Η μήτρα του καινούργιου
Η προεκλογική περίοδος ξεγυμνώνει, δραματικά και ανέλπιδα, τον εγχώριο ευτελισμό της πολιτικής.
Η διαφθορά, η ανικανότητα, ο τυφλός φανατισμός μπορούν να καταγγελθούν και η καταγγελία να αφυπνίσει τους πολίτες (έστω εφήμερα). Ο ευτελισμός της πολιτικής είναι κάτι άλλο: Για να αντιδράει κάποιος με αποτροπιασμό, προϋποτίθεται καλλιέργεια δυσκατόρθωτη στους καιρούς μας.
Ένας ορισμός της ευτέλειας θα ήταν, να την ταυτίσουμε με τη σκόπιμη υποκατάσταση της πραγματικότητας από τις εντυπώσεις. Η «πολιτική» σήμερα αρχίζει και τελειώνει με αυτή την υποκατάσταση. Έχει υιοθετήσει τη λογική του μάρκετινγκ, τα τεχνάσματα των opinion makers, την «κατασκευή» της πραγματικότητας από τα τηλεοπτικά-ραδιοφωνικά «μέσα» και το «διαδίκτυο». Ευτελισμός της πολιτικής ήταν: να ασκείται η εξουσία (αλλά και η αντιπολίτευση) με αποκλεισμένη (έντεχνα εξουδετερωμένη) τη λογική-κριτική ικανότητα των πολιτών.
Η χρηστική εκδοχή του σχολείου, η αξιολογική υπεροχή (ρεαλιστικότατη) του φροντιστηρίου, ο έλεγχος των πανεπιστημίων από τις κομματικές νεολαίες, η μεθοδική επιβολή της ποδοσφαιρολαγνείας και του τζόγου στις μάζες είναι η στανική (ανεπίγνωστη) «παιδαγωγία» που έχει οδηγήσει την ελλαδική κοινωνία, χρόνια τώρα, στην υποκατάσταση της πολιτικής από τις εντυπώσεις. Η αντίσταση στη μεθοδικότατη αυτή υποδούλωση δεν είναι εύκολη, γι’ αυτό και σπανίζει.
Ζούμε και πολιτευόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι επιλέγουμε και αυτενεργούμε, ενώ είμαστε υποταγμένοι στο δόλιο παιχνίδι των μεθοδευμένων εντυπώσεων. Μας λανσάρουν το μαύρο για άσπρο, το άσπρο για μαύρο. Ποιος είναι ο «προοδευτικός» και ποιος ο «συντηρητικός» και «σκοταδιστής» το καθορίζουν τα υπανθρωπάκια κομματικών επιτελείων και το αναμηρυκάζουν θλιβερές μαριονέτες εκφωνητών και «σχολιαστών» σε ραδιόφωνα και τηλεοπτικά κανάλια. Πόσοι Έλληνες έχουν κιόλας λησμονήσει το ιστορικό κορύφωμα ευτελισμού της πολιτικής: την αδιάντροπη «κωλοτούμπα» του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι η οποιαδήποτε «Αριστερά», αλλά η αλαζονικά κλασαυχενιζόμενη σαν «Ριζοσπαστική», πούλησε ξεδιάντροπα, μέσα σε μια νύχτα, την αριστεροσύνη της και τη δημοψηφισματική ετυμηγορία του λαϊκού σώματος, μόνο για την ηδονή της εξουσίας.
Αυτή η έσχατη ευτέλεια, η ατιμωτική ντροπή της ωμής προδοσίας «αρχών» και επαγγελιών, εμφανίζεται σήμερα, στο προεκλογικό παραλήρημα του πρωθυπουργού, σαν σπουδαίο πολιτικό κατόρθωμα. Κατόρθωμα που «απειλείται» από το ενδεχόμενο επανάκαμψης του «παλαιού καθεστώτος», δηλαδή κομμάτων που τη μνημονιακή τους χαμέρπεια αναπαράγει αδιάντροπα ο ΣΥΡΙΖΑ, τρία χρόνια τώρα, λειτουργώντας «αντ’ αυτών».
Πώς να ξεχωρίσει ο πολίτης τον λακεδισμό της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς από τον λακεδισμό του «παλαιού καθεστώτος» («Κεντροδεξιάς» - «Κεντροαριστεράς»); Η υποταγή ολόκληρου του κομματικού φάσματος (πλην των άγονα ακραίων) στην απολυταρχία της επιτρόπευσης δεν αφήνει περιθώρια πολιτικών διαφοροποιήσεων – όλοι «γλείφουν εκεί που έφτυναν». Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός του «επικρατείας» (θλιβερή φιγούρα αυτοκαταργημένης αξιοπρέπειας) διεκδικούν τη διαφοροποίηση καταφεύγοντας στην ευκολία της ετικέτας, με τελική συνέπεια τη λασπολογία: Τσουβαλιάζουν όλους αναμίξ τους πολιτικούς τους αντιπάλους κάτω από τους χαρακτηρισμούς: «Λαϊκισμός», «Εθνικισμός», «Ακρα Δεξιά». Το δίλημμα που θέλουν να «χάψει» ο ψηφοφόρος είναι πολωτικό, βάναυσα ανέντιμο. «Ή εμείς ή το χάος» – όλοι οι άλλοι είναι η στενοκεφαλιά της συντήρησης, αυτοί που παγίδευσαν τη χώρα στα μνημόνια.
Το κυβερνητικό «καθεστώς» και τα φερέφωνά του λογαριάζουν όλους τους πολίτες αμνήμονες: Ότι έχουν πάψει να συντηρούν στη μνήμη την εξευτελιστική αλλαξοπιστία και εξωμοσία των «ριζοσπαστών» της «Αριστεράς». Ότι δεν αντιλήφθηκαν ότι τα άλλοτε «μαύρα πρόβατα» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος μεταμορφώθηκαν (με δόλωμα την εξουσία) σε χαϊδεμένα παιδιά του ίδιου αυτού ιστορικο-υλιστικού στρατοπέδου.
Δεν είναι οπωσδήποτε αμνήμονες οι πολίτες. Κάποιοι θυμούνται τη φασιστική τρομοκρατία των «προοδευτικών δυνάμεων» που εξανάγκαζε και τον Καραμανλή (τον ελάσσονα) να αποφεύγει σχολαστικά τη λέξη «πατρίδα», δέσμιος του συμπλεγματικού φόβου μήπως τον χαρακτηρίσουν «εθνικιστή» – ίδια και με τον Κυριάκο σήμερα.
Όμως στην προεκλογική αμάχη τα κόμματα επιμένουν να λογαριάζουν τον πολίτη όχι μόνο αμνήμονα, αλλά και ηλίθιο. Οι «διαμορφωτές κοινής γνώμης» έχουν πείσει τους κομματανθρώπους ότι πρέπει να εκφράζουν «βεβαιότητα» για τη νίκη τους. Και η φαιδρότητα ξεχειλίζει ασυμμάζευτη, μικρονοϊκή, πραγματικό ρεσιτάλ μωρολογίας και κρετινισμού: «Την επομένη των εκλογών θα είμαστε κυβέρνηση...». «Θα είναι συντριπτική η νίκη μας...». «Θα κερδίσουμε απόλυτη πλειοψηφία...». «Θα νικήσουμε με μεγάλη διαφορά...» – η εντολή των διαφημιστών για «εικόνα αυτοπεποίθησης» παράγει φτηνιάρικη παιδαριωδία.
Η προτεραιότητα των εντυπώσεων και η χρησιμοποίησή τους για τη διαβουκόληση των μαζών είναι το καίριο εύρημα του Ιστορικού Υλισμού (μηδενισμού και αμοραλισμού τόσο των «Αγορών» όσο και του παραισθησιογόνου μαρξισμού). Το καινούργιο στην πολιτική θα υπάρξει, όταν εμφανιστεί πειστική πρόταση για μια ριζικά καινούργια οργάνωση και λειτουργία του σχολείου και του πανεπιστημίου. Είναι η μήτρα της αλλαγής.
Χρήστος Γιανναράς
Καθημερινή
Έχω την αίσθηση ότι οι του πολιτικού και ευρύτερου κατεστημένου (οικονομικού, πανεπιστημιακού, δικαστικού, μιντιακού, ίσως και εκκλησιαστικού με φωτεινές βέβαια εξαιρέσεις) δεν είναι άνθρωποι, αλλά άδεια κουφάρια, χωρίς αισθήματα, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα “όρθιο και στέρεο” μέσα τους. Πώς να αντιπαραταχθεί ο Έλληνας που μέσα του ζει πατρίδα και πίστη, το ιερό και το θείο, στα αδίστακτα “αλαλάζοντα κύμβαλα” που υπάρχουν μόνο για τον εαυτό τους και έχουν προσκυνήσει τους σημερινούς “Άρχοντες του Κόσμου τούτου”; Ιδού το δυσεπίλυτο πρόβλημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν κάποιοι που έχουν παραμείνει “άνθρωποι” αφήσουν κάτω τις γραφίδες και τα πλήκτρα και αναλάβουν την οργάνωση ομάδων “επαναπάτρισης” και επανελλήνισης των Ελλήνων, των πιο ευεπίφορων στην αρχή, μέσα κυρίως διά της διδασκαλίας της ελληνικής Ιστορίας, αλλά και διά της κάθαρσης της ελληνικής γλώσσας από τις μεταλλάξεις που της έχουν επιφέρει ώστε να “δουλεύει” η προπαγάνδα τους και να αυξάνεται η σύγχυση και η ακρισία των ανθρώπων, τότε ίσως αρχίσει να διαφαίνεται κάποιο φως στο τούνελ.
Εξαιρετικά μεγάλος ο αριθμός των μικρών κομμάτων και των “κομματαρχών” τους που ελπίζουν ότι θα σώσουν την Ελλάδα. Οδυνηρός εγωισμός, αλλά των καλοπροαίρετων από αυτούς οδυνηρή διάσπαση δυνάμεων.
Τέσσερεις -πέντε Πατρο-Κοσμάδες έχει ανάγκη η εποχή μας να οργώσουν την Ελλάδα, από χωρίου εις χωρίον και από πόλεως εις πόλιν, με την ανιδιοτέλεια, την πίστη, την τόλμη και την αγάπη για Παιδεία και Ελλάδα του Πατρο-Κοσμά, έστω και κατά μικρή προσέγγιση. Υπάρχουν; Και αν υπάρχουν θα αποφασίσουν τον εκ του σύνεγγυς επανε-Ευαγγελισμό των Ελλήνων προς Ελευθερία και καθαρό Συνειδός; Οψόμεθα...