Το δις εξαμαρτείν του Γιώργου Παπανδρέου;
Toυ Προκόπη Παυλόπουλου*
Η απαντητική επιστολή του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου προς τον Τούρκο ομόλογό του κ. Τ. Ερντογάν και οι δηλώσεις των κ. Γ. Δρούτσα και Α. Νταβούτογλου, μετά την πρόσφατη συνάντησή τους, δεν προοιωνίζονται, δυστυχώς, κάτι θετικό ως προς τη σθεναρή και συνεπή υπεράσπιση των ελληνικών θέσεων απέναντι στην απροκάλυπτη και διαχρονική τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα.
Πραγματικά, κοινό σημείο και των δύο αυτών γεγονότων είναι η διαφαινόμενη, από το ίδιο το περιεχόμενό τους, επαναφορά των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην προ του 2004 κατάσταση και στην, συνακόλουθη, απώλεια των αδιαμφισβήτητων πλεονεκτημάτων που αποκτήσαμε μετέπειτα, καθ’ όλη την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Διατρέχουμε, δηλαδή, τον ορατό κίνδυνο επανόδου στην εποχή του Ελσίνκι που, όπως καθένας γνωρίζει, συμπυκνώνει, μεταξύ άλλων, και τα ολισθήματα ιδίως του πληθυντικού ως προς το τι αναγνωρίζαμε ως «διαφορά» με την Τουρκία και της, έστω και έμμεσης, αποδοχής ύπαρξης δήθεν «γκρίζων ζωνών» εντός του χώρου που ανήκει, χωρίς καμία αμφιβολία, με βάση το διεθνές δίκαιο –γραπτό και εθιμικό– στο πεδίο της εθνικής μας κυριαρχίας. Και τούτο όταν, όπως ήδη επισημάνθηκε, και τα δύο αυτά μελανά σημεία έχουν, εξ ολοκλήρου, εξαλειφθεί με τις θέσεις και πρωτοβουλίες που υιοθετήθηκαν από ελληνικής πλευράς μεταξύ 2004-2009.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι αν ο κ. Γ. Παπανδρέου επιθυμεί πράγματι να κάνει βήματα προς τα εμπρός και όχι επώδυνες υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας οφείλει, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησής του, ν’ αποδείξει, αμέσως και εμπράκτως, ότι ενστερνίζεται ορισμένες αυτονόητες αλήθειες και αναλαμβάνει αντίστοιχες δεσμεύσεις, όπως οι εξής:
Πρώτον, δεν έχουμε και, άρα, δεν αναγνωρίζουμε παρά μία και μόνη διαφορά με την Τουρκία, ήτοι την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας. «Γκρίζες ζώνες», όπως ισχυρίζεται ανακριβώς η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τα κυβερνητικά λάθη κατά την τραγωδία των Ιμίων και στο Ελσίνκι, ούτε υπήρξαν ούτε υπάρχουν ούτε πρόκειται να υπάρξουν. Κάθε άλλη θεώρηση από την πλευρά της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου θέτει σε άμεσο κίνδυνο την εθνική μας ασφάλεια και την εδαφική μας ακεραιότητα.
Δεύτερον, πρέπει να καταστεί σαφές προς την τουρκική πλευρά ότι η στέρεη θεμελίωση των ελληνικών θέσεων έχει πλέον πολλαπλή διεθνή βάση. Πρωτίστως στο σύνολο του διεθνούς δικαίου, γραπτού και εθιμικού, με ιδιαίτερη έμφαση στο δίκαιο της θάλασσας. Η έμφαση αυτή στη συνολική θεώρηση του διεθνούς δικαίου είναι απαραίτητη, αφού είναι γνωστό, όταν μιλάμε για την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας, ότι η Τουρκία δεν έχει βεβαίως προσχωρήσει στη Σύμβαση που θεσπίζει τους κανόνες του δικαίου της θάλασσας, πλην όμως δεσμεύεται ως προς την εφαρμογή των γενικώς παραδεδειγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του εθιμικού. Πέραν τούτου όμως, ιδιαιτέρως, πλέον, ενισχυτικό των ως άνω θέσεών μας έναντι της Τουρκίας –στο μέτρο μάλιστα που φιλοδοξεί να συνεχίσει την ενταξιακή της πορεία– είναι και το ότι τα σύνορά μας, όπως εμείς τα καθορίζουμε κυριάρχως, είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τούτο προκύπτει ρητώς από την παρ. ΙΙΙ του ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο –στη διατύπωση και θεσμοθέτηση του οποίου πρωταγωνίστησε η τότε κυβέρνηση– του Οκτωβρίου του 2008, όπου ορίζεται ότι τα σύνορα των κρατών-μελών, όπως καθορίζονται κυριάρχως από αυτά, είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αρα, εφεξής, η εκ μέρους της Τουρκίας αμφισβήτηση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, των ελληνικών συνόρων, ισοδυναμεί με αμφισβήτηση και των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τρίτον –και σκεπτόμενοι με την απαραίτητη για τέτοια σοβαρά εθνικά θέματα μακροχρόνια προοπτική– οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση της κατά τ’ ανωτέρω διαφοράς πρέπει να γίνει με την επιβαλλόμενη προσοχή και να οργανωθεί μεθοδικά, με κατάλληλα επεξεργασμένη χρησιμοποίηση όλου, ανεξαιρέτως, του νομικού οπλοστασίου που ακροθιγώς προεκτέθηκε. Τούτο οφείλεται στο ότι με πρόσφατη απόφασή του (3/2/2009, Ρουμανία κατά Ουκρανίας, ιδίως παρ. 185) το Δικαστήριο αυτό, προεκτείνοντας κάποια προηγούμενα, διάσπαρτα, νομολογιακά του δεδομένα, φαίνεται πλέον να στηρίζεται ιδιαιτέρως, κατά την επίλυση διαφορών ως προς την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας, στην αρχή της αναλογικότητας, ιδίως με βάση το μέγεθος του νησιού και την απόστασή του από τα παράλια της προσφεύγουσας χώρας.
Τέταρτον, η χρησιμοποίηση, από την πλευρά μας, γενικώς του όρου «Αιγαίο» στα διαβήματα και τις καταγγελίες που αφορούν τις εκ μέρους της Τουρκίας κάθε είδους παραβιάσεις των συνόρων μας δεν επαρκεί πάντοτε, ακόμη και όταν γίνεται επίκληση του Μνημονίου Παπούλια - Γιλμάζ. Και τούτο όχι με δική μας υπαιτιότητα, ούτε διότι με βάση το διεθνές δίκαιο οι θέσεις μας στερούνται ερείσματος. Κάθε άλλο. Αλλά διότι η Τουρκία ερμηνεύει, γεωγραφικώς, αυθαιρέτως και κατά το δοκούν αυτόν τον όρο. Απαιτείται λοιπόν εφεξής συντονισμένη αναφορά στο σύνολο του χώρου στον οποίο ασκείται, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους κανόνες του συνόλου του διεθνούς δικαίου, η εθνική μας κυριαρχία.
Πέμπτον, η Τουρκία δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι προωθεί ειλικρινώς την ευρωπαϊκή ενταξιακή της διαδικασία και την εξομάλυνση των σχέσεών της με τη χώρα μας, όσο αφενός δεν υπογράφει με την Ευρωπαϊκή Ενωση συμφωνία επανεισδοχής των παράνομων μεταναστών που προέρχονται από το έδαφός της και, αφετέρου –και κυρίως– δεν εφαρμόζει στο ακέραιο τη σχετική συμφωνία που έχει υπογράψει, ήδη από το 2001, με την Ελλάδα. Οσο, δηλαδή, διαθέτει προκλητικά το έδαφός της ως «προνομιακό» πεδίο δράσης των σύγχρονων δουλεμπόρων, επιδεικνύοντας έτσι μια συμπεριφορά που αποτελεί πραγματικό στίγμα ως προς τον σεβασμό των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το επίπεδο πολιτισμού, το οποίο οφείλει να τηρεί.
Και κάτι τελευταίο, όμως διόλου αμελητέο: προς όλους εκείνους –όπως είναι π.χ. οι νοσταλγοί του «αλήστου μνήμης» σχεδίου Ανάν– οι οποίοι ίσως κρίνουν τις σκέψεις που προεκτέθηκαν ως «μεμψίμοιρες» και προσκολημμένες σε «ασήμαντες λεπτομέρειες» εμπρός, στη, δήθεν, πρόκληση μιας «γενναίας» προσέγγισης της τουρκικής πλευράς, θυμίζω απλώς ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη (5/1/1938, Αθήνα): «Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες. Ηταν για να μπορέσει να αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης, ο Ελληνισμός – αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας».
* Ο κ. Πρ. Παυλόπουλος είναι βουλευτής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή
Η απαντητική επιστολή του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου προς τον Τούρκο ομόλογό του κ. Τ. Ερντογάν και οι δηλώσεις των κ. Γ. Δρούτσα και Α. Νταβούτογλου, μετά την πρόσφατη συνάντησή τους, δεν προοιωνίζονται, δυστυχώς, κάτι θετικό ως προς τη σθεναρή και συνεπή υπεράσπιση των ελληνικών θέσεων απέναντι στην απροκάλυπτη και διαχρονική τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα.
Πραγματικά, κοινό σημείο και των δύο αυτών γεγονότων είναι η διαφαινόμενη, από το ίδιο το περιεχόμενό τους, επαναφορά των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην προ του 2004 κατάσταση και στην, συνακόλουθη, απώλεια των αδιαμφισβήτητων πλεονεκτημάτων που αποκτήσαμε μετέπειτα, καθ’ όλη την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Διατρέχουμε, δηλαδή, τον ορατό κίνδυνο επανόδου στην εποχή του Ελσίνκι που, όπως καθένας γνωρίζει, συμπυκνώνει, μεταξύ άλλων, και τα ολισθήματα ιδίως του πληθυντικού ως προς το τι αναγνωρίζαμε ως «διαφορά» με την Τουρκία και της, έστω και έμμεσης, αποδοχής ύπαρξης δήθεν «γκρίζων ζωνών» εντός του χώρου που ανήκει, χωρίς καμία αμφιβολία, με βάση το διεθνές δίκαιο –γραπτό και εθιμικό– στο πεδίο της εθνικής μας κυριαρχίας. Και τούτο όταν, όπως ήδη επισημάνθηκε, και τα δύο αυτά μελανά σημεία έχουν, εξ ολοκλήρου, εξαλειφθεί με τις θέσεις και πρωτοβουλίες που υιοθετήθηκαν από ελληνικής πλευράς μεταξύ 2004-2009.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι αν ο κ. Γ. Παπανδρέου επιθυμεί πράγματι να κάνει βήματα προς τα εμπρός και όχι επώδυνες υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας οφείλει, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησής του, ν’ αποδείξει, αμέσως και εμπράκτως, ότι ενστερνίζεται ορισμένες αυτονόητες αλήθειες και αναλαμβάνει αντίστοιχες δεσμεύσεις, όπως οι εξής:
Πρώτον, δεν έχουμε και, άρα, δεν αναγνωρίζουμε παρά μία και μόνη διαφορά με την Τουρκία, ήτοι την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας. «Γκρίζες ζώνες», όπως ισχυρίζεται ανακριβώς η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τα κυβερνητικά λάθη κατά την τραγωδία των Ιμίων και στο Ελσίνκι, ούτε υπήρξαν ούτε υπάρχουν ούτε πρόκειται να υπάρξουν. Κάθε άλλη θεώρηση από την πλευρά της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου θέτει σε άμεσο κίνδυνο την εθνική μας ασφάλεια και την εδαφική μας ακεραιότητα.
Δεύτερον, πρέπει να καταστεί σαφές προς την τουρκική πλευρά ότι η στέρεη θεμελίωση των ελληνικών θέσεων έχει πλέον πολλαπλή διεθνή βάση. Πρωτίστως στο σύνολο του διεθνούς δικαίου, γραπτού και εθιμικού, με ιδιαίτερη έμφαση στο δίκαιο της θάλασσας. Η έμφαση αυτή στη συνολική θεώρηση του διεθνούς δικαίου είναι απαραίτητη, αφού είναι γνωστό, όταν μιλάμε για την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας, ότι η Τουρκία δεν έχει βεβαίως προσχωρήσει στη Σύμβαση που θεσπίζει τους κανόνες του δικαίου της θάλασσας, πλην όμως δεσμεύεται ως προς την εφαρμογή των γενικώς παραδεδειγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του εθιμικού. Πέραν τούτου όμως, ιδιαιτέρως, πλέον, ενισχυτικό των ως άνω θέσεών μας έναντι της Τουρκίας –στο μέτρο μάλιστα που φιλοδοξεί να συνεχίσει την ενταξιακή της πορεία– είναι και το ότι τα σύνορά μας, όπως εμείς τα καθορίζουμε κυριάρχως, είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τούτο προκύπτει ρητώς από την παρ. ΙΙΙ του ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο –στη διατύπωση και θεσμοθέτηση του οποίου πρωταγωνίστησε η τότε κυβέρνηση– του Οκτωβρίου του 2008, όπου ορίζεται ότι τα σύνορα των κρατών-μελών, όπως καθορίζονται κυριάρχως από αυτά, είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αρα, εφεξής, η εκ μέρους της Τουρκίας αμφισβήτηση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, των ελληνικών συνόρων, ισοδυναμεί με αμφισβήτηση και των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τρίτον –και σκεπτόμενοι με την απαραίτητη για τέτοια σοβαρά εθνικά θέματα μακροχρόνια προοπτική– οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση της κατά τ’ ανωτέρω διαφοράς πρέπει να γίνει με την επιβαλλόμενη προσοχή και να οργανωθεί μεθοδικά, με κατάλληλα επεξεργασμένη χρησιμοποίηση όλου, ανεξαιρέτως, του νομικού οπλοστασίου που ακροθιγώς προεκτέθηκε. Τούτο οφείλεται στο ότι με πρόσφατη απόφασή του (3/2/2009, Ρουμανία κατά Ουκρανίας, ιδίως παρ. 185) το Δικαστήριο αυτό, προεκτείνοντας κάποια προηγούμενα, διάσπαρτα, νομολογιακά του δεδομένα, φαίνεται πλέον να στηρίζεται ιδιαιτέρως, κατά την επίλυση διαφορών ως προς την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας, στην αρχή της αναλογικότητας, ιδίως με βάση το μέγεθος του νησιού και την απόστασή του από τα παράλια της προσφεύγουσας χώρας.
Τέταρτον, η χρησιμοποίηση, από την πλευρά μας, γενικώς του όρου «Αιγαίο» στα διαβήματα και τις καταγγελίες που αφορούν τις εκ μέρους της Τουρκίας κάθε είδους παραβιάσεις των συνόρων μας δεν επαρκεί πάντοτε, ακόμη και όταν γίνεται επίκληση του Μνημονίου Παπούλια - Γιλμάζ. Και τούτο όχι με δική μας υπαιτιότητα, ούτε διότι με βάση το διεθνές δίκαιο οι θέσεις μας στερούνται ερείσματος. Κάθε άλλο. Αλλά διότι η Τουρκία ερμηνεύει, γεωγραφικώς, αυθαιρέτως και κατά το δοκούν αυτόν τον όρο. Απαιτείται λοιπόν εφεξής συντονισμένη αναφορά στο σύνολο του χώρου στον οποίο ασκείται, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους κανόνες του συνόλου του διεθνούς δικαίου, η εθνική μας κυριαρχία.
Πέμπτον, η Τουρκία δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι προωθεί ειλικρινώς την ευρωπαϊκή ενταξιακή της διαδικασία και την εξομάλυνση των σχέσεών της με τη χώρα μας, όσο αφενός δεν υπογράφει με την Ευρωπαϊκή Ενωση συμφωνία επανεισδοχής των παράνομων μεταναστών που προέρχονται από το έδαφός της και, αφετέρου –και κυρίως– δεν εφαρμόζει στο ακέραιο τη σχετική συμφωνία που έχει υπογράψει, ήδη από το 2001, με την Ελλάδα. Οσο, δηλαδή, διαθέτει προκλητικά το έδαφός της ως «προνομιακό» πεδίο δράσης των σύγχρονων δουλεμπόρων, επιδεικνύοντας έτσι μια συμπεριφορά που αποτελεί πραγματικό στίγμα ως προς τον σεβασμό των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το επίπεδο πολιτισμού, το οποίο οφείλει να τηρεί.
Και κάτι τελευταίο, όμως διόλου αμελητέο: προς όλους εκείνους –όπως είναι π.χ. οι νοσταλγοί του «αλήστου μνήμης» σχεδίου Ανάν– οι οποίοι ίσως κρίνουν τις σκέψεις που προεκτέθηκαν ως «μεμψίμοιρες» και προσκολημμένες σε «ασήμαντες λεπτομέρειες» εμπρός, στη, δήθεν, πρόκληση μιας «γενναίας» προσέγγισης της τουρκικής πλευράς, θυμίζω απλώς ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη (5/1/1938, Αθήνα): «Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες. Ηταν για να μπορέσει να αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης, ο Ελληνισμός – αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας».
* Ο κ. Πρ. Παυλόπουλος είναι βουλευτής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή
Ώs τί επιστρέφει; ΄Ωs επαγγελματίαs πατριώτηs; Αυτή ή ιδιότητα δένει με τήν άλλη του δοσίλογου.Ώs επικεφαλήs γονιμοποιόs τού Ελληνικού πολιτισμού τών επελαυνόντων κατακτητών ισλαμιστών;Αυτή ή ιδιότητα δένει μέ αυτήν τού δουλεμπόρου καί τού μηδίσαντοs.Αυτόs ό εκτελεστήs τήs νομιμοποίησηs 600.000 χιλ. λαθρομεταναστών.Τήs νομιμοποίησηs χωρίs φωτογραφία καί ταυτοποίηση;Έ λοιπόν στήν συνείδηση μαs έχει εξοστρακιστεί και στυλιτευθεί.Δέν τού μαίνει τού Παυλόπουλου παρά να κατοικήση πλέον στήν χώρα τών Μήδων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν υπαρχει λογος να ασχολουμαστε με τον Παυλοπουλο.Φανηκε η δικη του ανικανοτητα στα "Δεκεμβριανα", τον Μαϊο του 2009 για το "σκισμενο Κορανι" οπως και στις πυρκαγιες της Αττικης του τελευταιου καλοκαιριου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατα τ'αλλα ευχαριστουσε τους λαθρομεταναστες που επιλεγουν την Ελλαδα,αλλα μετα τις ευρωεκλογες ετρεχε στο Αιγαιο για να επισημανει το αποτελεσμα των "ευχαριστιων" του στον Ζακ Μπαρω!Ουτε βρεγμενη γατα να ηταν!!
Και να μην ξεχνουμε την δηλωση του οτι αν φυγει ο Καραμανλης, θα παραιτηθει του βουλευτικου αξιωματος!
Εδω γελανε τριπλα!!!
ΓΜ