Η γεωπολιτική των μικρών συμμαχιών
Ασκώντας πλουραλιστική διπλωματία σε έναν «επίπεδο» κόσμο
Γράφει ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας
Πολλές φορές η επιχειρηματολογία περί πολυδιάστατης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τείνει να ταυτίζεται με ένα γεωστρατηγικό άνοιγμα προς την Ρωσία και δευτερευόντως προς την Κίνα. Σε πιο εμπλουτισμένες αναλύσεις εμφανίζεται και το Ιράν, ενώ κάποιες πιο «ισορροπημένες» κάνουν λόγο και επαναδιατύπωση της ειδικής στρατηγικής σχέσης της Αθήνας με την Ουάσιγκτον.
Οι απόψεις αυτές τείνουν να παραβλέπουν τη δυναμική που μπορεί να έχουν οι σχέσεις της Ελλάδας με μία σειρά από χώρες, οι οποίες είτε βρίσκονται πολύ μακριά από αυτή και κατά συνέπεια υποτίθεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο ουσιαστικής γεωστρατηγικής σύμπλευσης, είτε είναι γειτονικές αλλά μικρές κα θεωρούνται ασήμαντες.
Δύο εκ των τελευταίων είναι η Βουλγαρία και η Σερβία, με την πρώτη να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και τη δεύτερη να έχει μία ξεχωριστή ιστορική σχέση με την Ελλάδα και να διαθέτει μία ιδιαίτερη γεωπολιτική δυναμική, η οποία προκύπτει από το ιστορικό παρελθόν τόσο της Σερβίας αυτής καθεαυτής όσο κα της Γιουγκοσλαβίας, με τον προνομιακό ρόλο που είχε στο ψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα ως ηγετική δύναμη του Κινήματος των Αδεσμεύτων.
Με τις δύο αυτές χώρες η Ελλάδα θα μπορούσε να αρχίσει να εξετάζει την υλοποίηση κοινών πολιτικών όσον αφορά στις σχέσεις Ε.Ε. και Ρωσίας, αλλά και τη σχεδίαση εναλλακτικών στρατηγικών σε περίπτωση που προκύψει σοβαρή κρίση στις σχέσεις μας με την Ένωση ή ακόμη και συνολική αποδόμηση της ευρωπαϊκής συνοχής και χρειαστεί να αναγκαστούμε να επιβιώσουμε σε έναν «μεταευρωπαϊκό» κόσμο.
Η άλλη κατηγορία είναι μεσαίες δυνάμεις που διεκδικούν αυξημένο ρόλο στο διαμορφούμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα και οι οποίες βρίσκονται σε μακρινές από την Ελλάδα περιοχές.
Όμως, όπως έχει επιχειρηματολογήσει ο γράφων και σε προηγούμενα άρθρα τους, το διεθνές σύστημα είναι ένα και ενιαίο. Ζούμε σε έναν «επίπεδο» κόσμο, κατά τη διάσημη ρήση του Τόμας Φρίντμαν, όπου όλα τα επιμέρους γεωσυστήματα αλληλεπιδρούν, ανεξαρτήτως του που βρίσκονται στον πλανήτη. Επιπροσθέτως, ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης υφίσταται έντονες αλλαγές και ανακατατάξεις. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη ρήξη των αρκτικών πάγων και στη δημιουργία ενός διαδρόμου γρήγορης επικοινωνίας γύρω από την Ευρασία, κομβικό κομμάτι του οποίου είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Αυτός ο διάδρομος ενδιαφέρει και μία σειρά από χώρες που βρίσκονται εκτός Ευρασίας, οι οποίες όμως επιθυμούν να έχουν προνομιακή πρόσβαση σε αυτή.
Μία από αυτές είναι η Βραζιλία, η οποία θέλει να μετατραπεί σε ναυτική δύναμη ώστε να μπορεί να προωθεί τα εμπορικά και ευρύτερα γεωπολιτικά της συμφέροντα σε σημαντικές γι αυτή ευρασιατικές χώρες. Επιπροσθέτως, η Βραζιλία, όπως και η Κίνα, επιδιώκει να δημιουργήσει πύλες εισόδου των προϊόντων της στην Ευρώπη και μία εξ αυτών, ίσως η πιο σημαντική, είναι η Ελλάδα.
Ελλάδα, Ινδία, Ιαπωνία και οι «αρχαίοι πολιτισμοί»
Ενδεχομένως, η πιο σημαντική χώρα, εκτός του γνωστού διδύμου Ρωσίας – Κίνας, με την οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει στρατηγικές σχέσεις, είναι η Ινδία. Η τελευταία εμφανίζεται κι αυτή ως μία μεγάλη, παγκόσμιας εμβέλειας αναδυόμενη δύναμη, η οποία επιδιώκει να λειτουργήσει ως αντίπαλο δέος της Κίνας στην Ασία και να κυριαρχήσει στον Ινδικό Ωκεανό, μεταβαλλόμενη σε περιφερειακή ωκεάνια δύναμη. Εξ αντικειμένου, λοιπόν, η Ινδία στοχεύει να είναι σε θέση να ασκεί επιρροή και σε περιοχές εκτός του άμεσου γεωσυστήματός της, έτσι ώστε να αποφύγει να εγκλωβιστεί ανάμεσα στην Κίνα, την Ρωσία και το Πακιστάν. Επιπροσθέτως, αποκτώντας προσβάσεις σε κρίσιμα διεθνή σημεία, θα μπορέσει να προσδιορίσει τις σχέσεις της τόσο με τη Ρωσία όσο και με τις ΗΠΑ, σε ισότιμη βάση, και θα καταφέρει να μην οδηγηθεί σε κανενός είδους αναγκαστική αποκλειστική συμμαχία με καμία από τις δύο. Έτσι, θα μπορέσει να διατηρήσει την πολιτική της αδέσμευτης δύναμης που είχε εγκαινιάσει ο Νεχρού και συνέχισε η Ίντιρα Γκάντι, αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις, τόσο του Κόμματος του Κογκρέσου όσο και των εθνικιστών του BJP.
Μία άλλη, παρεξηγημένη χώρα, όσον αφορά τις δυνατότητες ενίσχυσης των σχέσεων μαζί της, είναι η Ιαπωνία. Η τελευταία, απομονωμένη στα περιορισμένης έκτασης και ανύπαρκτων φυσικών πόρων ιαπωνικά νησιά, έχοντας να αντιμετωπίσει την εκρηκτικά αυξανόμενη ισχύ της Κίνας και διατηρώντας μία προβληματική σχέση με τις ΗΠΑ, φαίνεται πως επιδιώκει να αναπτύξει μία διεθνή αρχιτεκτονική συμμαχιών έτσι ώστε να είναι σε θέση να υπερασπίσει τα ζωτικά της συμφέροντα. Η αρχιτεκτονική αυτή περιλαμβάνει και την πρόσβαση σε κρίσιμα «σημεία στραγγαλισμού» (“choke points”) των διεθνών γραμμών εμπορίου –με την Ανατολική Μεσόγειο να είναι ίσως ένα από τα πιο σημαντικά εξ αυτών-, καθώς και με την ανάπτυξη προνομιακών σχέσεων με χώρες που διαθέτουν αποθέματα κρίσιμων φυσικών πόρων, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν γι αυτή ως στρατηγικό απόθεμα κινδύνου.
Επίσης, το Βιετνάμ και η Ινδονησία έχουν να αντιμετωπίσουν μία ιδιόρρυθμη κατάσταση. Ενώ είναι και οι δύο ανερχόμενες μεσαίες δυνάμεις, απειλούνται να εγκλωβιστούν ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία και κατά συνέπεια είναι πιθανό ότι θα προσπαθήσουν να διευρύνουν την παρουσία τους στο διεθνές σύστημα έτσι ώστε να εξισορροπήσουν την πίεση αυτή. Άρα ενδέχεται να αναζητήσουν συνεργάτες σε διάφορα κρίσιμα σημεία του διεθνούς συστήματος, ένα εκ των οποίων είναι κι αυτό της Ελλάδας. Επιπροσθέτως, και οι χώρες αυτές επιδιώκουν να αποκτήσουν πύλες εισόδου των συνεχώς βελτιούμενων προϊόντων τους στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πάντως, θα ήταν μάλλον λάθος να κρίνουμε τη δυναμική των σχέσεων της Ελλάδας με όλες αυτές τις χώρες σε ένα αυστηρά υλιστικό επίπεδο. Τόσο η Ιαπωνία, όσο και η Κίνα, η Ινδία και το Βιετνάμ, όπως κι άλλες χώρες, στη γεωπολιτική ταυτότητα των οποίων το πολιτισμικό και ιστορικό βάθος παίζει σημαντικό ρόλο, δίνουν μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη σχέσεων με χώρες με παρόμοιο ιστορικό και πολιτισμικό βάθος. Και η Ελλάδα είναι μία ιστορική και πολιτισμική υπερδύναμη, όσο κι αν παλεύει να το ξεχάσει.
Σε κάθε περίπτωση, στο διασπασμένο διεθνές σύστημα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οι παραπάνω είναι απλώς ορισμένες από τις χώρες που ενδέχεται να θέλουν να δημιουργήσουν παγκόσμιες αρχιτεκτονικές συμμαχιών και κατά συνέπεια αποτελούν εν δυνάμει σημαντικούς συνεργάτες μίας Ελλάδας που θα επιδιώκει να υλοποιήσει μία πλουραλιστική εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν, φυσικά, κι άλλες. Δύο εξ αυτών είναι η Νότιος Αφρική και το Καζακστάν, ενώ ο κατάλογος μπορεί να μεγαλώσει περαιτέρω.
Η παγίδα
Μία επιλογή ενίσχυσης των σχέσεων με πολλές και σχετικά μικρές χώρες του διεθνούς συστήματος μπορεί να έχει και μία σημαντική παράπλευρη ωφέλεια για την Ελλάδα όσον αφορά στις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα. Συγκεκριμένα, μπορεί να προστατεύσει την ελληνική εξωτερική πολιτική από το να πέσει στην παγίδα να ερμηνεύσει την ανάγκη για πλουραλιστική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική ως τη μετάβαση από τον έναν στον προστάτη – αφέντη σε έναν άλλο. Η ελληνική γεωστρατηγική θα πρέπει να απαλλαγεί μία για πάντα από τη λογική του να υπαχθεί στη σφαίρα επιρροής κάποιου ισχυρού παράγοντα, όποιος κι αν είναι αυτός, και εν συνεχεία να λειτουργεί ως απόφυση του παράγοντα αυτού, προσμένοντας να ανταμειφθεί για την υπακοή της, ή, έστω, απλώς να μην τιμωρηθεί…
Μία πολιτική συνεργασιών με χώρες που δεν αντιμετωπίζονται με μεταφυσικό δέος ως «παγκόσμιες υπερδυνάμεις» και συνεπακόλουθα ως υποψήφιοι αφέντες, μπορεί αφενός μεν να εκπαιδεύσει την ελληνική εξωτερική πολιτική να συνεργάζεται ισότιμα με τους εκάστοτε συνομιλητές της, αφετέρου δε εμπλουτίζει τον κατάλογο των χωρών με τις οποίες μπορεί να συνεργαστεί, άρα περιορίζει τις δυνατότητες των μεγάλων δυνάμεων να ασκούν πιέσεις στην Αθήνα.
Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, η πολιτική συνεργασίας με πολλές μεσαίες και μικρές δυνάμεις είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση της πίεσης που μπορεί να ασκήσουν στην Ελλάδα υπάρχοντες ή υποψήφιοι επικυρίαρχοι, κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάπτυξη μιας πραγματικά ανεξάρτητης εθνοκεντρικής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο για τη μελλοντική ελληνική γεωστρατηγική: όχι να αλλάξει τους αφέντες της, αλλά να μπορέσει, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της, να λειτουργήσει ανεξάρτητα και εθνοκεντρικά, όπως επιτάσσει η ανελέητη διαμορφούμενη διεθνής πραγματικότητα.
* Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 289
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράφει ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας
Πολλές φορές η επιχειρηματολογία περί πολυδιάστατης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τείνει να ταυτίζεται με ένα γεωστρατηγικό άνοιγμα προς την Ρωσία και δευτερευόντως προς την Κίνα. Σε πιο εμπλουτισμένες αναλύσεις εμφανίζεται και το Ιράν, ενώ κάποιες πιο «ισορροπημένες» κάνουν λόγο και επαναδιατύπωση της ειδικής στρατηγικής σχέσης της Αθήνας με την Ουάσιγκτον.
Οι απόψεις αυτές τείνουν να παραβλέπουν τη δυναμική που μπορεί να έχουν οι σχέσεις της Ελλάδας με μία σειρά από χώρες, οι οποίες είτε βρίσκονται πολύ μακριά από αυτή και κατά συνέπεια υποτίθεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο ουσιαστικής γεωστρατηγικής σύμπλευσης, είτε είναι γειτονικές αλλά μικρές κα θεωρούνται ασήμαντες.
Δύο εκ των τελευταίων είναι η Βουλγαρία και η Σερβία, με την πρώτη να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και τη δεύτερη να έχει μία ξεχωριστή ιστορική σχέση με την Ελλάδα και να διαθέτει μία ιδιαίτερη γεωπολιτική δυναμική, η οποία προκύπτει από το ιστορικό παρελθόν τόσο της Σερβίας αυτής καθεαυτής όσο κα της Γιουγκοσλαβίας, με τον προνομιακό ρόλο που είχε στο ψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα ως ηγετική δύναμη του Κινήματος των Αδεσμεύτων.
Με τις δύο αυτές χώρες η Ελλάδα θα μπορούσε να αρχίσει να εξετάζει την υλοποίηση κοινών πολιτικών όσον αφορά στις σχέσεις Ε.Ε. και Ρωσίας, αλλά και τη σχεδίαση εναλλακτικών στρατηγικών σε περίπτωση που προκύψει σοβαρή κρίση στις σχέσεις μας με την Ένωση ή ακόμη και συνολική αποδόμηση της ευρωπαϊκής συνοχής και χρειαστεί να αναγκαστούμε να επιβιώσουμε σε έναν «μεταευρωπαϊκό» κόσμο.
Η άλλη κατηγορία είναι μεσαίες δυνάμεις που διεκδικούν αυξημένο ρόλο στο διαμορφούμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα και οι οποίες βρίσκονται σε μακρινές από την Ελλάδα περιοχές.
Όμως, όπως έχει επιχειρηματολογήσει ο γράφων και σε προηγούμενα άρθρα τους, το διεθνές σύστημα είναι ένα και ενιαίο. Ζούμε σε έναν «επίπεδο» κόσμο, κατά τη διάσημη ρήση του Τόμας Φρίντμαν, όπου όλα τα επιμέρους γεωσυστήματα αλληλεπιδρούν, ανεξαρτήτως του που βρίσκονται στον πλανήτη. Επιπροσθέτως, ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης υφίσταται έντονες αλλαγές και ανακατατάξεις. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη ρήξη των αρκτικών πάγων και στη δημιουργία ενός διαδρόμου γρήγορης επικοινωνίας γύρω από την Ευρασία, κομβικό κομμάτι του οποίου είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Αυτός ο διάδρομος ενδιαφέρει και μία σειρά από χώρες που βρίσκονται εκτός Ευρασίας, οι οποίες όμως επιθυμούν να έχουν προνομιακή πρόσβαση σε αυτή.
Μία από αυτές είναι η Βραζιλία, η οποία θέλει να μετατραπεί σε ναυτική δύναμη ώστε να μπορεί να προωθεί τα εμπορικά και ευρύτερα γεωπολιτικά της συμφέροντα σε σημαντικές γι αυτή ευρασιατικές χώρες. Επιπροσθέτως, η Βραζιλία, όπως και η Κίνα, επιδιώκει να δημιουργήσει πύλες εισόδου των προϊόντων της στην Ευρώπη και μία εξ αυτών, ίσως η πιο σημαντική, είναι η Ελλάδα.
Ελλάδα, Ινδία, Ιαπωνία και οι «αρχαίοι πολιτισμοί»
Ενδεχομένως, η πιο σημαντική χώρα, εκτός του γνωστού διδύμου Ρωσίας – Κίνας, με την οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει στρατηγικές σχέσεις, είναι η Ινδία. Η τελευταία εμφανίζεται κι αυτή ως μία μεγάλη, παγκόσμιας εμβέλειας αναδυόμενη δύναμη, η οποία επιδιώκει να λειτουργήσει ως αντίπαλο δέος της Κίνας στην Ασία και να κυριαρχήσει στον Ινδικό Ωκεανό, μεταβαλλόμενη σε περιφερειακή ωκεάνια δύναμη. Εξ αντικειμένου, λοιπόν, η Ινδία στοχεύει να είναι σε θέση να ασκεί επιρροή και σε περιοχές εκτός του άμεσου γεωσυστήματός της, έτσι ώστε να αποφύγει να εγκλωβιστεί ανάμεσα στην Κίνα, την Ρωσία και το Πακιστάν. Επιπροσθέτως, αποκτώντας προσβάσεις σε κρίσιμα διεθνή σημεία, θα μπορέσει να προσδιορίσει τις σχέσεις της τόσο με τη Ρωσία όσο και με τις ΗΠΑ, σε ισότιμη βάση, και θα καταφέρει να μην οδηγηθεί σε κανενός είδους αναγκαστική αποκλειστική συμμαχία με καμία από τις δύο. Έτσι, θα μπορέσει να διατηρήσει την πολιτική της αδέσμευτης δύναμης που είχε εγκαινιάσει ο Νεχρού και συνέχισε η Ίντιρα Γκάντι, αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις, τόσο του Κόμματος του Κογκρέσου όσο και των εθνικιστών του BJP.
Μία άλλη, παρεξηγημένη χώρα, όσον αφορά τις δυνατότητες ενίσχυσης των σχέσεων μαζί της, είναι η Ιαπωνία. Η τελευταία, απομονωμένη στα περιορισμένης έκτασης και ανύπαρκτων φυσικών πόρων ιαπωνικά νησιά, έχοντας να αντιμετωπίσει την εκρηκτικά αυξανόμενη ισχύ της Κίνας και διατηρώντας μία προβληματική σχέση με τις ΗΠΑ, φαίνεται πως επιδιώκει να αναπτύξει μία διεθνή αρχιτεκτονική συμμαχιών έτσι ώστε να είναι σε θέση να υπερασπίσει τα ζωτικά της συμφέροντα. Η αρχιτεκτονική αυτή περιλαμβάνει και την πρόσβαση σε κρίσιμα «σημεία στραγγαλισμού» (“choke points”) των διεθνών γραμμών εμπορίου –με την Ανατολική Μεσόγειο να είναι ίσως ένα από τα πιο σημαντικά εξ αυτών-, καθώς και με την ανάπτυξη προνομιακών σχέσεων με χώρες που διαθέτουν αποθέματα κρίσιμων φυσικών πόρων, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν γι αυτή ως στρατηγικό απόθεμα κινδύνου.
Επίσης, το Βιετνάμ και η Ινδονησία έχουν να αντιμετωπίσουν μία ιδιόρρυθμη κατάσταση. Ενώ είναι και οι δύο ανερχόμενες μεσαίες δυνάμεις, απειλούνται να εγκλωβιστούν ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία και κατά συνέπεια είναι πιθανό ότι θα προσπαθήσουν να διευρύνουν την παρουσία τους στο διεθνές σύστημα έτσι ώστε να εξισορροπήσουν την πίεση αυτή. Άρα ενδέχεται να αναζητήσουν συνεργάτες σε διάφορα κρίσιμα σημεία του διεθνούς συστήματος, ένα εκ των οποίων είναι κι αυτό της Ελλάδας. Επιπροσθέτως, και οι χώρες αυτές επιδιώκουν να αποκτήσουν πύλες εισόδου των συνεχώς βελτιούμενων προϊόντων τους στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πάντως, θα ήταν μάλλον λάθος να κρίνουμε τη δυναμική των σχέσεων της Ελλάδας με όλες αυτές τις χώρες σε ένα αυστηρά υλιστικό επίπεδο. Τόσο η Ιαπωνία, όσο και η Κίνα, η Ινδία και το Βιετνάμ, όπως κι άλλες χώρες, στη γεωπολιτική ταυτότητα των οποίων το πολιτισμικό και ιστορικό βάθος παίζει σημαντικό ρόλο, δίνουν μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη σχέσεων με χώρες με παρόμοιο ιστορικό και πολιτισμικό βάθος. Και η Ελλάδα είναι μία ιστορική και πολιτισμική υπερδύναμη, όσο κι αν παλεύει να το ξεχάσει.
Σε κάθε περίπτωση, στο διασπασμένο διεθνές σύστημα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οι παραπάνω είναι απλώς ορισμένες από τις χώρες που ενδέχεται να θέλουν να δημιουργήσουν παγκόσμιες αρχιτεκτονικές συμμαχιών και κατά συνέπεια αποτελούν εν δυνάμει σημαντικούς συνεργάτες μίας Ελλάδας που θα επιδιώκει να υλοποιήσει μία πλουραλιστική εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν, φυσικά, κι άλλες. Δύο εξ αυτών είναι η Νότιος Αφρική και το Καζακστάν, ενώ ο κατάλογος μπορεί να μεγαλώσει περαιτέρω.
Η παγίδα
Μία επιλογή ενίσχυσης των σχέσεων με πολλές και σχετικά μικρές χώρες του διεθνούς συστήματος μπορεί να έχει και μία σημαντική παράπλευρη ωφέλεια για την Ελλάδα όσον αφορά στις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα. Συγκεκριμένα, μπορεί να προστατεύσει την ελληνική εξωτερική πολιτική από το να πέσει στην παγίδα να ερμηνεύσει την ανάγκη για πλουραλιστική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική ως τη μετάβαση από τον έναν στον προστάτη – αφέντη σε έναν άλλο. Η ελληνική γεωστρατηγική θα πρέπει να απαλλαγεί μία για πάντα από τη λογική του να υπαχθεί στη σφαίρα επιρροής κάποιου ισχυρού παράγοντα, όποιος κι αν είναι αυτός, και εν συνεχεία να λειτουργεί ως απόφυση του παράγοντα αυτού, προσμένοντας να ανταμειφθεί για την υπακοή της, ή, έστω, απλώς να μην τιμωρηθεί…
Μία πολιτική συνεργασιών με χώρες που δεν αντιμετωπίζονται με μεταφυσικό δέος ως «παγκόσμιες υπερδυνάμεις» και συνεπακόλουθα ως υποψήφιοι αφέντες, μπορεί αφενός μεν να εκπαιδεύσει την ελληνική εξωτερική πολιτική να συνεργάζεται ισότιμα με τους εκάστοτε συνομιλητές της, αφετέρου δε εμπλουτίζει τον κατάλογο των χωρών με τις οποίες μπορεί να συνεργαστεί, άρα περιορίζει τις δυνατότητες των μεγάλων δυνάμεων να ασκούν πιέσεις στην Αθήνα.
Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, η πολιτική συνεργασίας με πολλές μεσαίες και μικρές δυνάμεις είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση της πίεσης που μπορεί να ασκήσουν στην Ελλάδα υπάρχοντες ή υποψήφιοι επικυρίαρχοι, κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάπτυξη μιας πραγματικά ανεξάρτητης εθνοκεντρικής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο για τη μελλοντική ελληνική γεωστρατηγική: όχι να αλλάξει τους αφέντες της, αλλά να μπορέσει, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της, να λειτουργήσει ανεξάρτητα και εθνοκεντρικά, όπως επιτάσσει η ανελέητη διαμορφούμενη διεθνής πραγματικότητα.
* Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 289
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...