Απειλή και η κατάσταση της αποτροπής
Από την σκοπιά της πολιτικής
στρατηγικής της χώρας
Ένα μοναδικό κείμενο, το οποίο είναι μία επιστημονική ανάλυση, μας παραθέτει μέσω του InfognomonPolitics ο γνωστός Παναγιώτης Ήφαιστος, Αν. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών. Μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο, γίνεται μία προσέγγιση του θέματος προκλήσεων (όλων των κατηγοριών) που μπορεί να αντιμετωπίσει μία χώρα και πως δύναται να αντιδράσει, μέσα στα πλαίσια μίας γενικότερης στρατηγικής προσέγγισης και πολιτικής "διάθεσης".
Η ανάλυση που ακολουθεί εκλαμβάνει ως δεδομένα τα πιο κάτω:
Πρώτο, η αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας αποσκοπεί όχι μόνον στην αποτροπή μιας γενικευμένης σύρραξης αλλά και στην αποφυγή εκπλήρωσης μικρών ή μεσαίων πολιτικών στόχων της Τουρκίας τους οποίους οι ηγέτες της αντίπαλης χώρας επιδιώκουν να εκπληρώσουν με απειλές ή ενέργειες «χαμηλής έντασης».
Δεύτερο και συναφές, στην αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας δεν έχουμε μόνο άμεση αποτροπή. Δηλαδή, η Τουρκία δεν περιορίζεται στον σχεδιασμό εκτέλεσης επιθετικών ενεργειών οι οποίες δυνατό να εκδηλωθούν ανά πάσα στιγμή.
Η Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική έχει από καιρό, μερικώς τουλάχιστον, καταρρεύσει. Η Τουρκία πέρασε το φράγμα των απειλών και προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αλλάζουν το εδαφικό και κυριαρχικό καθεστώς εις βάρος της Ελλάδας. Έστω και εάν δεν έχει συνειδητοποιηθεί πλήρως, η αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας έχει από καιρό εισέλθει σε κατάσταση η οποία στην θεωρία της αποτροπής ονομάζεται «ενδοπολεμική αποτροπή» (“intrawar deterrence”).
Μετά το 1973 η Τουρκική απειλή αναπτύσσεται σε τρία διαφορετικά αλλά αλληλένδετα επίπεδα:
Πρώτο, απειλή γενικευμένης επίθεσης, είτε (το πιο πιθανό) με εκτέλεση ενός συντριπτικού «πρώτου κτυπήματος» (εάν ανοίξει παράθυρο ευκαιρίας και εάν οι πολιτικές και διπλωματικές συνθήκες το επιτρέπουν), είτε (το λιγότερο πιθανό) με την έναρξη πολεμικών συγκρούσεων οι οποίες θα κλιμακωθούν σε γενικευμένη σύρραξη που θα διαρκέσει μερικές μέρες ή μερικές εβδομάδες.
Δεύτερο, απειλές «ενδιάμεσης έντασης» και διαφόρων επιπέδων, όπως στην Κύπρο το 1974, στα Ίμια το 1996 και στο Αιγαίο καθημερινά με την παραβίαση του ελληνικού κυριαρχικού χώρου.
Τρίτο, διεκδικήσεις, απειλές πολέμου, casus Belli και άλλες εχθρικές ενέργειες που αποβλέπουν:
1) στο να επηρεάσουν την ελληνική πολιτική βούληση,
2) στο να εθίσουν την τουρκική, ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη στην «ύπαρξη διαφορών»,
3) στο να δημιουργήσουν τις ψυχολογικές και πολιτικές συνθήκες που θα ευνοούν στην εκπλήρωση «ενδιάμεσων στόχων» και που θα καταστήσουν φυσική-φυσιολογική ενέργεια ενδεχόμενη γενικευμένη επίθεση, ακόμη και στο πλαίσιο ενός μαζικού «πρώτου κτυπήματος»,
4) στο να προετοιμάσουν το έδαφος στην διεθνή διπλωματία ούτως ώστε να γίνει περισσότερο αποδεκτό – εάν λάβει χώρα – ένα πρώτο καταστροφικό κτύπημα κατά των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και άλλων ελληνικών ζωτικών στόχων.
Η Τουρκική απειλή στοχεύει τόσο την ελληνική πολιτική βούληση (αποδοχή της ιδέας πως η Τουρκία αποτελεί φυσικό περιφερειακό ηγεμόνα) όσο και την ελληνική εδαφική και κυριαρχική επικράτεια. Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, δεν είναι δυνατό – και ούτε είναι ορθό – να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι Τουρκικές επιδιώξεις. Η Τουρκική απειλή είναι “απέραντη”, δηλαδή, θα εκπληρωθούν μεγάλος αριθμός στόχων ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που – κατά περίπτωση – θα υπάρξουν. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει «γκρίζες ζώνες», κατάληψη απομακρυσμένων ελληνικών εδαφών, έλεγχο ελληνικού κυριαρχικού χώρου, κατάληψη μέρους της μη κατεχόμενης Κύπρου, εκδίωξη όλου του ελληνικού στοιχείου από την Κύπρο, εκδίωξη μεγάλου μέρους των ελλήνων της Κύπρο και συνδιαλλαγή με κύπριους υποψήφιους δοσίλογους και μεγάλο «πρώτο κτύπημα» για να αποδυναμωθεί η μαχητική ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και να καταστραφούν κρίσιμοι οικονομικοί στόχοι.
Είναι φυσικό πως για όλα τα πιο πάνω και τα υπόλοιπα πιθανά σενάρια θα πρέπει να υπάρχουν αντίστοιχα εναλλακτικά στρατιωτικά-διπλωματικά σενάρια αποτροπής τους και αντιμετώπισής τους εάν εκτελεστούν.
Στην βάση των πιο πάνω, η διαχείριση των κρίσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εμπεριέχει πολλές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Στις σχέσεις Ελλάδας - Τoυρκίας, επικρατεί μια πoλύ ιδιάζoυσα κατάσταση:
- Στηv Κύπρo και στo Αιγαίo, η Ελληvική απoτρεπτική απειλή, oυσιαστικά, απέτυχε: Η κατάληψη τoυ Βόρειoυ τμήματoς της Κύπρoυ, η Τoυρκική παρoυσία στo vησί, και η μη ύπαρξη αvτισταθμιστικής Ελληvικής παρoυσίας, τείvoυv vα καθιερωθoύv ως vέo status quo. Οι αντιδράσεις του Δυτικού παράγοντα στον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο και ιδιαίτερα στην εγκατάσταση των πυραύλων S-300 τον Δεκέμβριο 1998 επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση.
- Στo Αιγαίo, oι συvεχείς παραβιάσεις τoυ ελληνικού κυριαρχικού χώρoυ και η κρίση των Ιμίων εvισχύoυv τηv αvαθεωρητική στρατηγική της Άγκυρας.
- Η υπόθεση Οτσαλάν τον Φεβρουάριο 1999 δείχνει, επίσης, πως τα περιθώρια στρατιωτικού εξαναγκασμού της Ελλάδας αυξήθηκαν επικίνδυνα.
- Στηv Θράκη, απo μια άλλη σκoπιά, oρισμέvες εvέργειες και δηλώσεις απoτελoύv απρoκάλυπτες παρεμβάσεις στην εσωτερική μας πoλιτική, οι οποίες, εάν δεv αvτιμετωπισθoύv, σταδιακά θα δημιoυργήσoυv συvθήκες αλλαγής τoυ status quo, όπως ακριβώς έγιvε στηv Κύπρo τις δεκαετίες ου 1950 και 1960.
- Τα casus belli τα οποία εκτοξεύτηκαν κατά της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια δυνατό να μην έχουν – ως προς τον αριθμό – προηγούμενο στις διακρατικές σχέσεις.
Όπως σημειώνεται στο πρώτο παράρτημα πιο κάτω, στην αποτρεπτική στρατηγική συνηθίζεται να λέγεται πως οτιδήποτε λέγεται ή πράττεται και που αφορά τις διπλωματικο-στρατιωτικές ισορροπίες μιας αντιπαράθεσης μετρά αρνητικά ή θετικά στον «δείκτη αξιοπιστίας» της χώρας. Και μόνο υπόνοια, για παράδειγμα, ότι στο θέμα Οτσαλάν λειτουργήσαμε υπό το κράτος στρατιωτικού εξαναγκασμού, καταρρακώνει την αποτρεπτική μας αξιοπιστία και διευρύνει τα περιθώρια συνεχών τέτοιων εξαναγκασμών. Γι’ αυτό, οι προαναφερθείσες ενέργειες της Τουρκίας, ουσιαστικά, διαπερνούν την ελληνική «αποτρεπτική ασπίδα» και μειώνουν την ελληνική αποτρεπτική αξιοπιστία.
Η μη αποδοχή των τετελεσμένων και ενέργειες όπως οι συνεχείς αναχαιτίσεις εχθρικών αεροσκαφών στο Αιγαίο αποτελούν μια μικρή αντίσταση αλλά δεν αναιρούν τις δυνατότητες τις Τουρκίας για αθροιστική εκπλήρωση των τακτικών και στρατηγικών της στόχων. Οι συνέπειες θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
Είναι φυσικό ότι εάν μεγάλο μέρος των Τουρκικών επιδιώξεων εκπληρώνονται σταδιακά το αθροιστικό και σωρευτικό μακροχρόνιο αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο με το αποτέλεσμα μιας νικηφόρου - για την Τουρκία - σύρραξης. Δηλαδή, η Τουρκία είναι φυσικό να προτιμά να κερδίσει τον πόλεμο χωρίς μεγάλη στρατιωτική σύγκρουση. Μεγάλη στρατιωτική σύρραξη θα ήταν ελκυστική για την Τουρκία,
1) εάν προκαλούσε «ιστορική ακύρωση» του ελληνικού κράτους, δηλαδή αποδυνάμωσή του σε βαθμό που δεν θα μετρούσε πλέον στους περιφερειακούς συσχετισμούς,
2) εάν αυτό θα το επιτύγχανε με το λιγότερο δυνατό κόστος.
Ενώ η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική και η διαχείριση κρίσεων πρέπει να ακυρώνει την επιδίωξη σταδιακών κερδών που θα ισοδυναμούν, μακροχρόνια, με νικηφόρο πόλεμο, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μην καιροφυλακτεί για την αποτροπή του χείριστου. Η αποτροπή του χείριστου, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, είναι ούτως ή άλλως άρρητα συνδεδεμένη με την αποτροπή απειλών χαμηλότερης έντασης.
Το χείριστο είναι, είτε στο πλαίσιο της κλιμάκωσης μιας κρίσης είτε αιφνιδιαστικά, να δεχτεί ένα συντριπτικό στρατιωτικό πλήγμα, το οποίο, είναι μεν δύσκολο αλλά η Τουρκία δεν θα δίσταζε να το εκτελέσει εάν υπάρξει στρατιωτικό και πολιτικό «παράθυρο ευκαιρίας». Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στην εκτίμηση πως οι Τούρκοι ηγέτες και η Τουρκική κοινωνία θεωρούν την Ελλάδα το μεγάλο εμπόδιο στην εκπλήρωση των διακηρυγμένων ηγεμονικών «οραμάτων». Αυτό το εμπόδιο εξουδετερώνεται μόνον εάν ακυρωθεί η ελληνική δυνατότητα διαχρονικής αντίστασης, δηλαδή μόνον εάν πληγεί καίρια η ελληνική οικονομία και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Η ανάπτυξη των σκέψεων που ακολουθεί υιοθετεί την άποψη πως απουσιάζει οποιοδήποτε διεθνές ρυθμιστικό όργανο επιβολής του status quo και ελέγχου του Τουρκικού αναθεωρητισμού. Δηλαδή, οποιαδήποτε σκέψη, έστω και παραμικρή, πως δεν ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, είναι άκρως επικίνδυνη. Στην ικανότητα αυτοβοήθειας, βεβαίως, συμπεριλαμβάνω και τις αποτελεσματικές συμμαχίες καθώς επίσης και την σωστή χρησιμοποίηση των διεθνών θεσμών από θέσεως ισορροπίας. Συνήθως, αυτές είναι μόνο συμμαχίες με τον «εχθρό του εχθρού», δηλαδή με άλλους παράγοντες που έχουν συμφέρον επιβίωσης να αποτρέψουν από κοινού τον (κοινό) αντίπαλο. Αυτές οι σκέψεις κατατίθενται με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι φιλειρηνικό-αποτρέπων κράτος, είναι δηλαδή έτοιμη να προσφύγει στους διεθνείς θεσμούς ειρηνικής επίλυσης τυχόν διαφορών αν ο αντίπαλος το αποδέχεται και αυτός (Υπό την αίρεση ότι τα σχετικά συνυποσχετικά δεν αφήνουν περιθώρια μεγάλων αναθεωρητικών αλλαγών που ο αντίπαλος και οι σύμμαχοί του οι οποίοι δυνατό να ελέγχουν το διεθνές δικαστήριο επί συγκεκριμένων ζητημάτων θα επιδιώκουν κάτι τέτοιο - η αποστολή του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν είναι η αναθεώρηση των συνόρων αλλά η απόφανση επί συγκεκριμένων λεπτομερειών για τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι ενδέχεται να διαφωνούν - γι' αυτό εξάλλου, εκτιμώ, προβλέπεται και το συνυποσχετικό).
Επανανερχομενος στην "εξωτερική εξισορρόπηση", υπάρχουν πολλές άλλες συμμαχίες που πάνε και έρχονται ανάλογα με τα συμφέροντα, την κατανομή ισχύος και τις στρατηγικές των δρώντων. Συνήθως προϋποθέσεις εύρωστων συμμαχιών υπάρχουν μόνο όταν απειλούνται τα ζωτικά συμφέροντα του «εχθρού του εχθρού».
Στην εκτίμηση του θέματος των συμμαχιών είναι επικίνδυνο – ιδιαίτερα εάν η εκτίμηση αφορά και στρατιωτικά δεδομένα – να στηριζόμαστε σε ανύπαρκτες συμμαχίες.
Σε κάθε περίπτωση, είναι κρίσιμο να λάβουμε υπόψη ότι εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχουν μεγάλα τρίτα συμφέροντα τα οποία θα εμπόδιζαν την Τουρκία στην εκτέλεση των απειλών ή θα ανέτρεπαν τα τετελεσμένα εάν η Τουρκία επικρατούσε σε μια σύρραξη.
Όσον αφορά τη Συρία, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Αρμενία και τους Κούρδους είναι ιδιαίτερες περιπτώσεις ως προς τις οποίες θα μπορούσαμε να αναμένουμε κάτι θετικό μόνο εάν είχαμε επί μακρόν – συστηματικά, προσεκτικά και επί σκοπώ – οικοδομήσει συμμαχικές συγκλίσεις και ενδεχομένως «μυστικές» συνεννοήσεις επί του κοινού συμφέροντος επιβίωσης εάν και όταν αυτό αφορά (από κοινού) την Τουρκική απειλή.
Επομένως, ισχύει – ή σχεδόν ισχύει – η αρχή της αυτοβοήθειας και η Ελλάδα μπορεί να στηρίζεται μόνον στις δικές της δυνάμεις ενώ όπως τα πράγματα εξελίχθηκαν τα τελευταία χρόνια – και ιδιαίτερα μετά το επεισόδιο Οτσαλάν – σχεδόν τίποτα δεν έχουμε να περιμένουμε από τους πιθανούς «εχθρούς του εχθρού».
Μολαταύτα, πρέπει να τονιστεί πως η Ελλάδα, ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη δεν έχει την πολυτέλεια να μην αναπτύξει μακρόχρονες εναλλακτικές πολιτικές επιλογές επί όλων των θεμάτων της περιοχής που αφορούν την αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία. Ενδεικτικά, παραφράζω πρόσφατη φιλολογία περί «κουρδοποιήσεως» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τονίζω πως η ελληνική εξωτερική πολιτική «κουρδοποιείται» ή «σερβοποιείται» κλπ, όχι όταν ασχοληθούμε σοβαρά με εναλλακτικές επιλογές και προβλήματα ενόψει ανάγκης συνεχούς δραστηριοποίησής μας, αλλά όταν δεν έχουμε πολιτική γι’ αυτά τα κρίσιμα και ζωτικά γι’ εμάς διεθνή προβλήματα. Απλουστευτικές θέσεις που υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να «κουρδοποιήσουμε» ή να «τουρκοποιήσουμε» την διπλωματίας μας κτλ, είναι πονηρές επειδή υποκρύπτουν μια γενικότερη φιλοσοφία που θέλει την Ελλάδα να μην έχει ανεξάρτητη εθνική στρατηγική.
Εξάλλου, όπως έχω επί μακρόν υποστηρίξει σε πολλές δημοσιευμένες αναλύσεις μου, η συμμετοχή μας σε διεθνείς θεσμούς ή συμμαχίες όπως η Ατλαντική Συμμαχία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο ενίσχυση (και όχι εγγύηση!) θα μπορούσαν να μας προσφέρει. Αυτή η πιθανή ενίσχυση, όμως, δεν είναι δεδομένη, δεν μπορεί να είναι στρατιωτική, και δεν μπορεί να υπάρξει καν αν δεν έχουμε λειτουργήσει ορθά-αποτελεσματικά και επί μακρόν στον πολιτικο-διπλωματικό στίβο. Η εκτίμηση του υπογράφοντος είναι ότι, η επικράτηση της αντίθετης – ουτοπικής – άποψης και ο αποπροσανατολισμός της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και της ελληνικής κοινής γνώμης από ευρέως διαδεδομένες νομικίστικες και διεθνιστικές θέσεις αποδείχθηκαν κρίσιμης σημασίας κατά την διάρκεια των κρίσεων του 1974, 1996 και 1999, καθώς και ενδιαμέσως όταν πολλά γεγονότα μείωσαν σημαντικά την αποτρεπτική μας αξιοπιστία. Συνολικά, οι διεθνείς συμμετοχές της χώρας πρέπει να αυξάνουν τις επιλογές της ελληνικής στρατηγικής και όχι να τις περιορίζουν. Το αντίθετο θα ήταν παράδοξο και αντιφατικό. Η διαχείριση των κρίσεων και γενικά κάθε προσπάθεια αποτροπής σ’ όλο το πιθανό φάσμα απειλών, απαιτεί συνεκτίμηση των πιο πάνω παραγόντων. Ιδιαίτερα κρίσιμο, όπως γίνεται κατανοητό, είναι οι συμμαχίες και η ορθή κατανόηση της μορφής και του χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, καθώς και του χαρακτήρα της Τουρκικής απειλής.
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΑΜΥΝΑ-ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ-ΠΡΩΤΟΥ ΚΤΥΠΗΜΑΤΟΣ
«Ισοδύναμο αποτέλεσμα», αποτροπή μεγάλης σύρραξης και αποτροπή πρώτου κτυπήματος
Η ικανότητά μας να αποτρέψουμε μια απειλή χαμηλής έντασης συναρτάται άμεσα με την ικανότητά μας να αποτρέψουμε ένα γενικευμένο πόλεμο. Γι’ αυτό εάν με οποιονδήποτε τρόπο – υπονοούμενο ή έκδηλα διατυπωμένο – αποσυνδέσουμε την αποτροπή γενικευμένης σύρραξης από την αποτροπή απειλών χαμηλότερης έντασης ισοδυναμεί με επιδείνωση της αποτρεπτικής μας θέσης.
Ασφαλώς, η πιο πάνω θέση θα ήταν περιττή εάν είμαστε πολύ ισχυρότεροι από τον αντίπαλο οπότε η απειλή τιμωρίας κάθε μορφής επίθεσης θα είναι πολύ ή και πλήρως αποτρεπτική. Όμως, επειδή για την Ελλάδα κάτι τέτοιο είναι ιδεατό, θα πρέπει να περιορίσουμε τους συλλογισμούς μας στην ανάλυση τριών αλληλένδετων καταστάσεων:
1. αποτροπή γενικευμένου πολέμου (μεγάλη σύρραξη, μεγάλη επίθεση)
2. αποτροπή επεισοδίων ενδιάμεσης έντασης (οτιδήποτε στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ μεγάλης σύρραξης και τοπικής σύρραξης)
3. αποτροπή χαμηλής έντασης (μικρά συνοριακά επεισόδια ή αψιμαχίες).
Εάν θελήσουμε να καλύψουμε όλα ανεξαιρέτως τα ενδεχόμενα θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε και άλλες περιπτώσεις όπως η παραβίαση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας, και η εναντίον μας εκτόξευση απειλών οι οποίες αμφισβητούν το status quo, καθώς και τις απειλές χρήσης βίας (casus belli). Η τουρκικές ενέργειες σ’ αυτό το φάσμα απειλών ροκανίζουν την αξιοπιστία της αποτρεπτικής μας στρατηγικής. Στο ίδιο πλαίσιο, η αποτροπή της απειλής πρώτου συντριπτικού κτυπήματος πρέπει να είναι μόνιμη έγνοια των Γενικού Επιτελείου. Για το θέμα αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί η εξής θέση:
Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης οπότε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι πολύ πιθανό, πρέπει να πειστεί ο αντίπαλος πως έστω και αν μας αιφνιδιάσει θα μας απομείνουν αρκετές δυνάμεις για να αντεπιτεθούμε και να του προκαλέσουμε απαράδεκτο γι’ αυτόν κόστος. Αυτό αφορά τουλάχιστον τις δυνάμεις που μας παρέχουν δυνατότητες να πληγούν ζωτικοί στόχοι του αντιπάλου.
Ο τρόπος που η αποτροπή γενικευμένης σύρραξης συνδέεται με την αποτροπή απειλών χαμηλότερης έντασης είναι ο εξής:
Η απειλή με ισοδύναμο ή περίπου ισοδύναμο κόστος θα μπορούσε να εκτιμηθεί (έστω και λανθασμένα) από τον αντίπαλο ως ανεκτό, ενώ ελάχιστα περιθώρια θα είχε να κάνει τους ίδιους υπολογισμούς ως προς το κόστος μιας γενικευμένης σύρραξης. Επομένως, αυτό που μετρά αποτρεπτικά δεν είναι το προβαλλόμενο κόστος «μικρής έντασης» αλλά το ενδεχόμενο πως η σύρραξη θα μπορούσε να κλιμακωθεί και να οδηγήσει σε γενικευμένη σύρραξη. Η ανώτατη πολιτική ηγεσία και η στρατιωτική ηγεσία χρειάζεται ίσως να επανεξετάσει ορισμένα ζητήματα και ιδιαίτερα το κατά πόσον έπεσε θύμα λανθασμένης συμβουλής (μερικές απίστευτα λανθασμένες και αφελείς θέσεις γράφτηκαν στον τύπο ή σε μικρά δοκίμια και φάνηκαν να αντανακλώνται σε δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας) (υπενθυμίζω στον νυν υπουργό πως αμέσως μετά τις δηλώσεις συναντηθήκαμε και του παρέδωσα σημείωμά μου τριών σελίδων για το ζήτημα αποτροπή-κλιμάκωση).
Για να προεκτείνω το επιχείρημα ως προς αυτό το άκρως κρίσιμο ζήτημα, η αποτροπή καθίσταται ακόμη πιο εύρωστη εάν επιτύχουμε να μεταδώσουμε με αξιόπιστο τρόπο τρία ισχυρά μηνύματα:
Πρώτο, πως έχουμε την ικανότητα, την αποφασιστικότητα και την αναγκαία διάταξη δυνάμεων που δημιουργούν μεγάλο ενδεχόμενο πλήρους επικράτησής μας στην διαδικασία κλιμάκωσης. Ο αντίπαλος θα πρέπει να μένει πάντα σε αμφιβολία ως προς τον τρόπο κλιμάκωσης, την έκταση της κλιμάκωσης και το κόστος που θα του επιβληθεί όταν – κατά πάσα πιθανότητα – θα ηττηθεί. Ένα είναι σίγουρο, πως το αναμενόμενο γι’ αυτόν κόστος δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο ή ίσο των οφελών που αυτός αναμένει.
Δεύτερο, πως η κλιμάκωση μέχρι την γενικευμένη σύρραξη είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο και πως είμαστε αποφασισμένοι να μην διστάσουμε να κλιμακώσουμε εάν το κρίνουμε αναγκαίο. Επίσης πρέπει να επικρέμαται ο κίνδυνος κλιμάκωσης σε γενικευμένη σύρραξη με τρόπους και μεθοδεύσεις που δεν σταθμίζονται εύκολα από τον αντίπαλο (δηλαδή συμφέρει να κατατρέχει τον αντίπαλο αυτός ο φόβος και να υπολογίζει συνεχώς το όφελος της εκτέλεσης της «μικρής απειλής» με το κόστος του γενικευμένου πολέμου).
Τρίτο, πως τα διακυβευόμενα αγαθά είναι υψηλής αξίας. Αυτό σχετίζεται με το «σχετικό συμφέρον» εκατέρωθεν των συνόρων και ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στις σύντομες εισαγωγικές επισημάνσεις του παραρτήματος ΙΙ.
Για τους ποιο πάνω λόγους, η προβολή ισοδύναμου κόστους έχει ελάχιστη ή καθόλου αποτρεπτική αξία η δε προβολή του από την πολιτική ή στρατιωτική ηγεσία δεν μπορεί παρά να οφείλεται, όπως ανέφερα πιο πάνω, σε «ερασιτεχνική συμβουλή». Η προβολή «ισοδυνάμου αποτελέσματος» βρίσκεται σε κάθετη αντίφαση με θεμελιώδεις και ελάχιστα αμφιλεγόμενες αρχές της στρατηγικής ανάλυσης. Κυρίως, βρίσκεται σ’ αντίφαση με την βασικό αξίωμα πως όσο μεγαλύτερη είναι η παράσταση κόστους τόσο περισσότερο αποτρεπτική είναι απειλή. Η προβολή του ενδεχόμενου περιορισμού στα μέτρα και σταθμά της επίθεσής του, επομένως, μειώνει τα περιθώρια αμφιβολιών του, του επιτρέπει να μεθοδεύσει στρατιωτικά και πολιτικά την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων και δυνατό επί πλέον να του δώσει το λανθασμένο μήνυμα πως ορισμένα αγαθά δεν έχουν τόσο μεγάλη αξία γι’ εμάς ούτως ώστε να διακινδυνέψουμε μεγάλη σύρραξη. Στην χειρότερη περίπτωση, οι διακηρύξεις περί ισοδυνάμου θα μπορούσαν να του μεταδώσουν το μήνυμα πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να του προκαλέσει μεγάλο κόστος επειδή σε κάθε περίπτωση δεν θα έφθανε σε μεγάλη ή γενικευμένη σύρραξη.
Αυτή η θέση ουδόλως υποβαθμίζει την ανάγκη αποτροπής απειλών χαμηλών έντασης. Αντίθετα, τονίζουν την σημασία της αξιοπιστίας μας και γενικότερα του τρόπου που συνδέονται τα διάφορα επίπεδα.
Παναγιώτης Ήφαιστος Αν. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών
στρατηγικής της χώρας
Ένα μοναδικό κείμενο, το οποίο είναι μία επιστημονική ανάλυση, μας παραθέτει μέσω του InfognomonPolitics ο γνωστός Παναγιώτης Ήφαιστος, Αν. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών. Μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο, γίνεται μία προσέγγιση του θέματος προκλήσεων (όλων των κατηγοριών) που μπορεί να αντιμετωπίσει μία χώρα και πως δύναται να αντιδράσει, μέσα στα πλαίσια μίας γενικότερης στρατηγικής προσέγγισης και πολιτικής "διάθεσης".
Η ανάλυση που ακολουθεί εκλαμβάνει ως δεδομένα τα πιο κάτω:
Πρώτο, η αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας αποσκοπεί όχι μόνον στην αποτροπή μιας γενικευμένης σύρραξης αλλά και στην αποφυγή εκπλήρωσης μικρών ή μεσαίων πολιτικών στόχων της Τουρκίας τους οποίους οι ηγέτες της αντίπαλης χώρας επιδιώκουν να εκπληρώσουν με απειλές ή ενέργειες «χαμηλής έντασης».
Δεύτερο και συναφές, στην αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας δεν έχουμε μόνο άμεση αποτροπή. Δηλαδή, η Τουρκία δεν περιορίζεται στον σχεδιασμό εκτέλεσης επιθετικών ενεργειών οι οποίες δυνατό να εκδηλωθούν ανά πάσα στιγμή.
Η Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική έχει από καιρό, μερικώς τουλάχιστον, καταρρεύσει. Η Τουρκία πέρασε το φράγμα των απειλών και προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αλλάζουν το εδαφικό και κυριαρχικό καθεστώς εις βάρος της Ελλάδας. Έστω και εάν δεν έχει συνειδητοποιηθεί πλήρως, η αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας έχει από καιρό εισέλθει σε κατάσταση η οποία στην θεωρία της αποτροπής ονομάζεται «ενδοπολεμική αποτροπή» (“intrawar deterrence”).
Μετά το 1973 η Τουρκική απειλή αναπτύσσεται σε τρία διαφορετικά αλλά αλληλένδετα επίπεδα:
Πρώτο, απειλή γενικευμένης επίθεσης, είτε (το πιο πιθανό) με εκτέλεση ενός συντριπτικού «πρώτου κτυπήματος» (εάν ανοίξει παράθυρο ευκαιρίας και εάν οι πολιτικές και διπλωματικές συνθήκες το επιτρέπουν), είτε (το λιγότερο πιθανό) με την έναρξη πολεμικών συγκρούσεων οι οποίες θα κλιμακωθούν σε γενικευμένη σύρραξη που θα διαρκέσει μερικές μέρες ή μερικές εβδομάδες.
Δεύτερο, απειλές «ενδιάμεσης έντασης» και διαφόρων επιπέδων, όπως στην Κύπρο το 1974, στα Ίμια το 1996 και στο Αιγαίο καθημερινά με την παραβίαση του ελληνικού κυριαρχικού χώρου.
Τρίτο, διεκδικήσεις, απειλές πολέμου, casus Belli και άλλες εχθρικές ενέργειες που αποβλέπουν:
1) στο να επηρεάσουν την ελληνική πολιτική βούληση,
2) στο να εθίσουν την τουρκική, ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη στην «ύπαρξη διαφορών»,
3) στο να δημιουργήσουν τις ψυχολογικές και πολιτικές συνθήκες που θα ευνοούν στην εκπλήρωση «ενδιάμεσων στόχων» και που θα καταστήσουν φυσική-φυσιολογική ενέργεια ενδεχόμενη γενικευμένη επίθεση, ακόμη και στο πλαίσιο ενός μαζικού «πρώτου κτυπήματος»,
4) στο να προετοιμάσουν το έδαφος στην διεθνή διπλωματία ούτως ώστε να γίνει περισσότερο αποδεκτό – εάν λάβει χώρα – ένα πρώτο καταστροφικό κτύπημα κατά των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και άλλων ελληνικών ζωτικών στόχων.
Η Τουρκική απειλή στοχεύει τόσο την ελληνική πολιτική βούληση (αποδοχή της ιδέας πως η Τουρκία αποτελεί φυσικό περιφερειακό ηγεμόνα) όσο και την ελληνική εδαφική και κυριαρχική επικράτεια. Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, δεν είναι δυνατό – και ούτε είναι ορθό – να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι Τουρκικές επιδιώξεις. Η Τουρκική απειλή είναι “απέραντη”, δηλαδή, θα εκπληρωθούν μεγάλος αριθμός στόχων ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που – κατά περίπτωση – θα υπάρξουν. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει «γκρίζες ζώνες», κατάληψη απομακρυσμένων ελληνικών εδαφών, έλεγχο ελληνικού κυριαρχικού χώρου, κατάληψη μέρους της μη κατεχόμενης Κύπρου, εκδίωξη όλου του ελληνικού στοιχείου από την Κύπρο, εκδίωξη μεγάλου μέρους των ελλήνων της Κύπρο και συνδιαλλαγή με κύπριους υποψήφιους δοσίλογους και μεγάλο «πρώτο κτύπημα» για να αποδυναμωθεί η μαχητική ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και να καταστραφούν κρίσιμοι οικονομικοί στόχοι.
Είναι φυσικό πως για όλα τα πιο πάνω και τα υπόλοιπα πιθανά σενάρια θα πρέπει να υπάρχουν αντίστοιχα εναλλακτικά στρατιωτικά-διπλωματικά σενάρια αποτροπής τους και αντιμετώπισής τους εάν εκτελεστούν.
Στην βάση των πιο πάνω, η διαχείριση των κρίσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εμπεριέχει πολλές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Στις σχέσεις Ελλάδας - Τoυρκίας, επικρατεί μια πoλύ ιδιάζoυσα κατάσταση:
- Στηv Κύπρo και στo Αιγαίo, η Ελληvική απoτρεπτική απειλή, oυσιαστικά, απέτυχε: Η κατάληψη τoυ Βόρειoυ τμήματoς της Κύπρoυ, η Τoυρκική παρoυσία στo vησί, και η μη ύπαρξη αvτισταθμιστικής Ελληvικής παρoυσίας, τείvoυv vα καθιερωθoύv ως vέo status quo. Οι αντιδράσεις του Δυτικού παράγοντα στον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο και ιδιαίτερα στην εγκατάσταση των πυραύλων S-300 τον Δεκέμβριο 1998 επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση.
- Στo Αιγαίo, oι συvεχείς παραβιάσεις τoυ ελληνικού κυριαρχικού χώρoυ και η κρίση των Ιμίων εvισχύoυv τηv αvαθεωρητική στρατηγική της Άγκυρας.
- Η υπόθεση Οτσαλάν τον Φεβρουάριο 1999 δείχνει, επίσης, πως τα περιθώρια στρατιωτικού εξαναγκασμού της Ελλάδας αυξήθηκαν επικίνδυνα.
- Στηv Θράκη, απo μια άλλη σκoπιά, oρισμέvες εvέργειες και δηλώσεις απoτελoύv απρoκάλυπτες παρεμβάσεις στην εσωτερική μας πoλιτική, οι οποίες, εάν δεv αvτιμετωπισθoύv, σταδιακά θα δημιoυργήσoυv συvθήκες αλλαγής τoυ status quo, όπως ακριβώς έγιvε στηv Κύπρo τις δεκαετίες ου 1950 και 1960.
- Τα casus belli τα οποία εκτοξεύτηκαν κατά της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια δυνατό να μην έχουν – ως προς τον αριθμό – προηγούμενο στις διακρατικές σχέσεις.
Όπως σημειώνεται στο πρώτο παράρτημα πιο κάτω, στην αποτρεπτική στρατηγική συνηθίζεται να λέγεται πως οτιδήποτε λέγεται ή πράττεται και που αφορά τις διπλωματικο-στρατιωτικές ισορροπίες μιας αντιπαράθεσης μετρά αρνητικά ή θετικά στον «δείκτη αξιοπιστίας» της χώρας. Και μόνο υπόνοια, για παράδειγμα, ότι στο θέμα Οτσαλάν λειτουργήσαμε υπό το κράτος στρατιωτικού εξαναγκασμού, καταρρακώνει την αποτρεπτική μας αξιοπιστία και διευρύνει τα περιθώρια συνεχών τέτοιων εξαναγκασμών. Γι’ αυτό, οι προαναφερθείσες ενέργειες της Τουρκίας, ουσιαστικά, διαπερνούν την ελληνική «αποτρεπτική ασπίδα» και μειώνουν την ελληνική αποτρεπτική αξιοπιστία.
Η μη αποδοχή των τετελεσμένων και ενέργειες όπως οι συνεχείς αναχαιτίσεις εχθρικών αεροσκαφών στο Αιγαίο αποτελούν μια μικρή αντίσταση αλλά δεν αναιρούν τις δυνατότητες τις Τουρκίας για αθροιστική εκπλήρωση των τακτικών και στρατηγικών της στόχων. Οι συνέπειες θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
Είναι φυσικό ότι εάν μεγάλο μέρος των Τουρκικών επιδιώξεων εκπληρώνονται σταδιακά το αθροιστικό και σωρευτικό μακροχρόνιο αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο με το αποτέλεσμα μιας νικηφόρου - για την Τουρκία - σύρραξης. Δηλαδή, η Τουρκία είναι φυσικό να προτιμά να κερδίσει τον πόλεμο χωρίς μεγάλη στρατιωτική σύγκρουση. Μεγάλη στρατιωτική σύρραξη θα ήταν ελκυστική για την Τουρκία,
1) εάν προκαλούσε «ιστορική ακύρωση» του ελληνικού κράτους, δηλαδή αποδυνάμωσή του σε βαθμό που δεν θα μετρούσε πλέον στους περιφερειακούς συσχετισμούς,
2) εάν αυτό θα το επιτύγχανε με το λιγότερο δυνατό κόστος.
Ενώ η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική και η διαχείριση κρίσεων πρέπει να ακυρώνει την επιδίωξη σταδιακών κερδών που θα ισοδυναμούν, μακροχρόνια, με νικηφόρο πόλεμο, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μην καιροφυλακτεί για την αποτροπή του χείριστου. Η αποτροπή του χείριστου, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, είναι ούτως ή άλλως άρρητα συνδεδεμένη με την αποτροπή απειλών χαμηλότερης έντασης.
Το χείριστο είναι, είτε στο πλαίσιο της κλιμάκωσης μιας κρίσης είτε αιφνιδιαστικά, να δεχτεί ένα συντριπτικό στρατιωτικό πλήγμα, το οποίο, είναι μεν δύσκολο αλλά η Τουρκία δεν θα δίσταζε να το εκτελέσει εάν υπάρξει στρατιωτικό και πολιτικό «παράθυρο ευκαιρίας». Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στην εκτίμηση πως οι Τούρκοι ηγέτες και η Τουρκική κοινωνία θεωρούν την Ελλάδα το μεγάλο εμπόδιο στην εκπλήρωση των διακηρυγμένων ηγεμονικών «οραμάτων». Αυτό το εμπόδιο εξουδετερώνεται μόνον εάν ακυρωθεί η ελληνική δυνατότητα διαχρονικής αντίστασης, δηλαδή μόνον εάν πληγεί καίρια η ελληνική οικονομία και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Η ανάπτυξη των σκέψεων που ακολουθεί υιοθετεί την άποψη πως απουσιάζει οποιοδήποτε διεθνές ρυθμιστικό όργανο επιβολής του status quo και ελέγχου του Τουρκικού αναθεωρητισμού. Δηλαδή, οποιαδήποτε σκέψη, έστω και παραμικρή, πως δεν ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, είναι άκρως επικίνδυνη. Στην ικανότητα αυτοβοήθειας, βεβαίως, συμπεριλαμβάνω και τις αποτελεσματικές συμμαχίες καθώς επίσης και την σωστή χρησιμοποίηση των διεθνών θεσμών από θέσεως ισορροπίας. Συνήθως, αυτές είναι μόνο συμμαχίες με τον «εχθρό του εχθρού», δηλαδή με άλλους παράγοντες που έχουν συμφέρον επιβίωσης να αποτρέψουν από κοινού τον (κοινό) αντίπαλο. Αυτές οι σκέψεις κατατίθενται με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι φιλειρηνικό-αποτρέπων κράτος, είναι δηλαδή έτοιμη να προσφύγει στους διεθνείς θεσμούς ειρηνικής επίλυσης τυχόν διαφορών αν ο αντίπαλος το αποδέχεται και αυτός (Υπό την αίρεση ότι τα σχετικά συνυποσχετικά δεν αφήνουν περιθώρια μεγάλων αναθεωρητικών αλλαγών που ο αντίπαλος και οι σύμμαχοί του οι οποίοι δυνατό να ελέγχουν το διεθνές δικαστήριο επί συγκεκριμένων ζητημάτων θα επιδιώκουν κάτι τέτοιο - η αποστολή του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν είναι η αναθεώρηση των συνόρων αλλά η απόφανση επί συγκεκριμένων λεπτομερειών για τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι ενδέχεται να διαφωνούν - γι' αυτό εξάλλου, εκτιμώ, προβλέπεται και το συνυποσχετικό).
Επανανερχομενος στην "εξωτερική εξισορρόπηση", υπάρχουν πολλές άλλες συμμαχίες που πάνε και έρχονται ανάλογα με τα συμφέροντα, την κατανομή ισχύος και τις στρατηγικές των δρώντων. Συνήθως προϋποθέσεις εύρωστων συμμαχιών υπάρχουν μόνο όταν απειλούνται τα ζωτικά συμφέροντα του «εχθρού του εχθρού».
Στην εκτίμηση του θέματος των συμμαχιών είναι επικίνδυνο – ιδιαίτερα εάν η εκτίμηση αφορά και στρατιωτικά δεδομένα – να στηριζόμαστε σε ανύπαρκτες συμμαχίες.
Σε κάθε περίπτωση, είναι κρίσιμο να λάβουμε υπόψη ότι εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχουν μεγάλα τρίτα συμφέροντα τα οποία θα εμπόδιζαν την Τουρκία στην εκτέλεση των απειλών ή θα ανέτρεπαν τα τετελεσμένα εάν η Τουρκία επικρατούσε σε μια σύρραξη.
Όσον αφορά τη Συρία, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Αρμενία και τους Κούρδους είναι ιδιαίτερες περιπτώσεις ως προς τις οποίες θα μπορούσαμε να αναμένουμε κάτι θετικό μόνο εάν είχαμε επί μακρόν – συστηματικά, προσεκτικά και επί σκοπώ – οικοδομήσει συμμαχικές συγκλίσεις και ενδεχομένως «μυστικές» συνεννοήσεις επί του κοινού συμφέροντος επιβίωσης εάν και όταν αυτό αφορά (από κοινού) την Τουρκική απειλή.
Επομένως, ισχύει – ή σχεδόν ισχύει – η αρχή της αυτοβοήθειας και η Ελλάδα μπορεί να στηρίζεται μόνον στις δικές της δυνάμεις ενώ όπως τα πράγματα εξελίχθηκαν τα τελευταία χρόνια – και ιδιαίτερα μετά το επεισόδιο Οτσαλάν – σχεδόν τίποτα δεν έχουμε να περιμένουμε από τους πιθανούς «εχθρούς του εχθρού».
Μολαταύτα, πρέπει να τονιστεί πως η Ελλάδα, ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη δεν έχει την πολυτέλεια να μην αναπτύξει μακρόχρονες εναλλακτικές πολιτικές επιλογές επί όλων των θεμάτων της περιοχής που αφορούν την αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία. Ενδεικτικά, παραφράζω πρόσφατη φιλολογία περί «κουρδοποιήσεως» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τονίζω πως η ελληνική εξωτερική πολιτική «κουρδοποιείται» ή «σερβοποιείται» κλπ, όχι όταν ασχοληθούμε σοβαρά με εναλλακτικές επιλογές και προβλήματα ενόψει ανάγκης συνεχούς δραστηριοποίησής μας, αλλά όταν δεν έχουμε πολιτική γι’ αυτά τα κρίσιμα και ζωτικά γι’ εμάς διεθνή προβλήματα. Απλουστευτικές θέσεις που υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να «κουρδοποιήσουμε» ή να «τουρκοποιήσουμε» την διπλωματίας μας κτλ, είναι πονηρές επειδή υποκρύπτουν μια γενικότερη φιλοσοφία που θέλει την Ελλάδα να μην έχει ανεξάρτητη εθνική στρατηγική.
Εξάλλου, όπως έχω επί μακρόν υποστηρίξει σε πολλές δημοσιευμένες αναλύσεις μου, η συμμετοχή μας σε διεθνείς θεσμούς ή συμμαχίες όπως η Ατλαντική Συμμαχία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο ενίσχυση (και όχι εγγύηση!) θα μπορούσαν να μας προσφέρει. Αυτή η πιθανή ενίσχυση, όμως, δεν είναι δεδομένη, δεν μπορεί να είναι στρατιωτική, και δεν μπορεί να υπάρξει καν αν δεν έχουμε λειτουργήσει ορθά-αποτελεσματικά και επί μακρόν στον πολιτικο-διπλωματικό στίβο. Η εκτίμηση του υπογράφοντος είναι ότι, η επικράτηση της αντίθετης – ουτοπικής – άποψης και ο αποπροσανατολισμός της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και της ελληνικής κοινής γνώμης από ευρέως διαδεδομένες νομικίστικες και διεθνιστικές θέσεις αποδείχθηκαν κρίσιμης σημασίας κατά την διάρκεια των κρίσεων του 1974, 1996 και 1999, καθώς και ενδιαμέσως όταν πολλά γεγονότα μείωσαν σημαντικά την αποτρεπτική μας αξιοπιστία. Συνολικά, οι διεθνείς συμμετοχές της χώρας πρέπει να αυξάνουν τις επιλογές της ελληνικής στρατηγικής και όχι να τις περιορίζουν. Το αντίθετο θα ήταν παράδοξο και αντιφατικό. Η διαχείριση των κρίσεων και γενικά κάθε προσπάθεια αποτροπής σ’ όλο το πιθανό φάσμα απειλών, απαιτεί συνεκτίμηση των πιο πάνω παραγόντων. Ιδιαίτερα κρίσιμο, όπως γίνεται κατανοητό, είναι οι συμμαχίες και η ορθή κατανόηση της μορφής και του χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, καθώς και του χαρακτήρα της Τουρκικής απειλής.
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΑΜΥΝΑ-ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ-ΠΡΩΤΟΥ ΚΤΥΠΗΜΑΤΟΣ
«Ισοδύναμο αποτέλεσμα», αποτροπή μεγάλης σύρραξης και αποτροπή πρώτου κτυπήματος
Η ικανότητά μας να αποτρέψουμε μια απειλή χαμηλής έντασης συναρτάται άμεσα με την ικανότητά μας να αποτρέψουμε ένα γενικευμένο πόλεμο. Γι’ αυτό εάν με οποιονδήποτε τρόπο – υπονοούμενο ή έκδηλα διατυπωμένο – αποσυνδέσουμε την αποτροπή γενικευμένης σύρραξης από την αποτροπή απειλών χαμηλότερης έντασης ισοδυναμεί με επιδείνωση της αποτρεπτικής μας θέσης.
Ασφαλώς, η πιο πάνω θέση θα ήταν περιττή εάν είμαστε πολύ ισχυρότεροι από τον αντίπαλο οπότε η απειλή τιμωρίας κάθε μορφής επίθεσης θα είναι πολύ ή και πλήρως αποτρεπτική. Όμως, επειδή για την Ελλάδα κάτι τέτοιο είναι ιδεατό, θα πρέπει να περιορίσουμε τους συλλογισμούς μας στην ανάλυση τριών αλληλένδετων καταστάσεων:
1. αποτροπή γενικευμένου πολέμου (μεγάλη σύρραξη, μεγάλη επίθεση)
2. αποτροπή επεισοδίων ενδιάμεσης έντασης (οτιδήποτε στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ μεγάλης σύρραξης και τοπικής σύρραξης)
3. αποτροπή χαμηλής έντασης (μικρά συνοριακά επεισόδια ή αψιμαχίες).
Εάν θελήσουμε να καλύψουμε όλα ανεξαιρέτως τα ενδεχόμενα θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε και άλλες περιπτώσεις όπως η παραβίαση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας, και η εναντίον μας εκτόξευση απειλών οι οποίες αμφισβητούν το status quo, καθώς και τις απειλές χρήσης βίας (casus belli). Η τουρκικές ενέργειες σ’ αυτό το φάσμα απειλών ροκανίζουν την αξιοπιστία της αποτρεπτικής μας στρατηγικής. Στο ίδιο πλαίσιο, η αποτροπή της απειλής πρώτου συντριπτικού κτυπήματος πρέπει να είναι μόνιμη έγνοια των Γενικού Επιτελείου. Για το θέμα αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί η εξής θέση:
Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης οπότε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι πολύ πιθανό, πρέπει να πειστεί ο αντίπαλος πως έστω και αν μας αιφνιδιάσει θα μας απομείνουν αρκετές δυνάμεις για να αντεπιτεθούμε και να του προκαλέσουμε απαράδεκτο γι’ αυτόν κόστος. Αυτό αφορά τουλάχιστον τις δυνάμεις που μας παρέχουν δυνατότητες να πληγούν ζωτικοί στόχοι του αντιπάλου.
Ο τρόπος που η αποτροπή γενικευμένης σύρραξης συνδέεται με την αποτροπή απειλών χαμηλότερης έντασης είναι ο εξής:
Η απειλή με ισοδύναμο ή περίπου ισοδύναμο κόστος θα μπορούσε να εκτιμηθεί (έστω και λανθασμένα) από τον αντίπαλο ως ανεκτό, ενώ ελάχιστα περιθώρια θα είχε να κάνει τους ίδιους υπολογισμούς ως προς το κόστος μιας γενικευμένης σύρραξης. Επομένως, αυτό που μετρά αποτρεπτικά δεν είναι το προβαλλόμενο κόστος «μικρής έντασης» αλλά το ενδεχόμενο πως η σύρραξη θα μπορούσε να κλιμακωθεί και να οδηγήσει σε γενικευμένη σύρραξη. Η ανώτατη πολιτική ηγεσία και η στρατιωτική ηγεσία χρειάζεται ίσως να επανεξετάσει ορισμένα ζητήματα και ιδιαίτερα το κατά πόσον έπεσε θύμα λανθασμένης συμβουλής (μερικές απίστευτα λανθασμένες και αφελείς θέσεις γράφτηκαν στον τύπο ή σε μικρά δοκίμια και φάνηκαν να αντανακλώνται σε δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας) (υπενθυμίζω στον νυν υπουργό πως αμέσως μετά τις δηλώσεις συναντηθήκαμε και του παρέδωσα σημείωμά μου τριών σελίδων για το ζήτημα αποτροπή-κλιμάκωση).
Για να προεκτείνω το επιχείρημα ως προς αυτό το άκρως κρίσιμο ζήτημα, η αποτροπή καθίσταται ακόμη πιο εύρωστη εάν επιτύχουμε να μεταδώσουμε με αξιόπιστο τρόπο τρία ισχυρά μηνύματα:
Πρώτο, πως έχουμε την ικανότητα, την αποφασιστικότητα και την αναγκαία διάταξη δυνάμεων που δημιουργούν μεγάλο ενδεχόμενο πλήρους επικράτησής μας στην διαδικασία κλιμάκωσης. Ο αντίπαλος θα πρέπει να μένει πάντα σε αμφιβολία ως προς τον τρόπο κλιμάκωσης, την έκταση της κλιμάκωσης και το κόστος που θα του επιβληθεί όταν – κατά πάσα πιθανότητα – θα ηττηθεί. Ένα είναι σίγουρο, πως το αναμενόμενο γι’ αυτόν κόστος δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο ή ίσο των οφελών που αυτός αναμένει.
Δεύτερο, πως η κλιμάκωση μέχρι την γενικευμένη σύρραξη είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο και πως είμαστε αποφασισμένοι να μην διστάσουμε να κλιμακώσουμε εάν το κρίνουμε αναγκαίο. Επίσης πρέπει να επικρέμαται ο κίνδυνος κλιμάκωσης σε γενικευμένη σύρραξη με τρόπους και μεθοδεύσεις που δεν σταθμίζονται εύκολα από τον αντίπαλο (δηλαδή συμφέρει να κατατρέχει τον αντίπαλο αυτός ο φόβος και να υπολογίζει συνεχώς το όφελος της εκτέλεσης της «μικρής απειλής» με το κόστος του γενικευμένου πολέμου).
Τρίτο, πως τα διακυβευόμενα αγαθά είναι υψηλής αξίας. Αυτό σχετίζεται με το «σχετικό συμφέρον» εκατέρωθεν των συνόρων και ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στις σύντομες εισαγωγικές επισημάνσεις του παραρτήματος ΙΙ.
Για τους ποιο πάνω λόγους, η προβολή ισοδύναμου κόστους έχει ελάχιστη ή καθόλου αποτρεπτική αξία η δε προβολή του από την πολιτική ή στρατιωτική ηγεσία δεν μπορεί παρά να οφείλεται, όπως ανέφερα πιο πάνω, σε «ερασιτεχνική συμβουλή». Η προβολή «ισοδυνάμου αποτελέσματος» βρίσκεται σε κάθετη αντίφαση με θεμελιώδεις και ελάχιστα αμφιλεγόμενες αρχές της στρατηγικής ανάλυσης. Κυρίως, βρίσκεται σ’ αντίφαση με την βασικό αξίωμα πως όσο μεγαλύτερη είναι η παράσταση κόστους τόσο περισσότερο αποτρεπτική είναι απειλή. Η προβολή του ενδεχόμενου περιορισμού στα μέτρα και σταθμά της επίθεσής του, επομένως, μειώνει τα περιθώρια αμφιβολιών του, του επιτρέπει να μεθοδεύσει στρατιωτικά και πολιτικά την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων και δυνατό επί πλέον να του δώσει το λανθασμένο μήνυμα πως ορισμένα αγαθά δεν έχουν τόσο μεγάλη αξία γι’ εμάς ούτως ώστε να διακινδυνέψουμε μεγάλη σύρραξη. Στην χειρότερη περίπτωση, οι διακηρύξεις περί ισοδυνάμου θα μπορούσαν να του μεταδώσουν το μήνυμα πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να του προκαλέσει μεγάλο κόστος επειδή σε κάθε περίπτωση δεν θα έφθανε σε μεγάλη ή γενικευμένη σύρραξη.
Αυτή η θέση ουδόλως υποβαθμίζει την ανάγκη αποτροπής απειλών χαμηλών έντασης. Αντίθετα, τονίζουν την σημασία της αξιοπιστίας μας και γενικότερα του τρόπου που συνδέονται τα διάφορα επίπεδα.
Παναγιώτης Ήφαιστος Αν. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών
Από το InfognomonPolitics
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...