Crash test: Στα εκλογικά όπλα Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ
Του Σταύρου Λυγερού
Οι αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Εάν ξύσουμε λίγο, όμως, την επιφάνεια θα δούμε ότι στην πραγματικότητα στους κόλπους της κοινωνίας συγκρούονται δύο ετεροκαθοριζόμενα εκλογικά ρεύματα: Στη μία όχθη είναι το ρεύμα της τιμωρίας, της ψήφου εναντίον του Μνημονίου και εναντίον του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας. Στην άλλη όχθη είναι το ρεύμα του φόβου όχι μόνο για προνόμια, αλλά και για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη.
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 επιβεβαίωσαν τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνταν στο επίπεδο της εκλογικής συμπεριφοράς. Η κατάρρευση του μοντέλου πλασματικής ανάπτυξης είχε διαλύσει το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στις άρχουσες ελίτ και τη μικρομεσαία θάλασσα. Με τη σειρά της, η διάλυση του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου συμπαρέσυρε το κομματικό σύστημα που εξέφραζε πολιτικά την προηγούμενη κατάσταση.
Προφανώς, το 2012 οι ψηφοφόροι δεν ερωτεύθηκαν ξαφνικά τον Τσίπρα ούτε πείσθηκαν από το πρόγραμμά του. Τα μικρομεσαία στρώματα που είχαν ήδη πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονταν στο χείλος του και που ένοιωθαν ότι δεν έχουν πολλά να χάσουν, στράφηκαν προς ό,τι θεωρούσαν –έστω και φαντασιακά– σανίδα σωτηρίας. Για να τερματίσουν τις μνημονιακές πολιτικές που τα εξαθλίωναν, ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντάς τον σε βασικό εκφραστή της ψήφου τιμωρίας, αλλά εν μέρει και σε παράγοντα μίας θολής ελπίδας.
Όσο η ασκούμενη μνημονιακή πολιτική συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, τόσο τα καταστρεφόμενα μικρομεσαία στρώματα Εάν, μάλιστα, απογοητευθούν πιθανότατα θα διολισθήσουν σε δυναμικές αντιδράσεις, εάν όχι σε τυφλή κοινωνική έκρηξη. Προσωρινά, οι εκλογές έχουν λειτουργήσει σαν βαλβίδα εκτόνωσης, ρίχνοντας τη θερμοκρασία στην κοινωνία. Εάν, όμως, αποδειχθεί ότι η ψήφος δεν αλλάζει την κατάσταση η θερμοκρασία θα εκτοξευθεί προς το σημείο βρασμού.
Η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο 2012 και το ενδεχόμενο να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου είχε προκαλέσει αντισυσπείρωση με σημαία τον ευρωπαϊσμό. Σ’ αυτό είχε συμβάλει καθοριστικά η επικοινωνιακή καταιγίδα ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα ισοδυναμούσε με έξοδο από το ευρώ. Οι ομόρροπες πρωτοφανείς παρεμβάσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και ΜΜΕ, μάλιστα, είχαν προσδώσει αξιοπιστία σ’ αυτή την απειλή.
Το ρεύμα του φόβου είχε τότε συσπειρώσει κυρίως ανώτερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα που υφίστανται ισχυρές πιέσεις, δυσφορούσαν, αλλά βρίσκονταν ακόμα σε απόσταση ασφαλείας από τον γκρεμό. Αυτά τα στρώματα είχαν ακόμα από αρκετά έως πολλά να χάσουν και φοβούνταν ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούσε σε δραστική υποβάθμιση και της δικής τους ζωής. Είχαν ψηφίσει κυρίως τη ΝΔ επειδή την θεωρούσαν όχι τόσο λύση στο πρόβλημα, όσο ανάχωμα στην επέλαση του Τσίπρα.
Το 2012 το ρεύμα του φόβου επικράτησε, επειδή επηρέασε μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων στρωμάτων. Σ’ αυτό είχε συμβάλει και η ελπίδα τους ότι θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τις δυσμενείς επιπτώσεις του Μνημονίου μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης. Ας σημειωθεί ότι πριν τις εκλογές του Ιουνίου 2012 και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν υποσχεθεί ότι θα το επαναδιαπραγματευθούν τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Προεκλογική υπόσχεση, βεβαίως, την οποία ξέχασαν την επομένη των εκλογών.
Δυόμιση χρόνια μετά το σκηνικό δεν διαφέρει ποιοτικά. Το νέο διχαστικό κλίμα, οι ορίζουσες του οποίου είναι κοινωνικο-οικονομικές κι όχι κλασικά ιδεολογικο-πολιτικές, όχι μόνο αναπαράγεται, αλλά και εδραιώνεται και βαθαίνει. Οι παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις ρευστοποιούνται περαιτέρω. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά, οι πολίτες –με την εξαίρεση ίσως των ηλικιωμένων– ψηφίζουν κυρίως με κριτήριο τις επιπτώσεις που έχει η κρίση στους ίδιους και στο περιβάλλον τους.
Οι διαφορές σε σύγκριση με το 2012 είναι δύο και αμφότερες ευνοούν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη είναι οι αλλεπάλληλες πολιτικές διαψεύσεις της κυβέρνησης Σαμαρά, οι οποίες καθιστούν αναξιόπιστο τον ισχυρισμό ότι “φάγαμε το ψάρι, η ουρά του έμεινε”. Η δεύτερη είναι ότι οι πάντες είναι τώρα περισσότερο εξοικειωμένοι με την προοπτική κυβέρνησης Τσίπρα, ενώ και η Κουμουνδούρου έχει κάνει βήματα για να κατευνάσει τους φόβους που προκαλεί αυτή η προοπτική.
Παρόλα αυτά, ο αρχηγός της ΝΔ επιμένει να δίνει την προεκλογική μάχη με κεντρικό όπλο την καλλιέργεια του φόβου. Στο επιτελείο του διαπιστώνουν ότι γίνεται κατάχρηση κι ότι ένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να ζητάει την ψήφο, ασκώντας μόνο αντιπολίτευση στην αξιωματική αντιπολίτευση! Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Σαμαράς δεν έχει στη διάθεσή του άλλο αποτελεσματικό προεκλογικό όπλο. Όπως προαναφέραμε, οι αλλεπάλληλες πολιτικές διαψεύσεις δεν του αφήνουν περιθώρια να διεκδικήσει την πρωτιά, προβάλλοντας το κυβερνητικό έργο του.
Καλλιεργώντας τον φόβο, η ΝΔ κεφαλαιοποιεί εκλογικά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Αυτό μπορεί να αφορά κατά κύριο λόγο τη σχέση με την Ευρωζώνη, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Ο πρωθυπουργός βάζει στο κάδρο της κριτικής του και τις ιδεοληπτικές θέσεις της Κουμουνδούρου για την παράνομη μετανάστευση και για εθνικά θέματα. Αναμένεται να επαναφέρει στο κάδρο τους γνωστούς υπαινιγμούς για τον τρόπο που κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν την πολιτική βία.
Στις συνθήκες της κλιμακούμενης πόλωσης, τα μικρότερα κόμματα αναμένεται να συμπιεσθούν. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και ψηφοφόροι που απεχθάνονται τον Σαμαρά θα ψηφίσουν τη ΝΔ όχι επειδή τους πείθει πολιτικά, αλλά επειδή την θεωρούν ανάχωμα στην επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή μόνο αυτή μπορεί να κόψει τον δρόμο του Τσίπρα προς την εξουσία.
Το ίδιο ισχύει και στην αντίπερα όχθη. Παρά την κινδυνολογία, το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται –προς το παρόν τουλάχιστον– να κάμπτεται. Κάποιοι από αυτούς που προσανατολίζονται να τον ψηφίσουν, υπό το κράτος του καταιγιστικού επικοινωνιακού βομβαρδισμού και του φόβου, ίσως να κάνουν δεύτερες σκέψεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, η προοπτική της νίκης, σε συνδυασμό με την ανάδειξη του Τσίπρα σε πρόμαχο εναντίον των μνημονιακών πολιτικών, έλκει ψηφοφόρους ακόμα και από την ευρύτερη Δεξιά, γεγονός που τροφοδοτεί την εκλογική δυναμική του.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση λειτουργεί το μήνυμα που εμμέσως πλην σαφώς στέλνει το ευρωιερατείο. Το μήνυμα είναι ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη προϋποθέτει την εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων. Στην Κουμουνδούρου αμφισβητούν αυτή την πολιτική εξίσωση, αλλά δυσκολεύονται να πείσουν, δεδομένου ότι η τροπή των εξελίξεων δεν εξαρτάται από τους ίδιους, αλλά από την απόφαση του ευρωιερατείου. Προφανώς, δεν πρόκειται να ληφθεί απόφαση ευθείας εκδίωξης της Ελλάδας. Εάν, όμως, σταματήσει η χρηματοδότηση εκ των πραγμάτων θα προκύψει τέτοιο θέμα.
Η διαρροή προς το Σπήγκελ ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο να δρομολογήσει την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είχε αναμφίβολα ως στόχο να ασκήσει έναν έμμεσο πλην σαφή εκβιασμό προς τους Έλληνες ψηφοφόρους. Τελικώς, όμως, λειτούργησε σαν μπούμεραγκ. Ακόμα και προσωπικότητες εντός του ευρωιερατείου, οι οποίες δεν τρέφουν καμία συμπάθεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ, υποχρεώθηκαν να παρέμβουν δημοσίως για να προειδοποιήσουν ότι η έξοδος της Ελλάδας θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της Ευρωζώνης.
Αυτές οι φωνές ρηγμάτωσαν την απειλή, η οποία κρατάει ακόμα ψηλά το ποσοστό της ΝΔ. Από την άλλη πλευρά, όμως, η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι θα συνεχίσει το πρόγραμμα υποστήριξης των ελληνικών τραπεζών μόνο εάν η Ελλάδα παραμείνει στον μνημονιακό δρόμο, αναμφίβολα τροφοδοτεί τον φόβο.
Είναι, ωστόσο, ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι σ’ όλο αυτό το παιχνίδι προβολής έμμεσων πλην σαφών εκβιαστικών διλημμάτων ενυπάρχει και το στοιχείο της πολιτικής μπλόφας εν όψει των εξελίξεων. Το ευρωιερατείο θα λάβει τις οριστικές αποφάσεις του μόνο όταν θα έχει ξεκαθαρίσει η εικόνα. Με άλλα λόγια, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και μόνο τα γεγονότα θα αποδείξουν εάν η πιθανολογούμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει σ’ ένα συμβιβασμό με το ευρωιερατείο και σε μία νέα σχέση, ή αντιθέτως θα προκαλέσει ρήξη της Ελλάδας με την Ευρωζώνη.
Οι Έλληνες, πάντως, θα πάνε κι αυτή τη φορά στις κάλπες υπό τον πέλεκυ του ίδιου εκβιαστικού διλήμματος “ευρώ ή χάος”, το οποίο πρακτικά μεταφράζεται στο δίλημμα “μνημονιακές πολιτικές ή χάος”. Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών επιθυμεί ταυτοχρόνως και την παραμονή στο ευρώ και τον απεγκλωβισμό από τις μνημονιακές πολιτικές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τους υπόσχεται ότι θα τους απεγκλωβίσει με διαπραγματεύσεις και εντός της Ευρωζώνης, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί να τους το εγγυηθεί. Το πραγματικό δίλημμα είναι επώδυνο: Η μία επιλογή είναι η παραμονή στον μνημονιακό δρόμο, ο οποίος αποδεικνύεται από τα γεγονότα ότι συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Η άλλη επιλογή είναι ο απεγκλωβισμός από τις μνημονιακές πολιτικές, ο οποίος εμπεριέχει πολλές δυσκολίες και αβεβαιότητες, χωρίς καθόλου να αποκλείεται μία ρήξη που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης.
Τα δύσκολα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μέχρι τις εκλογές, αλλά μετά, εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που τον φέρνουν νικητή. Η εξαγγελία του Τσίπρα ότι θα σχηματίσει δεκαμελές κυβερνητικό σχήμα είναι μία μικρή, αλλά απολύτως ενδεικτική επιβεβαίωση ότι η Κουμουνδούρου είναι ανέτοιμη να διαχειρισθεί με αξιώσεις μία εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση.
Η αλήθεια είναι ότι στο συγκεκριμένα ζήτημα ο Τσίπρας δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ακολουθήσει την πεπατημένη. Η ολιγομελής κυβέρνηση είναι ένα στερεότυπο, που ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά της κοινής γνώμης. Το ολιγομελές αυθαιρέτως ταυτίζεται με την ευελιξία.
Σε αντίθεση με την κατάσταση που επικρατεί σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα είναι δομημένη κατά τρόπο, που την καθιστά υπερβολικά εξαρτημένη από τον κυβερνητικό μηχανισμό. Σε κάθε υπουργείο διορίζονται πολυάριθμοι μετακλητοί αξιωματούχοι (κατά κανόνα άσχετα κομματικά στελέχη) οι οποίοι ουσιαστικά ποδηγετούν και συχνά υποκαθιστούν τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, δημιουργώντας ένα αντιπαραγωγικό περιβάλλον.
Η πρακτική αυτή έχει ευνουχίσει τη Δημόσια Διοίκηση, επιτείνοντας την αναποτελεσματικότητά της. Την έχει εθίσει σ’ έναν ευθυνόφοβο και γραφειοκρατικό τρόπο λειτουργίας. Επιπροσθέτως, με τον διορισμό υφυπουργών και γενικών γραμματέων η πολιτική ηγεσία σε κάθε υπουργείο αντί να λειτουργεί ως ενιαίο επιτελείο, τείνει να κατακερματίζεται σε ανταγωνιζόμενα φέουδα.
Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο θα ακολουθήσει την ίδια αποτυχημένη πρακτική, αλλά και θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα λειτουργήσει μόνο η ανασφάλεια των υπουργών του στο άγνωστο περιβάλλον του κρατικού μηχανισμού και η δικαιολογημένη τάση τους για έλεγχο των υπηρεσιών. Θα λειτουργήσουν και οι ασφυκτικές πιέσεις για βόλεμα “πεινασμένων” κομματικών στελεχών που από τώρα θεωρούν ότι έρχεται η ώρα τους.
Το πρόβλημα των εκτεταμένων συναρμοδιοτήτων δεν λύνεται με την τεχνητή συγκόλληση υπουργείων. Η τάση συγκέντρωσης όσο το δυνατόν περισσότερων αρμοδιοτήτων εκτός από λαϊκιστικό στερεότυπο είναι κι αλάνθαστο σημάδι “φεουδαλικής” οργάνωσης του κυβερνητικού μηχανισμού. Η πείρα αποδεικνύει ότι για να διακριθεί ένας υπουργός δεν έχει ανάγκη πολλές αρμοδιότητες. Η τάση συγκέντρωσης πολλών αρμοδιοτήτων συχνά βραχυκυκλώνει ακόμα και ικανούς πολιτικούς.
Η πολιτική διεύθυνση του ελληνικού κρατικού μηχανισμού απαιτεί αρκετούς υπουργούς και ελάχιστους υφυπουργούς. Το κρίσιμο, όμως, είναι το κυβερνητικό σχήμα να συντονίζεται και να ελέγχεται αποτελεσματικά από τον πρωθυπουργό και το επιτελείο του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 201
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Οι αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Εάν ξύσουμε λίγο, όμως, την επιφάνεια θα δούμε ότι στην πραγματικότητα στους κόλπους της κοινωνίας συγκρούονται δύο ετεροκαθοριζόμενα εκλογικά ρεύματα: Στη μία όχθη είναι το ρεύμα της τιμωρίας, της ψήφου εναντίον του Μνημονίου και εναντίον του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας. Στην άλλη όχθη είναι το ρεύμα του φόβου όχι μόνο για προνόμια, αλλά και για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη.
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 επιβεβαίωσαν τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνταν στο επίπεδο της εκλογικής συμπεριφοράς. Η κατάρρευση του μοντέλου πλασματικής ανάπτυξης είχε διαλύσει το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στις άρχουσες ελίτ και τη μικρομεσαία θάλασσα. Με τη σειρά της, η διάλυση του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου συμπαρέσυρε το κομματικό σύστημα που εξέφραζε πολιτικά την προηγούμενη κατάσταση.
Προφανώς, το 2012 οι ψηφοφόροι δεν ερωτεύθηκαν ξαφνικά τον Τσίπρα ούτε πείσθηκαν από το πρόγραμμά του. Τα μικρομεσαία στρώματα που είχαν ήδη πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονταν στο χείλος του και που ένοιωθαν ότι δεν έχουν πολλά να χάσουν, στράφηκαν προς ό,τι θεωρούσαν –έστω και φαντασιακά– σανίδα σωτηρίας. Για να τερματίσουν τις μνημονιακές πολιτικές που τα εξαθλίωναν, ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντάς τον σε βασικό εκφραστή της ψήφου τιμωρίας, αλλά εν μέρει και σε παράγοντα μίας θολής ελπίδας.
Όσο η ασκούμενη μνημονιακή πολιτική συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, τόσο τα καταστρεφόμενα μικρομεσαία στρώματα Εάν, μάλιστα, απογοητευθούν πιθανότατα θα διολισθήσουν σε δυναμικές αντιδράσεις, εάν όχι σε τυφλή κοινωνική έκρηξη. Προσωρινά, οι εκλογές έχουν λειτουργήσει σαν βαλβίδα εκτόνωσης, ρίχνοντας τη θερμοκρασία στην κοινωνία. Εάν, όμως, αποδειχθεί ότι η ψήφος δεν αλλάζει την κατάσταση η θερμοκρασία θα εκτοξευθεί προς το σημείο βρασμού.
Η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο 2012 και το ενδεχόμενο να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου είχε προκαλέσει αντισυσπείρωση με σημαία τον ευρωπαϊσμό. Σ’ αυτό είχε συμβάλει καθοριστικά η επικοινωνιακή καταιγίδα ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα ισοδυναμούσε με έξοδο από το ευρώ. Οι ομόρροπες πρωτοφανείς παρεμβάσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και ΜΜΕ, μάλιστα, είχαν προσδώσει αξιοπιστία σ’ αυτή την απειλή.
Το ρεύμα του φόβου είχε τότε συσπειρώσει κυρίως ανώτερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα που υφίστανται ισχυρές πιέσεις, δυσφορούσαν, αλλά βρίσκονταν ακόμα σε απόσταση ασφαλείας από τον γκρεμό. Αυτά τα στρώματα είχαν ακόμα από αρκετά έως πολλά να χάσουν και φοβούνταν ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούσε σε δραστική υποβάθμιση και της δικής τους ζωής. Είχαν ψηφίσει κυρίως τη ΝΔ επειδή την θεωρούσαν όχι τόσο λύση στο πρόβλημα, όσο ανάχωμα στην επέλαση του Τσίπρα.
Το 2012 το ρεύμα του φόβου επικράτησε, επειδή επηρέασε μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων στρωμάτων. Σ’ αυτό είχε συμβάλει και η ελπίδα τους ότι θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τις δυσμενείς επιπτώσεις του Μνημονίου μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης. Ας σημειωθεί ότι πριν τις εκλογές του Ιουνίου 2012 και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν υποσχεθεί ότι θα το επαναδιαπραγματευθούν τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Προεκλογική υπόσχεση, βεβαίως, την οποία ξέχασαν την επομένη των εκλογών.
Δυόμιση χρόνια μετά το σκηνικό δεν διαφέρει ποιοτικά. Το νέο διχαστικό κλίμα, οι ορίζουσες του οποίου είναι κοινωνικο-οικονομικές κι όχι κλασικά ιδεολογικο-πολιτικές, όχι μόνο αναπαράγεται, αλλά και εδραιώνεται και βαθαίνει. Οι παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις ρευστοποιούνται περαιτέρω. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά, οι πολίτες –με την εξαίρεση ίσως των ηλικιωμένων– ψηφίζουν κυρίως με κριτήριο τις επιπτώσεις που έχει η κρίση στους ίδιους και στο περιβάλλον τους.
Οι διαφορές σε σύγκριση με το 2012 είναι δύο και αμφότερες ευνοούν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη είναι οι αλλεπάλληλες πολιτικές διαψεύσεις της κυβέρνησης Σαμαρά, οι οποίες καθιστούν αναξιόπιστο τον ισχυρισμό ότι “φάγαμε το ψάρι, η ουρά του έμεινε”. Η δεύτερη είναι ότι οι πάντες είναι τώρα περισσότερο εξοικειωμένοι με την προοπτική κυβέρνησης Τσίπρα, ενώ και η Κουμουνδούρου έχει κάνει βήματα για να κατευνάσει τους φόβους που προκαλεί αυτή η προοπτική.
Παρόλα αυτά, ο αρχηγός της ΝΔ επιμένει να δίνει την προεκλογική μάχη με κεντρικό όπλο την καλλιέργεια του φόβου. Στο επιτελείο του διαπιστώνουν ότι γίνεται κατάχρηση κι ότι ένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να ζητάει την ψήφο, ασκώντας μόνο αντιπολίτευση στην αξιωματική αντιπολίτευση! Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Σαμαράς δεν έχει στη διάθεσή του άλλο αποτελεσματικό προεκλογικό όπλο. Όπως προαναφέραμε, οι αλλεπάλληλες πολιτικές διαψεύσεις δεν του αφήνουν περιθώρια να διεκδικήσει την πρωτιά, προβάλλοντας το κυβερνητικό έργο του.
Καλλιεργώντας τον φόβο, η ΝΔ κεφαλαιοποιεί εκλογικά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Αυτό μπορεί να αφορά κατά κύριο λόγο τη σχέση με την Ευρωζώνη, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Ο πρωθυπουργός βάζει στο κάδρο της κριτικής του και τις ιδεοληπτικές θέσεις της Κουμουνδούρου για την παράνομη μετανάστευση και για εθνικά θέματα. Αναμένεται να επαναφέρει στο κάδρο τους γνωστούς υπαινιγμούς για τον τρόπο που κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν την πολιτική βία.
Στις συνθήκες της κλιμακούμενης πόλωσης, τα μικρότερα κόμματα αναμένεται να συμπιεσθούν. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και ψηφοφόροι που απεχθάνονται τον Σαμαρά θα ψηφίσουν τη ΝΔ όχι επειδή τους πείθει πολιτικά, αλλά επειδή την θεωρούν ανάχωμα στην επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή μόνο αυτή μπορεί να κόψει τον δρόμο του Τσίπρα προς την εξουσία.
Το ίδιο ισχύει και στην αντίπερα όχθη. Παρά την κινδυνολογία, το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται –προς το παρόν τουλάχιστον– να κάμπτεται. Κάποιοι από αυτούς που προσανατολίζονται να τον ψηφίσουν, υπό το κράτος του καταιγιστικού επικοινωνιακού βομβαρδισμού και του φόβου, ίσως να κάνουν δεύτερες σκέψεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, η προοπτική της νίκης, σε συνδυασμό με την ανάδειξη του Τσίπρα σε πρόμαχο εναντίον των μνημονιακών πολιτικών, έλκει ψηφοφόρους ακόμα και από την ευρύτερη Δεξιά, γεγονός που τροφοδοτεί την εκλογική δυναμική του.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση λειτουργεί το μήνυμα που εμμέσως πλην σαφώς στέλνει το ευρωιερατείο. Το μήνυμα είναι ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη προϋποθέτει την εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων. Στην Κουμουνδούρου αμφισβητούν αυτή την πολιτική εξίσωση, αλλά δυσκολεύονται να πείσουν, δεδομένου ότι η τροπή των εξελίξεων δεν εξαρτάται από τους ίδιους, αλλά από την απόφαση του ευρωιερατείου. Προφανώς, δεν πρόκειται να ληφθεί απόφαση ευθείας εκδίωξης της Ελλάδας. Εάν, όμως, σταματήσει η χρηματοδότηση εκ των πραγμάτων θα προκύψει τέτοιο θέμα.
Η διαρροή προς το Σπήγκελ ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο να δρομολογήσει την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είχε αναμφίβολα ως στόχο να ασκήσει έναν έμμεσο πλην σαφή εκβιασμό προς τους Έλληνες ψηφοφόρους. Τελικώς, όμως, λειτούργησε σαν μπούμεραγκ. Ακόμα και προσωπικότητες εντός του ευρωιερατείου, οι οποίες δεν τρέφουν καμία συμπάθεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ, υποχρεώθηκαν να παρέμβουν δημοσίως για να προειδοποιήσουν ότι η έξοδος της Ελλάδας θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της Ευρωζώνης.
Αυτές οι φωνές ρηγμάτωσαν την απειλή, η οποία κρατάει ακόμα ψηλά το ποσοστό της ΝΔ. Από την άλλη πλευρά, όμως, η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι θα συνεχίσει το πρόγραμμα υποστήριξης των ελληνικών τραπεζών μόνο εάν η Ελλάδα παραμείνει στον μνημονιακό δρόμο, αναμφίβολα τροφοδοτεί τον φόβο.
Είναι, ωστόσο, ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι σ’ όλο αυτό το παιχνίδι προβολής έμμεσων πλην σαφών εκβιαστικών διλημμάτων ενυπάρχει και το στοιχείο της πολιτικής μπλόφας εν όψει των εξελίξεων. Το ευρωιερατείο θα λάβει τις οριστικές αποφάσεις του μόνο όταν θα έχει ξεκαθαρίσει η εικόνα. Με άλλα λόγια, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και μόνο τα γεγονότα θα αποδείξουν εάν η πιθανολογούμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει σ’ ένα συμβιβασμό με το ευρωιερατείο και σε μία νέα σχέση, ή αντιθέτως θα προκαλέσει ρήξη της Ελλάδας με την Ευρωζώνη.
Οι Έλληνες, πάντως, θα πάνε κι αυτή τη φορά στις κάλπες υπό τον πέλεκυ του ίδιου εκβιαστικού διλήμματος “ευρώ ή χάος”, το οποίο πρακτικά μεταφράζεται στο δίλημμα “μνημονιακές πολιτικές ή χάος”. Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών επιθυμεί ταυτοχρόνως και την παραμονή στο ευρώ και τον απεγκλωβισμό από τις μνημονιακές πολιτικές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τους υπόσχεται ότι θα τους απεγκλωβίσει με διαπραγματεύσεις και εντός της Ευρωζώνης, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί να τους το εγγυηθεί. Το πραγματικό δίλημμα είναι επώδυνο: Η μία επιλογή είναι η παραμονή στον μνημονιακό δρόμο, ο οποίος αποδεικνύεται από τα γεγονότα ότι συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Η άλλη επιλογή είναι ο απεγκλωβισμός από τις μνημονιακές πολιτικές, ο οποίος εμπεριέχει πολλές δυσκολίες και αβεβαιότητες, χωρίς καθόλου να αποκλείεται μία ρήξη που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης.
Τα δύσκολα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μέχρι τις εκλογές, αλλά μετά, εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που τον φέρνουν νικητή. Η εξαγγελία του Τσίπρα ότι θα σχηματίσει δεκαμελές κυβερνητικό σχήμα είναι μία μικρή, αλλά απολύτως ενδεικτική επιβεβαίωση ότι η Κουμουνδούρου είναι ανέτοιμη να διαχειρισθεί με αξιώσεις μία εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση.
Η αλήθεια είναι ότι στο συγκεκριμένα ζήτημα ο Τσίπρας δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ακολουθήσει την πεπατημένη. Η ολιγομελής κυβέρνηση είναι ένα στερεότυπο, που ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά της κοινής γνώμης. Το ολιγομελές αυθαιρέτως ταυτίζεται με την ευελιξία.
Σε αντίθεση με την κατάσταση που επικρατεί σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα είναι δομημένη κατά τρόπο, που την καθιστά υπερβολικά εξαρτημένη από τον κυβερνητικό μηχανισμό. Σε κάθε υπουργείο διορίζονται πολυάριθμοι μετακλητοί αξιωματούχοι (κατά κανόνα άσχετα κομματικά στελέχη) οι οποίοι ουσιαστικά ποδηγετούν και συχνά υποκαθιστούν τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, δημιουργώντας ένα αντιπαραγωγικό περιβάλλον.
Η πρακτική αυτή έχει ευνουχίσει τη Δημόσια Διοίκηση, επιτείνοντας την αναποτελεσματικότητά της. Την έχει εθίσει σ’ έναν ευθυνόφοβο και γραφειοκρατικό τρόπο λειτουργίας. Επιπροσθέτως, με τον διορισμό υφυπουργών και γενικών γραμματέων η πολιτική ηγεσία σε κάθε υπουργείο αντί να λειτουργεί ως ενιαίο επιτελείο, τείνει να κατακερματίζεται σε ανταγωνιζόμενα φέουδα.
Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο θα ακολουθήσει την ίδια αποτυχημένη πρακτική, αλλά και θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα λειτουργήσει μόνο η ανασφάλεια των υπουργών του στο άγνωστο περιβάλλον του κρατικού μηχανισμού και η δικαιολογημένη τάση τους για έλεγχο των υπηρεσιών. Θα λειτουργήσουν και οι ασφυκτικές πιέσεις για βόλεμα “πεινασμένων” κομματικών στελεχών που από τώρα θεωρούν ότι έρχεται η ώρα τους.
Το πρόβλημα των εκτεταμένων συναρμοδιοτήτων δεν λύνεται με την τεχνητή συγκόλληση υπουργείων. Η τάση συγκέντρωσης όσο το δυνατόν περισσότερων αρμοδιοτήτων εκτός από λαϊκιστικό στερεότυπο είναι κι αλάνθαστο σημάδι “φεουδαλικής” οργάνωσης του κυβερνητικού μηχανισμού. Η πείρα αποδεικνύει ότι για να διακριθεί ένας υπουργός δεν έχει ανάγκη πολλές αρμοδιότητες. Η τάση συγκέντρωσης πολλών αρμοδιοτήτων συχνά βραχυκυκλώνει ακόμα και ικανούς πολιτικούς.
Η πολιτική διεύθυνση του ελληνικού κρατικού μηχανισμού απαιτεί αρκετούς υπουργούς και ελάχιστους υφυπουργούς. Το κρίσιμο, όμως, είναι το κυβερνητικό σχήμα να συντονίζεται και να ελέγχεται αποτελεσματικά από τον πρωθυπουργό και το επιτελείο του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 201
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...