Οι αντεξουσιαστές στην εξουσία
Η παραπάνω φράση του ΓΑΠ προκάλεσε μεγάλη θυμηδία, καθώς θεωρήθηκε απότοκο εντερικής δυσλειτουργίας κάποιου κειμενογράφου του. Διατείνομαι πως θα πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη μας και να αρχίσουμε να τρέμουμε. Διότι ο αντιεξουσιαστής ΓΑΠ, δεν είναι εκείνο το καλό παιδί από δυσλειτουργική οικογένεια που πρότεινε τη νομιμοποίηση του χασισόδεντρου στις ζαρντινιέρες. Ο αντιεξουσιαστής ΓΑΠ αντλεί την απέχθειά του για το κράτος από δύο ξεπεσμένους αριστοκράτες θεμελιωτές της πρακτικής του νεοφιλελευθερισμού: τον Von Mises και τον Von Hayek. Αυτοί οι δύο, μαζί με τον Friedman και μερικούς ακόμα, έφτιαξαν μια πρακτική που διατηρούσε ως άδειο κέλυφος τον παλιό νεωτερικό φιλελευθερισμό και, μέσα από το πρόταγμα της «ελευθερίας» του πολίτη, καλούσαν σε καταστροφή κάθε κρατικής δομής υπέρ μιας φαντασιακά «ελεύθερης» αγοράς.
Το κράτος λοιπόν καλείται να μικρύνει, να αποτραβηχτεί από τη σφαίρα της δημόσιας ζωής και να συμμορφωθεί προς τους «κανόνες της αγοράς». Η πρώτη συνήθως κίνηση είναι μέσω της μείωσης της προοδευτικής φορολογίας, δηλαδή πρακτικά της αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος. Τα μειωμένα κρατικά έσοδα θα γίνουν μετά η αιτία για να απαιτηθούν και μειωμένα έξοδα. Όμως κανείς από αυτούς δεν εξήγησε τι συμβαίνει όταν υποχωρεί το κράτος και ποιος παίρνει τη θέση του.
Failed State ονομάζεται το κράτος που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ασκήσει την εθνική του κυριαρχία και τις βασικές του λειτουργίες σε κάποια ή όλα τα εδάφη του. Η φράση συνήθως αναφέρεται σε εμπόλεμες καταστάσεις ή άναρχες δομές κρατών που έχουν καταρρεύσει. Αλλά όχι μόνο και όχι πια.
Όταν ολόκληρο το αμερικάνικο κράτος ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να φτάσει στις πλημμυρισμένες περιοχές που άφησε ο τυφώνας Κατρίνα και στέλνει έναν ιδιωτικό στρατό να το κάνει, αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό ενός Failed State. Όταν το ίδιο κράτος αντιμετωπίζει μια τεράστια πετρελαιοκηλίδα και αφήνει όλη την επιχειρησιακή δράση της καταπολέμησής της στα χέρια της εταιρείας που τη δημιούργησε, αυτό είναι δείγμα Failed State. Και μιλάμε αυτή τη στιγμή για το ισχυρότερο κράτος του κόσμου. Με λίγα λόγια, δεν μιλάμε για αδυναμία του κράτους, μιλάμε για απροθυμία.
Το πηδήξαμε… Το ελληνικό κράτος, από την άλλη, δεν διέθετε κάποιες δάφνες αποτελεσματικότητας. Θεωρούνταν πάντα μέρος του κομματικού μηχανισμού των κυβερνήσεων, κι αυτό δημιουργούσε μια ανεξαρτησία έναντι της κοινωνίας που θα έπρεπε να υπηρετεί. Ταυτόχρονα, άργησε πάρα πολύ να αναλάβει ευθύνες απέναντί της. Ξεχνάμε συχνά πως η Ελλάδα γνώρισε ένα κάποιο κράτος πρόνοιας μόλις πριν από τριάντα χρόνια, ήδη δηλαδή τουλάχιστον τριάντα χρόνια αργότερα απ’ ό,τι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Όταν λοιπόν μιλάμε για τη δυσθυμία των Ελλήνων απέναντι στο κράτος, δεν υπάρχει λόγος να ανατρέχουμε σε κάποιο φαντασιακό οθωμανικό παρελθόν. Πάνω σε αυτή τη δυσθυμία πάτησαν οι πρώτοι «εκσυγχρονιστές» επί Σημίτη. Κι εδώ έχουμε άλλη μια ευχάριστη αλλαγή νοήματος. Ο εκσυγχρονισμός της κρατικής διοίκησης τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, πράγματι την έστρεφε μακριά από τα προνόμια της «παλιάς διαφθοράς» της αριστοκρατίας και των ειδικών προνομίων, αλλά συγχρόνως το κράτος αναλάμβανε όλο και περισσότερες λειτουργίες. Στον επί Σημίτη εκσυγχρονισμό συνέβη το αντίθετο. Ο στόχος δεν ήταν τόσο η κατάργηση των ειδικών προνομίων –τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα– ούτε φυσικά η εξοικονόμηση πόρων, αλλά ο περιορισμός των κρατικών υπηρεσιών που προσφέρονται στους πολίτες. Που επειδή συχνά ήταν κακές και αυτόνομες από την κοινωνία, ο περιορισμός τους είχε μικρό αντίκτυπο και πολλές φορές θετικό. Ποιος άνω των τριάντα έχει ξεχάσει τον παλιό ΟΤΕ όπου έκανες έξι μήνες να βάλεις τηλέφωνο, ενώ τις ώρες αιχμής έπρεπε καλέσεις είκοσι φορές για να πιάσεις γραμμή; Αντίθετα, σπάνια έβλεπαν με κακό μάτι τους πολύμηνους αγώνες ομάδων που ήξεραν πως πρόσφεραν υπηρεσίες, όπως π.χ. οι εκπαιδευτικοί.
Όμως οι εποχές των παχειών αγελάδων της πιστωτικής επέκτασης τελείωσαν, και μαζί τους τελείωσε και η συναινετική διαχείριση του «εκσυγχρονισμού» αλά ελληνικά. Το κράτος έπαψε να είναι πρόθυμο να μπουκώνει στόματα, στην προσπάθειά του να αυτοαναιρεθεί. Η Ν.Δ. ακολούθησε έναν άλλο τρόπο. Οι ειλικρινείς δηλώσεις ανικανότητας των υπουργών της να διοικήσουν ήταν μόνο η μισή αλήθεια. Μέσα σε δέκα μόλις χρόνια το ήδη προβληματικό σύστημα περίθαλψης κατέρρευσε πλήρως ως λύση στη συνείδηση των πολιτών, την ίδια στιγμή που τετραπλασίαζε το κόστος του. Σήμερα πια –που οποιοσδήποτε μπορεί προσπαθεί να αποφύγει το δημόσιο σύστημα υγείας– η απόφαση του «αντιεξουσιαστή» είναι προφανής: το κράτος θα άρει την υπόσχεσή του για δημόσια υγεία και πρόνοια.
Και ψόφησε… Το κράτος του ΓΑΠ αποτραβιέται από τις υποσχέσεις του με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς απ’ ό,τι το κράτος του Καραμανλή, και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή που αρκετοί πολίτες ανακαλύπτουν ξαφνικά πόσο πολύ το χρειάζονται. Όταν τα νοσοκομεία έχουν ελλείψεις βασικών προμηθειών που αντίστοιχες θα έβρισκε κανείς μόνο στα ιρακινά νοσοκομεία, πρόκειται για ένα Failed State. Όταν σε λίγο καιρό τα σχολεία στις νέες περιφέρειες του Καλλικράτη δεν θα έχουν να πληρώσουν για τη συντήρησή ή τους μισθούς των καθηγητών, αυτό είναι επίσης ένδειξη ενός Failed State. Και μάλιστα σ’ έναν τομέα (την εκπαίδευση), που θεωρείται ιστορικά μια από τις βασικότερες λειτουργίες του εθνικού κράτους.
Όταν στους διάφορους Άγιους Παντελεήμονες η μεγαλύτερη κατά κεφαλήν αστυνομική δύναμη της Ευρώπης (πάνω από 6 ανά 1.000 κατοίκους) σφυρίζει αδιάφορα στους «φιλήσυχους πολίτες με τις φαλτσέτες», αυτό είναι Failed State. Και δεν θα πρέπει να τους συγχέουμε με το παλιό παρακράτος. Το παρακράτος ήταν το μακρύ χέρι του κράτους. Συντηρούνταν, ελέγχονταν και υποστηριζόταν από τον κρατικό μηχανισμό. Στην περίπτωσή μας, το κράτος δεν κατευθύνει, αλλά αφήνει την πρωτοβουλία παρατηρώντας αυτό το ιδιότυπο ΣΔΙΤ με το γνωστό αδύναμο βλέμμα της ψευτοανικανότητας.
Η αιτία είναι, υποτίθεται, το Μνημόνιο, αλλά στην ουσία τα χρήματα είναι μόνο η αφορμή. Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ για τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, τα 78 δισ. προς τις τράπεζες και το παραμύθι με τις περαιώσεις δεν περιγράφουν ένα κράτος που ψάχνει εναγωνίως να βρει χρήματα, αλλά να άρει όλες εκείνες τις λειτουργίες για το οποίο το θεωρούσαμε υπεύθυνο.
Η στάση πληρωμών της κυβέρνησης προς συγκεκριμένους τομείς της ελληνικής οικονομίας εδώ και έξι μήνες είναι η εγγύηση πως είμαστε ακόμα στην αρχή αυτής της «επανάστασης του αυτονόητου». Αυτονόητου για όλο το περιφερόμενο καρναβάλι που αλληλοσυγχαίρεται δημοσίως. Όπως καλή ώρα ο στρατηγός Προβόπουλος, που αφού πέρασε τον Ρουβίκωνα πριν μερικούς μήνες, βάλθηκε να εξοντώσει το μνημείο κρατικής σπατάλης που είναι οι εκδρομές των ΚΑΠΗ. Ή όπως ο Von Pissarides με το φρεσκοψημένο Νόμπελ Οικονομίας.
Γι’ αυτό και όταν μιλάμε για τη διακυβέρνηση ΓΑΠ, θα πρέπει να μη μένουμε μόνο στο οικονομικό κομμάτι. Οι περισσότερες αποφάσεις της κυβέρνησης μικρό νόημα έχουν εάν τις δούμε από καθαρά οικονομική σκοπιά. Στην ουσία, θα έλεγες πως επί έξι μήνες ο ΓΑΠ τριγυρνούσε την υφήλιο παρακαλώντας τις αγορές να μας τιμωρήσουν, την ίδια στιγμή που η υπόλοιπη κυβέρνηση αρμένιζε βαρκούλες και ο Γ. Προβόπουλος άνοιγε τα παραθυράκια για τη θεαματική κατάρρευση των ελληνικών ομολόγων. Και όταν το Μνημόνιο ξεκίνησε την «επανάσταση του αυτονόητου», οι περισσότερες οικονομικές αποφάσεις κινούνταν μάλλον στη σφαίρα του ανόητου.
Το κράτος ως άδειο κέλυφος. Η κρίση λοιπόν έγινε πράγματι ευκαιρία να προχωρήσει η αντικατάσταση του κράτους από την «αγορά», δηλαδή διάφορους μεγάλους παίκτες που, συν τω χρόνω, αναλαμβάνουν όλο και πιο βασικούς τομείς της κοινωνικής οργάνωσης, ενώ ταυτόχρονα αυτονομούνται όλο και περισσότερο από τη βοήθεια που τους προσφέρει σήμερα το κράτος. Το τελευταίο όριο της υποχώρησης του κράτους είναι η παραχώρηση του μονοπωλίου της βίας, πρώτα στις ΗΠΑ, μια χώρα με παράδοση ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην εσωτερική βία. Διότι ο στόχος αυτών των παικτών είναι ακόμα κι αν χάσουν κάποια στιγμή τον κρατικό έλεγχο, να μην έχει απομείνει αρκετή δύναμη σε αυτό για να τους ανατρέψει.
Οι πολίτες, μέσα σε αυτή την πορεία, έχουν όλο και πιο μικρά περιθώρια αντίδρασης, καθώς όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της καθημερινότητάς τους ελέγχονται από την ανεύθυνη «αγορά», η οποία ορίζει εάν θα έχουν πρόσβαση ή όχι. Το κράτος και οι εκλογές χάνουν την όποια σημασία τους, καθώς η υγεία, η παιδεία και η εργασία παύουν να ελέγχονται από αυτό. Πρόκειται για μια επιστροφή σε μια ιδιότυπη δουλοπαροικία, από αυτές που τόσο συχνά μας μιλάνε οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας.
Και παραδόξως αυτή τη στιγμή, το κράτος –και η όση νομιμοποίηση του έχει απομείνει– είναι το μοναδικό όπλο τους απέναντι σε αυτή την επίθεση. Κι όσο πιο αργά το αντιληφθούν, τόσο το χειρότερο για τους ίδιους.
ελπίζουμε, αύριο βράδυ, να τραγουδάμε στους αντιεξουσιαστές, όλοι μαζί, ... Βασίλη ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπεύθυνος: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκείνο που χαρακτηρίζει και «σταμπάρει» ανεξίτηλα τους... ανεξάρτητους κυβερνητικούς υποψηφίους δεν είναι τόσο τα ιδιαίτερα γνωρίσματα (ηπιότης του Καμίνη, «ριζοσπαστισμός» του Μπουτάρη, μεταλλάξεις του Τατούλη κ.τ.λ.), αλλά η υποστήριξή τους από το κυβερνών κόμμα.
Απόδειξη απτή, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ θεώρησε επιβεβαίωση της πολιτικής του το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου. Επομένως, είναι βέβαιον ότι το βράδυ της Κυριακής το κυβερνών κόμμα θα εγκαταλείψει εντελώς τα προσχήματα και θα θριαμβολογήσει ανοιχτά εν η περιπτώσει εκλεγούν οι... ανεξάρτητοι εκλεκτοί του (Καμίνης, Μπουτάρης, Τατούλης), καθώς και οι καθαρώς κομματικοί υποψήφιοι (Σγουρός, Μίχας κ.ά.). Και θα 'χει δίκιο: θετική ψήφος στους συγκεκριμένους υποψηφίους σημαίνει πλήρη νομιμοποίηση της ασκούμενης πολιτικής. Μιας πολιτικής ακραιφνώς νεοφιλελεύθερης, άκρως δυναστικής και αντιλαϊκής, η οποία -με άλλοθι την υπαρκτή κρίση- οδηγεί τη χώρα στην άβυσσο. Μιας πολιτικής την οποία μόνο μια πρωτόγονη Δεξιά θα μπορούσε να διανοηθεί και να υλοποιήσει... Οι «ανεξάρτητοι» κυβερνητικοί υποψήφιοι ουδέποτε ψέλλισαν έστω μια λέξη εναντίον της ζοφερής αυτής πολιτικής. Ποτέ δεν προβληματίστηκαν. Ούτε εναντιώθηκαν... Λένε κάποιοι, ότι η ψήφος στους κυβερνητικούς υποψηφίους αποτελεί το «μη χείρον», δηλαδή, το «βέλτιστον», με συγκρίσιμο μέγεθος τους υποψηφίους της Δεξιάς. Ομως με βάση τα προεκτεθέντα περί πρωτόγονης Δεξιάς που κυβερνά με έξωθεν εντολείς και Μνημόνιο, κάλλιστα μπορεί να πει κανείς: το μη χείρον... χείριστον! *** Μέμνησο: βλάπτουν τη Συρία το ίδιο. Και οι δύο.
Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ