Απειλή για την παγκόσμια ειρήνη η αντιπαράθεση Ευρώπης – Ρωσίας
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Η απουσία των ευρωπαίων ηγετών από τους μεγαλοπρεπείς εορτασμούς που οργάνωσε η Ρωσία για την 70η επέτειο της νίκης κατά του ναζισμού, το 1945, συμβολίζει το ανησυχητικό επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει οι σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας. Τιμητική εξαίρεση αποτέλεσε, με την παρουσία του στη Μόσχα, ο Πρόεδρος της μικρής και ημικατεχόμενης Κύπρου, Νίκος Αναστασιάδης. Η Ελλάδα αντιπροσωπεύθηκε τελικά από την Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Η απουσία των ευρωπαίων ηγετών φαίνεται ακόμη πιο έντονη αν τη συγκρίνει κανείς με την παρουσία αρκετών ηγετών κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ενώσεως και του Ψυχρού Πολέμου. Η νίκη κατά του ναζισμού εθεωρείτο κοινός τόπος, για τον οποίο δεν ετίθετο καμία αμφισβήτηση και διαφοροποίηση με αφορμή την ένταση του Ψυχρού Πολέμου και τις διαφορές που υπήρχαν σε διάφορα διεθνή θέματα.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στη Μόσχα την επομένη ακριβώς της 9ης Μαΐου και να καταθέσει στέφανο στα θύματα του πολέμου στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στο τείχος του Κρεμλίνου μαζί με τον ρώσο ηγέτη, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ήταν μία υπολογισμένη χειρονομία για να επιβεβαιώσει την ιδιαίτερη σχέση συνεργασίας που υπάρχει μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, αλλά και για να στείλει ένα μήνυμα καταδίκης του ναζισμού από τη σημερινή Γερμανία.
Η αφορμή για την κρίση στις σχέσεις Ευρώπης – Ρωσίας είναι γνωστή. Είναι η Ουκρανία. Η βαθύτερη αιτία είναι επίσης γνωστή. Είναι η αντίθεση των ΗΠΑ και η μεγαλεπήβολη προσπάθειά τους να εμποδίσουν και να συρρικνώσουν όσο μπορούν τη στρατηγική συνεργασία Ευρώπης και Ρωσίας, προσδένοντας ταυτοχρόνως στενότερα την Ευρώπη στις ΗΠΑ και ταυτίζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωπαϊκή ασφάλεια με το ΝΑΤΟ και την στρατηγική σύζευξη Ευρώπης – ΗΠΑ. Απώτερος στόχος της στρατηγικής αυτής είναι η αποδυνάμωση της Ρωσίας και η καθήλωσή της σε ρόλο περιφερειακής δύναμης, ικανής να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία και τη γεωπολιτική ηγεμονία των ΗΠΑ.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, που οδήγησε σε δραματική αλλαγή του γεωπολιτικού τοπίου με την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, την υποχώρηση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια και την ανεξαρτητοποίηση των βαλτικών κρατών, Λιθουανίας, Λετονίας και Εσθονίας, είναι ένα προηγούμενο που αποτελεί τόπο αναφοράς για την κυρίαρχη σήμερα αμερικανική σχολή στρατηγικής και γεωπολιτικής σκέψης.
Η σχολή αυτή ασκεί κριτική για τον αποπροσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής από περιφερειακά θέματα, όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, γεγονός που επέτρεψε στη Ρωσία, υπό την καθοδήγηση του Πούτιν, να επανακτήσει μεγάλο μέρος της προηγούμενης σοβιετικής ισχύος της και να επανέλθει ως γεωπολιτικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ. Παρατηρούν σχετικά ότι η κύρια πηγή χρηματοδοτήσεως της παλινορθώσεως Πούτιν είναι οι μεγάλες ενεργειακές εξαγωγές στην Ευρώπη. Η στοχοποίηση επομένως των εξαγωγών αυτών και η προώθηση της μεγαλύτερης δυνατής ενεργειακής απεξαρτήσεως της Ευρώπης τίθενται ως κορυφαίες στρατηγικές προτεραιότητες.
Ως παράλληλος στρατηγικός στόχος τίθεται η ενίσχυση των ευρω-ατλαντικών δεσμών, ώστε να προσλάβουν τη μορφή ενιαίου ευρω-ατλαντικού γεωπολιτικού συνόλου, το οποίο να συνενώνει υπό την αμερικανική ηγεμονία, το δυναμικό της Ευρώπης με το δυναμικό των ΗΠΑ. Οι αμερικανοί ιθύνοντες πιστεύουν ότι το ενιαίο αυτό γεωπολιτικό δυναμικό μπορεί να περιχαρακώσει ως περιφερειακή δύναμη τη Ρωσία και να προβάλει ηγεμονικές φιλοδοξίες στον χώρο της Ευρασίας. Πιστεύουν επίσης ότι το δυναμικό αυτό μπορεί να αποτελέσει το αναγκαίο έρεισμα για τη στήριξη και την επιβολή στον τεράστιο ευρασιατικό χώρο της πολιτικής του ελεύθερου εμπορίου, που είναι η πεμπτουσία και το ηγεμονικό όχημα της παγκοσμιοποίησης.
Από την Ευρωπαϊκή στην Ευρω-Ατλαντική Ένωση;
Απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της στρατηγικής αυτής είναι η αναδημιουργία με μία άλλη μορφή, του ρωσικού κινδύνου στην Ευρώπη. Μόνο ένας τέτοιος παράγων μπορεί να ασκήσει την αναγκαία πίεση για την ταύτιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας με το ΝΑΤΟ, με λογική συνέπεια τη διατήρηση και διεύρυνσή του. Μόνο ένας τέτοιος παράγοντας μπορεί επίσης να ωθήσει την Ευρώπη σε στενότερη οικονομική ενότητα με τις ΗΠΑ, με τη μορφή ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ελεύθερου εμπορίου, ο οποίος είναι υπό διαπραγμάτευση.
Ο προσανατολισμός αυτός της Ευρώπης διευκολύνθηκε και προετοιμάσθηκε από την επικράτηση, ήδη από τη δεκαετία του ’90, των αρχών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, που ταυτίσθηκαν με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές Συνθήκες υπό το πρόσχημα της «οικοδομήσεως» της Ευρώπης.
Πού πηγαίνει τελικά η Ευρώπη; Μετεξελίσσεται σιωπηρή από Ευρωπαϊκή Ένωση σε Ευρω-Ατλαντική Ένωση; Ήδη η ταύτισή της με την παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των συνόρων προς κάθε κατεύθυνση υπεβοήθησε την ηγεμονία των οικονομικά ισχυρότερων χωρών, αλλά έθεσε σε δεινή θέση τις λιγότερο αναπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες. Κατέστησε επίσης προβληματικότερη την προοπτική της πολιτικής ενοποιήσεως. Χωρίς όμως πολιτική ενοποίηση, η διακυβέρνηση ενός ενιαίου νομίσματος, όπως το ευρώ, παραμένει δυσχερής και αντιφατική. Προβληματικές και αντιφατικές παραμένουν επίσης η κοινή ανάπτυξη, η εσωτερική συνοχή, η αλληλεγγύη και σύγκλιση των επιπέδων ζωής.
Πώς θα προωθηθεί η πολιτική ενοποίηση, υπό όρους μεγαλύτερου ακόμη άλματος, προς την ίδια κατεύθυνση, που δεν ευνοεί την κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη και αντιμάχεται ουσιαστικά την πολιτική ενοποίηση;
Η τελευταία υποκαθίσταται προφανώς από την ενοποίηση των αγορών, που αναγορεύονται σε καθοριστικό παράγοντα. Μπορεί όμως μία μικρή ιδίως χώρα, που δεν έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να εμπιστευθεί το εθνικό της μέλλον στις δυνάμεις της αγοράς, που είναι πέρα από κάθε εθνικό και δημοκρατικό έλεγχο;
Μπορεί γενικότερα η Ευρώπη να στηρίξει το όραμα της ενοποιήσεώς της, όχι πάνω στη θέληση και στον δημοκρατικό έλεγχο των λαών της, αλλά στις αγορές, επί των οποίων κυριαρχούν ασύδοτες χρηματιστικές ολιγαρχίες;
Πώς είναι δυνατόν να αποφευχθούν, πάνω στη βάση αυτή, η κυριαρχία και η ηγεμονία των οικονομικά ισχυρότερων και η διεύρυνση των ανισοτήτων με τη μορφή χάσματος μεταξύ Βορρά και Νότου;
Η γεωπολιτική υπαγωγή –ή η επιβεβαίωση της υπαγωγής- της Ευρώπης στις ΗΠΑ είναι συμβατή με την ιδέα μίας Ευρώπης που θα είναι σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά ένας σχετικά αυτόνομος πόλος μέσα στο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, όπως προεβλήθη αρχικά η ιδέα μίας σχετικά αυτόνομης Ευρώπης να είναι εφικτή χωρίς στρατηγικές σχέσεις συνεργασίας με τη Ρωσία, που κυριαρχεί σ’ έναν τεράστιο χώρο της Ευρασίας μεταξύ Ευρώπης και Κίνας;
Τα ερωτήματα αυτά συνδέονται επίσης με τις επιπτώσεις που έχουν η ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και η άκριτη ευθυγράμμιση σε αυτή την αντιπαράθεση της Ευρώπης με τις ΓΠΑ. Κατά την προηγούμενη ιστορική περίοδο, οι ΗΠΑ ήταν εκείνες που άσκησαν ευεργετική παιδαγωγική επίδραση σε μία Ευρώπη σπαρασσόμενη από ανταγωνισμούς, ακραίες ιδεολογίες και πολέμους. Σήμερα είναι η σειρά της Ευρώπης να ασκήσει αναχαιτιστική επίδραση στις ακραίες δυνάμεις των ΗΠΑ, που ωθούν σε επικίνδυνους και αχρείαστους ανταγωνισμούς, με υπερφίαλους στόχους ηγεμονίας μέσα σε έναν κόσμο που έχει ήδη διαμορφωθεί σε ένα πολυπολικό σύστημα, όσο κι αν η, μέχρι τώρα κυρίαρχη δύναμη, οι ΗΠΑ, δεν θέλει να το παραδεχθεί. Οι πόλοι αυτοί είναι ήδη καταφανείς στις περιπτώσεις της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας. Οι τρεις αυτές χώρες, που έχουν ηπειρωτικές διαστάσεις, εξελίσσονται, παρά τα προβλήματά τους, σε καθοριστικής σημασίας παγκόσμιες δυνάμεις. Η Ευρώπη θα έπρεπε, στο πλαίσιο αυτό, να αναζητήσει την αρμόζουσα θέση της και να συμβάλει στην παγκόσμια σταθερότητα, ασφάλεια και ανάπτυξη.
Επικίνδυνη η σημερινή πορεία
Σε αντίθεση με την πολιτική που ακολουθούσε λίγα χρόνια πριν, υπό την ηγεσία του γαλλο-γερμανικού άξονα, η Ευρώπη ακολουθεί σήμερα μία επικίνδυνη πορεία, που επιδεινώνει μία ήδη δύσκολη κατάσταση και αυξάνει τον προβληματισμό και τον σκεπτικισμό για το που πάει και πόσο ανταποκρίνεται πλέον στις ελπίδες και τις προσδοκίες που γέννησε.
Η ένταση δεν περιορίζεται στην Ουκρανία, που είναι το επίκεντρο του ανταγωνισμού και της κρίσεως με τη Ρωσία. Εκτείνεται στον Βορρά, με την αυξανόμενη ένταση στη Βαλτική. Η τελευταία εμπλέκει και τις μέχρι τώρα ουδέτερες χώρες, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία. Είναι προφανείς οι τάσεις στις χώρες αυτές, με πρόσχημα τη ρωσική απειλή, να εγκαταλείψουν την ουδετερότητά τους και να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ από την πίσω πόρτα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις των χωρικών τους υδάτων από ρωσικά υποβρύχια ίσως να έχουν σχέση με τον στόχο αυτό.
Στο Νότο, τα Βαλκάνια αποτελούν επίσης χώρο αυξανόμενων εντάσεων, που αφορούν άμεσα στην Ελλάδα. Ορισμένοι μπαίνουν σήμερα στον πειρασμό να συνδέσουν τη νέα αναταραχή στα Σκόπια με τα σχέδια για τον ρωσικό αγωγό προς την Ευρώπη, μέσω Τουρκίας και Ελλάδας, σε αντικατάσταση του South Stream. Ο ανταγωνισμός προεκτείνεται στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τη Συρία και στον Καύκασο, όπου η αμερικανική πολιτική προσπαθεί να αξιοποιήσει ως τοπικό έρεισμα τη Γεωργία. Ιδιαίτερα επικίνδυνο είναι το παιχνίδι της αμερικανικής πολιτικής με τον μουσουλμανικό παράγοντα, στο οποίο εμπλέκει χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, η Τουρκία, αλλά και ευρωπαϊκά κράτη.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ορατά στην επιστροφή του Μεσαίωνα στους πολέμους της Μέσης Ανατολής και στη Λιβύη, αλλά κα στην ανάδειξη της Ισλαμικής τρομοκρατίας σε παγκόσμιο φαινόμενο.
Οι συνέπειες στα καθ’ ημάς
Η κρίση στις σχέσεις Ευρώπης – Ρωσίας επηρεάζει αρνητικότατα την Ελλάδα.
Κατά πρώτο λόγο, στις σχέσεις με την Τουρκία. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από το στρατηγικό έρεισμα της Ρωσίας για να αντισταθμίσει την τουρκική απειλή και επιβουλή στον εθνικό της χώρο. Η χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας παροξύνει την αντίφαση μεταξύ των συμφερόντων της Ελλάδας και της απαιτούμενης ευρωπαϊκής και νατοϊκής αλληλεγγύης κατά του παρουσιαζόμενου ως «κοινού» εχθρού, της Ρωσίας.
Κατά δεύτερο λόγο, επηρεάζει αρνητικά τη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Οποιαδήποτε ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας παρουσιάζεται ως δήθεν «αγωγός» της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια. Η ίδια λογική, που εμπνέει την αμερικανική πολιτική, επιδιώκει τη γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων, με υποβάθμιση του ορθόδοξου παράγοντα και αναβάθμιση του μουσουλμανικού.
Κατά τρίτο λόγο, η Ελλάδα έχει ανάγκη από την οικονομική συνεργασία με τη μεγάλη ρωσική αγορά, που μπορεί να απορροφήσει πολύ σημαντικές ελληνικές εξαγωγές και να γίνει πηγή επενδύσεων, διακρατικής συνεργασίας σε διάφορους τομείς και τουρισμού.
Η Ελλάδα έχει επομένως κάθε συμφέρον να εργάζεται για την αποκατάσταση στις σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας και να συμβάλει, στο μέτρο των δυνάμεών της προς αυτή την κατεύθυνση. Η συνεργασία με τη Ρωσία είναι αναγκαίος όρος για την ανάδειξη της Ευρώπης σε αυτόνομο πόλο και για την πραγματική πολιτική της ενοποίηση. Η εμμονή στην σημερινή πορεία είναι ιδιαιτέρως βλαπτική για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, την ιδέα της Ευρώπης και τη διεθνή ασφάλεια και ειρήνη.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 289
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Πρέσβυς ε.τ.
Η απουσία των ευρωπαίων ηγετών από τους μεγαλοπρεπείς εορτασμούς που οργάνωσε η Ρωσία για την 70η επέτειο της νίκης κατά του ναζισμού, το 1945, συμβολίζει το ανησυχητικό επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει οι σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας. Τιμητική εξαίρεση αποτέλεσε, με την παρουσία του στη Μόσχα, ο Πρόεδρος της μικρής και ημικατεχόμενης Κύπρου, Νίκος Αναστασιάδης. Η Ελλάδα αντιπροσωπεύθηκε τελικά από την Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Η απουσία των ευρωπαίων ηγετών φαίνεται ακόμη πιο έντονη αν τη συγκρίνει κανείς με την παρουσία αρκετών ηγετών κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ενώσεως και του Ψυχρού Πολέμου. Η νίκη κατά του ναζισμού εθεωρείτο κοινός τόπος, για τον οποίο δεν ετίθετο καμία αμφισβήτηση και διαφοροποίηση με αφορμή την ένταση του Ψυχρού Πολέμου και τις διαφορές που υπήρχαν σε διάφορα διεθνή θέματα.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στη Μόσχα την επομένη ακριβώς της 9ης Μαΐου και να καταθέσει στέφανο στα θύματα του πολέμου στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στο τείχος του Κρεμλίνου μαζί με τον ρώσο ηγέτη, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ήταν μία υπολογισμένη χειρονομία για να επιβεβαιώσει την ιδιαίτερη σχέση συνεργασίας που υπάρχει μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, αλλά και για να στείλει ένα μήνυμα καταδίκης του ναζισμού από τη σημερινή Γερμανία.
Η αφορμή για την κρίση στις σχέσεις Ευρώπης – Ρωσίας είναι γνωστή. Είναι η Ουκρανία. Η βαθύτερη αιτία είναι επίσης γνωστή. Είναι η αντίθεση των ΗΠΑ και η μεγαλεπήβολη προσπάθειά τους να εμποδίσουν και να συρρικνώσουν όσο μπορούν τη στρατηγική συνεργασία Ευρώπης και Ρωσίας, προσδένοντας ταυτοχρόνως στενότερα την Ευρώπη στις ΗΠΑ και ταυτίζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωπαϊκή ασφάλεια με το ΝΑΤΟ και την στρατηγική σύζευξη Ευρώπης – ΗΠΑ. Απώτερος στόχος της στρατηγικής αυτής είναι η αποδυνάμωση της Ρωσίας και η καθήλωσή της σε ρόλο περιφερειακής δύναμης, ικανής να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία και τη γεωπολιτική ηγεμονία των ΗΠΑ.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, που οδήγησε σε δραματική αλλαγή του γεωπολιτικού τοπίου με την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, την υποχώρηση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια και την ανεξαρτητοποίηση των βαλτικών κρατών, Λιθουανίας, Λετονίας και Εσθονίας, είναι ένα προηγούμενο που αποτελεί τόπο αναφοράς για την κυρίαρχη σήμερα αμερικανική σχολή στρατηγικής και γεωπολιτικής σκέψης.
Η σχολή αυτή ασκεί κριτική για τον αποπροσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής από περιφερειακά θέματα, όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, γεγονός που επέτρεψε στη Ρωσία, υπό την καθοδήγηση του Πούτιν, να επανακτήσει μεγάλο μέρος της προηγούμενης σοβιετικής ισχύος της και να επανέλθει ως γεωπολιτικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ. Παρατηρούν σχετικά ότι η κύρια πηγή χρηματοδοτήσεως της παλινορθώσεως Πούτιν είναι οι μεγάλες ενεργειακές εξαγωγές στην Ευρώπη. Η στοχοποίηση επομένως των εξαγωγών αυτών και η προώθηση της μεγαλύτερης δυνατής ενεργειακής απεξαρτήσεως της Ευρώπης τίθενται ως κορυφαίες στρατηγικές προτεραιότητες.
Ως παράλληλος στρατηγικός στόχος τίθεται η ενίσχυση των ευρω-ατλαντικών δεσμών, ώστε να προσλάβουν τη μορφή ενιαίου ευρω-ατλαντικού γεωπολιτικού συνόλου, το οποίο να συνενώνει υπό την αμερικανική ηγεμονία, το δυναμικό της Ευρώπης με το δυναμικό των ΗΠΑ. Οι αμερικανοί ιθύνοντες πιστεύουν ότι το ενιαίο αυτό γεωπολιτικό δυναμικό μπορεί να περιχαρακώσει ως περιφερειακή δύναμη τη Ρωσία και να προβάλει ηγεμονικές φιλοδοξίες στον χώρο της Ευρασίας. Πιστεύουν επίσης ότι το δυναμικό αυτό μπορεί να αποτελέσει το αναγκαίο έρεισμα για τη στήριξη και την επιβολή στον τεράστιο ευρασιατικό χώρο της πολιτικής του ελεύθερου εμπορίου, που είναι η πεμπτουσία και το ηγεμονικό όχημα της παγκοσμιοποίησης.
Από την Ευρωπαϊκή στην Ευρω-Ατλαντική Ένωση;
Απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της στρατηγικής αυτής είναι η αναδημιουργία με μία άλλη μορφή, του ρωσικού κινδύνου στην Ευρώπη. Μόνο ένας τέτοιος παράγων μπορεί να ασκήσει την αναγκαία πίεση για την ταύτιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας με το ΝΑΤΟ, με λογική συνέπεια τη διατήρηση και διεύρυνσή του. Μόνο ένας τέτοιος παράγοντας μπορεί επίσης να ωθήσει την Ευρώπη σε στενότερη οικονομική ενότητα με τις ΗΠΑ, με τη μορφή ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ελεύθερου εμπορίου, ο οποίος είναι υπό διαπραγμάτευση.
Ο προσανατολισμός αυτός της Ευρώπης διευκολύνθηκε και προετοιμάσθηκε από την επικράτηση, ήδη από τη δεκαετία του ’90, των αρχών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, που ταυτίσθηκαν με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές Συνθήκες υπό το πρόσχημα της «οικοδομήσεως» της Ευρώπης.
Πού πηγαίνει τελικά η Ευρώπη; Μετεξελίσσεται σιωπηρή από Ευρωπαϊκή Ένωση σε Ευρω-Ατλαντική Ένωση; Ήδη η ταύτισή της με την παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των συνόρων προς κάθε κατεύθυνση υπεβοήθησε την ηγεμονία των οικονομικά ισχυρότερων χωρών, αλλά έθεσε σε δεινή θέση τις λιγότερο αναπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες. Κατέστησε επίσης προβληματικότερη την προοπτική της πολιτικής ενοποιήσεως. Χωρίς όμως πολιτική ενοποίηση, η διακυβέρνηση ενός ενιαίου νομίσματος, όπως το ευρώ, παραμένει δυσχερής και αντιφατική. Προβληματικές και αντιφατικές παραμένουν επίσης η κοινή ανάπτυξη, η εσωτερική συνοχή, η αλληλεγγύη και σύγκλιση των επιπέδων ζωής.
Πώς θα προωθηθεί η πολιτική ενοποίηση, υπό όρους μεγαλύτερου ακόμη άλματος, προς την ίδια κατεύθυνση, που δεν ευνοεί την κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη και αντιμάχεται ουσιαστικά την πολιτική ενοποίηση;
Η τελευταία υποκαθίσταται προφανώς από την ενοποίηση των αγορών, που αναγορεύονται σε καθοριστικό παράγοντα. Μπορεί όμως μία μικρή ιδίως χώρα, που δεν έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να εμπιστευθεί το εθνικό της μέλλον στις δυνάμεις της αγοράς, που είναι πέρα από κάθε εθνικό και δημοκρατικό έλεγχο;
Μπορεί γενικότερα η Ευρώπη να στηρίξει το όραμα της ενοποιήσεώς της, όχι πάνω στη θέληση και στον δημοκρατικό έλεγχο των λαών της, αλλά στις αγορές, επί των οποίων κυριαρχούν ασύδοτες χρηματιστικές ολιγαρχίες;
Πώς είναι δυνατόν να αποφευχθούν, πάνω στη βάση αυτή, η κυριαρχία και η ηγεμονία των οικονομικά ισχυρότερων και η διεύρυνση των ανισοτήτων με τη μορφή χάσματος μεταξύ Βορρά και Νότου;
Η γεωπολιτική υπαγωγή –ή η επιβεβαίωση της υπαγωγής- της Ευρώπης στις ΗΠΑ είναι συμβατή με την ιδέα μίας Ευρώπης που θα είναι σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά ένας σχετικά αυτόνομος πόλος μέσα στο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, όπως προεβλήθη αρχικά η ιδέα μίας σχετικά αυτόνομης Ευρώπης να είναι εφικτή χωρίς στρατηγικές σχέσεις συνεργασίας με τη Ρωσία, που κυριαρχεί σ’ έναν τεράστιο χώρο της Ευρασίας μεταξύ Ευρώπης και Κίνας;
Τα ερωτήματα αυτά συνδέονται επίσης με τις επιπτώσεις που έχουν η ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και η άκριτη ευθυγράμμιση σε αυτή την αντιπαράθεση της Ευρώπης με τις ΓΠΑ. Κατά την προηγούμενη ιστορική περίοδο, οι ΗΠΑ ήταν εκείνες που άσκησαν ευεργετική παιδαγωγική επίδραση σε μία Ευρώπη σπαρασσόμενη από ανταγωνισμούς, ακραίες ιδεολογίες και πολέμους. Σήμερα είναι η σειρά της Ευρώπης να ασκήσει αναχαιτιστική επίδραση στις ακραίες δυνάμεις των ΗΠΑ, που ωθούν σε επικίνδυνους και αχρείαστους ανταγωνισμούς, με υπερφίαλους στόχους ηγεμονίας μέσα σε έναν κόσμο που έχει ήδη διαμορφωθεί σε ένα πολυπολικό σύστημα, όσο κι αν η, μέχρι τώρα κυρίαρχη δύναμη, οι ΗΠΑ, δεν θέλει να το παραδεχθεί. Οι πόλοι αυτοί είναι ήδη καταφανείς στις περιπτώσεις της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας. Οι τρεις αυτές χώρες, που έχουν ηπειρωτικές διαστάσεις, εξελίσσονται, παρά τα προβλήματά τους, σε καθοριστικής σημασίας παγκόσμιες δυνάμεις. Η Ευρώπη θα έπρεπε, στο πλαίσιο αυτό, να αναζητήσει την αρμόζουσα θέση της και να συμβάλει στην παγκόσμια σταθερότητα, ασφάλεια και ανάπτυξη.
Επικίνδυνη η σημερινή πορεία
Σε αντίθεση με την πολιτική που ακολουθούσε λίγα χρόνια πριν, υπό την ηγεσία του γαλλο-γερμανικού άξονα, η Ευρώπη ακολουθεί σήμερα μία επικίνδυνη πορεία, που επιδεινώνει μία ήδη δύσκολη κατάσταση και αυξάνει τον προβληματισμό και τον σκεπτικισμό για το που πάει και πόσο ανταποκρίνεται πλέον στις ελπίδες και τις προσδοκίες που γέννησε.
Η ένταση δεν περιορίζεται στην Ουκρανία, που είναι το επίκεντρο του ανταγωνισμού και της κρίσεως με τη Ρωσία. Εκτείνεται στον Βορρά, με την αυξανόμενη ένταση στη Βαλτική. Η τελευταία εμπλέκει και τις μέχρι τώρα ουδέτερες χώρες, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία. Είναι προφανείς οι τάσεις στις χώρες αυτές, με πρόσχημα τη ρωσική απειλή, να εγκαταλείψουν την ουδετερότητά τους και να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ από την πίσω πόρτα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις των χωρικών τους υδάτων από ρωσικά υποβρύχια ίσως να έχουν σχέση με τον στόχο αυτό.
Στο Νότο, τα Βαλκάνια αποτελούν επίσης χώρο αυξανόμενων εντάσεων, που αφορούν άμεσα στην Ελλάδα. Ορισμένοι μπαίνουν σήμερα στον πειρασμό να συνδέσουν τη νέα αναταραχή στα Σκόπια με τα σχέδια για τον ρωσικό αγωγό προς την Ευρώπη, μέσω Τουρκίας και Ελλάδας, σε αντικατάσταση του South Stream. Ο ανταγωνισμός προεκτείνεται στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τη Συρία και στον Καύκασο, όπου η αμερικανική πολιτική προσπαθεί να αξιοποιήσει ως τοπικό έρεισμα τη Γεωργία. Ιδιαίτερα επικίνδυνο είναι το παιχνίδι της αμερικανικής πολιτικής με τον μουσουλμανικό παράγοντα, στο οποίο εμπλέκει χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, η Τουρκία, αλλά και ευρωπαϊκά κράτη.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ορατά στην επιστροφή του Μεσαίωνα στους πολέμους της Μέσης Ανατολής και στη Λιβύη, αλλά κα στην ανάδειξη της Ισλαμικής τρομοκρατίας σε παγκόσμιο φαινόμενο.
Οι συνέπειες στα καθ’ ημάς
Η κρίση στις σχέσεις Ευρώπης – Ρωσίας επηρεάζει αρνητικότατα την Ελλάδα.
Κατά πρώτο λόγο, στις σχέσεις με την Τουρκία. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από το στρατηγικό έρεισμα της Ρωσίας για να αντισταθμίσει την τουρκική απειλή και επιβουλή στον εθνικό της χώρο. Η χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας παροξύνει την αντίφαση μεταξύ των συμφερόντων της Ελλάδας και της απαιτούμενης ευρωπαϊκής και νατοϊκής αλληλεγγύης κατά του παρουσιαζόμενου ως «κοινού» εχθρού, της Ρωσίας.
Κατά δεύτερο λόγο, επηρεάζει αρνητικά τη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Οποιαδήποτε ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας παρουσιάζεται ως δήθεν «αγωγός» της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια. Η ίδια λογική, που εμπνέει την αμερικανική πολιτική, επιδιώκει τη γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων, με υποβάθμιση του ορθόδοξου παράγοντα και αναβάθμιση του μουσουλμανικού.
Κατά τρίτο λόγο, η Ελλάδα έχει ανάγκη από την οικονομική συνεργασία με τη μεγάλη ρωσική αγορά, που μπορεί να απορροφήσει πολύ σημαντικές ελληνικές εξαγωγές και να γίνει πηγή επενδύσεων, διακρατικής συνεργασίας σε διάφορους τομείς και τουρισμού.
Η Ελλάδα έχει επομένως κάθε συμφέρον να εργάζεται για την αποκατάσταση στις σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας και να συμβάλει, στο μέτρο των δυνάμεών της προς αυτή την κατεύθυνση. Η συνεργασία με τη Ρωσία είναι αναγκαίος όρος για την ανάδειξη της Ευρώπης σε αυτόνομο πόλο και για την πραγματική πολιτική της ενοποίηση. Η εμμονή στην σημερινή πορεία είναι ιδιαιτέρως βλαπτική για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, την ιδέα της Ευρώπης και τη διεθνή ασφάλεια και ειρήνη.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 289
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...