Ισλαμιστικές vs Μετριοπαθείς Πολιτικές ∆υνάμεις στη Λιβύη: Η επόμενη ημέρα και η στάση του ∆ιεθνούς Παράγοντα
- Της Αντωνίας ∆ήµου*
Σε αυτό το πλαίσιο εκτιµάται ότι εντάσσεται και η διεθνής διάσκεψη για την κατάσταση στη Λιβύη που είναι προγραµµατισµένη να διεξαχθεί στο Λονδίνο στις 29 Μαρτίου 2010 µε κεντρικά ζητήµατα στην ατζέντα των συνοµιλιών την επιβολή της διεθνούς νοµιµότητας, τον τερµατισµό της βίας και την εξεύρεση πολιτικής λύσης που θα επιτρέψει την έξοδο από την κρίση.
Η παρούσα εσωτερική χαοτική κατάσταση στη Λιβύη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου τόσο στα µέλη του διεθνούς συνασπισµού όσο και σε γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος όσον αφορά στη δυναµική επανεµφάνιση και δραστηριοποίηση εντός της χώρας ισλαµιστικών οργανώσεων που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέµου µε προεξέχουσες την οργάνωση αλ-Κάιντα, και του περιφερειακού της βραχίονα την αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ (AQIM). Συγκεκριµένα, η όποια χρονική επιµήκυνση της εσωτερικής αστάθειας στη Λιβύη εκτιµάται ότι είναι σε θέση να ευνοήσει την άκρα ανάπτυξη του ισλαµικού φονταµενταλισµού και της τροµοκρατίας αναδεικνύοντας στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας ισλαµιστικές δυνάµεις οι οποίες κατ’ ελάχιστον αντιστρατεύονται την περιφερειακή σταθερότητα.
Η αβεβαιότητα για την επόµενη ηµέρα στη Λιβύη έχει πυροδοτήσει τη διεξαγωγή διαλόγου και παρασκηνιακών µεσολαβητικών διεργασιών από τις συµµαχικές χώρες για την εξεύρεση πολιτικής λύσης η οποία φαίνεται να περιλαµβάνει την προσωρινή κυβέρνηση της Βεγγάζης, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται – στην παρούσα τουλάχιστον φάση – η διατήρηση και όχι η αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος ως εγγυητή σε συνεργασία µε την προσωρινή κυβέρνηση, εκείνων των πολιτικών διαδικασιών που αναµένεται να οδηγήσουν στο όποιο νέο σύστηµα διακυβέρνησης.
1. Ισλαµιστική ∆ράση στη Λιβύη – Οι Βασικοί ∆ρώντες
Η ισλαµιστική απειλή στην Λιβύη είναι περισσότερο ορατή από ποτέ. Η οργάνωση αλ-Κάιντα έχει µακροχρόνια στρατηγικά συµφέροντα στη Λιβύη και επιδιώκει την κεφαλαιοποίηση των εξεγέρσεων στη Βόρεια Αφρική προκειµένου να εξυπηρετήσει ειδικότερα συµφέροντά της, ενώ αποσκοπεί στην θρησκευτική εκµετάλλευση της διεθνούς αεροπορικής επέµβασης ώστε να συσπειρώσει τους πολίτες της Λιβύης ενάντια στη ∆ύση.
Γεγονός είναι, ότι ο βασικός στρατηγικός σχεδιαστής της αλ-Κάιντα Αϊµαν αλ-Ζαουάχρι παραδοσιακά εκλαµβάνει την δηµιουργία µίας ενεργούς πτέρυγας της οργάνωσης στην Λιβύη ως βασικό πυλώνα της διαµορφούµενης περιφερειακής στρατηγικής της αλ-Κάιντα. Συγκεκριµένα, ο Ζαουάχρι ∆ΕΝ θεωρεί την Λιβύη ως τον «τελικό προορισµό» άσκησης επιρροής και ανάληψης δράσης της αλ-Κάιντα, αλλά ως µία «ασφαλή» περιοχή την οποία η οργάνωση θα χρησιµοποιήσει για να επεκταθεί σε γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος και η Αλγερία, οι οποίες διαθέτουν µεγάλους πληθυσµούς. Με διαφορετική διατύπωση, ο Ζαουάχρι εκλαµβάνει την Λιβύη ως την πιθανή «πίσω πόρτα» µέσω της οποίας η αλ-Κάιντα είναι σε θέση να διεισδύσει στην Αίγυπτο, η οποία αποτελεί ηγέτιδα χώρα στον αραβικό κόσµο. Αξιοσηµείωτο είναι ότι οι µηχανισµοί ασφάλειας και ελέγχου του καθεστώτος Καντάφι είχαν κατορθώσει να αποτρέψουν την εδραίωση της παρουσίας της αλ-Κάιντα στην χώρα.
Η αλ-Κάιντα συνεργάστηκε ενεργά καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000 µε την αποκαλούµενη σε ελεύθερη µετάφραση Ισλαµική Λιβυκή Στρατιωτική Οργάνωση (LIFG: Libyan Islamic Fighting Group) και τερµατίστηκε η όποια συνεργασία όταν η τελευταία προσήλθε σε διάλογο µε το καθεστώς του Καντάφι στοχεύοντας στην εθνική συµφιλίωση. Στο πλαίσιο της αγαστής συνεργασίας αµφοτέρων εντάσσεται η προαγωγή του Αµπου Γιάχια αλ-Λίµπι πρώην ανώτατου µέλους της LIFG στην ιεραρχία της αλ-Κάιντα.
Η διεθνής αεροπορική εκστρατεία σε βάρος της Λιβύης εκτιµάται ότι δίδει τη χρυσή ευκαιρία στην οργάνωση προκειµένου αυτή να επανακάµψει στο εσωτερικό πολιτικό και ισλαµικό τοπίο της χώρας. ∆εν είναι καθόλου τυχαίο ότι τις τελευταίες εβδοµάδες, η αλ-Κάιντα εξέδωσε σειρά ανακοινώσεων για τα γεγονότα στη Λιβύη όπως αυτή του Λίβυου ανώτατου µέλους της αλ-Κάιντα από το 1989, του σεΐχη Ατιγιατουλάχ, ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή µεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν και ο οποίος µε µία εκτενή ανακοίνωση στις 16 Φεβρουαρίου 2011, επιχείρησε να θέσει τις πρόσφατες εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική υπό την αιγίδα της αλ-Κάιντα. Συγκεκριµένα, η ανακοίνωση χαρακτήρισε τις εξεγέρσεις ως «ξεκάθαρο σηµείο καµπής στην ιστορία της περιοχής» αποκηρύσσοντας τις παλαιές κυβερνήσεις ως απολυταρχικές και αστυνοµοκρατούµενες, ενώ περιέγραψε τον Καντάφι ως «τρελό είδωλο».
Η αλ-Κάιντα µάλιστα επιχειρηµατολογεί, ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη και οι διεθνείς αεροπορικές επιδροµές αποτελούν τµήµα µίας ευρύτερης συνωµοσίας της ∆ύσης σε βάρος του Ισλάµ, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να επιτίθεται στον Καντάφι ως «αντι-ισλαµικό τύραννο». Σε αυτή τη βάση, η οργάνωση εκτιµάται ότι επιχειρεί να εµφανισθεί ως η µοναδική βιώσιµη επιλογή για τους Λίβυους οι οποίοι αφενός αντιτίθενται στην εκκοσµικευµένη δικτατορία του Καντάφι και αφετέρου δεν επιθυµούν την κατάληψη της Λιβύης από τη ∆ύση. Καθίσταται προφανές ότι η Λιβύη είναι σηµαντική για την αλ-Κάιντα τόσο ως εργαλείο στρατολόγησης όσο και ως ευκαιρία για τη δηµιουργία µίας νέας περιφερειακής βάσης η οποία δυνητικά θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο για τη διείσδυση της οργάνωσης στην Αίγυπτο και την Αλγερία.
Η εν πολλοίς παρελθούσα αποτυχία της αλ-Κάιντα να δραστηριοποιηθεί άµεσα στη Λιβύη ώθησε την οργάνωση το 2005 να οικοδοµήσει την οργάνωση «αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ» (AQIM) ως περιφερειακό της βραχίονα. Αν και αρχικά η AQIM ηγήθηκε από Αλγερινούς, σταδιακά συµπεριέλαβε σηµαντικό αριθµό Λίβυων, ο οποίος ανέρχεται περί τους 40, σε ηγετικές θέσεις. Η βασική στρατηγική της AQIM παραδοσιακά εστιάζει στη διεξαγωγή επιχειρήσεων εντός λιβυκού εδάφους υπό την προϋπόθεση ότι το καθεστώς Καντάφι επιδεικνύει σηµάδια αδυναµίας. Οι αναταραχές στη γειτονική Τυνησία τον ∆εκέµβριο 2010 προσέφεραν το έναυσµα για την επαναδραστηριοποίηση και δυναµική επανεµφάνιση της AQIM στη Λιβύη. Στις αρχές Ιανουαρίου 2011, δύο Λίβυοι µέλη της AQIM, εισήλθαν στη Λιβύη από το Βόρειο Μαλί και ταξίδεψαν µέσω της Νότιας Αλγερίας στη Λιβύη και συγκεκριµένα στην νοτιοδυτική πόλη Γατ της λιβυκής ερήµου, όπου και ενεπλάκησαν σε εχθροπραξίες µε τις τοπικές λιβυκές δυνάµεις ασφαλείας, σκοτώνοντας έναν αστυνοµικό. Αυτή είναι η πρώτη καταγεγραµµένη ένοπλη επιχείρηση της AQIM στη Λιβύη, όπως προβλήθηκε στον αραβικό τύπο. Η εξέγερση των Λίβυων ανταρτών της 15ης Φεβρουαρίου ενάντια στο καθεστώς Καντάφι οδήγησε την AQIM να κλιµακώσει περαιτέρω τις προσπάθειες να δραστηριοποιηθεί ενεργά στη Λιβύη. Αξιοσηµείωτο είναι ότι η προπαγάνδα της AQIM εστίασε στην Λιβύη αγνοώντας επιδεικτικά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία. Συγκεκριµένα, η AQIM προέβαλε βίντεο - προπαγάνδα στο οποίο παρουσιάζονταν τέσσερα τζιπ φορτωµένα µε όπλα µε προορισµό την Λιβύη, ενώ µία ηµέρα µετά τις διεθνείς αεροπορικές επιδροµές σε βάρος της Λιβύης, ο ηγέτης της AQIM σεΐχης Αµπού Μούσαµπ Αµπντέλ-Ουαντούντ προέβη σε µαγνητοσκοπηµένη δήλωση, µεταφέροντας θερµούς χαιρετισµούς στους Λίβυους αντάρτες και επικρίνοντας τον Λίβυο ηγέτη Καντάφι, χαρακτηρίζοντας τον επί λέξει ως «Φαραώ της Λιβύης», αλλά και αποκηρύσσοντας την ξένη επέµβαση ως «σύγχρονη σταυροφορία». Και κατέληξε λέγοντας επί λέξη ότι «οφείλουµε να συνεχίσουµε τον αγώνα µας έως ότου επιτύχουµε την πλήρη απελευθέρωση, εκτοπίζοντας τους σταυροφόρους κατακτητές και τους τυραννικούς Άραβες δούλους τους».
Καθίσταται προφανές ότι η αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ εκλαµβάνει τις διεθνείς αεροπορικές επιχειρήσεις αλλά και τις επιδροµές του Καντάφι ενάντια στους αντάρτες ως ευκαιρία, προκειµένου να τοποθετήσει εαυτόν ως βιώσιµη και ελκυστική εναλλακτική επιλογή, τόσο έναντι του διεθνούς παράγοντα όσο και έναντι του καθεστώτος Καντάφι. Συγκεκριµένα, η AQIM προβάλλει το όραµα ενός ισλαµικού κράτους ως εναλλακτική επιλογή έναντι του καθεστώτος Καντάφι αλλά κυρίως έναντι της προσανατολισµένης προς τη ∆ύση ∆ηµοκρατίας, την οποία προτείνει η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη.
Στο κεφάλαιο που αφορά την Λιβυκή Ισλαµική Στρατιωτική Οργάνωση (LIFG), την περίοδο 2007-2011, εκατοντάδες µαχητές της οργάνωσης απελευθερώθηκαν αφού προηγουµένως έλαβαν αµνηστία από το καθεστώς Καντάφι καθώς και κυβερνητικές εγγυήσεις για οικονοµική, ιατρική και επαγγελµατική στήριξή τους προκειµένου να ενταχθούν πλήρως στο κοινωνικό λιβυκό σύστηµα. Ως γνωστόν, καθ’ όλη τη δεκαετία του ΄90, το καθεστώς του Καντάφι είχε κληθεί να αντιµετωπίσει διεξαγόµενο σε βάρος του ιερό πόλεµο από την λιβυκή ισλαµική αντιπολίτευση µε επικεφαλής την LIFG και µόλις πρόσφατα ο πόλεµος αυτός «τυπικά» τερµατίστηκε µε την επίτευξη ενός είδους συµµαχίας ανάµεσα στη λιβυκή κυβέρνηση και την ισλαµική αντιπολίτευση. Συγκεκριµένα, έξι ηγετικές φυσιογνωµίες της λιβυκής ισλαµικής στρατιωτικής οργάνωσης, µεταξύ των οποίων οι Αµπντελ Χακίµ αλ-Μπάλχαζ, ανώτατος ερµηνευτής της ισλαµικής νοµολογίας της οργάνωσης και ο Αµπντελ Ουαχάµπ αλ-Κάγεντ αδερφός ηγετικού στελέχους της οργάνωσης αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ οι οποίοι είχαν συλληφθεί, εξέδωσαν ένα έγγραφο 417 σελίδων αποτάσσοντας τη χρήση βίας, προβάλλοντας ένα νέο κώδικα διεξαγωγής ιερού πολέµου και καταδικάζοντας την επί δεκαετίες διεξαγωγή ιερού πολέµου σε βάρος του καθεστώτος Καντάφι. Τα κύρια σηµεία του εγγράφου µε τίτλο «Αναθεωρηµένες Μελέτες για τις Έννοιες του Ιερού Πολέµου, Επαλήθευση και Λαϊκή Κρίση» εστίαζαν στην καθιέρωση νέου κώδικα διεξαγωγής ιερού πολέµου, την απόρριψη της βίας ως µέσο για αλλαγή πολιτικών καταστάσεων σε µουσουλµανικές χώρες των οποίων ο ηγέτης είναι µουσουλµάνος, καταδίκαζαν την θανάτωση γυναικόπαιδων και ηλικιωµένων καθώς και έθετε άµεση πρόκληση στην οργάνωση αλ-Κάιντα αναιρώντας την προηγούµενη συνεργασία σε επίπεδο οργανωτικό και ιδεολογικό. Η αναθεωρηµένη στάση της ισλαµικής λιβυκής οργάνωσης που οδήγησε στη συµµαχία ανάµεσα στην κυβέρνηση και την ισλαµική λιβυκή αντιπολίτευση υπήρξε αποτέλεσµα διετούς πρωτοβουλίας της οποίας προΐστατο ο υιός του Καντάφι Σάιφ αλ-Ισλάµ χρησιµοποιώντας ως όχηµα το Ίδρυµα Ανάπτυξης Καντάφι και απέσπασε την υποστήριξη τόσο του στρατού όσο και των σωµάτων ασφάλειας. Η συγκεκριµένη µάλιστα πρωτοβουλία προβλήθηκε στον τοπικό και διεθνή Τύπο ως µοντέλο ισλαµικής από-ριζοσπαστικοποίησης το οποίο η λιβυκή κυβέρνηση επιχείρησε να εκµεταλλευτεί διπλωµατικά ως µία νέα επαναστατική µέθοδο για την καταπολέµηση της τροµοκρατίας και της επιρροής της αλ-Κάιντα στην περιοχή.
Η Λιβυκή Στρατιωτική Οργάνωση έχει έκτοτε ουσιαστικά διαλυθεί και αξιοσηµείωτο είναι ότι πρώην ηγετικές φυσιογνωµίες, εκµεταλλευόµενες το υφιστάµενο έλλειµµα διακυβέρνησης και το χάος στη Λιβύη, προέβησαν στη δηµιουργία µίας νέας πολιτικής οργάνωσης, µε την επωνυµία Ισλαµικό Κίνηµα για Αλλαγή (αλ-χάρακα αλ-ισλαµίια λιλ-ταγίρ). Ο εκπρόσωπος τύπου του νέου κινήµατος µάλιστα εµφανίσθηκε στο αραβικό δορυφορικό τηλεοπτικό κανάλι Al Jazeera και εξέφρασε υποστήριξη για τη διεθνή επέµβαση προκειµένου να εκδιωχθεί ο Καντάφι, καθώς και την αλληλεγγύη προς την Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη.
Υπάρχουν ωστόσο εκτιµήσεις σύµφωνα µε τις οποίες πρώην µέλη της Ισλαµικής Στρατιωτικής Οργάνωσης είναι πιθανό να προβούν στην διεξαγωγή ιερού πολέµου εντός της Λιβύης µε σκοπό την δηµιουργία ισλαµικής κυβέρνησης χωρίς να αναµένεται ότι θα υιοθετήσουν αντιδυτική πολεµική, καθώς η οργάνωση ουδέποτε στο παρελθόν κατέφυγε στη χρήση βίας ενάντια στη ∆ύση ή ενάντια σε πολίτες. Το γεγονός ότι πολλά µέλη της οργάνωσης είναι άρτια εκπαιδευµένα σε στρατιωτικές τεχνικές όπως συναρµολόγηση βοµβών, ανταρτοπόλεµο και ενέδρες, τους καθιστά δυνητικά µήλο της έριδος για οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα ή/και η αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ οι οποίες επιδιώκουν τόσο την υιοθέτηση σκληροπυρηνικής ισλαµικής ιδεολογίας όσο και την ιδεολογία περί διεξαγωγής διεθνούς ιερού πολέµου.
Επιπρόσθετα, την τελευταία δεκαετία έχει αναδυθεί στη Λιβύη σηµαντικός αριθµός ανεξάρτητων σαλαφιστών µαχητών. Η λιβυκή πόλη ∆ίρνα της Ανατολικής Λιβύης είναι γνωστή ως κέντρο στρατολόγησης για τη διεξαγωγή ιερού πολέµου τόσο εντός της Λιβύης όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Προκειµένου να γίνουν πλήρως κατανοητοί οι λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση του αριθµού των ανεξάρτητων σαλαφιστών µαχητών, αξίζει να επισηµανθεί ότι η οικονοµική εξαθλίωση ευνόησε την καλλιέργεια της πεποίθησης στους Λίβυους πολίτες και ειδικότερα στη νεολαία του ανατολικού τµήµατος της χώρας, ότι δεν έχουν τίποτα να απολέσουν µε το να συµµετάσχουν σε ισλαµιστικές οργανώσεις και να υιοθετήσουν την ακραία βία τόσο εντός των τειχών όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ. Η προοπτική της οικονοµικής αποζηµίωσης δια βίου µελών των οικονοµικά ασθενών οικογενειών τους στην περίπτωση που οι ίδιοι προέβαιναν σε πράξεις αυτοθυσίας στο όνοµα της θρησκείας στο Ιράκ ή αλλού, αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο σε ένα γεωγραφικό κοµµάτι της Λιβύης όπου η πλειονότητα της νεολαίας µεταξύ 18 και 35 ετών είναι άνεργοι. Υπάρχουν µάλιστα αναφορές σύµφωνα µε τις οποίες ισλαµιστικά δίκτυα προσέφεραν ως κίνητρο σε νεαρά άτοµα προκειµένου αυτά να προβούν σε πράξεις αυτοθυσίας µηνιαία χρηµατική αποζηµίωση προς τις οικογένειες τους που κυµαίνεται µεταξύ 150 και 200 λιβυκών δηναρίων τη στιγµή που ο µέσος µισθός στη χώρα ανέρχεται σε 250 µε 330 λιβυκά δηνάρια. Το κίνητρο της νεολαίας να συµµετέχει σε πράξεις αυτοθυσίας στο Ιράκ και αλλού δεν είναι µόνο οικονοµικό καθώς υπάρχει µία προεξέχουσα φιλοσοφία που διακατέχει το σκέπτεσθαι της νεολαίας την Ανατολική Λιβύη και η οποία εδράζεται στην ιστορική παρακαταθήκη σύµφωνα µε την οποία ο ηγέτης της λιβυκής αντίστασης ενάντια στην ιταλική κατοχή στις αρχές του 20ου αιώνα, ο εθνικός ήρωας Οµάρ Μουχτάρ, κατάγονταν από το χωριό Ζανζούρ της Ανατολικής Λιβύης. Αξιοσηµείωτο δε είναι ότι το ανατολικό τµήµα της χώρας έχει µία µακρά παράδοση αντίστασης σε αντίπαλες κατοχικές δυνάµεις. Η ανατολική Λιβύη κυριαρχείται από το ιδεώδες του ιερού πολέµου στο Ιράκ και αλλού ως περιφερειακό ζήτηµα υψίστης εθνικής σηµασίας. Την πεποίθηση περί διεξαγωγής ιερού πολέµου έχουν καλλιεργήσει στη νεολαία της ανατολικής Λιβύης, Λίβυοι µαχητές οι οποίοι πολέµησαν στο Αφγανιστάν, καθώς και άλλοι παράγοντες όπως η επιρροή που ασκείται µέσω της τηλεοπτικής εικόνας από δορυφορικά αραβικά κανάλια, τη χρήση του διαδικτύου για την ανταλλαγή πληροφοριών και το συντονισµό ενεργειών, καθώς και η ευκολία µετάβασης από την Λιβύη στο Ιράκ. Η δεύτερη µάλιστα µεγαλύτερη οµάδα ξένων µαχητών στο Ιράκ προέρχονται από την Λιβύη και συγκεκριµένα από την ανατολική πόλη ∆έρνα, όπως ταυτοποιήθηκε στα περίφηµα «έγγραφα Σινζάρ» που εµπεριέχουν λίστα της αλ-Κάιντα η οποία περιλαµβάνει την ταυτότητα ξένων µαχητών στο Ιράκ και κατασχέθηκαν στη διάρκεια επιχείρησης που πραγµατοποιήθηκε κατά µήκος των κοινών συνόρων Συρίας-Ιράκ το Σεπτέµβριο 2007.
Με βάση τα προαναφερθέντα, καθίσταται προφανές ότι ο όποιος κίνδυνος ασφάλειας για τη ∆ύση µεσοπρόθεσµα είναι πιθανό να προέλθει από ανεξάρτητους σαλαφιστές µαχητές, την οργάνωση αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ καθώς και από τους εκ νέου ριζοσπαστικοποιηµένους µαχητές, αποµεινάρια της διαλυµένης Ισλαµικής
Λιβυκής Στρατιωτικής Οργάνωσης, που είχαν απελευθερωθεί από το καθεστώς Καντάφι. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ισλαµιστικές δυνάµεις στην περιοχή έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν από τις αποθήκες οπλισµούς των λιβυκών Ενόπλων ∆υνάµεων και σηµαντικό αριθµό αντιαεροπορικών και άλλων (οπλικών) συστηµάτων, σε συνδυασµό µε τον εξοπλισµό των ανταρτών όπως επιβεβαίωσε και ο µέχρι πρότινος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τρίπολη, Τζιν Κρετζ, συνιστούν πράγµατι εκρηκτικό µίγµα. Και τούτο διότι η ποσότητα όπλων που φθάνει στη Λιβύη αποτελεί δυνητική απειλή, καθώς µπορεί να χρησιµοποιηθούν εντός της Λιβύης εναντίον φιλο-δυτικών πολιτικών και µετριοπαθών µουσουλµάνων κληρικών, αλλά και εκτός της Λιβύης σε γειτονικές χώρες όπως η Αλγερία ή ακόµα και στην Ευρώπη. Επίσης, ο οπλισµός είναι πιθανό να χρησιµοποιηθεί για την αποσταθεροποίηση της όποιας µελλοντικής κυβέρνησης στη Λιβύη εν καιρώ, θέτοντας τις βάσεις για τη δηµιουργία κατάστασης παρόµοια µε αυτή που απαντάται στο Ιράκ από το 2003 και εντεύθεν.
Η αλ-Κάιντα και ο περιφερειακός της βραχίονας, η αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ, έχουν θέσει τα γεγονότα στη Λιβύη στο επίκεντρο της προπαγάνδας τους. Η αλ-Κάιντα επιχειρεί να εµφανίσει τις εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική ως δικαίωση της αντίστασης της οργάνωσης ενάντια στα µακροχρόνια εγκατεστηµένα καθεστώτα, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει τη διεθνή στρατιωτική επέµβαση ως απόδειξη µίας νέας σταυροφορίας ενάντια στο Ισλάµ και τους απανταχού µουσουλµάνους. Προς αντίκρουση του πυρήνα της συγκεκριµένης επιχειρηµατολογίας, η διεθνής κοινότητα οφείλει να συνεχίσει να διατυπώνει εµφατικά ότι σκοπός των αεροπορικών επιδροµών είναι η προστασία των Λίβυων πολιτών.
Η αλ-Κάιντα και η αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ επιχειρούν να απεικονίσουν το καθεστώς του Καντάφι και την Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη ως ΑΝΕΠΑΡΚΩΣ ΙΣΛΑΜΙΚΕΣ και ως εργαλείο της ∆ύσης. Στο πλαίσιο της διαµορφούµενης πραγµατικότητας, η διεθνής κοινότητα οφείλει να κατανοήσει ότι η προσωρινή κυβέρνηση προκειµένου να επιβιώσει πολιτικά είναι απαραίτητο να εµφανισθεί ως υπέρµαχος των ισλαµικών αρχών και παραδόσεων χωρίς να κινδυνεύει να καταγγελθεί ως ισλαµιστική. Σε αυτή τη βάση, η Προσωρινή Κυβέρνηση οφείλει να είναι περιεκτική και να συµπεριλάβει οµάδες από όλο το πολιτικό φάσµα της χώρας συµπεριλαµβανόµενης και της Μουσουλµανικής Αδελφότητας αποκλείοντας ωστόσο τη συµµετοχή µελών που ιδεολογικά πρόσκεινται στην αλ-Κάιντα και τον περιφερειακό της βραχίονα την αλ-Κάιντα στην Ισλαµική Μαγρέµπ που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέµου.
Επιπρόσθετα, η ύπαρξη ή µη επιθέσεων εκ µέρους της αλ-Κάιντα στη Λιβύη δεν συνιστά σε καµία περίπτωση δείκτη του επιπέδου δραστηριότητας και βαθµού διείσδυσης της οργάνωσης στη χώρα. Και τούτο διότι η αλ-Κάιντα είναι πιθανό να επιλέξει την παρούσα αστάθεια στο εσωτερικό της Λιβύης προκειµένου µεσοπρόθεσµα να περιχαρακωθεί και εδραιωθεί στην αραβική χώρα στοχεύοντας ωστόσο µακροπρόθεσµα στην υπονόµευση των όποιων µελλοντικών κυβερνήσεων στη Λιβύη ή/και την Αίγυπτο.
2. Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη και το Καθεστώς Καντάφι
Επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Βεγγάζη είναι ο Μαχµούντ Ζιµπρίλ
υπέρµαχος των νεοφιλελεύθερων οικονοµικών µεταρρυθµίσεων στη Λιβύη ο οποίος διατηρεί στενούς δεσµούς µε τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Υπήρξε µέχρι πρότινος στενός συνεργάτης του Καντάφι ως υπουργός Εθνικού Προγραµµατισµού και ως επικεφαλής του λιβυκού ερευνητικού κέντρου µε την επωνυµία Επιτροπή για την Εθνική Οικονοµική Ανάπτυξη το οποίο υπάγεται άµεσα στον πρωθυπουργό της χώρας και το οποίο δηµιουργήθηκε µε χρηµατοδότηση που έλαβε από βρετανικές και αµερικανικές εταιρίες συµβούλων µε σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση των αµερικανο-βρετανικών επενδύσεων και εµπορικών συµφερόντων στη Λιβύη. Αξιοµνηµόνευτη είναι η συνεργασία της Επιτροπής µε την βρετανική κυβέρνηση και το εγνωσµένης διεθνούς φήµης πανεπιστηµιακό ίδρυµα London School of Economics σε πρόγραµµα ανταλλαγών για την αποστολή 400 µελλοντικών Λίβυων ηγετών για διοικητική και διπλωµατική εκπαίδευση, όπως επίσης και η συνεργασία µε τη βρετανική πρεσβεία για την αποστολή 70 Λίβυων δικαστών στην Βρετανία προκειµένου να εκπαιδευτούν σε βρετανικές δικαστικές διαδικασίες. Εξίσου σηµαντική είναι η συνεργασία της Επιτροπής µε αµερικανικές εταιρίες ειδικευµένες στην πώληση τεχνολογίας σε τοµείς όπως η εξ’ αποστάσεως µάθηση (distance learning / e-learning) µε σκοπό τη διασύνδεση λιβυκών και αµερικανικών πανεπιστηµιακών ιδρυµάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτροπή υλοποίησε πρόγραµµα ψηφιακής βίντεο-διάσκεψης σε συνεργασία µε τα αµερικανικά πανεπιστηµιακά ιδρύµατα Georgetown, Princeton, Harvard και Yale, ενώ το 2006 ο Λίβυος πρόεδρος Καντάφι προέβη σε βίντεο-διάσκεψη µε το πανεπιστήµιο Columbia.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη απαρτίζεται από νομικούς και διανοούµενους που επιδιώκουν την εδραίωση πολιτικού συστήµατος στη Λιβύη που να διέπεται από δηµοκρατικές αρχές. Η πλειονότητα των µελών της προσωρινής κυβέρνησης δεν διαθέτει πολιτική εµπειρία εγείροντας αµφιβολίες σχετικές µε την ικανότητα να ασκήσουν αποτελεσµατική διακυβέρνηση στη µετά-Καντάφι εποχή. Και τούτο διότι στη γειτονική Αίγυπτο ο εκδιωχθείς πρόεδρος Μουµπάρακ είχε επιτρέψει την λειτουργία πολιτικών κοµµάτων, εµπορικών ενώσεων, οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωµάτων, ελεύθερου Τύπου, καθώς και τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών παρέχοντας µε αυτό τον τρόπο πολιτική εκπαίδευση στις αντιπολιτευόµενες οµάδες. Αντίθετα, στη Λιβύη δεν υπάρχουν επαρκείς πολιτικοί θεσµοί καθώς ο Καντάφι είχε απαγορεύσει την λειτουργία πολιτικών κοµµάτων και µη-κυβερνητικών οργανώσεων, ενώ είχε φιµώσει κυριολεκτικά τον Τύπο. Η µεγάλη πρόκληση που τίθεται στην προσωρινή κυβέρνηση αφορά στην ικανοποίηση της οµόφωνης απόφασης των έντεκα µελών της να ασκήσει δηµοκρατική διακυβέρνηση, να θέσει σε κίνηση τις διαδικασίες για τη θέσπιση Συντάγµατος, καθώς αντί συντάγµατος από το 1979 και εντεύθεν ίσχυε η Πράσινη Βίβλος του Καντάφι, να προβεί σε σαφή διαχωρισµό των εξουσιών, να επιτρέψει την λειτουργία πολιτικών κοµµάτων και ελεύθερου τύπου καθώς και να ενθαρρύνει τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών εκλογών. Αξιοσηµείωτο είναι ότι η προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη οραµατίζεται ένα κοινοβουλευτικό αντί του υφιστάµενου προεδρικού συστήµατος διακυβέρνησης το οποίο προσοµοιάζει µε τη συνταγµατική µοναρχία του Ιντρίς Σανούσι που υπήρχε στην περίοδο πριν το 1969, οπότε και ο Καντάφι εκδίωξε την µοναρχία µε ένα αναίµακτο πραξικόπηµα. Συγκεκριµένα, πάγιο αίτηµα των πολιτών κυρίως της Ανατολικής Λιβύης αποτελεί η προώθηση των πολιτικών µεταρρυθµίσεων προς την κατεύθυνση της δηµιουργίας οµοσπονδιακού συστήµατος διακυβέρνησης που υπήρχε στη διάρκεια της µοναρχίας πριν το ΄69 µε σκοπό να αποκτηθεί µεγάλος βαθµός αυτονοµίας εντός βέβαια των υφιστάµενων εθνικών γεωγραφικών ορίων.
∆εν είναι καθόλου τυχαίο ότι η 11µελής οµάδα που απαρτίζει την προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη περιλαµβάνει -µεταξύ άλλων- συγγενή του εκδιωχθέντα µονάρχη, όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο διάδοχος της βασιλικής οικογένειας, Σέγεντ Ιντρίς αλ-Σανούσι, που γεννήθηκε στη Βεγγάζη είναι επικεφαλής του κινήµατος Σανούσι και υποστηρίζεται από την πλειονότητα των φυλών της Λιβύης. Αξιοµνηµόνευτο είναι το γεγονός ότι το 2003 κατά τη διάρκεια του πολέµου στο Ιράκ, ο Λίβυος πρόεδρος Καντάφι πρότεινε στον Σέγεντ Ιντρίς τη θέση του πρωθυπουργού της Λιβύης, αφενός αναγνωρίζοντας τα λαϊκά ερείσµατα του βασιλικού διαδόχου και αφετέρου σε µία προσπάθεια να ενισχύσει τη νοµιµότητα του καθεστώτος του. Φθάνοντας στη σηµερινή έκρυθµη και βίαιη συγκυρία, ο διάδοχος της εξόριστης βασιλικής οικογένειας Σέγεντ Ιντρίς δήλωσε παρόν και εξέδωσε ανακοίνωση σύµφωνα µε την οποία «προσφέρει την αµέριστη στήριξη του προς την Προσωρινή Κυβέρνηση της Βεγγάζης και είναι έτοιµος να επιστρέψει στη Λιβύη».
Ο επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης στη Βεγγάζη Μαχµούντ Τζιµπρίλ εκτιµάται ότι αποτελεί προσωπική επιλογή του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί ως πολιτικού της Λιβύης ο οποίος καλείται να διαδραµατίσει ρόλο αντί-Καντάφι παρά το γεγονός ότι στην πραγµατικότητα ο ίδιος υπήρξε στενός συνεργάτης, ένθερµος υποστηρικτής και εκφραστής των οικονοµικών και πολιτικών µεταρρυθµίσεων που την πρόσφατη πενταετία επιχείρησε να εισάγει ο Καντάφι σε µία προσπάθεια σταδιακής αλλά αργής µετεξέλιξής του λιβυκού καθεστώτος. Συγκεκριµένα, ο Μαχµούντ Ζιµπρίλ ως υπουργός Εθνικού Προγραµµατισµού στην κυβέρνηση Καντάφι επιχείρησε να υλοποιήσει το πρόγραµµα που αφορούσε στην κυβερνητική αναδιάρθρωση και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ ορίστηκε επικεφαλής, πέραν της Επιτροπής για την Εθνική Οικονοµική Ανάπτυξη, µίας άλλης υπερ-επιτροπής που συντόνιζε πέντε επιτροπές οι οποίες ήταν επιφορτισµένες µε την υλοποίηση του περίφηµου «Λιβυκού Οράµατος» του Καντάφι για την προώθηση πολιτικών και οικονοµικών µεταρρυθµίσεων προς την κατεύθυνση –µεταξύ άλλων – και της ανακατανοµής του εθνικού πλούτου. Η εκπεφρασµένη θέση του Ζιµπρίλ για την γεωπολιτική σηµασία της Λιβύης µε την ιδιότητα, µέχρι πρότινος, του υπουργού στην κυβέρνηση Καντάφι συµπυκνώνεται στο γεγονός ότι η χώρα την προσεχή δεκαετία αναµένεται να κατασταθεί άκρως σηµαντική λόγω των ανεκµετάλλευτων υδρογονανθράκων που υπάρχουν στο λιβυκό υπέδαφος, της γεωγραφικής εγγύτητας µε την Ευρώπη και της αποστροφής του λιβυκού πολιτικού συστήµατος στην υιοθέτηση ακραίων ισλαµικών εκφάνσεων, ενώ αντίθετα, η περιοχή του Περσικού αναµένεται να βιώσει ακόµη µεγαλύτερη αστάθεια λόγω δηµογραφικών πιέσεων, αύξησης του ισλαµικού εξτρεµισµού, ανάδειξης µίας νέας γενιάς λιγότερο ικανών ηγετών καθώς και µεγαλύτερου ανταγωνισµού για το πετρέλαιο ανάµεσα σε Κίνα, Ρωσία και Ινδία.
Η διεθνής αναγνώριση της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Βεγγάζη ως επίσηµης λιβυκής κυβέρνησης, εκτιµάται ότι θα επιτρέψει την αυτόµατη πρόσβαση σε περιουσιακά στοιχεία της Λιβύης που υφίστανται στο εξωτερικό, τον έλεγχο των εσόδων πετρελαίου όπως επίσης την ανάληψη νοµικής και πολιτικής δράσης ενάντια στον Καντάφι. Σε καµία περίπτωση βέβαια δεν πρέπει να εκλαµβάνεται ως δεδοµένη η a priori υποστήριξη της αµερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή δεδοµένου ότι µέλη της προσωρινής κυβέρνησης έχουν επανειληµµένα εκφράσει την αντίθεση στις αµερικανικές πολιτικές έναντι του Παλαιστινιακού, του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
Ο διεθνής συνασπισµός των Ευρωπαίων και των ΗΠΑ εκτιµάται ότι υποστηρίζουν την προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη και τους εξεγερθέντες στην Ανατολική Λιβύη, σε καµία περίπτωση όµως δεν προκρίνουν την χερσαία στρατιωτική επέµβαση µε δεδοµένη την αποκτηθείσα εµπειρία στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η βιολογική απώλεια του Λίβυου προέδρου Καντάφι δεν φαίνεται επίσης να κατέχει κυρίαρχη θέση στην ατζέντα του διεθνούς συνασπισµού. Αντίθετα, σενάρια περί µετάβασης του Καντάφι και µελών της οικογένειάς του σε τρίτη χώρα µε εγγυήσεις για την προσωπική ασφάλεια και την οικονοµική εξασφάλιση δια βίου έχουν κυριαρχήσει παρασκηνιακά στο τραπέζι των όποιων συζητήσεων. Και τούτο διότι είναι ακόµη νωπή στη διεθνή µνήµη η αποτυχηµένη επιχείρηση που ενέκρινε τον Απρίλιο του 1986 ο τότε Αµερικανός Πρόεδρος Ρέιγκαν για την βιολογική απώλεια - «εξουδετέρωση» – του Λίβυου προέδρου µε την εκτόξευση 36 κατευθυνόµενων βοµβών λέιζερ εναντίον της στρατιωτικής βάσης Μπαµπ αλ-Αζιζία η οποία αποτελούσε το αρχηγείο του Καντάφι. Ο Ρέιγκαν επικρίθηκε έντονα τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και εκτός για την προσπάθεια εξουδετέρωσης πολιτικού ηγέτη καθώς και χλευάστηκε για την αποτυχηµένη αποστολή. Η επανάληψη του ιδίου σεναρίου απορρίπτεται συλλήβδην από το σύνολο των χωρών που συµµετέχουν είτε άµεσα είτε έµµεσα στον αεροπορικό αποκλεισµό της Λιβύης συµπεριλαµβανοµένου και του Αραβικού Συνδέσµου.
Η σηµερινή κατάσταση παρουσιάζεται ως εφιαλτική για το διεθνή συνασπισµό καθώς η µεγάλη πρόκληση έχει αναδυθεί ΜΕΤΑ την επιτυχή επιβολή της ζώνης για την απαγόρευση της εναέριας κυκλοφορίας στη Λιβύη. Και τούτο διότι εάν ο διεθνής συνασπισµός του οποίου ηγούνται η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποφασίσουν να περιθωριοποιήσουν την παρουσία τους, τότε επί της ουσίας σιωπηρά αποδέχονται την εξουσία του Καντάφι και την κατάπνιξη των εξεγερθέντων. Εάν αποφασίσουν να αναµιχθούν ενεργά στρατιωτικά, τότε µε µαθηµατική ακρίβεια θα εµπλακούν σε επιχειρήσεις φθοράς και απώλειας άµαχου πληθυσµού επί µακρόν προσφέροντας µε αυτό τον τρόπο την αιτιολογική βάση στην οποία ενδέχεται να στηριχθούν ισλαµιστικές οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα για τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέµου µε ό,τι αυτό µπορεί να σηµαίνει. Εάν αποφασίσουν να αναζητήσουν νέες βάσεις, τότε απαιτείται ο καθορισµός συγκεκριµένης στρατηγικής εξόδου και απεµπλοκής. Η εµπειρία της ∆ύσης όσον αφορά στην επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων σε χώρες όπως το Ιράκ, έχει αποδείξει ότι απούσας της όποιας πολιτικής λύσης η κατάσταση δύναται να εκτροχιασθεί. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ιράκ όπου η επιβολή από τις ΗΠΑ της ζώνης για απαγόρευση απαγόρευσης πτήσεων στις κουρδικές περιοχές του Βορείου Ιράκ και τις σιιτικές περιοχές στον Νότο, χωρίς µάλιστα και να έχει προηγηθεί η λήψη σχετικής απόφασης από το Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σηµείωσε εξαιρετικά περιορισµένη επιτυχία καθ’ όλη την περίοδο από 1991 έως και το 2003. Κι αυτό γιατί υπό την προστασία των αµερικανικών δυνάµεων οι οποίες κατέστρεψαν ολοσχερώς την αντιαεροπορική άµυνα του Ιράκ και τις στρατιωτικές βάσεις στο έδαφος, οι Κούρδοι εδραίωσαν de facto την αυτονοµία στο Βόρειο Ιράκ (αυτή τη στιγµή βέβαια που οι συσχετισµοί έχουν αλλάξει αυτό ευνοεί τον σχεδιασµό της ∆ύσης), ενώ το νότιο τµήµα της χώρας εξακολουθεί έκτοτε να βρίσκεται υπό καθεστώς παντελούς έλλειψης ασφάλειας και καθηµερινών ένοπλων αντιπαραθέσεων µε δεδοµένη πλέον και τη διείσδυση µαχητών ισλαµιστικών οργανώσεων όπως της αλ-Κάιντα.
Το εύλογο ωστόσο ερώτηµα που αναδύεται αφορά στην επόµενη ηµέρα και τη µορφή της όποιας νέας κυβέρνησης στην περίπτωση που το καθεστώς Καντάφι δεν καταρρεύσει άµεσα αλλά δεχθεί να συνεργαστεί σε µία µεταβατική περίοδο µε την προσωρινή κυβέρνηση της Βεγγάζης προκειµένου να αναδειχθεί µέσα από εθνικές εκλογές το όποιο νέο σύστηµα διακυβέρνησης της χώρας. Σε αυτό µήκος κύµατος κινήθηκε η µεσολάβηση της Τουρκίας στο παρασκήνιο για τη διευθέτηση της πολιτικής κρίσης στη Λιβύη πριν µάλιστα την έναρξη των διεθνών αεροπορικών επιδροµών, όπως επίσης και η ανάληψη εκ µέρους αυτής της εκπροσώπησης των αµερικανικών συµφερόντων (διπλωµατική εκπροσώπηση δι’ αντιπροσώπου) στη Λιβύη. Επί της ουσίας δηλαδή η Τουρκία έχει κατορθώσει να γίνει αποδεκτή ως έντιµος διαµεσολαβητής (honest broker) αφενός από το καθεστώς του Καντάφι, που συνιστά το ένα από τα δύο µέρη που πρέπει να συνεννοηθούν για να προκύψει η όποια πολιτική λύση στο πρόβληµα την επαύριον των αεροπορικών επιδροµών, και αφετέρου από τις ΗΠΑ.
Στην περίπτωση που οι παρασκηνιακές διεργασίες οδηγήσουν σε πολιτική λύση που θα περιλαµβάνει και δεν θα αποκλείει τον στενό οικογενειακό κύκλο του Καντάφι –αν και η συγκεκριµένη πιθανότητα εµφανίζεται πλέον εξαιρετικά περιορισµένη- τότε σηµαντικό ρόλο εκτιµάται ότι θα διαδραµατίσει ο δευτερότοκος υιός του Σαιφ Αλ-Ισλάµ.
Ο Σάιφ αλ-Ισλάµ ως πρόεδρος του Ιδρύµατος Ανάπτυξης Καντάφι αποτέλεσε το δηµόσιο πρόσωπο του καθεστώτος που εµφανίζονταν ως υπέρµαχος των πολιτικών και οικονοµικών µεταρρυθµίσεων και είχε αντιληφθεί ότι ο οποιοσδήποτε κίνδυνος αποσταθεροποίησής ήταν περισσότερο πιθανό να προέλθει από το ανατολικό κοµµάτι της χώρας, όπερ και εγένετο. Τοιουτοτρόπως, αποφάσισε να βγάλει στο διεθνές ειδησεογραφικό προσκήνιο την Ανατολική περιοχή της Λιβύης µε τη διοργάνωση του ∆ιεθνούς Φόρουµ Νεολαίας επί δύο συναπτά έτη, το 2006 και το 2007, στη Βεγγάζη. Μεταξύ των προγραµµάτων που αποφασίστηκε να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του διεθνούς φόρουµ συγκαταλέγονταν πρόγραµµα ύψους 1 δις. δολαρίων µε σκοπό την ανάπτυξη µίας τουριστικής και επιχειρηµατικής ζώνης φιλικής προς το περιβάλλον στην πόλη Κυρήνη κοντά στη Βεγγάζη. Επίσης εξίσου σηµαντική υπήρξε η απόφαση για ανακαίνιση του λιµανιού της Βεγγάζης στοχεύοντας στην αύξηση του όγκου των παρεχόµενων υπηρεσιών στη ναυτιλία και τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ο Σάιφ αλ-Ισλάµ είχε οικοδοµήσει το προφίλ του προσεκτικά αποβλέποντας στην όποια διάδοχη κατάσταση ως φιλάνθρωπος, µεταρρυθµιστής και υπέρµαχος των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και η πλειονότητα της νεολαίας στην Λιβύη τον θεωρούσε µέχρι πρότινος ως την ελπίδα της Λιβύης του αύριο (Λίµπια αλ-γάντ) υπό την προϋπόθεση ότι η διαδοχή του Καντάφι θα περιορίζονταν εντός των στενών οικογενειακών ορίων. Σε αυτό το πλαίσιο κατά το πρόσφατο παρελθόν, το Ίδρυµα Ανάπτυξης Καντάφι συνέδραµε ενεργά στην ανακούφιση των πληγέντων της Αϊτής στέλνοντας εκατοντάδες τόνους προµηθειών. Επιπρόσθετα, από τα τέλη του 2009, το επιτελείο του Σάιφ αλ-Ισλάµ επέκτεινε τους τοµείς δραστηριότητάς του επιδεικνύοντας έντονο ενδιαφέρον σε ζητήµατα που άπτονταν της άµυνας και ασφάλειας της χώρας. Η ενεργός εµπλοκή µάλιστα του επιτελείου του Σάιφ αλ-Ισλάµ στις αρχικές συζητήσεις και µετέπειτα διαπραγµατεύσεις για την απόκτηση από την χώρα σηµαντικών οπλικών συστηµάτων, θεωρήθηκε ότι αντανακλούσε τα ευρύτερα σχέδια του ιδίου να εδραιώσει θέµατα άµυνας και ασφάλειας στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου του ως γενικού συντονιστή του κυβερνητικού έργου. Επιπρόσθετα, η ενεργός ανάµιξη του Σάιφ αλ-Ισλάµ στην εθνική συµφιλίωση τη λιβυκής κυβέρνησης µε την λιβυκή ισλαµική αντιπολίτευση, καθώς και η επίβλεψη της διαδικασίας για την κατάρτιση Συντάγµατος από τον ίδιο ως επικεφαλής της επιτροπής που κατέληξε σε ένα αρχικό κείµενο, παρότι δεν προχώρησε θεσµικά, κατέδειξαν την πρόθεση για την οικοδόµηση του δηµόσιου προφίλ του στοχεύοντας στην επόµενη ηµέρα. ∆εν είναι καθόλου τυχαίο ότι το πρώτο εθνικό διάγγελµα από την ηµέρα της κρίσης πραγµατοποίησε όχι ο Καντάφι αλλά ο υιός Σάιφ αλ-Ισλάµ ως οιονεί υπέρµαχος των πολιτικών µεταρρυθµίσεων ο οποίος απευθυνόµενος στους διαδηλωτές της Ανατολικής Λιβύης δήλωσε ότι είναι πλήρως κατανοητά και αποδεκτά τα αιτήµατα και η πολιτική ατζέντα πολιτικών οργανώσεων, εµπορικών ενώσεων, και δικηγόρων που βρίσκονται πίσω από τα γεγονότα στην Ανατολική Λιβύη, ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι υπάρχουν ισλαµιστικές οµάδες οι οποίες εκµεταλλεύονται τα δίκαια αιτήµατα των πολιτών προκειµένου να εγκαθιδρύσουν ισλαµικό εµιράτο στην Ανατολική Λιβύη.
Αντί Επιλόγου
Τετραγωνίζοντας τον πολιτικό κύκλο ισχύος ανάµεσα στο αναδυόµενο σύστηµα µετριοπαθούς ισλαµικής διακυβέρνησης και στην παλαιά τάξη πραγµάτων η οποία στηρίζει την διαφύλαξη του status quo απέναντι στον κίνδυνο ανάδειξης ισλαµιστικών πολιτικών δυνάµεων, η µεγάλη πρόκληση την επόµενη ηµέρα της κρίσης αφορά στη διατήρηση µίας λεπτής ισορροπίας ανάµεσα στους αντίπαλους πόλους πολιτικής ισχύος ώστε η χώρα να µπορέσει να ανασυγκροτηθεί και να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης, καθώς επίσης και την πορεία των όποιων οικονοµικών και πολιτικών µεταρρυθµίσεων προς όφελος πρωτίστως της Λιβύης και της περιοχής γενικότερα.
* Η Αντωνία ∆ήµου είναι επικεφαλής του τοµέα Μέσης Ανατολής και Περσικού Κόλπου στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άµυνας και Ασφάλειας (IAAA), εταίρος στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών (CSS) του πανεπιστηµίου της Ιορδανίας και στο Κέντρο για την Ανάπτυξη στη Μέση Ανατολή (CMED) του Πανεπιστηµίου της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...