Ταΐπ Ερντογάν, ο νέος χαλίφης της Τουρκίας
Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας - Τουρκολόγος
Στις 15 Ιανουάριου του 2015 θα γίνουν στην Άγκυρα τα επίσημα εγκαίνια της νέας υπερπολυτελούς προεδρικής κατοικίας, για την οποία έχουν γραφτεί πάρα πολλά, αρκετά σκανδαλώδη, και ο νέος πρόεδρος της Τουρκίας, ο Ταΐπ Ερντογάν, που πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει σαν τον νέο χαλίφη, θα εγκατασταθεί επίσημα στο για πολλούς «ανάκτορο-σαράι» του.
Αλλά ποιος είναι ο ηγέτης της σημερινής Τουρκίας, ο πολιτικός που επανέφερε μαζί με τον Αχμέτ Νταβούτογλου τα οθωμανικά οράματα σαν προοπτική της Νέας Τουρκίας, ο άνθρωπος που παίζει έντονα στην διεθνή σκηνή, αλλά και για πολλούς ο μοιραίος άνθρωπος που μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία στην διάλυση της ; Ένας πολιτικός που μας αφορά άμεσα, καθώς τον έχουμε γείτονα και εκπροσωπεί μια μόνιμη πρόκληση εξ’ ανατολών για την οποία θα πρέπει να γνωρίζουμε τα πάντα, για να είμαστε σε θέση ανά πάσα στιγμή να απαντήσουμε σαν έθνος, σαν ελληνισμός και σαν Ορθόδοξοι χριστιανοί.
Ο άνθρωπος που οδήγησε την Τουρκία στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι αναμφισβήτητα ο Ταΐπ Ερντογάν, ένας άγνωστος.. ποδοσφαιριστής μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Ο Ερντογάν θεωρήθηκε ότι ήταν ένας από τους χαρισματικούς πολιτικούς ηγέτες και πολλοί οπαδοί του τον είχαν παρομοιάσει με τον πρώην πρόεδρο της χώρας, τον Τουργκούτ Οζάλ. Το κοινό στοιχείο τού Οζάλ με τον Ερντογάν ήταν ότι και οι δύο κινήθηκαν κάτω από την αντίληψη ότι η σύνθεση του κεμαλικού εθνικισμού με τον τουρκικό ισλαμισμό είναι αυτή που θα εξασφάλιζε τη συνοχή και τη συνέχεια της ύπαρξης μιας πολύπλοκης χώρας όπως είναι η Τουρκία. Παράλληλα, πρεσβεύουν ότι η σύνθεση αυτή θα φέρει την Τουρκία στην πρώτη σειρά των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων. Η βασική όμως διαφορά μεταξύ τους είναι πως ο Οζάλ είχε αναδειχτεί με την στήριξη της στρατιωτικής ιεραρχίας, καθώς ήταν αυτός που ανέλαβε να πολιτικοποιήσει το πραξικόπημα των Τούρκων στρατηγών τού 1980, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύτηκε τις συγκρούσεις της εποχής και κατάφερε να πετύχει τη συνεργασία του ισλαμισμού με τον στρατό για την αντιμετώπιση της αριστερής τότε απειλής καθώς και του κουρδικού ζητήματος. Σε αντίθεση με τον Οζάλ, ο Ταΐπ Ερντογάν έχει διατελέσει για πολλά χρόνια το «κόκκινο πανί» για τη στρατιωτική ιεραρχία, κάτι που βέβαια στη συνέχεια έπαψε να ισχύει καθώς μετά το 2008 επικράτησε κατά κράτος με άμεσες συνέπειες τον θρίαμβο του Πολιτικού Ισλάμ. Ένα άλλο διαχωριστικό στοιχείο μεταξύ τους είναι ότι ο Οζάλ είχε καταφέρει να ελέγξει και να κυριαρχήσει, για πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας, πάνω στο στρατό, κάτι που ο Ερντογάν δεν το επιδίωξε τουλάχιστον φανερά. Άλλωστε δεν υπήρχε η ανάγκη αυτή καθώς η πλήρης πολιτική του επικράτηση τού έδινε μεγάλες δυνατότητες, να προωθήσει την υποτιθέμενη φιλοευρωπαϊκή του πολιτική.
Ο Ερντογάν άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1980 όταν γίνεται μέλος του ισλαμικού κόμματος «Ρεφάχ». Το 1984 εκλέγεται πρόεδρος της οργάνωσης του κόμματος στην περιοχή του Μπεΐογλου της Κωνσταντινούπολης. Το 1986, για πρώτη φορά βάζει υποψηφιότητα για βουλευτής ενώ το 1989 βάζει υποψηφιότητα για δήμαρχος του Μπεΐογλου. Το 1991 ξαναβάζει υποψηφιότητα για βουλευτής ενώ στις δημοτικές εκλογές τού 1994, (27 Μαρτίου), εκλέγεται τελικά δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης με τη σημαία του «Ρεφάχ». Όσο ήταν δήμαρχος δεν έπαψε καθόλου να δραστηριοποιείται στους κόλπους του «Ρεφάχ» και για κάποιο δημόσιο λόγο που έβγαλε τον Δεκέμβριο του 1997 στην πόλη Σιίρτ της Νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου είχε πει πως «οι μιναρέδες είναι τα ιδεολογικά σπαθιά μας», (τις δηλώσεις του αυτές που φανερώνουν και ένα καθαρά επιθετικό ισλαμικό στυλ ποτέ δεν τις απαρνήθηκε ουσιαστικά), καταδικάστηκε σε φυλάκιση για προσβολή τού κοσμικού καθεστώτος της Τουρκίας. Μετά από πολλές αναβολές, τελικά κλείνεται στη φυλακή στις 26 Μαρτίου τού 1999 για να αποφυλακιστεί μετά τέσσερις μήνες, στις 24 Ιουλίου καθώς ξεσηκώθηκε διεθνής κατακραυγή ενώ ο ίδιος είχε ηρωοποιηθεί στις τουρκικές λαϊκές μάζες. Από τότε ανέλαβε ενεργό πολιτική δράση. Μάλιστα το γεγονός της φυλάκισης του προκάλεσε και την έντονη αντίδραση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, που για άλλη μια φορά τόνισε πως οι δημοκρατικές διαδικασίες καταπατούνται στην Τουρκία και δεν υπάρχει πλήρης ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. O Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει τις λαϊκές συμπάθειες οργανώνοντας ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικών παροχών και ιατρικοφαρμακευτικής περίθαλψης στις φτωχογειτονιές της Κωνσταντινούπολης και έτσι, σιγά σιγά, άρχισε να φαίνεται πως διεκδικούσε με πολύ σοβαρές πιθανότητες τη διαδοχή τού Ερμπακάν στο κόμμα των Ισλαμιστών. Το ηγετικό του προφίλ ενισχύθηκε μετά το δικαστικό κλείσιμο τού «Ρεφάχ» και στον πόλεμο της διαδοχής που είχε ξεσπάσει φαινόταν ο επικρατέστερος. Σε σφυγμομέτρηση, που είχε κάνει η εφημερίδα «Χουριέτ», τέλος Νοεμβρίου τού 1998, μεταξύ των στελεχών του κόμματος, ο Ερντογάν συγκέντρωσε το 54% για την αρχηγία. Βλέποντας ο ίδιος τη μεγάλη του δημοτικότητα, από την πρώτη κιόλας μέρα της δικαστικής απαγόρευσης τού Ερμπακάν, έκανε αρχηγική εμφάνιση με κατευθείαν επίθεση κατά τού τότε πρωθυπουργού, Μεσούτ Γιλμάζ. Αυτό δυσαρέστησε τον Ερμπακάν, που έσπευσε να ορίσει τον παλιό του φίλο και βουλευτή Σμύρνης, Ρετζάι Κουτάν, ως διάδοχό του. Ο Ερντογάν όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Πύκνωσε τις δημόσιες εμφανίσεις του και τις συνεντεύξεις και μαζί με τον άλλο ισλαμιστή δήμαρχο της Άγκυρας, τον Μελίχ Γκιοκσέλ, σχημάτισε ένα πανίσχυρο πολιτικό δίδυμο. Βλέποντας αυτόν το νέο κίνδυνο οι στρατιωτικοί κύκλοι της Άγκυρας, αποφάσισαν να χτυπήσουν από τότε το ανερχόμενο αυτό αστέρι της πολιτικής ζωής, με τη γνωστή συνταγή της δικαστικής καταδίκης που δεν αφήνει περιθώρια για πολιτικό μέλλον. Ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Μουράτ Μπαχτσεσίογλου, (μετέπειτα ο ίδιος προσχώρησε στον Ερντογάν), σε δηλώσεις του προσπάθησε να δώσει κύρος στην απόφαση του δικαστηρίου του Ντιαρμπακίρ που είχε καταδικάσει τον Ερντογάν, χαρακτηρίζοντας τη δικαιοσύνη ανεξάρτητη. Η απόφαση αυτή πυροδότησε νέες μεγάλες λαϊκές εκδηλώσεις υπέρ τού Ερντογάν, που δεν φαινόταν να πτοείται και με ιδιαίτερα έντονες ομιλίες του προς τον κόσμο που έσπευσε να τον συμπαρασταθεί, έδειξε αποφασισμένος να συνεχίσει την πορεία του. Τελικά, μετά από ένα διάστημα έντονων πολιτικών διαβουλεύσεων και μετά τη νέα απαγόρευση του ισλαμικού κόμματος «Φαζιλέτ», διαδόχου του «Ρεφάχ», ο Ερντογάν θα προχωρήσει στην ίδρυση του δικού του κόμματος. Έτσι, 16 Αυγούστου του 2001, αναγγελλόταν επίσημα η ίδρυση του νέου κόμματος «Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη». Το καινούργιο κόμμα της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», που εν συντομία αποκαλείται «ΑΚ Παρτισί», δημιουργήθηκε κατ’ αρχήν από τα στελέχη του κόμματος των Ισλαμιστών «Φαζιλέτ», που είχε απαγορευτεί μετά από απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας. Εκτός όμως από τους Ισλαμιστές, ο Ταΐπ Ερντογαν είχε προσελκύσει και μεγάλη μερίδα δυσαρεστημένων από τα άλλα κόμματα και κυρίως από τα δύο κόμματα της δεξιάς, δηλαδή της «Μητέρας Πατρίδας» και του «Ορθού Δρόμου», ενώ φιλοδοξούσε, όπως τόνιζε ο ίδιος, να αποτελέσει το νέο πολιτικό πόλο της κεντροδεξιάς που θα κυβερνήσει τα επόμενα χρόνια την Τουρκία.
Σταθμός στην πολιτική του πορεία ήταν το ταξίδι του στις ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 2002, λίγους μήνες δηλαδή πριν γίνει ο νέος ηγέτης της Τουρκίας. Στο ταξίδι αυτό, όπως υποστήριξαν πολλοί πολιτικοί του αντίπαλοι στην Τουρκία, είχε πάρει το οριστικό χρίσμα από διάφορες αμερικανικές οργανώσεις να προωθηθεί στην εξουσία της Τουρκίας και είναι χαρακτηριστικό ότι είχε επαφές με τις μεγαλύτερες οργανώσεις του ισραηλινού λόμπι των ΗΠΑ. Ο Ερντογάν στις ΗΠΑ είδε αρκετούς παράγοντες της δημόσιας ζωής και της οικονομίας, εμφανίστηκε και μίλησε σε αμερικανική κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ είχε σημαντικές επαφές με παράγοντες της αμερικανικής κυβέρνησης και Αμερικανούς γερουσιαστές . Όλους αυτούς ο Ερντογάν τους διαβεβαίωσε ότι το κόμμα του δεν είναι κλασικό ισλαμικό κόμμα και δεν έχει καμία πρόθεση να αλλάξει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας προσανατολίζοντας την προς τον ισλαμικό κόσμο, κάτι που το είχε αποπειραθεί ο προκάτοχος του Ερμπακάν, με παταγώδη όμως αποτυχία. Στο μέλλον όμως ο Ερντογάν θα αποδεικνύονταν πολύ πιο έξυπνος καθώς θα πετύχαινε αυτά που δεν μπόρεσε να πετύχει ο Ερμπακάν. Οι δηλώσεις αυτές του Ερντογαν είχαν γίνει τότε δεκτές με μεγάλη ικανοποίηση από τους Αμερικανούς Στις ΗΠΑ τον Ερντογάν συνόδευαν ο μετέπειτα πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ, που ήταν και ο διερμηνέας του, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Γιασάρ Γιακίς, και ο τότε γενικός γραμματέας του κόμματος του, Μουράτ Μερτζάν. Από τότε ο Ερντογάν θα άρχιζε την ξέφρενη κούρσα του που θα τον έφερνε στην εξουσία και μάλιστα με αυτοδύναμη πλειοψηφία κατά που συνέβαινε για πρώτη φορά στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας . Το πρόβλημα βέβαια ήταν το πως θα κυβερνούσε με το δεδομένο ότι από τότε ήταν ήδη το «κόκκινο πανί» για τους στρατηγούς, οι οποίοι επανειλημμένα είχαν παρουσιάσει αναφορές στα Εθνικά Συμβούλια χαρακτηρίζοντας τον αυτόν και τον γνωστό Ισλαμιστή αρχηγό, Φετουλάχ Γκιουλέν, που ζούσε στις ΗΠΑ, σαν μεγάλο κίνδυνο για το τουρκικό καθεστώς. Εδώ οι Αμερικανοί δεν θέλησαν να επέμβουν, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχτούν από μόνα τους με μόνιμο όμως τον κίνδυνο της εσωτερικής σύγκρουσης. Παράλληλα όμως οι Αμερικανοί, προβλέποντας ίσως κάποιες εντάσεις, είχαν εκφράσει τις ανησυχίες τους όσον αφορά κάποια στελέχη του Ερντογάν που θεωρούνται σαν σκληροπυρηνικοί και στο παρελθόν είχαν αντιταχτεί έντονα στην φίλοϊσραηλινή πολιτική της Τουρκίας, μια πολιτική που θα άλλαζε ριζικά μετά το 2008 με την καθαρή ισλαμική στροφή και με απώτερο στόχο την ηγεμονία σε όλο τον ισλαμικό κόσμο . Πάντως στην αρχή οι Ερντογάν και Γκιούλ «φρόντισαν» στο καινούργιο υπουργικό συμβούλιο να μετέχουν κυρίως πρώην μέλη των κομμάτων της Μητέρας Πατρίδας και του Ορθού Δρόμου, που είχαν προσχωρήσει πρόσφατα στο κόμμα τους, παρά οι παλιοί τους σύντροφοι και παραδοσιακοί ισλαμιστές, φοβούμενοι μήπως υπάρξουν ανεξέλεγκτες προκλήσεις προς το κατεστημένο.
Από την αρχή όμως ο Ερντογάν έδειξε τις διαθέσεις του για την αλλαγή του κατάστικτου χάρτη της χώρας με φανερή πρόθεση την εγκαθίδρυση πλέον ισλαμικών προτύπων στην διακυβέρνηση φέροντας τον σε απ” ευθεία σύγκρουση με το στρατιωτικό κατεστημένο. Ο πρώτος του αντίπαλος ήταν ο τότε πρόεδρος, Αχμέτ Σεζέρ, ο οποίος ήδη είχε μια πρόωρη σύγκρουση με τους ισλαμιστές, όσον αφορά την ισλαμική μαντίλα ενώ φέρονταν αντίθετος σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ο κυριότερος όμως αντίπαλος του θα ήταν το ίδιο το κεμαλικό κατεστημένο που άρχισε στην αρχή δειλά και στη συνέχεια με αποφασιστικά βήματα να το ξηλώνει για να το αντικαταστήσει του από ένα καινούργιο ισλαμικό κατεστημένο. Αυτό βέβαια δεν έγινε χωρίς έντονες συχνά συγκρούσεις, κυρίως με την στρατιωτική ιεραρχία, η οποία μέχρι το 2008 όταν άρχισαν να έρχονται στη δημοσιότητα οι στρατιωτικές συνομωσίες και να συλλαμβάνονται ανώτεροι αξιωματικοί που φέρονταν να αντιστέκονταν σθεναρά στις φιλοισλαμικές μεταρρυθμίσεις, άρχισε να υποχωρεί άτακτα. Οι πρώτες αψιμαχίες άρχισαν από τις πρώτες μέρες της επικράτησης του Ερντογάν και είναι εντυπωσιακό εδώ να παρατηρήσουμε πως την ίδια ώρα, (στις 4/11/2002), που κλιμάκιο υψηλόβαθμων Τούρκων στρατιωτικών υπό την ηγεσία του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, στρατηγού Χιλμί Οζκιόκ, βρίσκονταν στην Ουάσιγκτον την επόμενη των εκλογών, για συνομιλίες με την αμερικανική στρατιωτική ηγεσία, ο νικητής των εκλογών, Ρετζεπ Ταγιπ Ερντογάν, εξέφραζε την αντίθεση του, στην υλοποίηση των αμερικανικών πολεμικών σχεδίων κατά του Ιράκ. Η διατύπωση τότε της θέσης αυτής του Ερντογάν εκτιμήθηκε από μια πρώτη ματιά ότι δημιουργούσε πρόβλημα στις προσπάθειες κλίματος ενότητας μεταξύ των χωρών της περιοχής που προωθούσε η αμερικανική διπλωματία, προκειμένου να υλοποιήσει τις επιδιώξεις της. Το κυριότερο όμως ήταν πως το γεγονός αυτό εκτιμήθηκε σαν μια ένδειξη των πιθανών αντιθέσεων που θα προκύψουν στο μέλλον μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών έδειχναν να προδιαγράφουν κλίμα σύγκρουσης μεταξύ των στρατιωτικών και της νέας κυβέρνησης, Οι βασικές βέβαια επιδιώξεις της νέας τουρκικής κυβέρνησης, όπως φάνηκαν και από τις προγραμματικές της δηλώσεις θα επικεντρώνονταν σε οικονομικά θέματα, χωρίς βέβαια να μην υπήρχε από τότε η διάθεση της εδραίωσης ενός καθαρά φιλοισλαμικού προφίλ .Η εκδηλωμένη πρόθεση της υποβάθμισης του ρόλου του τουρκικού στρατού, με την έξυπνη κατ’ αρχή έως πονηρή επιλογή της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης και της αναθεώρησης του τουρκικού συντάγματος ήταν τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ερντογάν οι βασικές κατευθύνσεις του . Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις αναμένονταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρων, καθώς άρχισε να διαφαίνεται για πρώτη φορά τόσο δυναμικά η ανάδυση μιας μετακεμαλικής Τουρκίας με καθαρά ισλαμικό πρόσωπο. Από την αρχή της ισλαμικής επικράτησης είχαν αρχίσει να γίνονται συζητήσεις για την λεγόμενη κρυφή ισλαμική ατζέντα του νέου πρωθυπουργού Ταΐπ Ερντογάν. Αυτή η κρυφή ατζέντα αναφέρονταν στην πρόθεση των Ισλαμιστών για την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου κοσμικού ισλαμικού κράτους που θα καταργούσε όλα τα στρατιωτικά προνόμια και θα αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ένα πρότυπο για όλο τον ισλαμικό κόσμο. Πρωταγωνιστής αυτής της ατζέντας, ήταν σύμφωνα με εξέχοντα τότε, (2002), στελέχη του Λαϊκού κόμματος της τουρκικής αντιπολίτευσης, (όπως ο πολύ γνωστός στην Τουρκία μουσικοσυνθέτης, Ζουλφού Λιβανελί), ο γνωστός Τούρκος Ισλαμιστής που ζούσε τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, ο Φετουλάχ Γκιουλέν. Σύμφωνα με τον Λιβανελι, πίσω από την επιφάνεια της κυβέρνησης Ερντογάν υπήρχε μια κρυφή ατζέντα που θα οδηγούσε σταδιακά την χώρα σε ένα είδος ισλαμικής Σαρίας, δηλαδή ισλαμικού νόμου. Χαρακτηριστικός ήταν και ο τίτλος με τον οποίο είχε κυκλοφορήσει η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, την επόμενη της εκλογής του Αμπντουλάχ Γκιούλ στην προεδρία στις 28 Αυγούστου του 2007: «Merhaba Abdulah merhaba Fethulah», δηλαδή «Χαίρετε Αμπντουλάχ, Χαίρετε Φετουλάχ», εννοώντας τον μεγάλο Τούρκο ισλαμιστή ηγέτη, Φετουλάχ Γκιουλέν, που βρίσκετε στις ΗΠΑ. Ο Γκιουλέν, (ευνοούμενος των Αμερικανών), είχε ονομαστεί από τους Αμερικανούς, «απόστολος του Ισλάμ» και θεωρούνταν από πολλούς στην Τουρκία ότι είναι ο κρυφός δάσκαλος των Γκιουλ-Ερντογάν και ότι τον καθοδηγούσε από το παρασκήνιο. Μάλιστα αναφέρθηκε πως η στρατιωτική επέμβαση της 27 Απριλίου 2007 που ανέτρεψε προσωρινά την διαδικασία εκλογής του Ισλαμιστή Αμπντουλάχ Γκιούλ στην προεδρία της τουρκικής Δημοκρατίας, προκλήθηκε, σύμφωνα με κάποιους Τούρκους έμπειρους σχολιαστές, εξ αιτίας του Γκιουλέν. Ο ίδιος ο Γκιουλέν, που ζούσε από το 1998 στις ΗΠΑ, όπου συχνά ήταν το τιμώμενο πρόσωπο σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια και είχε εντυπωσιάσει με το στυλ και τις ομιλίες του, είχε υπό τον έλεγχο του στην Τουρκία τις μεγαλύτερες ισλαμικές αλυσίδες στον χώρο της οικονομίας, των ΜΜΕ και της εκπαίδευσης και αποτελούσε ένα από τους πιο ισχυρούς παράγοντες στον χώρο των θρησκευτικών ταγμάτων της χώρας. Από το 1972 είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη επιρροή στην Τουρκία και τότε κατηγορήθηκε για πρώτη φορά από τους στρατιωτικούς ότι με τις διδασκαλίες του σκόπευε να ανατρέψει το κοσμικό καθεστώς της Τουρκίας και να εγκαθιδρύσει ισλαμικό καθεστώς.
Οι αναφορές για την σχέση στον Γκιουλέν με τον Ταΐπ Ερντογάν άρχισαν από τις αρχές του 2002, όταν είχε αρχίσει να ανατέλλει το «άστρο» του Ερντογάν που προαλείφονταν ήδη σαν ο νέος πολιτικός ηγέτης της Τουρκίας. Το ενδιαφέρων όμως ήταν, όπως ανέφερε τότε το παρασκήνιο, ότι ο Ερντογάν είχε σε εκείνο το πρώτο του ταξίδι στις ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 2002, μυστική συνάντηση με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος από το 2000 βρίσκονταν στις ΗΠΑ. Στην συνάντηση αυτή ο Ερντογάν εξέφρασε τον μεγάλο του θαυμασμό προς το πρόσωπο του κορυφαίου ισλαμιστή ηγέτη. Η συνάντηση, όπως είχε διαρρεύσει, διεξήχθη σε πολύ θερμό κλίμα και διαπιστώθηκε πως οι απόψεις των δυο αντρών συνεπίπτανε σε πολλά θέματα. Αυτό όμως δεν πέρασε από τότε απαρατήρητο στην Τουρκία και από τότε είχαν αρχίσει οι γκρίνιες από πλευράς στρατιωτικών και κεμαλικών για τις προοπτικές της διακυβέρνησης της χώρας από ένα ισλαμικό κόμμα, που ενώ παρουσίαζε ένα εκσυγχρονιστικό προφίλ και μάλιστα υπερθεμάτιζε υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, (βέβαια αυτό για ευνόητους λόγους καθώς όπως πιστεύονταν η ένταξη θα επέτρεπε στους Ισλαμιστές να εφαρμόσουν ελεύθερα τα ισλαμικά τους πρότυπα), από πίσω έκρυβε ένα μεγάλο ισλαμικό κίνδυνο παρεκτροπής για την Τουρκία. Εντωμεταξύ η υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ Ερντογάν και στρατιωτικών γρήγορα θα εκδηλώνονταν και δημόσια . Την πρώτη Μαΐου του 2003, λίγους δηλαδή μήνες μετά την επικράτηση του Ερντογάν με μεγάλη πλειοψηφία, εμφανίστηκε στον τύπο μια έκθεση- αναφορά των Τούρκων στρατηγών, που καταφέρονταν με σκληρά λόγια για το ισλαμικό προφίλ της τουρκικής κυβέρνησης του Ερντογάν. Αφορμή για την αναφορά αυτή έδωσε η δημόσια εμφάνιση των συζύγων πολλών υπουργών της κυβέρνησης, ακόμα και της κυρίας Ερντογαν, με την ισλαμική μαντίλα. Το κύριο όμως σημείο που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των στρατηγών, ήταν οι προθέσεις της κυβέρνησης να τοποθετήσει σε καίρια πόστα, (όπως αυτό του γενικού διευθυντή της τουρκικής κρατικής τηλεόρασης), άτομα με έντονο ισλαμικό παρελθόν. Ιδιαίτερα οι κατηγορίες στρέφονταν κατά της προσπάθειας να προωθηθούν σε δημόσιες θέσεις άτομα που πρόσκεινται στον Φετουλάχ Γκιουλέν, που παρέμενε η «πέτρα του σκανδάλου» για την τουρκική στρατιωτική ιεραρχία Το θέμα του Γκιουλέν επανήλθε στην επικαιρότητα με έντονο τρόπο λίγους μήνες μετά. Συγκεκριμένα στις 10 Δεκεμβρίου του 2004, η τουρκική εφημερίδα Σαμπάχ, άρχισε μια σειρά δημοσιευμάτων με τίτλο : «Από τον Σεΐχη Νουρσί, στον Φετουλάχ Γκιουλέν». Τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στην σύγχρονη ιστορία του θρησκευτικού τάγματος των Νουρσί, το οποίο, όπως έλεγε το δημοσίευμα, είναι παρακλάδι του μεγάλου τάγματος των Νακσμπεντί, που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας και σε βιογραφικά σημειώματα του Φετουλαχ Γκιουλέν. Το εντυπωσιακό όμως σε αυτήν την σειρά των δημοσιευμάτων ήταν η μεγάλη ανταπόκριση του κοινού το οποίο έδειξε με αυτόν τον τρόπο την μεγάλη δημοτικότητα του Γκιουλέν. Έτσι το τιράζ της Σαμπάχ ανέβηκε κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να «ζηλέψει» την κίνηση αυτή και η άλλη γνωστή τουρκική εφημερίδα, η Μιλιέτ και στις 7 Ιανουαρίου του 2005 άρχισε με την σειρά της νέα σειρά δημοσιευμάτων για τον Γκιουλέν ανταγωνιζόμενη την Σαμπάχ και ρίχνοντας μάλιστα στην αγορά ακόμα και CD και κασέτες σχετικά με την ζωή και το έργο του Γκιουλέν. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις άλλων εφημερίδων που έσπευσαν να υπερασπιστούν το τουρκικό κοσμικό καθεστώς, καθώς όπως προαναφέραμε ο Γκιουλέν θεωρήθηκε και θεωρείτε ακόμα σαν ένας από τους μεγαλύτερου κινδύνου του τουρκικού κεμαλισμού. Έτσι ο γνωστός δημοσιογράφος, Φατίχ Αταλάϊ, της Χουριέτ, εξαπέλυσε επίθεση στις 8 Ιανουαρίου 2005 κατά αυτής της σειράς δημοσιευμάτων χαρακτηρίζοντας τα σαν κίνδυνο για το καθεστώς, ενώ ειρωνεύτηκε τις δυο άλλες μεγάλες εφημερίδες, Σαμπάχ και Μιλιέτ, με τον τίτλο, «Η νέα μόδα στον τουρκικό τύπο είναι ο Φετουλάχ Γκιουλέν», υποδηλώνοντας ότι εκμεταλλεύονται αυτό το θέμα για να πουλήσουν φύλλα με ανυπολόγιστες όμως συνέπειες για την ίδια την ασφάλεια του τουρκικού καθεστώτος. Είχε ανοίξει έτσι μια μεγάλη δημόσια διαμάχη για τον ρόλο του Φετουλάχ Γκιουλέν στην σύγχρονη τουρκική ιστορία και για τον αν είναι σωστό να εμπορεύεται η ιστορία του για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους.
Η όλη υπόθεση γρήγορα πήρε νέα διάσταση στην διαμάχη Ερντογάν στρατιωτικών καθώς προκάλεσε την ανοιχτή επέμβαση των στρατηγών. Έτσι στις 2 Φεβρουάριου 2005 ο τότε υπαρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Ιλκέρ Μπασμπούγ, έκανε δημόσιες δηλώσεις για τον Φετουλάχ επιβεβαιώνοντας ότι είχε συνταχθεί στις αρχές του 1999 έγγραφο που περιέχει όλες τις κατηγορίες για τον Φετουλάχ Γκιουλέν για υπονόμευση του τουρκικού κεμαλικού καθεστώτος και είχε παραπεμφθεί στην δικαιοσύνη. Όμως το ενδιαφέρων στοιχείο στις δηλώσεις του Τούρκου στρατηγού ήταν ότι με την αμνηστία που έχει δώσει τότε η σύζυγος του τότε κεμαλικού πρωθυπουργού, Μπουλέντ Ετσεβίτ, Ραχσάν, είχε καλύψει και τον Γκιουλέν από τις διώξεις που του ετοίμαζαν οι στρατηγοί και έτσι είχε καταφέρει να διαφύγει στο εξωτερικό. Αποκαλύφτηκε πως ο Μπουλέντ Ετσεβίτ και περισσότερο η σύζυγος του είχαν ειδικές σχέσεις με τον Γκιουλέν και μάλιστα αυτός ήταν ο λόγος που το 1999 είχε αποχωρήσει από το κόμμα του Ετσεβίτ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, γνωστός πολιτικός, Μουμτάζ Σοϊζάλ, κατηγορώντας τον Ετσεβίτ ότι σχετίζεται μα τον Γκιουλέν που θέλει να εγκαθιδρύσει θρησκευτικό καθεστώς. Αλλά το πιο εκπληκτικό και συνάμα αποκαλυπτικό, ήταν πως τότε έγινε γνωστό πως… εν γνώσει των στρατηγών ο Γκιουλέν κατάφυγε στις ΗΠΑ. Το θέμα είχε και συνέχεια από την κεμαλική εφημερίδα Τζουμχουριέτ, η οποία από τις αρχές Μαρτίου 2005 εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση κατά του Γκιουλέν και των οπαδών του, που σύμφωνα με την εφημερίδα χρησιμοποιούν τα δικά τους ΜΜΕ για να προωθήσουν την θρησκευτική και αντικαθεστωτική τους προπαγάνδα. Τότε άρχισε μια δημόσια συζήτηση για το αν θα πρέπει να εφαρμοστεί λογοκρισία στα ελεγχόμενα από τον Γκιουλέν ΜΜΕ. Ορισμένες εφημερίδες και δημοσιογράφοι, όπως ο Εκρέμ Ντουμανλί της Ζαμάν, κατηγόρησαν τις εφημερίδες που πρόβαλαν τον Γκιουλέν ότι παραβίαζαν την νομιμότητα με κύριο σκοπό το οικονομικό κέρδος. Το θέμα πήρε και πολιτική έκταση, καθώς ο βουλευτής του κεμαλικού Λαϊκού Κόμματος, Μουσταφά Γκαζαλί, ζήτησε να γίνει συζήτηση την τουρκική βουλή για το αν η κερδοσκοπία ορισμένων εφημερίδων μπορεί να υποθάλπει το τουρκικό καμελικό καθεστώς προβάλλοντας τον «ανατροπέα» Φετουλάχ Γκιουλέν. Εντωμεταξύ ένεκα των διαστάσεων που είχε πάρει ήδη το ζήτημα υπήρξανε και αντιδράσεις από τις ΗΠΑ όπου βρίσκονταν ο Γκιουλέν και έχει δημιουργήσει στενές σχέσεις με ορισμένες προτεσταντικές και ευαγγελικές εκκλησίες. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Γκιουνές, Ριζά Ζεϊλούτ, στις 10 Μαρτίου 2005, στις ΗΠΑ είχε εκδηλωθεί μεγάλη ανησυχία για την διαφαινόμενη λογοκρισία στις δηλώσεις και στο κηρύγματα του Γκιουλέν με την αιτίαση ότι δεν βοηθάει στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας τέτοιες κινήσεις. Ο Φετουλάχ Γκιουλέν επανήλθε ξανά στην επικαιρότητα στην κρίση του 2007 μεταξύ Κεμαλικών και Ισλαμιστών της κυβέρνησης Ερντογάν. Οι κεμαλικοί υποστήριξαν ότι πίσω από την επιφανειακή πολιτική του Ερντογάν, που παρουσιάζει ένα «λάιτ Ισλάμ», βρίσκεται μια κρυφή ατζέντα επιβολής ενός θρησκευτικού καθεστώτος υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Γκιουλέν. Όπως ισχυρίζονταν ο Γκιουλέν μέσω του Ερντογάν θέλει να προβληθεί σαν ένας από τους παγκόσμιους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισλάμ, σε μια εποχή όπου το θρησκευτικό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των παγκόσμιων εξελίξεων. Λίγα χρόνια αργότερα δηλαδή το 2012 ο Ερντογάν ο οποίος είχε πλέον επικρατήσει κατά κράτος κατά των στρατιωτικών θα έρχονταν σε σύγκρουση με τον παλιό του πνευματικό πατέρα ο οποίος τον κατηγόρησε για αλαζονεία και για κατάχρηση εξουσίας. Οι καιροί αλλάζουν και για πολλούς οπαδούς του Γκουλέν ο Ερντογάν είχε ξεφύγει από τις αρχικές τους θέσεις και διαπνέονταν πλέον από μια μεγαλομανία θεωρώντας τον εαυτό του σαν τον νέο σουλτάνο μιας νοοθωμανικής Τουρκίας, κάτι που όμως προκαλούσε πολλαπλά προβλήματα με όλες τις γειτονικές της χώρες.
Και πράγματι η αλαζονεία αυτή του Ερντογάν επεκτείνονταν σε πολλά πεδία και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα δημοσιεύματα του τουρκικού τύπου στις 2 Απριλίου του 2010 όπου για πρώτη φορά ο Ερντογάν προβλήθηκε σαν ο προστάτης των μουσουλμάνων όλης της Ευρώπης εκτός από τους μουσουλμάνους τουρκικής καταγωγής που βρίσκονται σαν μετανάστες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως στην Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, Βέλγιο, Δανία και Αυστρία. Σύμφωνα λοιπόν με μια έκθεση που υποβλήθηκε στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, η Τουρκία θα πρέπει να λάβει «μέτρα» κατά της καταπίεσης των μουσουλμάνων που υφίστανται σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών. Όπως αναφέρονταν στην έκθεση αυτή, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες το Ισλάμ υφίσταται μεγάλη καταπίεση και οι μουσουλμάνοι αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα στην ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Μια σειρά ισλαμικά σύμβολα όπως ο μιναρές, η ισλαμική μαντίλα και το όνομα και σύμβολο του προφήτη Μωάμεθ, υφίστανται μεγάλη καταπίεση έως και προσβολή, όπως τα σκίτσα που είχαν δημοσιευτεί κατά του Μωάμεθ στην Δανία. Οι χώρες αυτές κατά σειρά όπως παρουσιάζονταν στην έκθεση αυτή ήταν, Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Ελλάδα, Δανία, Ολλανδία και Αγγλία. Η έκθεση προχωρούσε και σε λεπτομέρειες σχετικά με την καταπίεση των «αδελφών» μουσουλμάνων στις χώρες αυτές, επισημαίνοντας ότι με πρόσχημα πολλές φορές την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στις χώρες αυτές λαμβάνονται συχνά μέτρα κατά των στοιχειωδών θρησκευτικών ελευθεριών του μουσουλμανικού στοιχείου που διαβεί και εργάζεται στην Ευρώπη. Έτσι, σύμφωνα με την έκθεση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, στην Γαλλία επισημαίνονταν η απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας που έχει θεσπιστεί με νόμο του γαλλικού κράτους, ενώ γίνεται αναφορά για την δημόσια συζήτηση που γίνονταν τότε για το καθορισμό της εθνικής ταυτότητας των Γάλλων, ένα γεγονός που… αντίβαινε σύμφωνα με τη έκθεση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στα στοιχειώδη δικαιώματα των μουσουλμάνων που ζούνε στην χώρα αυτή. Για το Βέλγιο γίνεται αναφορά στον νέο νόμο που απαγορεύει, όπως και στην Γαλλία, την μουσουλμανική αμφίεση και την ισλαμική μαντίλα σε δημόσιους χώρους. Μετά την Γαλλία και το Βέλγιο, σύμφωνα με την έκθεση, και η Ιταλία βαβίζει στα χνάρια αυτών των χωρών και όπως αναφέρεται εκκρεμεί στο ιταλικό κοινοβούλιο σχετικό νομοσχέδιο που έχει συνταχτεί από το προηγούμενο έτος, ενώ στο στόχαστρο έχει τεθεί και η οικοδόμηση τζαμιών και μιναρέδων στην Ιταλία. Για την Ελβετία είναι γνωστό το δημοψήφισμα που απαγορεύει την ανέγερση ισλαμικού τεμένους, κάτι που κατηγορήθηκε έντονα από την Τουρκία. Στην Γερμανία, όπου ζούνε περίπου τρία εκατομμύρια Τούρκοι μουσουλμάνοι, γίνετε αναφορά ότι για να κτιστεί ένα μουσουλμανικό τέμενος χρειάζεται τοπικό δημοψήφισμα όπως στην Ελβετία και παράλληλα απαιτούνται πολύπλοκες νομικές διαδικασίες που αποθαρρύνουν την ανέγερση μουσουλμανικών τεμενών, ενώ γίνεται αναφορά σχετικά με την δήλωση Ερντογάν για την ανάγκη να ανοίξουν τουρκικά κολέγια σε γερμανικό έδαφος. Όσον αφορά την Ελλάδα, γίνεται σφοδρή κριτική για την μη ανέγερση ακόμα μουσουλμανικού τεμένους στην ελληνική πρωτεύουσα και γίνεται επίσης λόγος για την μεγάλη καταπίεση εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων που ζούνε στην ελληνική πρωτεύουσα. Για την Δανία αναφέρεται η γνωστή ιστορία με τα σκίτσα του Μωάμεθ που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων εκτός από την Τουρκία και σε πολλές άλλες ισλαμικές χώρες καθώς θεωρηθήκαν σαν μεγάλη προσβολή στο μεγαλύτερο σύμβολο του Ισλάμ. Για την Ολλανδία αναφέρετε η άνοδος τού ακροδεξιού κόμματος που θεωρεί τους μουσουλμάνους σαν παρείσακτα στοιχεία που πρέπει να απομακρυνθούν από την χώρα, διαγράφοντας ένα σοβαρό κίνδυνο ακόμα και για την ύπαρξη του μουσουλμανικού στοιχείου στην χώρα αυτή. Τέλος για την Αγγλία γίνεται λόγος για την κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μουσουλμάνων με αφορμή την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και καταγγέλλεται η βρετανική αστυνομία για παράνομες έρευνες σε ισλαμικά κτίρια και ισλαμικά ιδρύματα, προσβάλλοντας ανοιχτά την θρησκευτική συνείδηση της μουσουλμανικής κοινότητας της χώρας αυτής.
Αλλά για τις στενές σχέσεις του Ερντογάν με το ακραίο και φανατικό Ισλάμ απόδειξη είναι και μια αποκαλυπτική φωτογραφία όπου ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ταΐπ Ερντογάν εμφανίζεται από την νεανική του ηλικία δίπλα σε ένα από τους πιο ακραίους ισλαμιστές ηγέτες μιας οργάνωση παρακλάδι της Αλ Κάιντα. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα, Aydınlık στις 20/9/2013 (είχε και παλαιοτέρα βρει στην δημοσιότητα αλλά γρήγορα είχε αποσυρθεί) και δείχνει τον νεαρό τότε, Ταΐπ Ερντογάν, να στέκεται στα δεξιά του Gilbeddin Hikmetyar, αρχηγού της ακραίας ισλαμικής οργάνωσης, Hizb-i İslami, παρακλάδι της Αλ Κάιντα και η οποία ευθύνεται για πολλές δολοφονίες και ακρότητες στο Αφγανιστάν και αλλού. Η οργάνωση αυτή, της οποίας ζηλωτής ήταν στην νεανική του ηλικία και ο σημερινός πρωθυπουργός της Τουρκίας, είχε σαν έμβλημα της το χαρακτηριστικό ρητό, «Allah için savaşir en önde», δηλαδή, «Πάνω από όλα να πολεμάς για τον Αλλάχ». Βρίσκεται στην λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων του ΟΗΕ και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών οι οποίες σήμερα έχουν συμμαχήσει με τον Ερντογάν για να πολεμήσουν το καθεστώς του Άσαντ στην Συρία. Ο αρχηγός της οργάνωσης αυτής, Gilbeddin Hikmetyar, από το 1996 είχε συνεργαστεί με τον Οσάμα Μπεν Λάντεν και είχε αναλάβει σε μυστικό στρατόπεδο στο Αφγανιστάν αλλά και σε περιοχή του Πακιστάν την εκπαίδευση των ανταρτών της Αλ Κάιντα για τρομοκρατικές επιθέσεις σε μια σειρά χωρών στην Ασία, Καύκασο και σε άλλες περιοχές. Η οργάνωση του Hikmetyar συνεργάζονταν πάντα στενά με τους Ταλεμπάν και ο αρχηγός της είχε στενές σχέσεις με τον αρχηγό τον Ταλεμπαν, Molla Muhamed Ömer, με τον οποίο επίσης συνδέθηκε στο παρελθόν ο Ταΐπ Ερντογάν και όπως αναφέρουν οι δημοσιογραφικές πληροφορίες όταν είχε ανέλθει στη εξουσία είχε προσφέρει στους εξτρεμιστές ισλαμιστές μεγάλη οικονομική στήριξη.
Όλες αυτές οι αποκαλύψεις εξηγούν με το καλύτερο τρόπο την επιμονή του Ερντογάν δέκα περίπου χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας και την σταθεροποίηση του στα πολιτικά πράγματα κλείνοντας στην φυλακή ένα αριθμό κεμαλικών στρατηγών, να προχωρήσει στην σταδιακή εφαρμογή της ισλαμικής σαρίας, (ισλαμικού νόμου), στην τουρκική κοινωνία, προκαλώντας όμως έντονες αντιδράσεις από πολλά πλευρές. Παράλληλα έτσι εξηγείται και η μεγάλη και συνεχή υποστήριξη που έδωσε η Τουρκία στον εμφύλιο της Συρίας στις οργανώσεις της Αλ Κάιντα που ευθύνονται για δεκάδες χιλιάδες δολοφονίες στον συριακό εμφύλιο πόλεμο βάφοντας με αίμα τις χριστιανικές κοινότητες της Συρίας. Αλλά στο θέμα της διασύνδεσης της Τουρκιάς του Ερντογάν με τους ισλαμιστές αντάρτες της Συρίας που είναι παρακλάδι της Αλ Κάιντα, έχει ασχοληθεί σε μεγάλη έκταση πάλι η τουρκική επιθεώρηση, Aydınlık. Στις 9/9/2013 η Aydınlık δημοσίευσε δυο αποκαλυπτικά άρθρα με τους τίτλους, «AKP El Nusra’ya gönderdi 400 tonluk silah sevkiyatı», δηλαδή, «Το ΑΚΡ, (το κόμμα του Ερντογάν), παρέδωσε 400 τόνους οπλισμό στην ΑΛ ΝΟΥΣΡΑ», και, «Geylanpınardaki Tiğem arazısı El Nusra’ ya mı tahsis edildi», δηλαδή, «Η περιοχή του TİĞEM στα σύνορα Τουρκίας Συρίας παραχωρήθηκε για να γίνει αρχηγείο στην ΑΛ ΝΟΥΣΡΑ», ενώ στις 12/9/2013 δημοσίευσε ένα πολύ αποκαλυπτικό δημοσίευμα με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «NUSRA TÜRKIYE DE SARİN ÜRETTİ», δηλαδή το γνωστό χημικό όπλο SARIN που χρησιμοποιεί η ΑΛ ΝΟΥΣΡΑ, παράγεται στην Τουρκία, (για να παραδοθεί στη συνέχεια στην εξτρεμιστική αυτή ισλαμική οργάνωση).
Πηγή NikosXeiladakis
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας - Τουρκολόγος
Στις 15 Ιανουάριου του 2015 θα γίνουν στην Άγκυρα τα επίσημα εγκαίνια της νέας υπερπολυτελούς προεδρικής κατοικίας, για την οποία έχουν γραφτεί πάρα πολλά, αρκετά σκανδαλώδη, και ο νέος πρόεδρος της Τουρκίας, ο Ταΐπ Ερντογάν, που πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει σαν τον νέο χαλίφη, θα εγκατασταθεί επίσημα στο για πολλούς «ανάκτορο-σαράι» του.
Αλλά ποιος είναι ο ηγέτης της σημερινής Τουρκίας, ο πολιτικός που επανέφερε μαζί με τον Αχμέτ Νταβούτογλου τα οθωμανικά οράματα σαν προοπτική της Νέας Τουρκίας, ο άνθρωπος που παίζει έντονα στην διεθνή σκηνή, αλλά και για πολλούς ο μοιραίος άνθρωπος που μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία στην διάλυση της ; Ένας πολιτικός που μας αφορά άμεσα, καθώς τον έχουμε γείτονα και εκπροσωπεί μια μόνιμη πρόκληση εξ’ ανατολών για την οποία θα πρέπει να γνωρίζουμε τα πάντα, για να είμαστε σε θέση ανά πάσα στιγμή να απαντήσουμε σαν έθνος, σαν ελληνισμός και σαν Ορθόδοξοι χριστιανοί.
Ο άνθρωπος που οδήγησε την Τουρκία στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι αναμφισβήτητα ο Ταΐπ Ερντογάν, ένας άγνωστος.. ποδοσφαιριστής μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Ο Ερντογάν θεωρήθηκε ότι ήταν ένας από τους χαρισματικούς πολιτικούς ηγέτες και πολλοί οπαδοί του τον είχαν παρομοιάσει με τον πρώην πρόεδρο της χώρας, τον Τουργκούτ Οζάλ. Το κοινό στοιχείο τού Οζάλ με τον Ερντογάν ήταν ότι και οι δύο κινήθηκαν κάτω από την αντίληψη ότι η σύνθεση του κεμαλικού εθνικισμού με τον τουρκικό ισλαμισμό είναι αυτή που θα εξασφάλιζε τη συνοχή και τη συνέχεια της ύπαρξης μιας πολύπλοκης χώρας όπως είναι η Τουρκία. Παράλληλα, πρεσβεύουν ότι η σύνθεση αυτή θα φέρει την Τουρκία στην πρώτη σειρά των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων. Η βασική όμως διαφορά μεταξύ τους είναι πως ο Οζάλ είχε αναδειχτεί με την στήριξη της στρατιωτικής ιεραρχίας, καθώς ήταν αυτός που ανέλαβε να πολιτικοποιήσει το πραξικόπημα των Τούρκων στρατηγών τού 1980, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύτηκε τις συγκρούσεις της εποχής και κατάφερε να πετύχει τη συνεργασία του ισλαμισμού με τον στρατό για την αντιμετώπιση της αριστερής τότε απειλής καθώς και του κουρδικού ζητήματος. Σε αντίθεση με τον Οζάλ, ο Ταΐπ Ερντογάν έχει διατελέσει για πολλά χρόνια το «κόκκινο πανί» για τη στρατιωτική ιεραρχία, κάτι που βέβαια στη συνέχεια έπαψε να ισχύει καθώς μετά το 2008 επικράτησε κατά κράτος με άμεσες συνέπειες τον θρίαμβο του Πολιτικού Ισλάμ. Ένα άλλο διαχωριστικό στοιχείο μεταξύ τους είναι ότι ο Οζάλ είχε καταφέρει να ελέγξει και να κυριαρχήσει, για πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας, πάνω στο στρατό, κάτι που ο Ερντογάν δεν το επιδίωξε τουλάχιστον φανερά. Άλλωστε δεν υπήρχε η ανάγκη αυτή καθώς η πλήρης πολιτική του επικράτηση τού έδινε μεγάλες δυνατότητες, να προωθήσει την υποτιθέμενη φιλοευρωπαϊκή του πολιτική.
Ο Ερντογάν άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1980 όταν γίνεται μέλος του ισλαμικού κόμματος «Ρεφάχ». Το 1984 εκλέγεται πρόεδρος της οργάνωσης του κόμματος στην περιοχή του Μπεΐογλου της Κωνσταντινούπολης. Το 1986, για πρώτη φορά βάζει υποψηφιότητα για βουλευτής ενώ το 1989 βάζει υποψηφιότητα για δήμαρχος του Μπεΐογλου. Το 1991 ξαναβάζει υποψηφιότητα για βουλευτής ενώ στις δημοτικές εκλογές τού 1994, (27 Μαρτίου), εκλέγεται τελικά δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης με τη σημαία του «Ρεφάχ». Όσο ήταν δήμαρχος δεν έπαψε καθόλου να δραστηριοποιείται στους κόλπους του «Ρεφάχ» και για κάποιο δημόσιο λόγο που έβγαλε τον Δεκέμβριο του 1997 στην πόλη Σιίρτ της Νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου είχε πει πως «οι μιναρέδες είναι τα ιδεολογικά σπαθιά μας», (τις δηλώσεις του αυτές που φανερώνουν και ένα καθαρά επιθετικό ισλαμικό στυλ ποτέ δεν τις απαρνήθηκε ουσιαστικά), καταδικάστηκε σε φυλάκιση για προσβολή τού κοσμικού καθεστώτος της Τουρκίας. Μετά από πολλές αναβολές, τελικά κλείνεται στη φυλακή στις 26 Μαρτίου τού 1999 για να αποφυλακιστεί μετά τέσσερις μήνες, στις 24 Ιουλίου καθώς ξεσηκώθηκε διεθνής κατακραυγή ενώ ο ίδιος είχε ηρωοποιηθεί στις τουρκικές λαϊκές μάζες. Από τότε ανέλαβε ενεργό πολιτική δράση. Μάλιστα το γεγονός της φυλάκισης του προκάλεσε και την έντονη αντίδραση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, που για άλλη μια φορά τόνισε πως οι δημοκρατικές διαδικασίες καταπατούνται στην Τουρκία και δεν υπάρχει πλήρης ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. O Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει τις λαϊκές συμπάθειες οργανώνοντας ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικών παροχών και ιατρικοφαρμακευτικής περίθαλψης στις φτωχογειτονιές της Κωνσταντινούπολης και έτσι, σιγά σιγά, άρχισε να φαίνεται πως διεκδικούσε με πολύ σοβαρές πιθανότητες τη διαδοχή τού Ερμπακάν στο κόμμα των Ισλαμιστών. Το ηγετικό του προφίλ ενισχύθηκε μετά το δικαστικό κλείσιμο τού «Ρεφάχ» και στον πόλεμο της διαδοχής που είχε ξεσπάσει φαινόταν ο επικρατέστερος. Σε σφυγμομέτρηση, που είχε κάνει η εφημερίδα «Χουριέτ», τέλος Νοεμβρίου τού 1998, μεταξύ των στελεχών του κόμματος, ο Ερντογάν συγκέντρωσε το 54% για την αρχηγία. Βλέποντας ο ίδιος τη μεγάλη του δημοτικότητα, από την πρώτη κιόλας μέρα της δικαστικής απαγόρευσης τού Ερμπακάν, έκανε αρχηγική εμφάνιση με κατευθείαν επίθεση κατά τού τότε πρωθυπουργού, Μεσούτ Γιλμάζ. Αυτό δυσαρέστησε τον Ερμπακάν, που έσπευσε να ορίσει τον παλιό του φίλο και βουλευτή Σμύρνης, Ρετζάι Κουτάν, ως διάδοχό του. Ο Ερντογάν όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Πύκνωσε τις δημόσιες εμφανίσεις του και τις συνεντεύξεις και μαζί με τον άλλο ισλαμιστή δήμαρχο της Άγκυρας, τον Μελίχ Γκιοκσέλ, σχημάτισε ένα πανίσχυρο πολιτικό δίδυμο. Βλέποντας αυτόν το νέο κίνδυνο οι στρατιωτικοί κύκλοι της Άγκυρας, αποφάσισαν να χτυπήσουν από τότε το ανερχόμενο αυτό αστέρι της πολιτικής ζωής, με τη γνωστή συνταγή της δικαστικής καταδίκης που δεν αφήνει περιθώρια για πολιτικό μέλλον. Ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Μουράτ Μπαχτσεσίογλου, (μετέπειτα ο ίδιος προσχώρησε στον Ερντογάν), σε δηλώσεις του προσπάθησε να δώσει κύρος στην απόφαση του δικαστηρίου του Ντιαρμπακίρ που είχε καταδικάσει τον Ερντογάν, χαρακτηρίζοντας τη δικαιοσύνη ανεξάρτητη. Η απόφαση αυτή πυροδότησε νέες μεγάλες λαϊκές εκδηλώσεις υπέρ τού Ερντογάν, που δεν φαινόταν να πτοείται και με ιδιαίτερα έντονες ομιλίες του προς τον κόσμο που έσπευσε να τον συμπαρασταθεί, έδειξε αποφασισμένος να συνεχίσει την πορεία του. Τελικά, μετά από ένα διάστημα έντονων πολιτικών διαβουλεύσεων και μετά τη νέα απαγόρευση του ισλαμικού κόμματος «Φαζιλέτ», διαδόχου του «Ρεφάχ», ο Ερντογάν θα προχωρήσει στην ίδρυση του δικού του κόμματος. Έτσι, 16 Αυγούστου του 2001, αναγγελλόταν επίσημα η ίδρυση του νέου κόμματος «Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη». Το καινούργιο κόμμα της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», που εν συντομία αποκαλείται «ΑΚ Παρτισί», δημιουργήθηκε κατ’ αρχήν από τα στελέχη του κόμματος των Ισλαμιστών «Φαζιλέτ», που είχε απαγορευτεί μετά από απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας. Εκτός όμως από τους Ισλαμιστές, ο Ταΐπ Ερντογαν είχε προσελκύσει και μεγάλη μερίδα δυσαρεστημένων από τα άλλα κόμματα και κυρίως από τα δύο κόμματα της δεξιάς, δηλαδή της «Μητέρας Πατρίδας» και του «Ορθού Δρόμου», ενώ φιλοδοξούσε, όπως τόνιζε ο ίδιος, να αποτελέσει το νέο πολιτικό πόλο της κεντροδεξιάς που θα κυβερνήσει τα επόμενα χρόνια την Τουρκία.
Σταθμός στην πολιτική του πορεία ήταν το ταξίδι του στις ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 2002, λίγους μήνες δηλαδή πριν γίνει ο νέος ηγέτης της Τουρκίας. Στο ταξίδι αυτό, όπως υποστήριξαν πολλοί πολιτικοί του αντίπαλοι στην Τουρκία, είχε πάρει το οριστικό χρίσμα από διάφορες αμερικανικές οργανώσεις να προωθηθεί στην εξουσία της Τουρκίας και είναι χαρακτηριστικό ότι είχε επαφές με τις μεγαλύτερες οργανώσεις του ισραηλινού λόμπι των ΗΠΑ. Ο Ερντογάν στις ΗΠΑ είδε αρκετούς παράγοντες της δημόσιας ζωής και της οικονομίας, εμφανίστηκε και μίλησε σε αμερικανική κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ είχε σημαντικές επαφές με παράγοντες της αμερικανικής κυβέρνησης και Αμερικανούς γερουσιαστές . Όλους αυτούς ο Ερντογάν τους διαβεβαίωσε ότι το κόμμα του δεν είναι κλασικό ισλαμικό κόμμα και δεν έχει καμία πρόθεση να αλλάξει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας προσανατολίζοντας την προς τον ισλαμικό κόσμο, κάτι που το είχε αποπειραθεί ο προκάτοχος του Ερμπακάν, με παταγώδη όμως αποτυχία. Στο μέλλον όμως ο Ερντογάν θα αποδεικνύονταν πολύ πιο έξυπνος καθώς θα πετύχαινε αυτά που δεν μπόρεσε να πετύχει ο Ερμπακάν. Οι δηλώσεις αυτές του Ερντογαν είχαν γίνει τότε δεκτές με μεγάλη ικανοποίηση από τους Αμερικανούς Στις ΗΠΑ τον Ερντογάν συνόδευαν ο μετέπειτα πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ, που ήταν και ο διερμηνέας του, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Γιασάρ Γιακίς, και ο τότε γενικός γραμματέας του κόμματος του, Μουράτ Μερτζάν. Από τότε ο Ερντογάν θα άρχιζε την ξέφρενη κούρσα του που θα τον έφερνε στην εξουσία και μάλιστα με αυτοδύναμη πλειοψηφία κατά που συνέβαινε για πρώτη φορά στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας . Το πρόβλημα βέβαια ήταν το πως θα κυβερνούσε με το δεδομένο ότι από τότε ήταν ήδη το «κόκκινο πανί» για τους στρατηγούς, οι οποίοι επανειλημμένα είχαν παρουσιάσει αναφορές στα Εθνικά Συμβούλια χαρακτηρίζοντας τον αυτόν και τον γνωστό Ισλαμιστή αρχηγό, Φετουλάχ Γκιουλέν, που ζούσε στις ΗΠΑ, σαν μεγάλο κίνδυνο για το τουρκικό καθεστώς. Εδώ οι Αμερικανοί δεν θέλησαν να επέμβουν, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχτούν από μόνα τους με μόνιμο όμως τον κίνδυνο της εσωτερικής σύγκρουσης. Παράλληλα όμως οι Αμερικανοί, προβλέποντας ίσως κάποιες εντάσεις, είχαν εκφράσει τις ανησυχίες τους όσον αφορά κάποια στελέχη του Ερντογάν που θεωρούνται σαν σκληροπυρηνικοί και στο παρελθόν είχαν αντιταχτεί έντονα στην φίλοϊσραηλινή πολιτική της Τουρκίας, μια πολιτική που θα άλλαζε ριζικά μετά το 2008 με την καθαρή ισλαμική στροφή και με απώτερο στόχο την ηγεμονία σε όλο τον ισλαμικό κόσμο . Πάντως στην αρχή οι Ερντογάν και Γκιούλ «φρόντισαν» στο καινούργιο υπουργικό συμβούλιο να μετέχουν κυρίως πρώην μέλη των κομμάτων της Μητέρας Πατρίδας και του Ορθού Δρόμου, που είχαν προσχωρήσει πρόσφατα στο κόμμα τους, παρά οι παλιοί τους σύντροφοι και παραδοσιακοί ισλαμιστές, φοβούμενοι μήπως υπάρξουν ανεξέλεγκτες προκλήσεις προς το κατεστημένο.
Από την αρχή όμως ο Ερντογάν έδειξε τις διαθέσεις του για την αλλαγή του κατάστικτου χάρτη της χώρας με φανερή πρόθεση την εγκαθίδρυση πλέον ισλαμικών προτύπων στην διακυβέρνηση φέροντας τον σε απ” ευθεία σύγκρουση με το στρατιωτικό κατεστημένο. Ο πρώτος του αντίπαλος ήταν ο τότε πρόεδρος, Αχμέτ Σεζέρ, ο οποίος ήδη είχε μια πρόωρη σύγκρουση με τους ισλαμιστές, όσον αφορά την ισλαμική μαντίλα ενώ φέρονταν αντίθετος σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ο κυριότερος όμως αντίπαλος του θα ήταν το ίδιο το κεμαλικό κατεστημένο που άρχισε στην αρχή δειλά και στη συνέχεια με αποφασιστικά βήματα να το ξηλώνει για να το αντικαταστήσει του από ένα καινούργιο ισλαμικό κατεστημένο. Αυτό βέβαια δεν έγινε χωρίς έντονες συχνά συγκρούσεις, κυρίως με την στρατιωτική ιεραρχία, η οποία μέχρι το 2008 όταν άρχισαν να έρχονται στη δημοσιότητα οι στρατιωτικές συνομωσίες και να συλλαμβάνονται ανώτεροι αξιωματικοί που φέρονταν να αντιστέκονταν σθεναρά στις φιλοισλαμικές μεταρρυθμίσεις, άρχισε να υποχωρεί άτακτα. Οι πρώτες αψιμαχίες άρχισαν από τις πρώτες μέρες της επικράτησης του Ερντογάν και είναι εντυπωσιακό εδώ να παρατηρήσουμε πως την ίδια ώρα, (στις 4/11/2002), που κλιμάκιο υψηλόβαθμων Τούρκων στρατιωτικών υπό την ηγεσία του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, στρατηγού Χιλμί Οζκιόκ, βρίσκονταν στην Ουάσιγκτον την επόμενη των εκλογών, για συνομιλίες με την αμερικανική στρατιωτική ηγεσία, ο νικητής των εκλογών, Ρετζεπ Ταγιπ Ερντογάν, εξέφραζε την αντίθεση του, στην υλοποίηση των αμερικανικών πολεμικών σχεδίων κατά του Ιράκ. Η διατύπωση τότε της θέσης αυτής του Ερντογάν εκτιμήθηκε από μια πρώτη ματιά ότι δημιουργούσε πρόβλημα στις προσπάθειες κλίματος ενότητας μεταξύ των χωρών της περιοχής που προωθούσε η αμερικανική διπλωματία, προκειμένου να υλοποιήσει τις επιδιώξεις της. Το κυριότερο όμως ήταν πως το γεγονός αυτό εκτιμήθηκε σαν μια ένδειξη των πιθανών αντιθέσεων που θα προκύψουν στο μέλλον μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών έδειχναν να προδιαγράφουν κλίμα σύγκρουσης μεταξύ των στρατιωτικών και της νέας κυβέρνησης, Οι βασικές βέβαια επιδιώξεις της νέας τουρκικής κυβέρνησης, όπως φάνηκαν και από τις προγραμματικές της δηλώσεις θα επικεντρώνονταν σε οικονομικά θέματα, χωρίς βέβαια να μην υπήρχε από τότε η διάθεση της εδραίωσης ενός καθαρά φιλοισλαμικού προφίλ .Η εκδηλωμένη πρόθεση της υποβάθμισης του ρόλου του τουρκικού στρατού, με την έξυπνη κατ’ αρχή έως πονηρή επιλογή της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης και της αναθεώρησης του τουρκικού συντάγματος ήταν τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ερντογάν οι βασικές κατευθύνσεις του . Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις αναμένονταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρων, καθώς άρχισε να διαφαίνεται για πρώτη φορά τόσο δυναμικά η ανάδυση μιας μετακεμαλικής Τουρκίας με καθαρά ισλαμικό πρόσωπο. Από την αρχή της ισλαμικής επικράτησης είχαν αρχίσει να γίνονται συζητήσεις για την λεγόμενη κρυφή ισλαμική ατζέντα του νέου πρωθυπουργού Ταΐπ Ερντογάν. Αυτή η κρυφή ατζέντα αναφέρονταν στην πρόθεση των Ισλαμιστών για την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου κοσμικού ισλαμικού κράτους που θα καταργούσε όλα τα στρατιωτικά προνόμια και θα αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ένα πρότυπο για όλο τον ισλαμικό κόσμο. Πρωταγωνιστής αυτής της ατζέντας, ήταν σύμφωνα με εξέχοντα τότε, (2002), στελέχη του Λαϊκού κόμματος της τουρκικής αντιπολίτευσης, (όπως ο πολύ γνωστός στην Τουρκία μουσικοσυνθέτης, Ζουλφού Λιβανελί), ο γνωστός Τούρκος Ισλαμιστής που ζούσε τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, ο Φετουλάχ Γκιουλέν. Σύμφωνα με τον Λιβανελι, πίσω από την επιφάνεια της κυβέρνησης Ερντογάν υπήρχε μια κρυφή ατζέντα που θα οδηγούσε σταδιακά την χώρα σε ένα είδος ισλαμικής Σαρίας, δηλαδή ισλαμικού νόμου. Χαρακτηριστικός ήταν και ο τίτλος με τον οποίο είχε κυκλοφορήσει η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, την επόμενη της εκλογής του Αμπντουλάχ Γκιούλ στην προεδρία στις 28 Αυγούστου του 2007: «Merhaba Abdulah merhaba Fethulah», δηλαδή «Χαίρετε Αμπντουλάχ, Χαίρετε Φετουλάχ», εννοώντας τον μεγάλο Τούρκο ισλαμιστή ηγέτη, Φετουλάχ Γκιουλέν, που βρίσκετε στις ΗΠΑ. Ο Γκιουλέν, (ευνοούμενος των Αμερικανών), είχε ονομαστεί από τους Αμερικανούς, «απόστολος του Ισλάμ» και θεωρούνταν από πολλούς στην Τουρκία ότι είναι ο κρυφός δάσκαλος των Γκιουλ-Ερντογάν και ότι τον καθοδηγούσε από το παρασκήνιο. Μάλιστα αναφέρθηκε πως η στρατιωτική επέμβαση της 27 Απριλίου 2007 που ανέτρεψε προσωρινά την διαδικασία εκλογής του Ισλαμιστή Αμπντουλάχ Γκιούλ στην προεδρία της τουρκικής Δημοκρατίας, προκλήθηκε, σύμφωνα με κάποιους Τούρκους έμπειρους σχολιαστές, εξ αιτίας του Γκιουλέν. Ο ίδιος ο Γκιουλέν, που ζούσε από το 1998 στις ΗΠΑ, όπου συχνά ήταν το τιμώμενο πρόσωπο σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια και είχε εντυπωσιάσει με το στυλ και τις ομιλίες του, είχε υπό τον έλεγχο του στην Τουρκία τις μεγαλύτερες ισλαμικές αλυσίδες στον χώρο της οικονομίας, των ΜΜΕ και της εκπαίδευσης και αποτελούσε ένα από τους πιο ισχυρούς παράγοντες στον χώρο των θρησκευτικών ταγμάτων της χώρας. Από το 1972 είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη επιρροή στην Τουρκία και τότε κατηγορήθηκε για πρώτη φορά από τους στρατιωτικούς ότι με τις διδασκαλίες του σκόπευε να ανατρέψει το κοσμικό καθεστώς της Τουρκίας και να εγκαθιδρύσει ισλαμικό καθεστώς.
Οι αναφορές για την σχέση στον Γκιουλέν με τον Ταΐπ Ερντογάν άρχισαν από τις αρχές του 2002, όταν είχε αρχίσει να ανατέλλει το «άστρο» του Ερντογάν που προαλείφονταν ήδη σαν ο νέος πολιτικός ηγέτης της Τουρκίας. Το ενδιαφέρων όμως ήταν, όπως ανέφερε τότε το παρασκήνιο, ότι ο Ερντογάν είχε σε εκείνο το πρώτο του ταξίδι στις ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 2002, μυστική συνάντηση με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος από το 2000 βρίσκονταν στις ΗΠΑ. Στην συνάντηση αυτή ο Ερντογάν εξέφρασε τον μεγάλο του θαυμασμό προς το πρόσωπο του κορυφαίου ισλαμιστή ηγέτη. Η συνάντηση, όπως είχε διαρρεύσει, διεξήχθη σε πολύ θερμό κλίμα και διαπιστώθηκε πως οι απόψεις των δυο αντρών συνεπίπτανε σε πολλά θέματα. Αυτό όμως δεν πέρασε από τότε απαρατήρητο στην Τουρκία και από τότε είχαν αρχίσει οι γκρίνιες από πλευράς στρατιωτικών και κεμαλικών για τις προοπτικές της διακυβέρνησης της χώρας από ένα ισλαμικό κόμμα, που ενώ παρουσίαζε ένα εκσυγχρονιστικό προφίλ και μάλιστα υπερθεμάτιζε υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, (βέβαια αυτό για ευνόητους λόγους καθώς όπως πιστεύονταν η ένταξη θα επέτρεπε στους Ισλαμιστές να εφαρμόσουν ελεύθερα τα ισλαμικά τους πρότυπα), από πίσω έκρυβε ένα μεγάλο ισλαμικό κίνδυνο παρεκτροπής για την Τουρκία. Εντωμεταξύ η υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ Ερντογάν και στρατιωτικών γρήγορα θα εκδηλώνονταν και δημόσια . Την πρώτη Μαΐου του 2003, λίγους δηλαδή μήνες μετά την επικράτηση του Ερντογάν με μεγάλη πλειοψηφία, εμφανίστηκε στον τύπο μια έκθεση- αναφορά των Τούρκων στρατηγών, που καταφέρονταν με σκληρά λόγια για το ισλαμικό προφίλ της τουρκικής κυβέρνησης του Ερντογάν. Αφορμή για την αναφορά αυτή έδωσε η δημόσια εμφάνιση των συζύγων πολλών υπουργών της κυβέρνησης, ακόμα και της κυρίας Ερντογαν, με την ισλαμική μαντίλα. Το κύριο όμως σημείο που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των στρατηγών, ήταν οι προθέσεις της κυβέρνησης να τοποθετήσει σε καίρια πόστα, (όπως αυτό του γενικού διευθυντή της τουρκικής κρατικής τηλεόρασης), άτομα με έντονο ισλαμικό παρελθόν. Ιδιαίτερα οι κατηγορίες στρέφονταν κατά της προσπάθειας να προωθηθούν σε δημόσιες θέσεις άτομα που πρόσκεινται στον Φετουλάχ Γκιουλέν, που παρέμενε η «πέτρα του σκανδάλου» για την τουρκική στρατιωτική ιεραρχία Το θέμα του Γκιουλέν επανήλθε στην επικαιρότητα με έντονο τρόπο λίγους μήνες μετά. Συγκεκριμένα στις 10 Δεκεμβρίου του 2004, η τουρκική εφημερίδα Σαμπάχ, άρχισε μια σειρά δημοσιευμάτων με τίτλο : «Από τον Σεΐχη Νουρσί, στον Φετουλάχ Γκιουλέν». Τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στην σύγχρονη ιστορία του θρησκευτικού τάγματος των Νουρσί, το οποίο, όπως έλεγε το δημοσίευμα, είναι παρακλάδι του μεγάλου τάγματος των Νακσμπεντί, που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας και σε βιογραφικά σημειώματα του Φετουλαχ Γκιουλέν. Το εντυπωσιακό όμως σε αυτήν την σειρά των δημοσιευμάτων ήταν η μεγάλη ανταπόκριση του κοινού το οποίο έδειξε με αυτόν τον τρόπο την μεγάλη δημοτικότητα του Γκιουλέν. Έτσι το τιράζ της Σαμπάχ ανέβηκε κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να «ζηλέψει» την κίνηση αυτή και η άλλη γνωστή τουρκική εφημερίδα, η Μιλιέτ και στις 7 Ιανουαρίου του 2005 άρχισε με την σειρά της νέα σειρά δημοσιευμάτων για τον Γκιουλέν ανταγωνιζόμενη την Σαμπάχ και ρίχνοντας μάλιστα στην αγορά ακόμα και CD και κασέτες σχετικά με την ζωή και το έργο του Γκιουλέν. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις άλλων εφημερίδων που έσπευσαν να υπερασπιστούν το τουρκικό κοσμικό καθεστώς, καθώς όπως προαναφέραμε ο Γκιουλέν θεωρήθηκε και θεωρείτε ακόμα σαν ένας από τους μεγαλύτερου κινδύνου του τουρκικού κεμαλισμού. Έτσι ο γνωστός δημοσιογράφος, Φατίχ Αταλάϊ, της Χουριέτ, εξαπέλυσε επίθεση στις 8 Ιανουαρίου 2005 κατά αυτής της σειράς δημοσιευμάτων χαρακτηρίζοντας τα σαν κίνδυνο για το καθεστώς, ενώ ειρωνεύτηκε τις δυο άλλες μεγάλες εφημερίδες, Σαμπάχ και Μιλιέτ, με τον τίτλο, «Η νέα μόδα στον τουρκικό τύπο είναι ο Φετουλάχ Γκιουλέν», υποδηλώνοντας ότι εκμεταλλεύονται αυτό το θέμα για να πουλήσουν φύλλα με ανυπολόγιστες όμως συνέπειες για την ίδια την ασφάλεια του τουρκικού καθεστώτος. Είχε ανοίξει έτσι μια μεγάλη δημόσια διαμάχη για τον ρόλο του Φετουλάχ Γκιουλέν στην σύγχρονη τουρκική ιστορία και για τον αν είναι σωστό να εμπορεύεται η ιστορία του για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους.
Η όλη υπόθεση γρήγορα πήρε νέα διάσταση στην διαμάχη Ερντογάν στρατιωτικών καθώς προκάλεσε την ανοιχτή επέμβαση των στρατηγών. Έτσι στις 2 Φεβρουάριου 2005 ο τότε υπαρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Ιλκέρ Μπασμπούγ, έκανε δημόσιες δηλώσεις για τον Φετουλάχ επιβεβαιώνοντας ότι είχε συνταχθεί στις αρχές του 1999 έγγραφο που περιέχει όλες τις κατηγορίες για τον Φετουλάχ Γκιουλέν για υπονόμευση του τουρκικού κεμαλικού καθεστώτος και είχε παραπεμφθεί στην δικαιοσύνη. Όμως το ενδιαφέρων στοιχείο στις δηλώσεις του Τούρκου στρατηγού ήταν ότι με την αμνηστία που έχει δώσει τότε η σύζυγος του τότε κεμαλικού πρωθυπουργού, Μπουλέντ Ετσεβίτ, Ραχσάν, είχε καλύψει και τον Γκιουλέν από τις διώξεις που του ετοίμαζαν οι στρατηγοί και έτσι είχε καταφέρει να διαφύγει στο εξωτερικό. Αποκαλύφτηκε πως ο Μπουλέντ Ετσεβίτ και περισσότερο η σύζυγος του είχαν ειδικές σχέσεις με τον Γκιουλέν και μάλιστα αυτός ήταν ο λόγος που το 1999 είχε αποχωρήσει από το κόμμα του Ετσεβίτ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, γνωστός πολιτικός, Μουμτάζ Σοϊζάλ, κατηγορώντας τον Ετσεβίτ ότι σχετίζεται μα τον Γκιουλέν που θέλει να εγκαθιδρύσει θρησκευτικό καθεστώς. Αλλά το πιο εκπληκτικό και συνάμα αποκαλυπτικό, ήταν πως τότε έγινε γνωστό πως… εν γνώσει των στρατηγών ο Γκιουλέν κατάφυγε στις ΗΠΑ. Το θέμα είχε και συνέχεια από την κεμαλική εφημερίδα Τζουμχουριέτ, η οποία από τις αρχές Μαρτίου 2005 εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση κατά του Γκιουλέν και των οπαδών του, που σύμφωνα με την εφημερίδα χρησιμοποιούν τα δικά τους ΜΜΕ για να προωθήσουν την θρησκευτική και αντικαθεστωτική τους προπαγάνδα. Τότε άρχισε μια δημόσια συζήτηση για το αν θα πρέπει να εφαρμοστεί λογοκρισία στα ελεγχόμενα από τον Γκιουλέν ΜΜΕ. Ορισμένες εφημερίδες και δημοσιογράφοι, όπως ο Εκρέμ Ντουμανλί της Ζαμάν, κατηγόρησαν τις εφημερίδες που πρόβαλαν τον Γκιουλέν ότι παραβίαζαν την νομιμότητα με κύριο σκοπό το οικονομικό κέρδος. Το θέμα πήρε και πολιτική έκταση, καθώς ο βουλευτής του κεμαλικού Λαϊκού Κόμματος, Μουσταφά Γκαζαλί, ζήτησε να γίνει συζήτηση την τουρκική βουλή για το αν η κερδοσκοπία ορισμένων εφημερίδων μπορεί να υποθάλπει το τουρκικό καμελικό καθεστώς προβάλλοντας τον «ανατροπέα» Φετουλάχ Γκιουλέν. Εντωμεταξύ ένεκα των διαστάσεων που είχε πάρει ήδη το ζήτημα υπήρξανε και αντιδράσεις από τις ΗΠΑ όπου βρίσκονταν ο Γκιουλέν και έχει δημιουργήσει στενές σχέσεις με ορισμένες προτεσταντικές και ευαγγελικές εκκλησίες. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Γκιουνές, Ριζά Ζεϊλούτ, στις 10 Μαρτίου 2005, στις ΗΠΑ είχε εκδηλωθεί μεγάλη ανησυχία για την διαφαινόμενη λογοκρισία στις δηλώσεις και στο κηρύγματα του Γκιουλέν με την αιτίαση ότι δεν βοηθάει στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας τέτοιες κινήσεις. Ο Φετουλάχ Γκιουλέν επανήλθε ξανά στην επικαιρότητα στην κρίση του 2007 μεταξύ Κεμαλικών και Ισλαμιστών της κυβέρνησης Ερντογάν. Οι κεμαλικοί υποστήριξαν ότι πίσω από την επιφανειακή πολιτική του Ερντογάν, που παρουσιάζει ένα «λάιτ Ισλάμ», βρίσκεται μια κρυφή ατζέντα επιβολής ενός θρησκευτικού καθεστώτος υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Γκιουλέν. Όπως ισχυρίζονταν ο Γκιουλέν μέσω του Ερντογάν θέλει να προβληθεί σαν ένας από τους παγκόσμιους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισλάμ, σε μια εποχή όπου το θρησκευτικό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των παγκόσμιων εξελίξεων. Λίγα χρόνια αργότερα δηλαδή το 2012 ο Ερντογάν ο οποίος είχε πλέον επικρατήσει κατά κράτος κατά των στρατιωτικών θα έρχονταν σε σύγκρουση με τον παλιό του πνευματικό πατέρα ο οποίος τον κατηγόρησε για αλαζονεία και για κατάχρηση εξουσίας. Οι καιροί αλλάζουν και για πολλούς οπαδούς του Γκουλέν ο Ερντογάν είχε ξεφύγει από τις αρχικές τους θέσεις και διαπνέονταν πλέον από μια μεγαλομανία θεωρώντας τον εαυτό του σαν τον νέο σουλτάνο μιας νοοθωμανικής Τουρκίας, κάτι που όμως προκαλούσε πολλαπλά προβλήματα με όλες τις γειτονικές της χώρες.
Και πράγματι η αλαζονεία αυτή του Ερντογάν επεκτείνονταν σε πολλά πεδία και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα δημοσιεύματα του τουρκικού τύπου στις 2 Απριλίου του 2010 όπου για πρώτη φορά ο Ερντογάν προβλήθηκε σαν ο προστάτης των μουσουλμάνων όλης της Ευρώπης εκτός από τους μουσουλμάνους τουρκικής καταγωγής που βρίσκονται σαν μετανάστες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως στην Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, Βέλγιο, Δανία και Αυστρία. Σύμφωνα λοιπόν με μια έκθεση που υποβλήθηκε στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, η Τουρκία θα πρέπει να λάβει «μέτρα» κατά της καταπίεσης των μουσουλμάνων που υφίστανται σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών. Όπως αναφέρονταν στην έκθεση αυτή, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες το Ισλάμ υφίσταται μεγάλη καταπίεση και οι μουσουλμάνοι αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα στην ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Μια σειρά ισλαμικά σύμβολα όπως ο μιναρές, η ισλαμική μαντίλα και το όνομα και σύμβολο του προφήτη Μωάμεθ, υφίστανται μεγάλη καταπίεση έως και προσβολή, όπως τα σκίτσα που είχαν δημοσιευτεί κατά του Μωάμεθ στην Δανία. Οι χώρες αυτές κατά σειρά όπως παρουσιάζονταν στην έκθεση αυτή ήταν, Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Ελλάδα, Δανία, Ολλανδία και Αγγλία. Η έκθεση προχωρούσε και σε λεπτομέρειες σχετικά με την καταπίεση των «αδελφών» μουσουλμάνων στις χώρες αυτές, επισημαίνοντας ότι με πρόσχημα πολλές φορές την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στις χώρες αυτές λαμβάνονται συχνά μέτρα κατά των στοιχειωδών θρησκευτικών ελευθεριών του μουσουλμανικού στοιχείου που διαβεί και εργάζεται στην Ευρώπη. Έτσι, σύμφωνα με την έκθεση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, στην Γαλλία επισημαίνονταν η απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας που έχει θεσπιστεί με νόμο του γαλλικού κράτους, ενώ γίνεται αναφορά για την δημόσια συζήτηση που γίνονταν τότε για το καθορισμό της εθνικής ταυτότητας των Γάλλων, ένα γεγονός που… αντίβαινε σύμφωνα με τη έκθεση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στα στοιχειώδη δικαιώματα των μουσουλμάνων που ζούνε στην χώρα αυτή. Για το Βέλγιο γίνεται αναφορά στον νέο νόμο που απαγορεύει, όπως και στην Γαλλία, την μουσουλμανική αμφίεση και την ισλαμική μαντίλα σε δημόσιους χώρους. Μετά την Γαλλία και το Βέλγιο, σύμφωνα με την έκθεση, και η Ιταλία βαβίζει στα χνάρια αυτών των χωρών και όπως αναφέρεται εκκρεμεί στο ιταλικό κοινοβούλιο σχετικό νομοσχέδιο που έχει συνταχτεί από το προηγούμενο έτος, ενώ στο στόχαστρο έχει τεθεί και η οικοδόμηση τζαμιών και μιναρέδων στην Ιταλία. Για την Ελβετία είναι γνωστό το δημοψήφισμα που απαγορεύει την ανέγερση ισλαμικού τεμένους, κάτι που κατηγορήθηκε έντονα από την Τουρκία. Στην Γερμανία, όπου ζούνε περίπου τρία εκατομμύρια Τούρκοι μουσουλμάνοι, γίνετε αναφορά ότι για να κτιστεί ένα μουσουλμανικό τέμενος χρειάζεται τοπικό δημοψήφισμα όπως στην Ελβετία και παράλληλα απαιτούνται πολύπλοκες νομικές διαδικασίες που αποθαρρύνουν την ανέγερση μουσουλμανικών τεμενών, ενώ γίνεται αναφορά σχετικά με την δήλωση Ερντογάν για την ανάγκη να ανοίξουν τουρκικά κολέγια σε γερμανικό έδαφος. Όσον αφορά την Ελλάδα, γίνεται σφοδρή κριτική για την μη ανέγερση ακόμα μουσουλμανικού τεμένους στην ελληνική πρωτεύουσα και γίνεται επίσης λόγος για την μεγάλη καταπίεση εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων που ζούνε στην ελληνική πρωτεύουσα. Για την Δανία αναφέρεται η γνωστή ιστορία με τα σκίτσα του Μωάμεθ που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων εκτός από την Τουρκία και σε πολλές άλλες ισλαμικές χώρες καθώς θεωρηθήκαν σαν μεγάλη προσβολή στο μεγαλύτερο σύμβολο του Ισλάμ. Για την Ολλανδία αναφέρετε η άνοδος τού ακροδεξιού κόμματος που θεωρεί τους μουσουλμάνους σαν παρείσακτα στοιχεία που πρέπει να απομακρυνθούν από την χώρα, διαγράφοντας ένα σοβαρό κίνδυνο ακόμα και για την ύπαρξη του μουσουλμανικού στοιχείου στην χώρα αυτή. Τέλος για την Αγγλία γίνεται λόγος για την κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μουσουλμάνων με αφορμή την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και καταγγέλλεται η βρετανική αστυνομία για παράνομες έρευνες σε ισλαμικά κτίρια και ισλαμικά ιδρύματα, προσβάλλοντας ανοιχτά την θρησκευτική συνείδηση της μουσουλμανικής κοινότητας της χώρας αυτής.
Αλλά για τις στενές σχέσεις του Ερντογάν με το ακραίο και φανατικό Ισλάμ απόδειξη είναι και μια αποκαλυπτική φωτογραφία όπου ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ταΐπ Ερντογάν εμφανίζεται από την νεανική του ηλικία δίπλα σε ένα από τους πιο ακραίους ισλαμιστές ηγέτες μιας οργάνωση παρακλάδι της Αλ Κάιντα. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα, Aydınlık στις 20/9/2013 (είχε και παλαιοτέρα βρει στην δημοσιότητα αλλά γρήγορα είχε αποσυρθεί) και δείχνει τον νεαρό τότε, Ταΐπ Ερντογάν, να στέκεται στα δεξιά του Gilbeddin Hikmetyar, αρχηγού της ακραίας ισλαμικής οργάνωσης, Hizb-i İslami, παρακλάδι της Αλ Κάιντα και η οποία ευθύνεται για πολλές δολοφονίες και ακρότητες στο Αφγανιστάν και αλλού. Η οργάνωση αυτή, της οποίας ζηλωτής ήταν στην νεανική του ηλικία και ο σημερινός πρωθυπουργός της Τουρκίας, είχε σαν έμβλημα της το χαρακτηριστικό ρητό, «Allah için savaşir en önde», δηλαδή, «Πάνω από όλα να πολεμάς για τον Αλλάχ». Βρίσκεται στην λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων του ΟΗΕ και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών οι οποίες σήμερα έχουν συμμαχήσει με τον Ερντογάν για να πολεμήσουν το καθεστώς του Άσαντ στην Συρία. Ο αρχηγός της οργάνωσης αυτής, Gilbeddin Hikmetyar, από το 1996 είχε συνεργαστεί με τον Οσάμα Μπεν Λάντεν και είχε αναλάβει σε μυστικό στρατόπεδο στο Αφγανιστάν αλλά και σε περιοχή του Πακιστάν την εκπαίδευση των ανταρτών της Αλ Κάιντα για τρομοκρατικές επιθέσεις σε μια σειρά χωρών στην Ασία, Καύκασο και σε άλλες περιοχές. Η οργάνωση του Hikmetyar συνεργάζονταν πάντα στενά με τους Ταλεμπάν και ο αρχηγός της είχε στενές σχέσεις με τον αρχηγό τον Ταλεμπαν, Molla Muhamed Ömer, με τον οποίο επίσης συνδέθηκε στο παρελθόν ο Ταΐπ Ερντογάν και όπως αναφέρουν οι δημοσιογραφικές πληροφορίες όταν είχε ανέλθει στη εξουσία είχε προσφέρει στους εξτρεμιστές ισλαμιστές μεγάλη οικονομική στήριξη.
Όλες αυτές οι αποκαλύψεις εξηγούν με το καλύτερο τρόπο την επιμονή του Ερντογάν δέκα περίπου χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας και την σταθεροποίηση του στα πολιτικά πράγματα κλείνοντας στην φυλακή ένα αριθμό κεμαλικών στρατηγών, να προχωρήσει στην σταδιακή εφαρμογή της ισλαμικής σαρίας, (ισλαμικού νόμου), στην τουρκική κοινωνία, προκαλώντας όμως έντονες αντιδράσεις από πολλά πλευρές. Παράλληλα έτσι εξηγείται και η μεγάλη και συνεχή υποστήριξη που έδωσε η Τουρκία στον εμφύλιο της Συρίας στις οργανώσεις της Αλ Κάιντα που ευθύνονται για δεκάδες χιλιάδες δολοφονίες στον συριακό εμφύλιο πόλεμο βάφοντας με αίμα τις χριστιανικές κοινότητες της Συρίας. Αλλά στο θέμα της διασύνδεσης της Τουρκιάς του Ερντογάν με τους ισλαμιστές αντάρτες της Συρίας που είναι παρακλάδι της Αλ Κάιντα, έχει ασχοληθεί σε μεγάλη έκταση πάλι η τουρκική επιθεώρηση, Aydınlık. Στις 9/9/2013 η Aydınlık δημοσίευσε δυο αποκαλυπτικά άρθρα με τους τίτλους, «AKP El Nusra’ya gönderdi 400 tonluk silah sevkiyatı», δηλαδή, «Το ΑΚΡ, (το κόμμα του Ερντογάν), παρέδωσε 400 τόνους οπλισμό στην ΑΛ ΝΟΥΣΡΑ», και, «Geylanpınardaki Tiğem arazısı El Nusra’ ya mı tahsis edildi», δηλαδή, «Η περιοχή του TİĞEM στα σύνορα Τουρκίας Συρίας παραχωρήθηκε για να γίνει αρχηγείο στην ΑΛ ΝΟΥΣΡΑ», ενώ στις 12/9/2013 δημοσίευσε ένα πολύ αποκαλυπτικό δημοσίευμα με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «NUSRA TÜRKIYE DE SARİN ÜRETTİ», δηλαδή το γνωστό χημικό όπλο SARIN που χρησιμοποιεί η ΑΛ ΝΟΥΣΡΑ, παράγεται στην Τουρκία, (για να παραδοθεί στη συνέχεια στην εξτρεμιστική αυτή ισλαμική οργάνωση).
Πηγή NikosXeiladakis
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...