Τα Βαλκάνια και το Ισλάμ
Η επιστροφή σε μια συζήτηση για το Ισλάμ στα Βαλκάνια δημιουργεί πάντα πειρασμούς για αναλύσεις «ισλαμικών τόξων» ή για μια φοβική οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής οχύρωσης της χριστιανικής Ευρώπης απέναντι σε έναν ισλαμικό δημογραφικό Αρμαγεδώνα.
Η σταδιακή ένταξη των Βαλκανίων και -ιδιαίτερα των δυτικών- σε ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, επαναφέρει το ζήτημα των μουσουλμανικών κοινωνιών και κοινοτήτων, πολλώ δε μάλλον, που οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων είναι γηγενείς, δηλαδή Ευρωπαίοι και σε καμιά περίπτωση μετανάστες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, από τα 12 περίπου εκατομμύρια των μουσουλμάνων που ζουν στην ηπειρωτική Ευρώπη, πάνω από τα 8 είναι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων -χωρίς να προσθέτουμε σε αυτούς τον πληθυσμό της ευρωπαϊκής πλευράς της Τουρκίας ή τους Τούρκους μετανάστες στην Δυτική Ευρώπη. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι το μέλλον των ισλαμικών κοινοτήτων της Ευρώπης συνδέεται άρρηκτα με την εξέλιξη των Βαλκάνιων μουσουλμάνων και των κοινωνιών τους.
Είναι, επίσης, σαφές ότι η θρησκευτική ταυτότητα πολλών εξ αυτών που εκλαμβάνουμε ως μουσουλμάνους είναι ζητούμενο -κυρίως στην περίπτωση της Αλβανίας, όπου το ολοκληρωτικό καθεστώς είχε εξαλείψει με άγρια αλλά και αποτελεσματική καταστολή κάθε έκφραση θρησκευτικού συναισθήματος. Επίσης, η θρησκευτικότητα των κοινωνιών αυτών είναι ένα ζητούμενο, ιδιαίτερα, για παράδειγμα στην Βοσνία, όπου παρατηρείται χαμηλή παρουσία και συμμετοχή στα τεμένη, τις νηστείες και τις προσευχές. Από την άλλη μεριά, η δημογραφική έκρηξη σε σχέση με τους χριστιανικούς πληθυσμούς και η ραγδαία αστικοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών θέτει νέα ζητήματα και προβλήματα. Μέχρι τώρα, στον πολιτικό, κοινωνικό τομέα, οι μουσουλμάνοι, συνήθως, δημιούργησαν δικές τους πολιτικές οργανώσεις αποσπώμενοι από τα μεγάλα εθνικά κόμματα και τις πελατειακές σχέσεις μαζί τους. Από την άλλη, πολλές από αυτές τις οργανώσεις προσπάθησαν να συνδέσουν την μουσουλμανική ταυτότητα με μια εθνική ταυτότητα διαφορετική από αυτή του έθνους - κράτους στο οποίο ζουν. Βλέπουν, δηλαδή, το Ισλάμ ως προστατευτική ασπίδα απέναντι στην ενσωμάτωσή τους σε σλαβικούς ή ελληνικούς πληθυσμούς.
Στην δεκαετία του 1990, υπήρξε μια μεγάλη προσπάθεια να αναπτυχθεί ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς το ρεύμα του εξτρεμιστικού σαλαφικού και ουαχαβιτικού Ισλάμ, που κυριαρχεί στην Σαουδική Αραβία και ευαγγελίζεται την κυριαρχία μιας παγκόσμιας μουσουλμανικής κοινότητας, μιας παγκόσμιας ούμα. Η ευσεβιστική και, εν πολλοίς, μυστικιστική σούφι παράδοση του βαλκανικού Ισλάμ δεν αποτελεί εύφορο έδαφος. Όμως, μικρές πληθυσμιακά (150.000) μουσουλμανικές κοινότητες, όπως οι σλαβόφωνοι Τορμπέσι και Γκοράνι στην ΠΓΔΜ, φαίνεται ότι έχουν δυσανάλογα επηρεαστεί από το εξτρεμιστικό Ισλάμ. Φορείς αυτής της επιρροής είναι συμπατριώτες τους που εργάζονταν στη Δυτική Ευρώπη, που οργανώθηκαν εκεί σε εξτρεμιστικούς πυρήνες και τώρα επέστρεψαν στα πάτρια. Τα δίκτυα, επίσης, λειτουργούν και υπογείως αφού υπάρχουν στοιχεία επαφών μεταξύ εξτρεμιστών Βόσνιων ιεροκηρύκων και Σλαβομακεδόνων μουσουλμάνων. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κίνηση ουχαβιτικών εξτρεμιστικών ομάδων και ιδρυμάτων που προσφέρουν οικονομική ενίσχυση για το προσκύνημα, αφού προσκυνητές «λοξοδρομούν» προς το Πακιστάν και το Αφγανιστάν μέσω της οργάνωσης "Ομάδα Ιεροκηρύκων Τablighi Jamaat".
Αντίθετα, πολύ πιο σημαντική επιρροή μπορεί να ασκήσει το μουσουλμανικό ευσεβιστικό κίνημα "Φετουλλάχ Γκιουλέν". Το κίνημα αυτό, που δημιουργήθηκε από «μαθητές» του Φετουλλάχ Γκιουλέν, ενός Τούρκου ιεροκήρυκα που ζει σήμερα στις ΗΠΑ, μπορεί να θεωρηθεί ευσεβιστικό και δεν αντιπαρατίθεται στην εκάστοτε εξουσία. Κηρύσσει την πιστή τήρηση των θρησκευτικών κανόνων στην ιδιωτική ζωή. Σύμφωνα με το κίνημα, η ηθική και οικονομική παρακμή του μουσουλμανικού κόσμου οφείλεται στην πνευματική και επιστημονική υστέρησή του.
Βασική στρατηγική για να μεταρρυθμίσει την ισλαμική παράδοση και να ξεπεράσει την στέρηση είναι η εκπαίδευση, ώστε να συνδυάσει την πνευματικότητα με την επιστημονική γνώση, τον ορθό λόγο με τον αποκαλυπτικό, το μυαλό με την καρδιά. Κηρύσσει την πίστη στις ηθικές αρχές του Ισλάμ, την αφοσίωση στην τουρκική ταυτότητα αλλά και την πίστη στην ελεύθερη οικονομία και την σύζευξη όλων αυτών με την επιστήμη και την τεχνολογία.
Το κίνημα αυτό, στενά συνδεδεμένο με τα τουρκικά κόμματα που βρίσκονταν κατά καιρούς εγγύτερα προς το πολιτικό Ισλάμ -και βέβαια κοντά στο κυβερνών ΑΚΡ, δημιουργεί δεσμούς με τοπικούς και εθνικούς πολιτικούς παράγοντες σε όλη την περιοχή και συνεργάζεται με άλλες οργανώσεις -όχι μόνο για ανθρωπιστικούς αλλά και πολιτικούς σκοπούς, όπως η σύνδεση θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας και η καταπίεση των μουσουλμάνων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υφέρπουσα μακροπρόθεσμη επιδίωξή του είναι να ισλαμοποιήσει την τουρκική εθνική ιδεολογία και να τουρκοποιήσει το Ισλάμ. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι νεοσυντηρητικοί αναλυτές του ισλαμισμού στις ΗΠΑ φτάνουν, μάλλον, παράλογα να συγκρίνουν τον Γκιουλέν και το κίνημά του με τον Χομεϊνί.
Αλλά το κίνημα του Γκιουλέν δεν περιορίζεται μόνο στη δημιουργία δικτύων ανάμεσα σε ισλαμιστές, ούτε μόνο ανάμεσα σε μουσουλμανικές κοινότητες, αλλά αποσκοπεί σε μια διεθνική προσέγγιση διαπερνώντας θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές (π.χ. σχολεία στην Αλβανία) και έτσι, επεκτείνει τις επαφές αλλά και την επιρροή του σε μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς και ηγεσίες. Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, χαρακτηριστικό του κινήματος για την κοινωνική και πολιτική συγκρότηση των μουσουλμανικών κοινοτήτων στα Βαλκάνια είναι η βασική αντίληψη περί υπηρεσίας – προσφοράς, hizmet. Σύμφωνα με αυτή, η σκληρή δουλειά και η θυσία των προσωπικών αναγκών στην υπηρεσία των συνανθρώπων και της κοινότητας, σημαίνει υπηρεσία προς τον Θεό. Η αντίληψη αυτή, καταλήγουν πολλοί, έχει κοινά στοιχεία με την προτεσταντική «ηθική του απόλυτου προορισμού» και παραπέμπουν στη βεμπεριανή προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού. Μάλιστα, η ανάπτυξη μιας μεσαίας θρησκευόμενης επιχειρηματικής τάξης στην Ανατολία βασίζεται σημαντικά και σε αυτήν την αντίληψη.
Το κίνημα δημιουργεί δεκάδες σχολεία σε περιοχές όπως, κυρίως, η Βοσνία - Ερζεγοβίνη αλλά και η Βουλγαρία, το Κόσοβο, η ΠΓΔΜ και η Αλβανία. Υπολογίζεται ότι έχει περίπου 200.000 μέλη και 4 εκατ. πιστούς σε όλον τον κόσμο -μεταξύ αυτών, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και επιχειρηματίες. Έχει δημιουργήσει συγκρότημα μέσων μαζικής ενημέρωσης, εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς. Διαθέτει τράπεζα που δανείζει άτοκα και κάνει επενδύσεις στην Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια. Στις ίδιες περιοχές διατηρεί περίπου 300 σχολεία αλλά και ανώτατες σχολές, ενώ οι περισσότεροι από τους δασκάλους, μετεκπαιδεύονται στην Τουρκία. Η σχέση του με το τουρκικό κράτος δεν είναι πάντα αρμονικές. Για παράδειγμα, μέχρι το 2000 απόφοιτοι πανεπιστημίων του κινήματος, δεν έπαιρναν ισοτιμία από την τουρκική επιτροπή πτυχίων.
Η χώρα με την σημαντικότερη παρουσία σχολείων του κινήματος Φετουλλάχ Γκιουλέν είναι η Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Τα σχολεία αυτά θεωρούνται εκπαιδευτήρια της ελίτ και οι απόφοιτοί του έχουν υψηλό ποσοστό επιτυχίας στην είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο. Είναι ιδιωτικά σχολεία αλλά υπάρχει μεγάλος αριθμός υποτροφιών. Μεγάλο μέρος των μαθημάτων διδάσκεται στα αγγλικά και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση διδάσκεται και η τουρκική γλώσσα. Στα σχολεία αυτά μπορούν να εγγραφούν και χριστιανοί, οι οποίοι σύμφωνα με τον κανονισμό του, μπορούν να λάβουν χριστιανική θρησκευτική εκπαίδευση, εάν το επιθυμούν. Η συμμετοχή, όμως, χριστιανών μαθητών είναι πολύ μικρή, κάτω του 3%.
Το κίνημα δεν έχει μια σαφή ιεραρχική, πυραμιδική δομή αλλά λειτουργεί ως χαλαρό δίκτυο σχολείων, πολιτιστικών κέντρων, ιδρυμάτων, εταιρειών, μέσων ενημέρωσης, νοσοκομείων κλπ που είτε είναι άμεσα συνδεδεμένα με τον Φετουλλάχ Γκιουλέν είτε τον θεωρούν ως πηγή έμπνευσης και μοντέλο δράσης. Υπάρχουν, για παράδειγμα, σχολεία στην ΠΓΔΜ, την Αλβανία και το Κόσοβο που δεν ανήκουν στο κίνημα αλλά ακολουθούν το πρότυπό του. Την ίδια στιγμή, λόγω των διεθνών εξελίξεων αλλά και της εμπλοκής του κινήματος σε διεθνή εκπαιδευτικά προγράμματα, ο λόγος του έχει μετεξελιχθεί σε μια επανερμηνεία των ισλαμικών αξιών ως παγκόσμιων αξιών, απομακρυνόμενος από την τουρκική ταυτότητα. Θα μπορούσε αυτή η εξέλιξη να αποδοθεί στην «απο-εδαφοποίηση» (de-territorialisation) του Ισλάμ, που σύμφωνα με το Olivier Roy, γίνεται όλο και λιγότερο συνδεδεμένο με μια συγκεκριμένη γεωγραφική και πολιτισμική περιοχή και το σύνορο μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ δεν είναι πια γεωγραφικό και βαίνει όλο και λιγότερο πολιτισμικό.
Πηγή
Η σταδιακή ένταξη των Βαλκανίων και -ιδιαίτερα των δυτικών- σε ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, επαναφέρει το ζήτημα των μουσουλμανικών κοινωνιών και κοινοτήτων, πολλώ δε μάλλον, που οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων είναι γηγενείς, δηλαδή Ευρωπαίοι και σε καμιά περίπτωση μετανάστες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, από τα 12 περίπου εκατομμύρια των μουσουλμάνων που ζουν στην ηπειρωτική Ευρώπη, πάνω από τα 8 είναι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων -χωρίς να προσθέτουμε σε αυτούς τον πληθυσμό της ευρωπαϊκής πλευράς της Τουρκίας ή τους Τούρκους μετανάστες στην Δυτική Ευρώπη. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι το μέλλον των ισλαμικών κοινοτήτων της Ευρώπης συνδέεται άρρηκτα με την εξέλιξη των Βαλκάνιων μουσουλμάνων και των κοινωνιών τους.
Είναι, επίσης, σαφές ότι η θρησκευτική ταυτότητα πολλών εξ αυτών που εκλαμβάνουμε ως μουσουλμάνους είναι ζητούμενο -κυρίως στην περίπτωση της Αλβανίας, όπου το ολοκληρωτικό καθεστώς είχε εξαλείψει με άγρια αλλά και αποτελεσματική καταστολή κάθε έκφραση θρησκευτικού συναισθήματος. Επίσης, η θρησκευτικότητα των κοινωνιών αυτών είναι ένα ζητούμενο, ιδιαίτερα, για παράδειγμα στην Βοσνία, όπου παρατηρείται χαμηλή παρουσία και συμμετοχή στα τεμένη, τις νηστείες και τις προσευχές. Από την άλλη μεριά, η δημογραφική έκρηξη σε σχέση με τους χριστιανικούς πληθυσμούς και η ραγδαία αστικοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών θέτει νέα ζητήματα και προβλήματα. Μέχρι τώρα, στον πολιτικό, κοινωνικό τομέα, οι μουσουλμάνοι, συνήθως, δημιούργησαν δικές τους πολιτικές οργανώσεις αποσπώμενοι από τα μεγάλα εθνικά κόμματα και τις πελατειακές σχέσεις μαζί τους. Από την άλλη, πολλές από αυτές τις οργανώσεις προσπάθησαν να συνδέσουν την μουσουλμανική ταυτότητα με μια εθνική ταυτότητα διαφορετική από αυτή του έθνους - κράτους στο οποίο ζουν. Βλέπουν, δηλαδή, το Ισλάμ ως προστατευτική ασπίδα απέναντι στην ενσωμάτωσή τους σε σλαβικούς ή ελληνικούς πληθυσμούς.
Στην δεκαετία του 1990, υπήρξε μια μεγάλη προσπάθεια να αναπτυχθεί ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς το ρεύμα του εξτρεμιστικού σαλαφικού και ουαχαβιτικού Ισλάμ, που κυριαρχεί στην Σαουδική Αραβία και ευαγγελίζεται την κυριαρχία μιας παγκόσμιας μουσουλμανικής κοινότητας, μιας παγκόσμιας ούμα. Η ευσεβιστική και, εν πολλοίς, μυστικιστική σούφι παράδοση του βαλκανικού Ισλάμ δεν αποτελεί εύφορο έδαφος. Όμως, μικρές πληθυσμιακά (150.000) μουσουλμανικές κοινότητες, όπως οι σλαβόφωνοι Τορμπέσι και Γκοράνι στην ΠΓΔΜ, φαίνεται ότι έχουν δυσανάλογα επηρεαστεί από το εξτρεμιστικό Ισλάμ. Φορείς αυτής της επιρροής είναι συμπατριώτες τους που εργάζονταν στη Δυτική Ευρώπη, που οργανώθηκαν εκεί σε εξτρεμιστικούς πυρήνες και τώρα επέστρεψαν στα πάτρια. Τα δίκτυα, επίσης, λειτουργούν και υπογείως αφού υπάρχουν στοιχεία επαφών μεταξύ εξτρεμιστών Βόσνιων ιεροκηρύκων και Σλαβομακεδόνων μουσουλμάνων. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κίνηση ουχαβιτικών εξτρεμιστικών ομάδων και ιδρυμάτων που προσφέρουν οικονομική ενίσχυση για το προσκύνημα, αφού προσκυνητές «λοξοδρομούν» προς το Πακιστάν και το Αφγανιστάν μέσω της οργάνωσης "Ομάδα Ιεροκηρύκων Τablighi Jamaat".
Αντίθετα, πολύ πιο σημαντική επιρροή μπορεί να ασκήσει το μουσουλμανικό ευσεβιστικό κίνημα "Φετουλλάχ Γκιουλέν". Το κίνημα αυτό, που δημιουργήθηκε από «μαθητές» του Φετουλλάχ Γκιουλέν, ενός Τούρκου ιεροκήρυκα που ζει σήμερα στις ΗΠΑ, μπορεί να θεωρηθεί ευσεβιστικό και δεν αντιπαρατίθεται στην εκάστοτε εξουσία. Κηρύσσει την πιστή τήρηση των θρησκευτικών κανόνων στην ιδιωτική ζωή. Σύμφωνα με το κίνημα, η ηθική και οικονομική παρακμή του μουσουλμανικού κόσμου οφείλεται στην πνευματική και επιστημονική υστέρησή του.
Βασική στρατηγική για να μεταρρυθμίσει την ισλαμική παράδοση και να ξεπεράσει την στέρηση είναι η εκπαίδευση, ώστε να συνδυάσει την πνευματικότητα με την επιστημονική γνώση, τον ορθό λόγο με τον αποκαλυπτικό, το μυαλό με την καρδιά. Κηρύσσει την πίστη στις ηθικές αρχές του Ισλάμ, την αφοσίωση στην τουρκική ταυτότητα αλλά και την πίστη στην ελεύθερη οικονομία και την σύζευξη όλων αυτών με την επιστήμη και την τεχνολογία.
Το κίνημα αυτό, στενά συνδεδεμένο με τα τουρκικά κόμματα που βρίσκονταν κατά καιρούς εγγύτερα προς το πολιτικό Ισλάμ -και βέβαια κοντά στο κυβερνών ΑΚΡ, δημιουργεί δεσμούς με τοπικούς και εθνικούς πολιτικούς παράγοντες σε όλη την περιοχή και συνεργάζεται με άλλες οργανώσεις -όχι μόνο για ανθρωπιστικούς αλλά και πολιτικούς σκοπούς, όπως η σύνδεση θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας και η καταπίεση των μουσουλμάνων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υφέρπουσα μακροπρόθεσμη επιδίωξή του είναι να ισλαμοποιήσει την τουρκική εθνική ιδεολογία και να τουρκοποιήσει το Ισλάμ. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι νεοσυντηρητικοί αναλυτές του ισλαμισμού στις ΗΠΑ φτάνουν, μάλλον, παράλογα να συγκρίνουν τον Γκιουλέν και το κίνημά του με τον Χομεϊνί.
Αλλά το κίνημα του Γκιουλέν δεν περιορίζεται μόνο στη δημιουργία δικτύων ανάμεσα σε ισλαμιστές, ούτε μόνο ανάμεσα σε μουσουλμανικές κοινότητες, αλλά αποσκοπεί σε μια διεθνική προσέγγιση διαπερνώντας θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές (π.χ. σχολεία στην Αλβανία) και έτσι, επεκτείνει τις επαφές αλλά και την επιρροή του σε μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς και ηγεσίες. Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, χαρακτηριστικό του κινήματος για την κοινωνική και πολιτική συγκρότηση των μουσουλμανικών κοινοτήτων στα Βαλκάνια είναι η βασική αντίληψη περί υπηρεσίας – προσφοράς, hizmet. Σύμφωνα με αυτή, η σκληρή δουλειά και η θυσία των προσωπικών αναγκών στην υπηρεσία των συνανθρώπων και της κοινότητας, σημαίνει υπηρεσία προς τον Θεό. Η αντίληψη αυτή, καταλήγουν πολλοί, έχει κοινά στοιχεία με την προτεσταντική «ηθική του απόλυτου προορισμού» και παραπέμπουν στη βεμπεριανή προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού. Μάλιστα, η ανάπτυξη μιας μεσαίας θρησκευόμενης επιχειρηματικής τάξης στην Ανατολία βασίζεται σημαντικά και σε αυτήν την αντίληψη.
Το κίνημα δημιουργεί δεκάδες σχολεία σε περιοχές όπως, κυρίως, η Βοσνία - Ερζεγοβίνη αλλά και η Βουλγαρία, το Κόσοβο, η ΠΓΔΜ και η Αλβανία. Υπολογίζεται ότι έχει περίπου 200.000 μέλη και 4 εκατ. πιστούς σε όλον τον κόσμο -μεταξύ αυτών, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και επιχειρηματίες. Έχει δημιουργήσει συγκρότημα μέσων μαζικής ενημέρωσης, εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς. Διαθέτει τράπεζα που δανείζει άτοκα και κάνει επενδύσεις στην Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια. Στις ίδιες περιοχές διατηρεί περίπου 300 σχολεία αλλά και ανώτατες σχολές, ενώ οι περισσότεροι από τους δασκάλους, μετεκπαιδεύονται στην Τουρκία. Η σχέση του με το τουρκικό κράτος δεν είναι πάντα αρμονικές. Για παράδειγμα, μέχρι το 2000 απόφοιτοι πανεπιστημίων του κινήματος, δεν έπαιρναν ισοτιμία από την τουρκική επιτροπή πτυχίων.
Η χώρα με την σημαντικότερη παρουσία σχολείων του κινήματος Φετουλλάχ Γκιουλέν είναι η Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Τα σχολεία αυτά θεωρούνται εκπαιδευτήρια της ελίτ και οι απόφοιτοί του έχουν υψηλό ποσοστό επιτυχίας στην είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο. Είναι ιδιωτικά σχολεία αλλά υπάρχει μεγάλος αριθμός υποτροφιών. Μεγάλο μέρος των μαθημάτων διδάσκεται στα αγγλικά και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση διδάσκεται και η τουρκική γλώσσα. Στα σχολεία αυτά μπορούν να εγγραφούν και χριστιανοί, οι οποίοι σύμφωνα με τον κανονισμό του, μπορούν να λάβουν χριστιανική θρησκευτική εκπαίδευση, εάν το επιθυμούν. Η συμμετοχή, όμως, χριστιανών μαθητών είναι πολύ μικρή, κάτω του 3%.
Το κίνημα δεν έχει μια σαφή ιεραρχική, πυραμιδική δομή αλλά λειτουργεί ως χαλαρό δίκτυο σχολείων, πολιτιστικών κέντρων, ιδρυμάτων, εταιρειών, μέσων ενημέρωσης, νοσοκομείων κλπ που είτε είναι άμεσα συνδεδεμένα με τον Φετουλλάχ Γκιουλέν είτε τον θεωρούν ως πηγή έμπνευσης και μοντέλο δράσης. Υπάρχουν, για παράδειγμα, σχολεία στην ΠΓΔΜ, την Αλβανία και το Κόσοβο που δεν ανήκουν στο κίνημα αλλά ακολουθούν το πρότυπό του. Την ίδια στιγμή, λόγω των διεθνών εξελίξεων αλλά και της εμπλοκής του κινήματος σε διεθνή εκπαιδευτικά προγράμματα, ο λόγος του έχει μετεξελιχθεί σε μια επανερμηνεία των ισλαμικών αξιών ως παγκόσμιων αξιών, απομακρυνόμενος από την τουρκική ταυτότητα. Θα μπορούσε αυτή η εξέλιξη να αποδοθεί στην «απο-εδαφοποίηση» (de-territorialisation) του Ισλάμ, που σύμφωνα με το Olivier Roy, γίνεται όλο και λιγότερο συνδεδεμένο με μια συγκεκριμένη γεωγραφική και πολιτισμική περιοχή και το σύνορο μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ δεν είναι πια γεωγραφικό και βαίνει όλο και λιγότερο πολιτισμικό.
Πηγή
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...