρωπαϊκή της στρατηγική. Αυτό είναι άραγε που ονειρευόμαστε για τη χώρα μας; Αλήθεια, αυτό είναι που επιδιώκουν οι ιθύνοντες της εξωτερικής μας πολιτικής; Να δυναμιτίσουν την ευρωπαϊκή προοπτική της ...Ευρώπης, για να ενισχύσουν την «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας;

Υποταγμένη στην Τουρκία

Με άλλα λόγια, σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι υποταγμένη στην Τουρκία! Τόσο απλά. Και με αυτόν το βαρύ χαρακτηρισμό δεν εννοούμε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το ότι η εξωτερική μας πολιτική περιστρέφεται γύρω από αυτό το θέμα, αδιαφορώντας για υπόλοιπα. Όμως, οι μεγάλες προκλήσεις για το μέλλον του τόπου δεν εντοπίζονται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά στην πορεία της χώρας μας στην Ευρώπη. Και αυτό το μέλλον σήμερα το θυσιάζουμε στο βωμό της διατήρησης μίας αμφίβολης σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε ακόλουθο κεφάλαιο, θα αναλυθεί εκτενέστερα το θέμα των ευρωτουρκικών σχέσεων και ο υπονομευτικός ρόλος που παίζει η Τουρκία σε αυτήν την προσπάθεια. Εδώ θα περιοριστούμε να πούμε ότι η Ελλάδα, για να αποκτήσει γεωπολιτική υπόσταση και να μπορέσει να ασκήσει πραγματική εξωτερική πολιτική, χωρίς τον τουρκικό βρόγχο, θα πρέπει να αποδεσμεύσει την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων από την ευρωπαϊκή της στρατηγική και, για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να αποκτήσει μία στρατιωτική δύναμη επαρκούς ισχύος που δε θα επιτρέπει στην Άγκυρα να ασκεί άμεσους ή έμμεσους εκβιασμούς στη χώρα μας.

Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι το πλεόνασμα στρατιωτικής ισχύος από μόνο του δεν αρκεί να εξασφαλίσει την ειρήνη, αλλά θα πρέπει να είναι ενταγμένο σε ένα ξεκάθαρο, γνωστοποιημένο και στον αντίπαλο, αποτρεπτικό δόγμα, το οποίο σε καιρό πολέμου θα στοχεύει στην επίτευξη συντριπτικού πλήγματος ενάντια στο γόητρο της τουρκικής πολεμικής μηχανής και κατ’ επέκταση και στο γόητρο του τουρκικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου, κάτι που θα έσειε το κεμαλικό οικοδόμημα εκ θεμελίων. Θεωρούμε ότι το γόητρο του τουρκικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου αποτελεί το βασικό στρατηγικό στόχο που μπορεί να προσβάλει η ελληνική πολεμική μηχανή και όλη μας η στρατηγική πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στο δεδομένο αυτό. Αναφερθήκαμε πιο πάνω σε «προκλητική» τουρκική συμπεριφορά και καυτηριάσαμε την άποψη ότι η ευρωτουρκική προσέγγιση θα μεταβάλει την Τουρκία σε «καλό παιδί». Όμως, θα πρέπει να έχουμε υπ’όψιν μας ότι αυτές είναι ελληνικές στερεοτυπικές αντιλήψεις, οι οποίες πηγάζουν από την πίστη ότι «εμείς έχουμε το δίκιο και οι άλλοι το άδικο». Σε ένα επιστημονικό κείμενο όμως, παρόμοιες αντιλήψεις δεν έχουν θέση. Η Τουρκία δεν είναι «προκλητική». Απλώς, πιέζει για την προώθηση των θέσεων και των αντιλήψεών της για τα κρατικά της συμφέροντα και σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνει τις αντιλήψεις της αυτές με γνώμονα το γεωπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί. Η πιθανότητα να προκύψει ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπάρχει όχι γιατί η Τουρκία είναι «κακή» και «επιθετική», αλλά απλούστατα γιατί υπάρχουν κάποιες ελληνοτουρκικές διαφορές που μπορεί κάποια στιγμή να οδηγήσουν σε «δυναμική λύση». Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται, γιατί η συμμετοχή των δύο χωρών στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου, η πρόσφατη προσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρώπη (η οποία αδρανοποίησε εν πολλοίς το μόνο σοβαρό αποτρεπτικό όπλο της Ελλάδας, την ευρωπαϊκή υποστήριξη ενάντια σε μία χώρα εκτός Ευρώπης), καθώς και η εξασφαλισμένη εξωτερική παρέμβαση, η οποία θα διατηρήσει την τυχόν σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε λογικά πλαίσια, καθιστούν την επιλογή της δυναμικής λύσης εξαιρετικά πιθανή, σε περίπτωση που υπάρξουν ώριμες συνθήκες και ένα παράθυρο ευκαιρίας.

Γεωπολιτική βόμβα

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η ύπαρξη μίας πληθώρας ελληνικών νησιών πολύ κοντά στις μικρασιατικές ακτές δημιουργεί μία γεωπολιτική βόμβα, η οποία επιδεινώνει την κατάσταση που περιγράψαμε πιο πάνω. Αν δηλαδή όντως ίσχυαν καθ’ ολοκληρίαν όσα αναφέραμε πιο πάνω, αλλά από την άλλη τα γεωγραφικά δεδομένα στο σύστημα των δύο χωρών καθιστούσαν δύσκολη την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου και απτού νικηφόρου αποτελέσματος από πλευράς της Τουρκίας, σε πολεμική αντιπαράθεση περιορισμένης χρονικής διάρκειας, τότε ο κίνδυνος θα περιοριζόταν. Όμως, η ύπαρξη των ελληνικών νησιών, κάθε ένα εκ των οποίων αποτελεί ένα γεωπολιτικό έπαθλο, μέσα στην «αγκαλιά» του τουρκικού στρατού, καθιστά πολύ ελκυστική την επιλογή ενός κεραυνοβόλου πολέμου, αν οι άλλες συνθήκες είναι ώριμες. Μία σύγχρονη, δικτυοκεντρική, τουρκική πολεμική δύναμη (η οποία, όπως θα περιγράψουμε πιο κάτω, βρίσκεται σήμερα υπό δημιουργία) θα είναι σε θέση μέσα σε μέρες, αν όχι σε ώρες, να καταλάβει ένα μικρό, μέσο ή ακόμη και μείζον ελληνικό νησί και να αποκτήσει έναν γεωπολιτικό άσο, τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια με όποιον τρόπο κρίνει σκόπιμο στο ευρωπαϊκό πόκερ. Είτε να τον ανταλλάξει με την άρση κάποιου εμποδίου για την πορεία της προς την Ευρώπη, είτε κάπως αλλιώς.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι σε περίπτωση που η παραπάνω υπόθεση ισχύει και η Τουρκία επιλέξει την πολεμική δράση, έτσι ώστε να αποκτήσει ένα διαπραγματευτικό ατού, τότε είναι πιθανόν να μη χρειάζεται καν η κατάληψη κάποιου μικρού ή μεγαλύτερου νησιού ή οποιουδήποτε άλλου ελληνικού εδάφους, αλλά απλώς και μόνο μία νίκη γοήτρου ή ακόμη ούτε καν μία νίκη, αλλά απλά και μόνο μία «δράση γοήτρου». Σε παρόμοια περίπτωση, οποιαδήποτε πολεμική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως αν έχει «νικηφόρο» ή όχι αποτέλεσμα για την τουρκική πλευρά, ενδέχεται να ικανοποιεί τη στρατηγική της Άγκυρας. Άρα, παρόμοια εξέλιξη ενδέχεται να αδρανοποιεί, τουλάχιστον εν μέρει, τις κλασικές μεθόδους στρατιωτικής αποτροπής.

Κατά συνέπεια, με βάση όλα τα παραπάνω, η προσέγγιση της Ευρώπης με την Τουρκία όχι μόνο δεν προωθεί την ειρήνη στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης, αλλά αντιθέτως την υπονομεύει. Η ειρήνη θα προωθούνταν, αν προχωρούσε η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δημιουργούνταν μία πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη, από την οποία η Τουρκία θα βρισκόταν κλειδωμένη έξω. Τότε, πράγματι, η Τουρκία θα είχε πρόβλημα να ασκήσει πολεμική δράση εναντίον της Ελλάδας, γιατί θα είχε να αντιμετωπίσει όλη την Ευρώπη, αν και όχι τα ευρωπαϊκά στρατεύματα, όπως πιστεύουν κάποιοι αθεράπευτα αισιόδοξοι (πιθανώς δε οι ίδιοι που πιστεύουν στη νομοτελειακή εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων διαμέσου της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας...). Η προσέγγιση όμως Ευρώπης και Τουρκίας αδρανοποιεί τη δυνατότητα αυτήν, αφενός μεν, γιατί απομακρύνει χρονικά, αν δεν καταστρέφει ολοκληρωτικά, το ενδεχόμενο δημιουργίας μίας πραγματικά Ενωμένης Ευρώπης, αφετέρου δε, γιατί θέτει την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση μέσα σε έναν προστατευτικό θύλακα.

Έτσι λοιπόν, το ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης καθίσταται σταδιακώς ολοένα και πιο πολύπλοκο και απρόβλεπτο, σε σχέση με το παρελθόν και αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο.

Γράψτε τα δικά σας σχόλια
  • Blogger Σχόλια για χρήση στο Blogger
  • Facebook Σχόλια για χρήση στο Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...



Ελληνοτουρκικα

[Ελληνοτουρκικά][bleft]

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

[Γεωπολιτική][grids]

διαφορα

[διάφορα][bsummary]

ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

[μυστικές υπηρεσίες][bleft]