Η Τουρκία αναζωπυρώνει "θερμές εξελίξεις" με την Ελλάδα
Η Τουρκία "επιθετικότερη"
όσο ποτέ κατά της Ελλάδας
"Oι τελευταίες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Αγκυρα όχι μόνο δεν έχει οπισθοχωρήσει από τις διεκδικήσεις της έναντι της Αθήνας, αλλά αντίθετα ξεκινά...
έναν νέο κύκλο πιέσεων κατά της Ελλάδος απαιτώντας συζητήσεις με «ανοικτή ατζέντα», για όλα τα προβλήματα που κατ’ αυτήν υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ασχετα με τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και την πάγια τακτική της, η Ελλάδα έδειξε αιφνιδιασμένη από αυτή την αναζωπύρωση, η οποία όμως έπρεπε να ήταν αναμενόμενη. Αυτός ακριβώς ο αιφνιδιασμός μας, δείχνει ξεκάθαρα ένα πράγμα: ότι δεν γνωρίζουμε τους γείτονές μας, παρά τους αιώνες συγκατοίκησης που έχουμε μαζί τους σε αυτή τη «γειτονιά» του πλανήτη.
Ολο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι νομικό. Είναι καθαρά πολιτικό.
Η Τουρκία είναι μια χώρα ο πληθυσμός της οποίας σήμερα αριθμεί τα 82.000.000 κατοίκων όπου στην πλειοψηφία του, αποτελείται από νέους μεταξύ των 25 και 35 ετών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 2020 η Τουρκία θα έχει ξεπεράσει τα 110.000.000. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτή η μάζα αποτελεί έναν κοινωνικό ιστό που γεννά και θα γεννά ναι μεν εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά παράλληλα θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό επεκτατικής ορμής.
Ο Μακιαβέλι γράφοντας για την Ρώμη και την πολιτική της επεσήμανε ότι το μεγάλο πρόβλημα της πόλης, οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ πατρικίων και πληβείων αποτελούσε παράλληλα και το κίνητρο για την αδιάκοπη επέκτασή της.
Ακόμη και ο περίφημος προσανατολισμός μας για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και το όραμά μας ότι η ένταξή της θα την κάνει μια περισσότερο «ευρωπαϊκή» χώρα και λιγότερο «οθωμανική», δείχνει το μέγεθος της άγνοιας που έχουμε για αυτήν.
Εχουμε γενικά μια εσφαλμένη εικόνα το τι σημαίνει η «Ευρώπη» για την Τουρκία.
Παγίως η Αθήνα έκανε βρισκόταν στην ατραπό να πιστεύει ότι η σημασία που έχει γι’ αυτήν η Ευρώπη πρέπει να έχει και για τις άλλες χώρες, ειδικά για την Αγκυρα. Ενώ για την Ελλάδα η ΕΕ αποτελεί το μοναδικό ίσως πεδίο δραστηριοτήτων, για την Τουρκία αποτελεί ένα πεδίο δραστηριοτήτων μόνο και τίποτε περισσότερο. Εκ των πραγμάτων η Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει τα αιτήματα μιας χώρας των 82 εκατομμυρίων σήμερα και αύριο των 110 εκατομμυρίων.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι επιθυμεί η Ε.Ε. να απογοητεύσει την Τουρκία μιας και οι ισχυρές δυνάμεις της Ενωσης έχουν και θα συνεχίσουν να έχουν ζωτικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα σε αυτή τη χώρα, ιδιαίτερα μετά τον στρατηγικό προσανατολισμό που «βλέπει» ξεκάθαρα προς την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Και η Τουρκία αποτελεί την «γέφυρα» για αυτές τους τις επιδιώξεις.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από την πολιτική που ασκεί η Τουρκία απέναντι στην αναγνώριση της Κύπρου ως κράτους-μέλους της ΕΕ, όπου παρά τις φραστικές καταδίκες των Βρυξελλών προς την Τουρκία, επί της ουσίας και επί του πρακτέου η Αγκυρα παραμένει αλώβητη. Η Τουρκία μπροστά στο εθνικό της συμφέρον και τους στρατηγικούς της σχεδιασμούς αδιαφορεί για τις αποφάσεις της Ε.Ε. και τις όποιες πιέσεις.
Φυσικά δεν χρειάζεται να αποτρέψουμε ή να εμποδίσουμε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Θα ήταν όμως πιο συνετό να μη θεωρούμε αφενός την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία ως πανάκεια και αφετέρου να εναρμονίσουμε την όλη αυτή διαδικασία με μια μακρόπνοη στρατηγική αντίληψη υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων με βάση το διεθνές δίκαιο και τις υπάρχουσες συνθήκες στην περιοχή με ρεαλιστικούς όρους. Την άσκηση δηλαδή, real politik και όχι συναισθηματικής πολιτικής.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία Ευρώπη ούτε κανένας άλλος συνασπισμός μπορεί να εγγυηθεί την προάσπιση των συνόρων μας και της εθνικής μας ασφάλειας. Αυτό μόνο εμείς μπορούμε να το κάνουμε. Και αυτό ακριβώς αποτελεί σημαντική παράμετρο σε ότι αφορά τον προσανατολισμό μας απέναντι στην ασκούσα προς την Τουρκία πολιτική.
Αναδυόμενη υπερδύναμη;
Οι μέχρι τώρα προθέσεις της Τουρκίας εξάλλου κάθε άλλο παρά προς την επιδιωκόμενη από εμάς κατεύθυνση μείωσης της έντασης κινούνται. Μάλιστα η Τουρκία προσπαθώντας να πάρει το χρίσμα της «τοπικής υπερδύναμης», προχωρά σε κινήσεις που θα έπρεπε να μας προβληματίσουν έντονα. Και θα αναφερθώ συγκεκριμένα σε δύο περιπτώσεις.
Η πρώτη αφορά την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων εκ μέρους της, ανακοίνωση η οποία έγινε δια στόματος του τούρκου υπουργού Αμυνας στις στην τουρκική εθνοσυνέλευση. Η απόκτηση βαλλιστικών πυραύλων εκ μέρους της Τουρκίας θα επιφέρει την πλήρη ανατροπή των μέχρι σήμερα υφισταμένων ισορροπιών με ότι αυτό συνεπάγεται, όχι μόνο για την ασφάλεια της Ελλάδος αλλά και για ολόκληρη την περιοχή, οδηγώντας πιθανά είτε σε ένα ξέφρενο νέο γύρο εξοπλισμών, είτε σε «δορυφοριοποίηση» των γειτονικών σε αυτή χωρών.
Το δεύτερο αφορά την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου που ανακοινώθηκε ότι θα κατασκευαστεί στη Σινώπη. Η Τουρκία επικαλείται τον όγκο του πληθυσμού της και τις τεράστιες ενεργειακές απαιτήσεις που οι σημερινές συμβατικές εγκαταστάσεις που διαθέτει θα είναι αδύνατο σε λίγο καιρό να εξυπηρετήσουν.
Και το σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση σχετικά με το αν οι Τούρκοι δεν επιχειρήσουν το εν λόγω εργοστάσιο να χρησιμοποιηθεί για εμπλουτισμό ουρανίου και τη δημιουργία πυρηνικών όπλων, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Παραπομπή στη Χάγη
Τον τελευταίο καιρό μάλιστα πληθαίνουν οι φωνές ότι πρέπει να πάμε στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για να συζητήσουμε με την Τουρκία τις διαφορές μας.
Ποιες είναι όμως οι διαφορές μας;
Πέρα από το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, πιστεύουμε ότι δεν υφίσταται καμία άλλη. Όμως η Τουρκία δεν φαίνεται διατεθειμένη να πάει στην Χάγη μόνο για την υφαλοκρηπίδα. Αντίθετα εκτιμούμε ότι έχει σκοπό της να προβεί σε μια παραπομπή για όλα τα θέματα, όπως αυτό του εύρους του εθνικού εναερίου χώρου, της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων και των «γκρίζων ζωνών».
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το 1976, η Ελλάδα είχε προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, προσφυγή που απορρίφθηκε λόγω του γεγονότος ότι η Τουρκία είχε αρνηθεί να την εγκρίνει, ζητώντας «ή συνολική παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών ή τίποτα».
Και σήμερα η στάση της όχι μόνο δεν έχει αλλάξει, αλλά είναι και κατά πολύ σκληρότερη από τότε.
Η Αγκυρα, ειδικά από το 1974 και μετά, επιδιώκει την de facto και αν ήτο δυνατό και τη de jure, αναθεώρηση της συνθήκης της Λοζάννης και των Παρισίων με μια νέα συνθήκη. Ισως η πιο αντιπροσωπευτική δήλωση για τις προθέσεις της Τουρκίας να έγινε από τον τότε τούρκο πρωθυπουργό της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ κατά τη διάρκεια της συνάντησης της Βουλιαγμένης το 1988, όπου δήλωσε ότι: «Οι προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνθήκες και συμφωνίες συνήφθησαν κάτω από τις ειδικές πολιτικές συνθήκες της εποχής και επομένως δεν δεσμεύουν την Τουρκία».
Για την Τουρκία το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας έχει ήσσονα σημασία. Οι στόχοι της είναι φανερό ότι επικεντρώνονται σε τρία σημεία: Την αποστρατιωτικοποίηση, το εύρος ναυτικών μιλίων και αεροπορικών καθώς και τις «γκρίζες ζώνες».
Ας εξετάσουμε λοιπόν τα πράγματα αναλυτικότερα:
Η Ελλάδα από το 1931 έχει υιοθετήσει εθνικό εναέριο χώρο 10 μιλίων και πέντε χρόνια μετά υιοθέτησε αιγιαλίτιδα ζώνη έξι ναυτικών μιλίων. Ετσι έχουμε το εξής παράδοξο ότι τα ναυτικά μίλια ελέγχου δεν συμπίπτουν με τα αεροπορικά. Μετά την εισβολή στην Κύπρο, οι Τούρκοι άρχισαν να μην αναγνωρίζουν το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου, στηριζόμενοι σε αυτή τους την απόφαση στο γεγονός ότι βάσει της διεθνούς συνθήκης για το δίκαιο της θάλασσας όσα είναι το εύρος των ναυτικών μιλίων πρέπει να είναι και το αεροπορικό.
Αρα λοιπόν μια παραπομπή στη Χάγη υπό αυτές τις θέσεις, νομικά θα εξυπηρετούσε την πολιτική της Τουρκίας και θα ανάγκαζε την Ελλάδα να εναρμονίσει το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου με το θαλάσσιο.
Η μοναδική λύση θα ήταν να αυξήσουμε το εύρος των θαλασσίου χώρου μας στα δώδεκα ναυτικά μίλια, βάσει του δικαίου της θάλασσας, κάτι που αυτόματα μετατρέπει και το εύρος του αεροπορικού χώρου επίσης στα δώδεκα και υπό αυτό το καθστώς να δεχθούμε παραμπομπή στη Χάγη.
Όμως είναι γνωστό ότι μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους της Ελλάδος θεωρείται από την Τουρκία ως αιτία πολέμου (Casus Belli), δείχνοντας ότι η Αγκυρα αδιαφορεί πλήρως για το διεθνές δίκαιο μπροστά στις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές της επιδιώξεις στο Αιγαίο.
Παράλληλα όμως υπάρχει και ένα ακόμη νομικό εμπόδιο, ακόμη και αν η Ελλάδα το πράξει αυτό.
Το δίκαιο της θάλασσας αναφέρει ότι μια χώρα μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα δώδεκα μίλια, αρκεί η απόσταση των ακτών ανάμεσα στις δύο χώρες να είναι ίση ή μεγαλύτερη των 24 μιλίων (12+12). Αυτό όμως σε αρκετές περιπτώσεις στην περίπτωση της Ελλάδος και της Τουρκίας είναι ανεφάρμοστο αφού η αποστάσεις μεταξύ πολλών νήσων του ανατολικού Αιγαίου από τις τουρκικές ακτές είναι μικρότερες των 24 μιλίων. Για αυτό το λόγο το δίκαιο της θάλασσας αναφέρει ότι σε περιπτώσεις όπου οι αποστάσεις είναι μικρότερες των 24 μιλίων θα ισχύει ο περίφημος κανόνας της «μέσης γραμμής», γνωστότερο στους διπλωματικούς κύκλους ως ο «κανόνας του πενήντα-πενήντα».
Σε ότι αφορά την αποστρατιωτικοποίηση, μια τέτοια ενέργεια θα ήταν εξαιρετικά ζημιογόνα και επικίνδυνη για τα εθνικά μας συμφέροντα. Αν και η Ελλάδα είναι δεσμευμένη από τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923 αλλά και αυτή των Παρισίων το 1947 να μη στρατιωτικοποιήσει τα νησιά της, οι μετά το 1974 εξελίξεις και η συνειδητοποίηση ότι οι ένοπλες δυνάμεις μπορούσαν να υπερασπιστούν με άνεση τα βόρεια σύνορά μας αλλά όχι τα ανατολικά, όπου υπήρχε και η πραγματική απειλή, οδήγησαν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία σε πλήρη αναδιάρθρωση του στρατηγικού μας προσανατολισμού. Το περίφημο δόγμα του «εξ ανατολών κινδύνου».
Ετσι η Ελλάδα υιοθέτησε την τακτική του εξοπλισμού των νήσων με αμυντική διάταξη. Δηλαδή αποτρεπτική και όχι επιθετική. Σε αντίθεση η Τουρκία με την περίφημη «Στρατιά του Αιγαίου» και με πλήρη επιθετική διάταξη εναντίον των ελληνικών νήσων αποτελεί «άμεσο και υπαρκτό κίνδυνο» για την ασφάλειά της χώρας.
Μια συμφωνία για αποστρατιωτικοποίηση ελλοχεύει πολλούς κινδύνους, ιδίως σε επιχειρησιακό επίπεδο. Ο όγκος της Τουρκίας ή αλλιώς το στρατηγικό της βάθος, της επιτρέπει ακόμη και σε περίπτωση «διάλυσης» της στρατιάς του Αιγαίου να την επανεξοπλίσει και σε διάστημα λιγότερο των 48 ωρών, να εξαπολύσει μια αστραπιαία επίθεση κατά των ανυπεράσπιστων ελληνικών νήσων. Δυστυχώς η κατακερματισμένη γεωγραφικά ελληνική επικράτεια και ιδίως η απόσταση των νήσων από την ηπειρωτική χώρα, καθιστά πρακτικά αδύνατη μια μεταφορά στρατευμάτων και υλικών σε χρόνο ικανό που θα μπορούσε να αποτρέψει μια τουρκική επίθεση. Και όλα αυτά υπό την αίρεση ότι οι θαλάσσιες και ναυτικές οδοί θα είναι πλήρως ελεγχόμενες από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Ακόμη και μια συμφωνία βάσει της οποίας ξένοι παρατηρητές θα παρακολουθούσαν τις κινήσεις των ελληνικών και τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στις αποστρατιωτικοποιημένες περιοχές, βάσει των πρόσφατα καταγεγραμμένων παραδειγμάτων εφαρμογής αντίστοιχων περιπτώσεων σε συνάρτηση με την τουρκική τακτική και την αδιαφορία της Αγκυρας για το διεθνές δίκαιο και συνθήκες, δεν εγγυάται την ασφάλεια της Ελλάδος. Μια αποστρατιωτικοποίηση των νήσων θα αποτελέσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο απρόβλεπτες συνέπειες για την ασφάλεια και εθνική ακεραιότητα της Ελλάδος.
Σε ότι αφορά τις γκρίζες ζώνες, αυτές αποτελούν έναν ακόμη στόχο της τουρκικής πολιτικής και αφορούν κυρίως την αναθεώρηση των συνθηκών. Με το ζήτημα των γκρίζων ζωνών θα αναφερθούμε όμως εκτενέστερα σε προσεχές μας άρθρο."
Από Vellerefontis team
όσο ποτέ κατά της Ελλάδας
"Oι τελευταίες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Αγκυρα όχι μόνο δεν έχει οπισθοχωρήσει από τις διεκδικήσεις της έναντι της Αθήνας, αλλά αντίθετα ξεκινά...
έναν νέο κύκλο πιέσεων κατά της Ελλάδος απαιτώντας συζητήσεις με «ανοικτή ατζέντα», για όλα τα προβλήματα που κατ’ αυτήν υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ασχετα με τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και την πάγια τακτική της, η Ελλάδα έδειξε αιφνιδιασμένη από αυτή την αναζωπύρωση, η οποία όμως έπρεπε να ήταν αναμενόμενη. Αυτός ακριβώς ο αιφνιδιασμός μας, δείχνει ξεκάθαρα ένα πράγμα: ότι δεν γνωρίζουμε τους γείτονές μας, παρά τους αιώνες συγκατοίκησης που έχουμε μαζί τους σε αυτή τη «γειτονιά» του πλανήτη.
Ολο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι νομικό. Είναι καθαρά πολιτικό.
Η Τουρκία είναι μια χώρα ο πληθυσμός της οποίας σήμερα αριθμεί τα 82.000.000 κατοίκων όπου στην πλειοψηφία του, αποτελείται από νέους μεταξύ των 25 και 35 ετών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 2020 η Τουρκία θα έχει ξεπεράσει τα 110.000.000. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτή η μάζα αποτελεί έναν κοινωνικό ιστό που γεννά και θα γεννά ναι μεν εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά παράλληλα θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό επεκτατικής ορμής.
Ο Μακιαβέλι γράφοντας για την Ρώμη και την πολιτική της επεσήμανε ότι το μεγάλο πρόβλημα της πόλης, οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ πατρικίων και πληβείων αποτελούσε παράλληλα και το κίνητρο για την αδιάκοπη επέκτασή της.
Ακόμη και ο περίφημος προσανατολισμός μας για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και το όραμά μας ότι η ένταξή της θα την κάνει μια περισσότερο «ευρωπαϊκή» χώρα και λιγότερο «οθωμανική», δείχνει το μέγεθος της άγνοιας που έχουμε για αυτήν.
Εχουμε γενικά μια εσφαλμένη εικόνα το τι σημαίνει η «Ευρώπη» για την Τουρκία.
Παγίως η Αθήνα έκανε βρισκόταν στην ατραπό να πιστεύει ότι η σημασία που έχει γι’ αυτήν η Ευρώπη πρέπει να έχει και για τις άλλες χώρες, ειδικά για την Αγκυρα. Ενώ για την Ελλάδα η ΕΕ αποτελεί το μοναδικό ίσως πεδίο δραστηριοτήτων, για την Τουρκία αποτελεί ένα πεδίο δραστηριοτήτων μόνο και τίποτε περισσότερο. Εκ των πραγμάτων η Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει τα αιτήματα μιας χώρας των 82 εκατομμυρίων σήμερα και αύριο των 110 εκατομμυρίων.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι επιθυμεί η Ε.Ε. να απογοητεύσει την Τουρκία μιας και οι ισχυρές δυνάμεις της Ενωσης έχουν και θα συνεχίσουν να έχουν ζωτικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα σε αυτή τη χώρα, ιδιαίτερα μετά τον στρατηγικό προσανατολισμό που «βλέπει» ξεκάθαρα προς την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Και η Τουρκία αποτελεί την «γέφυρα» για αυτές τους τις επιδιώξεις.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από την πολιτική που ασκεί η Τουρκία απέναντι στην αναγνώριση της Κύπρου ως κράτους-μέλους της ΕΕ, όπου παρά τις φραστικές καταδίκες των Βρυξελλών προς την Τουρκία, επί της ουσίας και επί του πρακτέου η Αγκυρα παραμένει αλώβητη. Η Τουρκία μπροστά στο εθνικό της συμφέρον και τους στρατηγικούς της σχεδιασμούς αδιαφορεί για τις αποφάσεις της Ε.Ε. και τις όποιες πιέσεις.
Φυσικά δεν χρειάζεται να αποτρέψουμε ή να εμποδίσουμε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Θα ήταν όμως πιο συνετό να μη θεωρούμε αφενός την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία ως πανάκεια και αφετέρου να εναρμονίσουμε την όλη αυτή διαδικασία με μια μακρόπνοη στρατηγική αντίληψη υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων με βάση το διεθνές δίκαιο και τις υπάρχουσες συνθήκες στην περιοχή με ρεαλιστικούς όρους. Την άσκηση δηλαδή, real politik και όχι συναισθηματικής πολιτικής.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία Ευρώπη ούτε κανένας άλλος συνασπισμός μπορεί να εγγυηθεί την προάσπιση των συνόρων μας και της εθνικής μας ασφάλειας. Αυτό μόνο εμείς μπορούμε να το κάνουμε. Και αυτό ακριβώς αποτελεί σημαντική παράμετρο σε ότι αφορά τον προσανατολισμό μας απέναντι στην ασκούσα προς την Τουρκία πολιτική.
Αναδυόμενη υπερδύναμη;
Οι μέχρι τώρα προθέσεις της Τουρκίας εξάλλου κάθε άλλο παρά προς την επιδιωκόμενη από εμάς κατεύθυνση μείωσης της έντασης κινούνται. Μάλιστα η Τουρκία προσπαθώντας να πάρει το χρίσμα της «τοπικής υπερδύναμης», προχωρά σε κινήσεις που θα έπρεπε να μας προβληματίσουν έντονα. Και θα αναφερθώ συγκεκριμένα σε δύο περιπτώσεις.
Η πρώτη αφορά την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων εκ μέρους της, ανακοίνωση η οποία έγινε δια στόματος του τούρκου υπουργού Αμυνας στις στην τουρκική εθνοσυνέλευση. Η απόκτηση βαλλιστικών πυραύλων εκ μέρους της Τουρκίας θα επιφέρει την πλήρη ανατροπή των μέχρι σήμερα υφισταμένων ισορροπιών με ότι αυτό συνεπάγεται, όχι μόνο για την ασφάλεια της Ελλάδος αλλά και για ολόκληρη την περιοχή, οδηγώντας πιθανά είτε σε ένα ξέφρενο νέο γύρο εξοπλισμών, είτε σε «δορυφοριοποίηση» των γειτονικών σε αυτή χωρών.
Το δεύτερο αφορά την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου που ανακοινώθηκε ότι θα κατασκευαστεί στη Σινώπη. Η Τουρκία επικαλείται τον όγκο του πληθυσμού της και τις τεράστιες ενεργειακές απαιτήσεις που οι σημερινές συμβατικές εγκαταστάσεις που διαθέτει θα είναι αδύνατο σε λίγο καιρό να εξυπηρετήσουν.
Και το σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση σχετικά με το αν οι Τούρκοι δεν επιχειρήσουν το εν λόγω εργοστάσιο να χρησιμοποιηθεί για εμπλουτισμό ουρανίου και τη δημιουργία πυρηνικών όπλων, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Παραπομπή στη Χάγη
Τον τελευταίο καιρό μάλιστα πληθαίνουν οι φωνές ότι πρέπει να πάμε στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για να συζητήσουμε με την Τουρκία τις διαφορές μας.
Ποιες είναι όμως οι διαφορές μας;
Πέρα από το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, πιστεύουμε ότι δεν υφίσταται καμία άλλη. Όμως η Τουρκία δεν φαίνεται διατεθειμένη να πάει στην Χάγη μόνο για την υφαλοκρηπίδα. Αντίθετα εκτιμούμε ότι έχει σκοπό της να προβεί σε μια παραπομπή για όλα τα θέματα, όπως αυτό του εύρους του εθνικού εναερίου χώρου, της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων και των «γκρίζων ζωνών».
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το 1976, η Ελλάδα είχε προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, προσφυγή που απορρίφθηκε λόγω του γεγονότος ότι η Τουρκία είχε αρνηθεί να την εγκρίνει, ζητώντας «ή συνολική παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών ή τίποτα».
Και σήμερα η στάση της όχι μόνο δεν έχει αλλάξει, αλλά είναι και κατά πολύ σκληρότερη από τότε.
Η Αγκυρα, ειδικά από το 1974 και μετά, επιδιώκει την de facto και αν ήτο δυνατό και τη de jure, αναθεώρηση της συνθήκης της Λοζάννης και των Παρισίων με μια νέα συνθήκη. Ισως η πιο αντιπροσωπευτική δήλωση για τις προθέσεις της Τουρκίας να έγινε από τον τότε τούρκο πρωθυπουργό της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ κατά τη διάρκεια της συνάντησης της Βουλιαγμένης το 1988, όπου δήλωσε ότι: «Οι προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνθήκες και συμφωνίες συνήφθησαν κάτω από τις ειδικές πολιτικές συνθήκες της εποχής και επομένως δεν δεσμεύουν την Τουρκία».
Για την Τουρκία το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας έχει ήσσονα σημασία. Οι στόχοι της είναι φανερό ότι επικεντρώνονται σε τρία σημεία: Την αποστρατιωτικοποίηση, το εύρος ναυτικών μιλίων και αεροπορικών καθώς και τις «γκρίζες ζώνες».
Ας εξετάσουμε λοιπόν τα πράγματα αναλυτικότερα:
Η Ελλάδα από το 1931 έχει υιοθετήσει εθνικό εναέριο χώρο 10 μιλίων και πέντε χρόνια μετά υιοθέτησε αιγιαλίτιδα ζώνη έξι ναυτικών μιλίων. Ετσι έχουμε το εξής παράδοξο ότι τα ναυτικά μίλια ελέγχου δεν συμπίπτουν με τα αεροπορικά. Μετά την εισβολή στην Κύπρο, οι Τούρκοι άρχισαν να μην αναγνωρίζουν το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου, στηριζόμενοι σε αυτή τους την απόφαση στο γεγονός ότι βάσει της διεθνούς συνθήκης για το δίκαιο της θάλασσας όσα είναι το εύρος των ναυτικών μιλίων πρέπει να είναι και το αεροπορικό.
Αρα λοιπόν μια παραπομπή στη Χάγη υπό αυτές τις θέσεις, νομικά θα εξυπηρετούσε την πολιτική της Τουρκίας και θα ανάγκαζε την Ελλάδα να εναρμονίσει το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου με το θαλάσσιο.
Η μοναδική λύση θα ήταν να αυξήσουμε το εύρος των θαλασσίου χώρου μας στα δώδεκα ναυτικά μίλια, βάσει του δικαίου της θάλασσας, κάτι που αυτόματα μετατρέπει και το εύρος του αεροπορικού χώρου επίσης στα δώδεκα και υπό αυτό το καθστώς να δεχθούμε παραμπομπή στη Χάγη.
Όμως είναι γνωστό ότι μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους της Ελλάδος θεωρείται από την Τουρκία ως αιτία πολέμου (Casus Belli), δείχνοντας ότι η Αγκυρα αδιαφορεί πλήρως για το διεθνές δίκαιο μπροστά στις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές της επιδιώξεις στο Αιγαίο.
Παράλληλα όμως υπάρχει και ένα ακόμη νομικό εμπόδιο, ακόμη και αν η Ελλάδα το πράξει αυτό.
Το δίκαιο της θάλασσας αναφέρει ότι μια χώρα μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα δώδεκα μίλια, αρκεί η απόσταση των ακτών ανάμεσα στις δύο χώρες να είναι ίση ή μεγαλύτερη των 24 μιλίων (12+12). Αυτό όμως σε αρκετές περιπτώσεις στην περίπτωση της Ελλάδος και της Τουρκίας είναι ανεφάρμοστο αφού η αποστάσεις μεταξύ πολλών νήσων του ανατολικού Αιγαίου από τις τουρκικές ακτές είναι μικρότερες των 24 μιλίων. Για αυτό το λόγο το δίκαιο της θάλασσας αναφέρει ότι σε περιπτώσεις όπου οι αποστάσεις είναι μικρότερες των 24 μιλίων θα ισχύει ο περίφημος κανόνας της «μέσης γραμμής», γνωστότερο στους διπλωματικούς κύκλους ως ο «κανόνας του πενήντα-πενήντα».
Σε ότι αφορά την αποστρατιωτικοποίηση, μια τέτοια ενέργεια θα ήταν εξαιρετικά ζημιογόνα και επικίνδυνη για τα εθνικά μας συμφέροντα. Αν και η Ελλάδα είναι δεσμευμένη από τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923 αλλά και αυτή των Παρισίων το 1947 να μη στρατιωτικοποιήσει τα νησιά της, οι μετά το 1974 εξελίξεις και η συνειδητοποίηση ότι οι ένοπλες δυνάμεις μπορούσαν να υπερασπιστούν με άνεση τα βόρεια σύνορά μας αλλά όχι τα ανατολικά, όπου υπήρχε και η πραγματική απειλή, οδήγησαν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία σε πλήρη αναδιάρθρωση του στρατηγικού μας προσανατολισμού. Το περίφημο δόγμα του «εξ ανατολών κινδύνου».
Ετσι η Ελλάδα υιοθέτησε την τακτική του εξοπλισμού των νήσων με αμυντική διάταξη. Δηλαδή αποτρεπτική και όχι επιθετική. Σε αντίθεση η Τουρκία με την περίφημη «Στρατιά του Αιγαίου» και με πλήρη επιθετική διάταξη εναντίον των ελληνικών νήσων αποτελεί «άμεσο και υπαρκτό κίνδυνο» για την ασφάλειά της χώρας.
Μια συμφωνία για αποστρατιωτικοποίηση ελλοχεύει πολλούς κινδύνους, ιδίως σε επιχειρησιακό επίπεδο. Ο όγκος της Τουρκίας ή αλλιώς το στρατηγικό της βάθος, της επιτρέπει ακόμη και σε περίπτωση «διάλυσης» της στρατιάς του Αιγαίου να την επανεξοπλίσει και σε διάστημα λιγότερο των 48 ωρών, να εξαπολύσει μια αστραπιαία επίθεση κατά των ανυπεράσπιστων ελληνικών νήσων. Δυστυχώς η κατακερματισμένη γεωγραφικά ελληνική επικράτεια και ιδίως η απόσταση των νήσων από την ηπειρωτική χώρα, καθιστά πρακτικά αδύνατη μια μεταφορά στρατευμάτων και υλικών σε χρόνο ικανό που θα μπορούσε να αποτρέψει μια τουρκική επίθεση. Και όλα αυτά υπό την αίρεση ότι οι θαλάσσιες και ναυτικές οδοί θα είναι πλήρως ελεγχόμενες από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Ακόμη και μια συμφωνία βάσει της οποίας ξένοι παρατηρητές θα παρακολουθούσαν τις κινήσεις των ελληνικών και τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στις αποστρατιωτικοποιημένες περιοχές, βάσει των πρόσφατα καταγεγραμμένων παραδειγμάτων εφαρμογής αντίστοιχων περιπτώσεων σε συνάρτηση με την τουρκική τακτική και την αδιαφορία της Αγκυρας για το διεθνές δίκαιο και συνθήκες, δεν εγγυάται την ασφάλεια της Ελλάδος. Μια αποστρατιωτικοποίηση των νήσων θα αποτελέσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο απρόβλεπτες συνέπειες για την ασφάλεια και εθνική ακεραιότητα της Ελλάδος.
Σε ότι αφορά τις γκρίζες ζώνες, αυτές αποτελούν έναν ακόμη στόχο της τουρκικής πολιτικής και αφορούν κυρίως την αναθεώρηση των συνθηκών. Με το ζήτημα των γκρίζων ζωνών θα αναφερθούμε όμως εκτενέστερα σε προσεχές μας άρθρο."
Από Vellerefontis team
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...