Περί των δήθεν επεμβατικών δικαιωμάτων
Η Κύπρος να διατηρήσει το δικαίωμα της αυτοάμυνας
Το αξιοσημείωτο δε στο όλο ζήτημα της ασφάλειας, είναι το γεγονός ότι στη συνείδηση του μέσου Κύπριου πολίτη, η πτυχή της ασφάλειας είναι ταυτισμένη με τη συνθήκη εγγυήσεων και τα δήθεν επεμβατικά δικαιώματα. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού στις μέχρι τώρα συζητήσεις που γίνονται σε επίπεδο πολιτικής, ΜΜΕ, και άλλων φορέων, αγνοείται το συνολικό ζήτημα της ασφάλειας που θα έχει το νέο κράτος και τονίζεται υπέρμετρα το ζήτημα των εγγυήσεων που αποτελεί μια μόνο πτυχή της ασφάλειας. Αιτία, οι κόκκινες γραμμές που προκαταβολικά και περισσότερο επικοινωνιακά, όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις θέτουν αναφορικά με το θέμα των εγγυήσεων.
Στη διαχείριση όμως της πολιτικής και ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά μεγάλα εθνικά ζητήματα, οι ηγέτες θα πρέπει να σκέπτονται καθαρά εγκεφαλικά και όχι συναισθηματικά ή επικοινωνιακά. Γι αυτό και το ζήτημα των εγγυήσεων και των δήθεν επεμβατικών δικαιωμάτων θα πρέπει να προσεγγισθεί, πρωτίστως κάτω από την οπτική της διεθνούς τάξης και νομιμότητας.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η ισχύουσα συνθήκη εγγυήσεων τέθηκε σε εφαρμογή το 1960, χωρίς μέχρι σήμερα να καταγγελθεί από κανένα, είναι αυτονόητο ότι δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με το καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ ή άλλη διάταξη του διεθνούς δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, η συνθήκη αυτή αμέσως μετά την υπογραφή της κατατέθηκε στον ΟΗΕ σύμφωνα με το άρθρο 102 του καταστατικού του χάρτη. Η Γενική Γραμματεία την απέστειλε στη νομική υπηρεσία του Οργανισμού προκειμένου να γνωμοδοτήσει κατά πόσο παρέχεται το δικαίωμα ανάληψης στρατιωτικής δράσης από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Η απάντηση της νομικής υπηρεσίας του ΟΗΕ ήταν σαφής ΄΄....Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αναληφθεί στρατιωτική δράση από τις εγγυήτριες δυνάμεις...’’ Εξ ου και τα σχετικά ψηφίσματα των ΗΕ αναφορικά με την εισβολή του 74 τα οποία καταδίκασαν τη Τουρκία για την ενέργειά της αυτή.
Και φυσικά η γνωμοδότηση της Γενικής Γραμματείας δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική αφού, σύμφωνα με το καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ που ως γνωστό υπερισχύει κάθε άλλης διεθνούς συμφωνίας, ανάληψη στρατιωτικής δράσης για οποιοδήποτε λόγο, επιτρέπεται μόνο σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, στη περίπτωση αυτοάμυνας (άρθρο 51) και δεύτερον, στη περίπτωση που το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφασίσει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης αφού διαπιστώσει ότι απειλείται σοβαρά η διεθνής ασφάλεια και ειρήνη (άρθρο 42 του κεφ. VII). Σε καμιά άλλη περίπτωση ο διεθνής νόμος δεν επιτρέπει χρήση στρατιωτικής βίας. Και επειδή η περίπτωση των εγγυήσεων δεν αφορά αυτοάμυνα, είναι κατανοητό ότι η μόνη περίπτωση νόμιμης κατά το διεθνές δίκαιο στρατιωτικής δράσης των εγγυητριών δυνάμεων είναι η περίπτωση που το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβει σχετική απόφαση. Όμως και στη περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι υποχρεωμένο να καλέσει όλες τις χώρες –μέλη του ΟΗΕ να συνεισφέρουν με στρατιωτικές δυνάμεις στην υλοποίηση της απόφασής του. Και ακόμα να συστήσει στρατιωτική επιτροπή η οποία να αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια ο ίδιος ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ αναιρεί και κονιορτοποιεί το επιχείρημα που προβάλλει η Τουρκία –δυστυχώς και κάποιοι στη Κύπρο - περί του δήθεν δικαιώματος μονομερούς ή από κοινού ανάληψης στρατιωτικής δράσης από τις εγγυήτριες δυνάμεις.
Η ιστορία διδάσκει ότι όλοι οι επιδρομείς και όλοι οι κατακτητές πάντοτε θα επικαλούνται κάποια συνθήκη ή κάποιο δικαίωμα για να δικαιολογήσουν την απεχθή πράξη τους. Γι αυτές τις πράξεις τους όμως δεν φταίνε οι συνθήκες. Φταίνε οι ίδιοι οι επιδρομείς και οι κατακτητές. Η Τουρκία το 1974 δεν έκαμε την εισβολή επειδή υπήρχε η συνθήκη εγγυήσεως που της παρείχε δήθεν το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης. Την έκαμε, επειδή κατά τη δική της πάντοτε εκτίμηση, με το πραξικόπημα της Χούντας θα γινόταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αυτό ανέτρεπε μια στρατηγική που έκτισε τα τελευταία 50 χρόνια αναφορικά με την ασφάλειά της.
Από την άλλη βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πέραν της προσέγγισης του θέματος των εγγυήσεων υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, υπάρχει και η ψυχολογική διάσταση του ζητήματος που έχει να κάμει με τη διαμορφωθείσα από το 74 και εντεύθεν περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που θέλει τη συνθήκη εγγυήσεων ως το κακό δαίμονα του Κυπριακού. Γι αυτό και η μάχη για εξάλειψη της συνθήκης εγγυήσεων ή καταληκτικής ημερομηνίας ισχύος της, θα πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί από το πρόεδρο κατά τη διάρκεια των συνομιλιών και η πλευρά μας έχει σημαντικά επιχειρήματα να προτάξει, στη βάση πάντοτε των δεδομένων του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ (δικαίωμα της αυτοάμυνας με την ύπαρξη ιδίων Ενόπλων Δυνάμεων) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμμετοχή στη ΚΕΠΠΑ). Και ασφαλώς όχι το διάτρητο επιχείρημα των δήθεν επεμβατικών δικαιωμάτων που ουσιαστικά νομιμοποιεί την Τουρκική εισβολή.
* Υποστράτηγος ε.α.
Πηγή
Του Ανδρέα Πενταρά*
Το γεγονός ότι η πτυχή της ασφάλειας είναι η τελευταία στην ατζέντα των συνομιλιών για λύση του Κυπριακού μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων, επιβεβαιώνει τη πολυπλοκότητα του ζητήματος αυτού και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπισθούν κατά τη συζήτηση του.Το αξιοσημείωτο δε στο όλο ζήτημα της ασφάλειας, είναι το γεγονός ότι στη συνείδηση του μέσου Κύπριου πολίτη, η πτυχή της ασφάλειας είναι ταυτισμένη με τη συνθήκη εγγυήσεων και τα δήθεν επεμβατικά δικαιώματα. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού στις μέχρι τώρα συζητήσεις που γίνονται σε επίπεδο πολιτικής, ΜΜΕ, και άλλων φορέων, αγνοείται το συνολικό ζήτημα της ασφάλειας που θα έχει το νέο κράτος και τονίζεται υπέρμετρα το ζήτημα των εγγυήσεων που αποτελεί μια μόνο πτυχή της ασφάλειας. Αιτία, οι κόκκινες γραμμές που προκαταβολικά και περισσότερο επικοινωνιακά, όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις θέτουν αναφορικά με το θέμα των εγγυήσεων.
Στη διαχείριση όμως της πολιτικής και ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά μεγάλα εθνικά ζητήματα, οι ηγέτες θα πρέπει να σκέπτονται καθαρά εγκεφαλικά και όχι συναισθηματικά ή επικοινωνιακά. Γι αυτό και το ζήτημα των εγγυήσεων και των δήθεν επεμβατικών δικαιωμάτων θα πρέπει να προσεγγισθεί, πρωτίστως κάτω από την οπτική της διεθνούς τάξης και νομιμότητας.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η ισχύουσα συνθήκη εγγυήσεων τέθηκε σε εφαρμογή το 1960, χωρίς μέχρι σήμερα να καταγγελθεί από κανένα, είναι αυτονόητο ότι δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με το καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ ή άλλη διάταξη του διεθνούς δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, η συνθήκη αυτή αμέσως μετά την υπογραφή της κατατέθηκε στον ΟΗΕ σύμφωνα με το άρθρο 102 του καταστατικού του χάρτη. Η Γενική Γραμματεία την απέστειλε στη νομική υπηρεσία του Οργανισμού προκειμένου να γνωμοδοτήσει κατά πόσο παρέχεται το δικαίωμα ανάληψης στρατιωτικής δράσης από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Η απάντηση της νομικής υπηρεσίας του ΟΗΕ ήταν σαφής ΄΄....Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αναληφθεί στρατιωτική δράση από τις εγγυήτριες δυνάμεις...’’ Εξ ου και τα σχετικά ψηφίσματα των ΗΕ αναφορικά με την εισβολή του 74 τα οποία καταδίκασαν τη Τουρκία για την ενέργειά της αυτή.
Και φυσικά η γνωμοδότηση της Γενικής Γραμματείας δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική αφού, σύμφωνα με το καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ που ως γνωστό υπερισχύει κάθε άλλης διεθνούς συμφωνίας, ανάληψη στρατιωτικής δράσης για οποιοδήποτε λόγο, επιτρέπεται μόνο σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, στη περίπτωση αυτοάμυνας (άρθρο 51) και δεύτερον, στη περίπτωση που το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφασίσει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης αφού διαπιστώσει ότι απειλείται σοβαρά η διεθνής ασφάλεια και ειρήνη (άρθρο 42 του κεφ. VII). Σε καμιά άλλη περίπτωση ο διεθνής νόμος δεν επιτρέπει χρήση στρατιωτικής βίας. Και επειδή η περίπτωση των εγγυήσεων δεν αφορά αυτοάμυνα, είναι κατανοητό ότι η μόνη περίπτωση νόμιμης κατά το διεθνές δίκαιο στρατιωτικής δράσης των εγγυητριών δυνάμεων είναι η περίπτωση που το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβει σχετική απόφαση. Όμως και στη περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι υποχρεωμένο να καλέσει όλες τις χώρες –μέλη του ΟΗΕ να συνεισφέρουν με στρατιωτικές δυνάμεις στην υλοποίηση της απόφασής του. Και ακόμα να συστήσει στρατιωτική επιτροπή η οποία να αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια ο ίδιος ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ αναιρεί και κονιορτοποιεί το επιχείρημα που προβάλλει η Τουρκία –δυστυχώς και κάποιοι στη Κύπρο - περί του δήθεν δικαιώματος μονομερούς ή από κοινού ανάληψης στρατιωτικής δράσης από τις εγγυήτριες δυνάμεις.
Η ιστορία διδάσκει ότι όλοι οι επιδρομείς και όλοι οι κατακτητές πάντοτε θα επικαλούνται κάποια συνθήκη ή κάποιο δικαίωμα για να δικαιολογήσουν την απεχθή πράξη τους. Γι αυτές τις πράξεις τους όμως δεν φταίνε οι συνθήκες. Φταίνε οι ίδιοι οι επιδρομείς και οι κατακτητές. Η Τουρκία το 1974 δεν έκαμε την εισβολή επειδή υπήρχε η συνθήκη εγγυήσεως που της παρείχε δήθεν το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης. Την έκαμε, επειδή κατά τη δική της πάντοτε εκτίμηση, με το πραξικόπημα της Χούντας θα γινόταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αυτό ανέτρεπε μια στρατηγική που έκτισε τα τελευταία 50 χρόνια αναφορικά με την ασφάλειά της.
Από την άλλη βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πέραν της προσέγγισης του θέματος των εγγυήσεων υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, υπάρχει και η ψυχολογική διάσταση του ζητήματος που έχει να κάμει με τη διαμορφωθείσα από το 74 και εντεύθεν περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που θέλει τη συνθήκη εγγυήσεων ως το κακό δαίμονα του Κυπριακού. Γι αυτό και η μάχη για εξάλειψη της συνθήκης εγγυήσεων ή καταληκτικής ημερομηνίας ισχύος της, θα πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί από το πρόεδρο κατά τη διάρκεια των συνομιλιών και η πλευρά μας έχει σημαντικά επιχειρήματα να προτάξει, στη βάση πάντοτε των δεδομένων του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ (δικαίωμα της αυτοάμυνας με την ύπαρξη ιδίων Ενόπλων Δυνάμεων) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμμετοχή στη ΚΕΠΠΑ). Και ασφαλώς όχι το διάτρητο επιχείρημα των δήθεν επεμβατικών δικαιωμάτων που ουσιαστικά νομιμοποιεί την Τουρκική εισβολή.
* Υποστράτηγος ε.α.
Πηγή
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...