Γιατί η έξοδος είναι μια επιλογή για τη Γερμανία
Θα πρέπει να εγκαταλείψει η Γερμανία το ευρώ; Είναι, άλλωστε, η μόνη ισχυρή χώρα με προφανή επιλογή εξόδου. Το ερώτημα γίνεται πιο επίκαιρο μετά την απόφαση της Άνγκελα Μέρκελ, καγκελάριου της Γερμανίας, να παρέχει στήριξη στο Mario Draghi, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενάντια στο Jens Weidmann, επικεφαλής της Bundesbank, σχετικά με τα σχέδια αγοράς ομολόγων των χωρών σε κρίση.
Ο πρόεδρος της Bundesbank, ο πιο αξιοσέβαστος θεσμός της Γερμανίας, έχει γίνει τώρα ο εκπρόσωπος μιας συντηρητικής γερμανικής κάστας ευρωσκεπτικιστών. Οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται ότι η ΕΚΤ δεν θα παραμείνει η μετενσάρκωση της Bundesbank. Για άλλη μια φορά, μας υπενθύμισαν ότι η ευρωζώνη θα είναι ένας άθλιος γάμος. Μπορεί ο χωρισμός, να είναι τελικά καλύτερος όσο και αν πονέσει;
Αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα από γερμανικής σκοπιάς, θα πρέπει να διακρίνουμε τα ψευδή επιχειρήματα από αυτά που ισχύουν. Όπως ο Paul de Grauwe, ο Βέλγος οικονομολόγος στο London School of Economics, παρουσίασε σε πρόσφατο άρθρο, δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς παραδείγματα από την πρώτη κατηγορία.
Το άρθρο θέτει το ερώτημα αν η συσσώρευση των καθαρών απαιτήσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών σημαίνει ότι η Γερμανία θα χάσει πολλά αν η Ευρωζώνη ήταν να χωριστεί. Η απάντησή είναι: όχι.
Πρώτον, η Γερμανία έχει συσσωρεύσει καθαρές απαιτήσεις και για τον υπόλοιπο κόσμο - και από άλλα μέλη της ευρωζώνης - όχι λόγω των εσωτερικών λογιστικών της κεντρικής τράπεζας, αλλά επειδή έχει μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών. Οι Γερμανοί έχουν δύο βασικές δραστηριότητες: την εξαγωγή εμπορευμάτων, στην οποία είναι εξαιρετικοί, και την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων, στην οποία δεν είναι. Εν συντομία, τα πλεονάσματα της Γερμανίας έχουν θέσει τη χώρα αντιμέτωπη με κινδύνους. Ωστόσο, τα οικονομικά εντός του ευρωσυστήματος δεν είναι ένας καλός δείκτης του κινδύνου αυτού. Τα στοιχεία που βλέπουμε, υποστηρίζει το άρθρο, έχουν τη ρίζα τους στις κερδοσκοπικές χρηματοοικονομικές ροές και όχι στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών.
Οι ροές αυτές δεν μεταβάλλουν τις καθαρές διασυνοριακές αξιώσεις. Ας υποθέσουμε ότι οι δικαιούχοι ενός ισπανικού τραπεζικού λογαριασμού ήταν να μεταφέρουν τα χρήματά τους σε μια γερμανική τράπεζα. Αυτό θα αυξήσει τις υποχρεώσεις της ισπανικής κεντρικής τράπεζας αλλά και τα περιουσιακά στοιχεία της Bundesbank, μέσα στο ευρωσύστημα. Εν τω μεταξύ, η γερμανική τράπεζα θα έχει την ευθύνη για τον ισπανό καταθέτη και μια συναλλαγματική θέση στη Bundesbank. Η καθαρή θέση της Γερμανίας θα παραμείνει αμετάβλητη. Αλλά οι καθαρές απαιτήσεις της Bundesbank θα αυξηθούν, ενώ εκείνες του ιδιωτικού τομέα στη Γερμανία θα συρρικνωθούν.
Δεύτερον, αυτό δεν εκθέτει τον φορολογούμενο στη Γερμανία σε τεράστιες απώλειες. Η αξία των υποχρεώσεων της Bundesbank - η νομισματική βάση - δεν εξαρτώνται από την αξία των περιουσιακών της στοιχείων. Η αξία των χρημάτων εξαρτάται από την αγοραστική τους δύναμη. Σε ένα ανυποστήριχτο νομισματικό σύστημα, οι κεντρικές τράπεζες δεν χρειάζονται περιουσιακά στοιχεία, εκτός αυτών για τους σκοπούς του νομισματικού ελέγχου. Είναι σε θέση να δημιουργούν χρήμα από το πουθενά. Αυτό που κάνει το χρήμα να έχει αξία δεν είναι ποιος το στηρίζει, αλλά ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να διακανονίζουν συναλλαγές, και το κράτος να διευθετεί φορολογικές υποχρεώσεις, σε αντάλλαγμα για το χρήμα αυτό.
Ο κίνδυνος για τη Γερμανία, σε περίπτωση διάλυσης του ευρώ, είναι ότι μπορεί να υπάρχει πάρα πολύ από το γερμανικό χρήμα διαθέσιμο, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών πολιτών εκτός Γερμανίας να προσκολληθούν στο νέο νόμισμα. Η Bundesbank θα μπορούσε να το αποφύγει αυτό, ωστόσο, περιορίζοντας τη μετατροπή σε κατοίκους Γερμανίας και μόνο. Οι απώλειες στη συνέχεια θα επηρεάζαν μόνο τους κατοίκους των χωρών των οποίων τα νέα νομίσματα θα κατέρρεαν σε αξία.
Ο καθηγητής de Grauwe έχει κάπου δίκιο. Αλλά τα επιχειρήματα του έχουν δύο όψεις. Αν οι Γερμανοί έχουν συσσωρεύσει αξιώσεις άνευ αξίας, μέσω τεράστιων πλεονασμάτων στις τρέχουσες συναλλαγές τους, θα μπορούσαν απλά να είχαν προνοήσει ώστε να μην δημιουργηθούν τα πλεονάσματα αυτά. Ομοίως, το γεγονός ότι η Γερμανία θα μπορούσε να βγεί από το ευρώ χωρίς να υποστεί κάποια τεράστια ζημιά κάνει την έξοδο ακόμα μια επιλογή.
Πράγματι, ο Charles Dumas της Lombard Street Research, του Λονδίνου υποστηρίζει ότι η ένταξη στο ευρώ έχει ενθαρρύνει τη Γερμανία προς μια δαπανηρή μερκαντιλιστική στρατηγική σε βάρος του λαού της και την παραγωγικότητα της οικονομίας. Σημειώνει ότι το πραγματικό διαθέσιμο προσωπικό εισόδημα στη Γερμανία έχει αυξηθεί εντυπωσιακά λίγο από το 1998 και μετά. Όπως επίσης και η πραγματική κατανάλωση. Η παραγωγικότητα ανά ώρα στη Γερμανία αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό από ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στις ΗΠΑ μεταξύ 1999 και 2011, ίσως επειδή το ευρώ προστατεύει τις επιχειρήσεις από ένα ισχυρό νόμισμα.
Οι στάσιμοι πραγματικοί μισθοί, η δημοσιονομική λιτότητα και τα σχετικά υψηλά πραγματικά επιτόκια περιορίζουν και τη ζήτηση. Τώρα, όμως, η αναγκαία θεραπεία για τα δεινά της ευρωζώνης θα επιβάλει αλλαγές: υψηλότερο πληθωρισμό στη Γερμανία (τον οποίο οι Γερμανοί θα μισήσουν), παρατεταμένη αποπληθωριστική ύφεση σε σημαντικές αγορές της Ευρωζώνης, και συνεχή μεταφορά πόρων προς τους εταίρους της.
Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι ούτε τα οικονομικά ούτε τα πολιτικά οφέλη της ένταξης στην ευρωζώνη δεν είναι αυτά που θα ήθελαν οι Γερμανοί φορείς χάραξης πολιτικής. Ακόμη χειρότερα, χρόνια συγκρούσεων για πακέτα διάσωσης, αναδιαρθρώσεις χρέους, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αντιλαϊκές προσαρμογές της ανταγωνιστικότητας βρίσκονται ακόμα μπροστά μας. Ίσως ένα οδυνηρό διαζύγιο πραγματικά θα ήταν καλύτερο.
Ο κ. Dumas το πιστεύει πάντως. Ισχυρίζεται ότι η επιστροφή σε ένα ανατιμημένο γερμανικό μάρκο θα συμπιέσει τα κέρδη, θα αυξήσει όμως την παραγωγικότητα και τα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών. Αντί του δανεισμού προς σπάταλους ξένους, οι Γερμανοί θα μπορούσαν να απολαύσουν υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης στη χώρα τους. Επιπλέον, αυτό θα δημιουργήσει την ταχεία προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας των μελών της ευρωζώνης, η οποία διαφορετικά θα συμβεί πάρα πολύ αργά, μέσω του υψηλού πληθωρισμού στη Γερμανία και την υψηλή ανεργία στις χώρες-εταίρους.
Οι αναλύσεις από τον καθηγητή de Grauwe και τον κ. Dumas αποκλίνουν σε ένα σημαντικό σημείο. Εάν η Γερμανία συνεχίζει να εμφανίζει μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, θα πρέπει κατ 'ανάγκη να συσσωρεύσει τεράστιες απαιτήσεις ξένων χωρών. Όπως δείχνει το παρελθόν, πολλές από αυτές θα είναι μάλλον χασούρα. Ο καθηγητής de Grauwe έχει δίκιο όταν δηλώνει ότι η συσσώρευση απαιτήσεων μέσα στο ευρωσύστημα δεν αποτελεί κίνδυνο. Ο κίνδυνος ελοχεύει στη στρατηγική των χαμηλών μισθών και της εκτίναξης των εξωτερικών πλεονασμάτων που οδηγεί σε ένα δαπανηρό αδιέξοδο. Μπορεί να βλάψει και τη γερμανική οικονομία. Σίγουρα αναγκάζει τη Γερμανία να μεταφέρει πόρους στους 'πελάτες' της, με ένα δαπανηρό τρόπο.
Η έξοδος είναι πράγματι μια επιλογή. Αν απορριφθεί, όπως είναι πιθανό, οι ίδιες ρυθμίσεις θα λάβουν τελικά χώρα με ακόμη πιο επώδυνο τρόπο. Η εναλλακτική λύση είναι η αμοιβαιοποίηση που οι Γερμανοί φοβούνται. Η Γερμανία έχει πληρώσει βαρύ τίμημα για την μερκαντιλιστική της στρατηγική. Μέσα ή έξω από το ευρώ, δεν μπορεί - και δεν πρέπει – να το συνεχίσει.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...