Οι θέσεις του Κίρο Γκλιγκόροφ για την ονομασία των Σκοπίων
«Στον λαό μας έπρεπε να περάσουμε το μήνυμα ότι τον λαό μας και τον ελληνικό λαό δεν τους χωρίζει τίποτε. Έχουμε στο κάτω-κάτω την ίδια πίστη, την ίδια θρησκεία, ίδια ήθη και έθιμα. Και έχουμε παρόμοιο ταμπεραμέντο γι’ αυτό ανήκουμε στην ίδια ευρύτερη μεσογειακή φυλή. Και δεν υπάρχει λόγος να δημιουργηθεί μίσος και έλλειψη ανοχής μεταξύ των δύο λαών».
Η δήλωση αυτή –όπως και άλλες παρόμοιες– περιέχεται στην συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» (φ. της 29 Ιουνίου 1997) ο τότε πρόεδρος της γειτονικής χώρας Κίρο Γκλιγκόροφ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μία (υπερβολική) διπλωματική φιλοφρόνηση που οφείλεται σε περιστασιακή πολιτική σκοπιμότητα· δεν είναι όμως: Αντιθέτως αποτελεί έκφραση μιας στρατηγικής επιλογής που έγινε με την μακρά πείρα, την πνευματική ευστροφία, την πολιτική παιδεία αλλά και διορατικότητα ενός ηγέτη, στον οποίο το γειτονικό κράτος οφείλει κατά κύριο λόγο την συγκρότηση και διεθνή αναγνώρισή του σε οπωσδήποτε δύσκολους καιρούς. Την ιστορική, αλλά και πολιτική σημασία που κατά τη γνώμη μου εξακολουθεί να έχει η δήλωση, δείχνουν μερικά χαρακτηριστικά, προηγούμενα και επόμενα, γεγονότα:
– Έγινε τρία περίπου χρόνια αφ’ ότου είχε επιβληθεί στην γειτονική χώρα από την ελληνική κυβέρνηση ο γνωστός οικονομικός αποκλεισμός (Φεβρουάριος 1994) και ενάμισυ χρόνο μετά την δολοφονική απόπειρα, η οποία πιθανώτατα οργανώθηκε από εξτρεμιστικά εθνικιστικά στοιχεία του εξωτερικού (τον «Μακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό»), που αντιτάσσονταν στην πολιτική της προσέγγισης προς την Ελλάδα του Γκλιγκόροφ (Οκτώβριος 1995).
– Κατά την συνάντηση εκπροσώπων των χωρών της ΝΑ Ευρώπης που έγινε στις 8 Απριλίου 1997 στα Σκόπια, το γειτονικό κράτος εκπροσωπήθηκε ως «φιλοξενούσα χώρα» και όχι με το «συνταγματικό του όνομα («Μακεδονία») – για χάρη, όπως αναφέρθηκε στην εγχώριο τύπο «των καλών σχέσεων με την Αθήνα», γεγονός που επικρίθηκε από άλλα πολιτικά κόμματα με οξείς χαρακτηρισμούς κατά του Γκλιγκόροφ (βλ. εφ. «Μακεδονία», φ. της 11.4.1997). Τονίζοντας την ανάγκη της συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών ο ίδιος εδήλωνε τέσσερεις μέρες αργότερα σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα «Πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα» («Καθημερινή», ρεπορτάζ με τίτλο την φράση αυτή, φ. της 15.4.1997).
– Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2001, λίγο μετά την εξέγερση των Αλβανών στο γειτονικό κράτος ο Γκλιγκόροφ σε συνέντευξη τύπου στα Σκόπια θεωρούσε ως καλύτερη λύση για την χώρα του την κοινή θέση πολιτικών και διανοουμένων, που είχε υποστηριχθεί κατά τον κλυδωνισμό της Γιουγκοσλαβίας, δηλ. την Συνομοσπονδία με την Ελλάδα (εφ. «Ελευθεροτυπία», 13 Ιουνίου 2001). Στο ίδιο ρεπορτάζ της ελληνικής εφημερίδας παρατίθεται αμέσως κατόπιν το εξής σχετικό απόσπασμα από την συνέντευξη ενός από τους επιφανέστερους συγγραφείς της χώρας και πολιτικού (πρώτου προέδρου του Κόμματος της Δημοκρατικής Ευημερίας), Άντε Ποπόφσκι στην γαλλική εφημερίδα «Liberation» (φ. της 21 Μαρτίου 2001): «Είμαι υπέρ μιας συνομοσπονδίας με την Ελλάδα. Δεν θα κινδυνεύσουμε να χάσουμε την ταυτότητά μας, επειδή η γλώσσα μας είναι εντελώς διαφορετική από την ελληνική ενώ μοιάζει πολύ με την Σερβική και την Βουλγαρική, τους δύο άλλους μεγάλους γείτονές μας».
Με την ελληνική μετάφραση των «Απομνημονευμάτων» του, που εκδόθηκε την άνοιξη του ίδιου χρόνου (2001), ο Γκλιγκόροφ αποσκοπούσε προφανώς πρωτίστως στο να γίνει γνωστή στην κοινή γνώμη της χώρας μας αυτή η πολιτική στρατηγική της φιλικής συνύπαρξης με την Ελλάδα και τις άλλες γειτονικές χώρες – απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της δικής του χώρας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σ. 434). Η φράση «Το καλό των γειτόνων μας είναι και δικό μας και το δικό τους κακό είναι κακό και για μας», την οποία, όπως γράφει, έχει πει πολλές φορές, εκφράζει, νομίζω, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη το πνεύμα αυτής της στρατηγικής. Από τα «Απομνημονεύματά» του μαθαίνει όμως ο Έλληνας αναγνώστης και μερικά άλλα εξαιρετικά χρήσιμα και αναγκαία, για να μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα αυτήν την πολιτική, αλλά και για να γνωρίσει και να καταλάβει ιδεολογίες και συμπεριφορές στην γειτονική χώρα. Μαθαίνει π.χ.
– Τον τρόπο σκέψης και δράσης των εσωτερικών πολιτικών αντιπάλων.
– Τα προβλήματα των σχέσεων με τις άλλες γειτονικές χώρες [Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία, όπως και με την αλβανική μειονότητα (ή «συνιστώσα»)].
– Τις αναγκαιότητες που καθορίζουν την σταθερότητα αλλά και την ίδια την υπόσταση του γειτονικού κράτους.
– Την νοοτροπία και τις συμπεριφορές και τις ενίοτε καθοριστικές για την πολιτική ζωή της χώρας δραστηριότητες των συμπατριωτών του του Εξωτερικού. [Συνοπτική παρουσίαση των «Απομνημονευμάτων» του Γκλιγκόροφ βλ. στο βιβλίο του γράφοντος «Η Ελλάς και το κράτος των Σκοπίων: Παραλειπόμενα σε μία ατυχή διένεξη», Θεσσαλονίκη 2008].
– Και κάτι άλλο ακόμη που αφορά τις σχέσεις του γειτονικού κράτους με την Ελλάδα: την συχνά επαναλαμβανόμενη στα «Απομνημονεύματα» φράση ότι τα προβλήματα που υπάρχουν, θα έπρεπε και θα μπορούσαν να λυθούν όχι με την διαμεσολάβηση (όπως συνέβαινε και συμβαίνει), αλλά με απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η μια πλευρά μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τις (πραγματικές) αναγκαιότητες της άλλης, αλλά και να καταλάβει επίσης γιατί και πού η σύγχρονη πραγματικότητα και η προοπτική για το μέλλον επιβάλλουν τον απαραίτητο για την γειτονική συμβίωση συμβιβασμό.
Μία κατατοπιστική μελέτη των σχέσεων της χώρας μας με το γειτονικό κράτος από την σύστασή του (το 1991) ως σήμερα, όπου π.χ. θα εξετάζονταν ιδέες, πληροφορίες, κρίσεις ή προτάσεις (όπου και όποτε έγιναν) από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, Έλληνες και ξένους διπλωμάτες, τον ημερήσιο ελληνικό και ξένο (ευρωπαϊκό ή αμερικανικό) τύπο, τον τύπο του γειτονικού κράτους και των άλλων βαλκανικών χωρών και θα σχολιάζονταν η πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει. Ενδιαφέρουσες και κατά την γνώμη μου ακόμη χρήσιμες επισκοπήσεις της διένεξης υπάρχουν στο βιβλίο του πολιτικού και υπουργού των Εξωτερικών (1992-1993) Μιχ. Παπακωνσταντίνου, «Το Ημερολόγιο ενός πολιτικού - Η εμπλοκή των Σκοπίων», Αθήνα 1995, στο βιβλίο του διπλωμάτη (πρέσβεως) Γ. Σέκερη, «Η Ελλάδα στη “Νέα Τάξη” - Η εθνική μας στρατηγική στον 21ο αι.», Αθήνα 2004, σ. 437-452 και στα «Απομνημονεύματα» του Γκλιγκόροφ (Αθήνα 2001, σ. 155-476).
Για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικά στοιχεία το καθένα τεκμηριώνουν την δικαιολογημένη (από το ορατό στους πάντες σήμερα αποτέλεσμα) άποψη ότι στην χώρα μας δεν υπήρχε ούτε υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική με σαφείς στόχους και σταθερή βούληση στο ζήτημα αυτό, διότι δεν υπήρχε ούτε υπάρχει εξαιτίας της γνωστής εσωστρέφειας (ή του λεγομένου «πολιτικού κόστους», που κατά την φράση του Μ. Παπακωνσταντίνου μας εμποδίζει να δούμε το «εθνικό κέρδος») εθνική στρατηγική.
Στην διένεξη με το κράτος των Σκοπίων η απουσία εθνικής στρατηγικής φαίνεται πρωτίστως στην βασικής σημασίας αντίφαση που χαρακτηρίζει την πολιτική της χώρας μας προς αυτό: Από τη μια μεριά θεωρείται –όπως και είναι– αναγκαία και χρήσιμη η ύπαρξη και η σταθερότητα του κράτους αυτού για τη χώρα μας (οι εξαιρέσεις στην πολιτική ή στην διπλωματία είναι, ως γνωστόν, ελάχιστες), από την άλλη έλειπε και εξακολουθεί να λείπει κάθε εποικοδομητική (και για τα εθνικά μας συμφέροντα) πρωτοβουλία στα βασικά σημεία της διένεξης: την ονομασία του κράτους και την ονομασία του έθνους. Η επιβαλλόμενη από την γειτονική συμβίωση διαπραγμάτευση δεν έγινε ποτέ, έγινε όμως και εξακολουθεί να γίνεται (στο πλαίσιο ή ακριβέστερα: στο περιθώριο της λεγόμενης διαμεσολάβησης), η αντιπαράθεση στις προκλήσεις από διάφορους φορείς και παράγοντες της άλλης πλευράς που εκδηλώνονται με διαφορετική συχνότητα και έκταση σε τρία θέματα: το ιδεολόγημα της «ενωμένης μεγάλης Μακεδονίας» (με τους γνωστούς χάρτες), το ζήτημα της «μακεδονικής μειονότητας» και την οικειοποίηση του ιστορικού παρελθόντος.
Τα γεγονότα και τα αποτελέσματα που τεκμηριώνουν την αποτυχία είναι γνωστά: Αφού ένας σημαντικός αριθμός κρατών είχε αναγνωρίσει την γειτονική χώρα με το «συνταγματικό» της όνομα, απετράπη η ένταξή του με αυτό στο ΝΑΤΟ με την απόφαση της συνόδου του Απριλίου 2008 για να επικρατήσουν κατόπιν και να επικρατούν ως σήμερα πολιτικές δυνάμεις στην γειτονική χώρα, οι οποίες αυτοβούλως ή έξωθεν κατευθυνόμενες καθιστούν ποικιλοτρόπως δύσκολη την συνεννόηση· και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο «ειδικός μεσολαβητής» να προτείνει την ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» για διεθνή χρήση, «Δημοκρατία της Μακεδονίας» για εσωτερική χρήση, επί πλέον δε κανένα από τα δύο μέρη να μην μπορεί να χρησιμοποιεί σε αποκλειστική βάση τα ονόματα «Μακεδονία» και «μακεδονικός» για εμπορικούς σκοπούς (!) Τώρα, τον Ιούλιο του 2009, ο μεσολαβητής επανέρχεται με την ίδια πρόταση για την ονομασία της χώρας, αφήνοντας τα άλλα έξω από την διαπραγμάτευση (εφ. «Καθημερινή» φ. 8.7.2009, «Ελευθεροτυπία», 12.7.2009). Η κάθε άλλο παρά πρωτότυπη πρόταση για την ονομασία (βλ. τον μακρύ κατάλογο ονομασιών που παραθέτει ο Γκλιγκόροφ, «Απομνημονεύματα», σ. 198-211), οι συναφείς με αυτήν ιδέες του μεσολαβητού, αποτελούν σαφή οπισθοδρόμηση στα 18 χρόνια της αντιπαράθεσης, σαφώς μειωτική για την χώρα μας – μετά τα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (τον Ιούνιο του 1993), την Ενδιάμεση Συμφωνία (το 1995), την διαλλακτική πολιτική του Γκλιγκόροφ και τις άγνωστες στους πολλούς συμφωνίες γαι αμυντική συνεργασία της χώρας μας με το γειτονικό κράτος (14 Ιουλίου 1999, 23 Μαΐου 2002: Βλ. Γ. Σέκερη, όπ.π., σ. 444/5).
Αν η αποδειχθείσα ως αναποτελεσματική –και με την παρούσα μορφή της– επιβλαβής για την χώρα μας διαμεσολάβηση, προς το παρόν τουλάχιστον δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την προταθείσα το 1994 από τον Μ. Παπακωνσταντίνου (βλ. «Ημερολόγιο», σ. 89) και το 2001 από την Κ. Γκλιγκόροφ («Απομνημονεύματα», σ. 329, 403 κ.α.) άμεση διαπραγμάτευση, πρέπει και μπορεί η χώρα μας να πάρει την πρωτοβουλία εκείνη, που θα της επιτρέψει να αποφύγει το σημερινό αδιέξοδο ή δυσμενείς για την ίδια συμβιβασμούς και σε κάθε περίπτωση να παίζει αντί του σημαντικού ρόλου που μπορούσε να παίξει στα Βαλκάνια, να υφίσταται τις γνωστές μειώσεις και να αποτελεί κατά την φράση πρώην (Έλληνα) πρωθυπουργού «μέρος του προβλήματος». Αυτό σημαίνει ότι (παραμερίζοντας τον διαμεσολαβητή) μπορεί να διατυπώσει με την καταλληλότερο τρόπο στην γειτονική χώρα και στην διεθνή κοινότητα την πρότασή της στο (ως βασικό θεωρούμενο) θέμα της ονομασίας και τις θέσεις της στα άλλα, λίγο πολύ άμεσα με αυτό συνδεόμενα ζητήματα.
Η πρώτη αναμφισβήτητη απ’ όλους και έκδηλη πραγματικότητα που μπορεί και πρέπει να αποτελεί την βασική αφετηρία για την επίλυση του προβλήματος είναι κατά τη γνώμη μου η πληθυσμιακή ιδιομορφία του γειτονικού κράτους, όπου οι Αλβανοί κατά την τελευταία απογραφή του 2002 αποτελούν με το 25% εθνική συνιστώσα (με τα γνωστά παρεπόμενα) και ακολουθούν με συνολικό ποσοστό 10,5% άλλες μειονότητες. Συνδυαζόμενη με την επίσης αυτονόητη ανάγκη να δηλώνεται η ενότητά του ως πολιτειακής οντότητας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό – ενότητα που απαιτεί η σταθερότητα της περιοχής, και επιθυμούν, εκτός από τους κυβερνώντες σε αυτό, ιδιαιτέρως η Ελλάς και ο διεθνής παράγων, η αφετηρία αυτού οδηγεί στην ονομασία: «Ενωμένη (ή Ενιαία) Δημοκρατία Makedonja» (αγγλιστί: United Republic of Macedonja), όπου με «Makedonja» εννοείται η εδαφική περιοχή.
Κατά την μετάφραση γνώστη της εγχώριας γλώσσας η απόδοση της προτεινόμενης ονομασίας σε αυτήν θα ήταν: Obedineta Republika Makedonija. Αυτονόητο είναι ότι η Ελλάς θα διατηρεί το (αποκλειστικό) δικαίωμά της στην διεθνή χρήση του (ελληνικού) ονόματος Μακεδονία (Macedonia, Makedonien, Μacedoine) και των παραγώγων του.
Την πραγματικότητα αυτή παραγνωρίζει η χρήση της λεγόμενης «συνταγματικής ονομασίας» Δημοκρατία της Μακεδονίας (Republic of Macedonia), όπου δεν εννοείται η κατοικηθείσα από Σλάβους και μόλις πριν από μερικές δεκαετίες ονομασθείσα έτσι περιοχή, αλλά όλος ο γεωγραφικός, με εντελώς διαφορετικό ιστορικό περιεχόμενο, γεωγραφικός χώρος. Χωρίς την δήλωση αυτού του επίσης ιδιαίτερης σημασίας χαρακτηριστικού (σλαβικού) στοιχείου, οποιαδήποτε άλλη σύνθετη ονομασία είναι για την ευρύτερη περιοχή, αλλά και το ίδιο το κράτος λίγο-πολύ προβληματική. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μ. Παπακωνσταντίνου είχε προτείνει στον C. Vance τον Μάρτιο του 1993 αντί της δικής του πρότασης Nova Macedonia –την οποία υποστήριξαν αργότερα σε δοκίμιό τους τέσσερεις κορυφαίοι Έλληνες διπλωμάτες– το κράτος να λέγεται (αμετάφραστα) Novamacedonija (Ημερολόγιο, σ. 386). Η επιμονή στην χρήση της «συνταγματικής ονομασίας» οφείλεται, όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα του Γκλιγκόροφ («Απομνημονεύματα», σ. 218-221) εν μέρει στην αντίληψη ότι έτσι κατοχυρώνεται η αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας των Σλάβων κατοίκων. Αυτό δεν είναι απαραίτητο, ως γνωστόν υπάρχουν κράτη, στην ονομασία των οποίων δεν δηλώνεται το έθνος και σε αυτά για περισσότερους λόγους πρέπει να ανήκει και το γειτονικό. Και το σπουδαιότερο: Συμφέρει περισσότερο και στους ίδιους τους γείτονες να δηλώνεται ο χαρακτήρας του κράτους ως ενιαίας πολιτικής οντότητας απ’ όσο μία γενική (και ιστορικά άστοχη) ονομασία.
Πηγή και συνέχεια εδώ
Η δήλωση αυτή –όπως και άλλες παρόμοιες– περιέχεται στην συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» (φ. της 29 Ιουνίου 1997) ο τότε πρόεδρος της γειτονικής χώρας Κίρο Γκλιγκόροφ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μία (υπερβολική) διπλωματική φιλοφρόνηση που οφείλεται σε περιστασιακή πολιτική σκοπιμότητα· δεν είναι όμως: Αντιθέτως αποτελεί έκφραση μιας στρατηγικής επιλογής που έγινε με την μακρά πείρα, την πνευματική ευστροφία, την πολιτική παιδεία αλλά και διορατικότητα ενός ηγέτη, στον οποίο το γειτονικό κράτος οφείλει κατά κύριο λόγο την συγκρότηση και διεθνή αναγνώρισή του σε οπωσδήποτε δύσκολους καιρούς. Την ιστορική, αλλά και πολιτική σημασία που κατά τη γνώμη μου εξακολουθεί να έχει η δήλωση, δείχνουν μερικά χαρακτηριστικά, προηγούμενα και επόμενα, γεγονότα:
– Έγινε τρία περίπου χρόνια αφ’ ότου είχε επιβληθεί στην γειτονική χώρα από την ελληνική κυβέρνηση ο γνωστός οικονομικός αποκλεισμός (Φεβρουάριος 1994) και ενάμισυ χρόνο μετά την δολοφονική απόπειρα, η οποία πιθανώτατα οργανώθηκε από εξτρεμιστικά εθνικιστικά στοιχεία του εξωτερικού (τον «Μακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό»), που αντιτάσσονταν στην πολιτική της προσέγγισης προς την Ελλάδα του Γκλιγκόροφ (Οκτώβριος 1995).
– Κατά την συνάντηση εκπροσώπων των χωρών της ΝΑ Ευρώπης που έγινε στις 8 Απριλίου 1997 στα Σκόπια, το γειτονικό κράτος εκπροσωπήθηκε ως «φιλοξενούσα χώρα» και όχι με το «συνταγματικό του όνομα («Μακεδονία») – για χάρη, όπως αναφέρθηκε στην εγχώριο τύπο «των καλών σχέσεων με την Αθήνα», γεγονός που επικρίθηκε από άλλα πολιτικά κόμματα με οξείς χαρακτηρισμούς κατά του Γκλιγκόροφ (βλ. εφ. «Μακεδονία», φ. της 11.4.1997). Τονίζοντας την ανάγκη της συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών ο ίδιος εδήλωνε τέσσερεις μέρες αργότερα σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα «Πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα» («Καθημερινή», ρεπορτάζ με τίτλο την φράση αυτή, φ. της 15.4.1997).
– Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2001, λίγο μετά την εξέγερση των Αλβανών στο γειτονικό κράτος ο Γκλιγκόροφ σε συνέντευξη τύπου στα Σκόπια θεωρούσε ως καλύτερη λύση για την χώρα του την κοινή θέση πολιτικών και διανοουμένων, που είχε υποστηριχθεί κατά τον κλυδωνισμό της Γιουγκοσλαβίας, δηλ. την Συνομοσπονδία με την Ελλάδα (εφ. «Ελευθεροτυπία», 13 Ιουνίου 2001). Στο ίδιο ρεπορτάζ της ελληνικής εφημερίδας παρατίθεται αμέσως κατόπιν το εξής σχετικό απόσπασμα από την συνέντευξη ενός από τους επιφανέστερους συγγραφείς της χώρας και πολιτικού (πρώτου προέδρου του Κόμματος της Δημοκρατικής Ευημερίας), Άντε Ποπόφσκι στην γαλλική εφημερίδα «Liberation» (φ. της 21 Μαρτίου 2001): «Είμαι υπέρ μιας συνομοσπονδίας με την Ελλάδα. Δεν θα κινδυνεύσουμε να χάσουμε την ταυτότητά μας, επειδή η γλώσσα μας είναι εντελώς διαφορετική από την ελληνική ενώ μοιάζει πολύ με την Σερβική και την Βουλγαρική, τους δύο άλλους μεγάλους γείτονές μας».
Με την ελληνική μετάφραση των «Απομνημονευμάτων» του, που εκδόθηκε την άνοιξη του ίδιου χρόνου (2001), ο Γκλιγκόροφ αποσκοπούσε προφανώς πρωτίστως στο να γίνει γνωστή στην κοινή γνώμη της χώρας μας αυτή η πολιτική στρατηγική της φιλικής συνύπαρξης με την Ελλάδα και τις άλλες γειτονικές χώρες – απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της δικής του χώρας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σ. 434). Η φράση «Το καλό των γειτόνων μας είναι και δικό μας και το δικό τους κακό είναι κακό και για μας», την οποία, όπως γράφει, έχει πει πολλές φορές, εκφράζει, νομίζω, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη το πνεύμα αυτής της στρατηγικής. Από τα «Απομνημονεύματά» του μαθαίνει όμως ο Έλληνας αναγνώστης και μερικά άλλα εξαιρετικά χρήσιμα και αναγκαία, για να μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα αυτήν την πολιτική, αλλά και για να γνωρίσει και να καταλάβει ιδεολογίες και συμπεριφορές στην γειτονική χώρα. Μαθαίνει π.χ.
– Τον τρόπο σκέψης και δράσης των εσωτερικών πολιτικών αντιπάλων.
– Τα προβλήματα των σχέσεων με τις άλλες γειτονικές χώρες [Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία, όπως και με την αλβανική μειονότητα (ή «συνιστώσα»)].
– Τις αναγκαιότητες που καθορίζουν την σταθερότητα αλλά και την ίδια την υπόσταση του γειτονικού κράτους.
– Την νοοτροπία και τις συμπεριφορές και τις ενίοτε καθοριστικές για την πολιτική ζωή της χώρας δραστηριότητες των συμπατριωτών του του Εξωτερικού. [Συνοπτική παρουσίαση των «Απομνημονευμάτων» του Γκλιγκόροφ βλ. στο βιβλίο του γράφοντος «Η Ελλάς και το κράτος των Σκοπίων: Παραλειπόμενα σε μία ατυχή διένεξη», Θεσσαλονίκη 2008].
– Και κάτι άλλο ακόμη που αφορά τις σχέσεις του γειτονικού κράτους με την Ελλάδα: την συχνά επαναλαμβανόμενη στα «Απομνημονεύματα» φράση ότι τα προβλήματα που υπάρχουν, θα έπρεπε και θα μπορούσαν να λυθούν όχι με την διαμεσολάβηση (όπως συνέβαινε και συμβαίνει), αλλά με απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η μια πλευρά μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τις (πραγματικές) αναγκαιότητες της άλλης, αλλά και να καταλάβει επίσης γιατί και πού η σύγχρονη πραγματικότητα και η προοπτική για το μέλλον επιβάλλουν τον απαραίτητο για την γειτονική συμβίωση συμβιβασμό.
Μία κατατοπιστική μελέτη των σχέσεων της χώρας μας με το γειτονικό κράτος από την σύστασή του (το 1991) ως σήμερα, όπου π.χ. θα εξετάζονταν ιδέες, πληροφορίες, κρίσεις ή προτάσεις (όπου και όποτε έγιναν) από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, Έλληνες και ξένους διπλωμάτες, τον ημερήσιο ελληνικό και ξένο (ευρωπαϊκό ή αμερικανικό) τύπο, τον τύπο του γειτονικού κράτους και των άλλων βαλκανικών χωρών και θα σχολιάζονταν η πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει. Ενδιαφέρουσες και κατά την γνώμη μου ακόμη χρήσιμες επισκοπήσεις της διένεξης υπάρχουν στο βιβλίο του πολιτικού και υπουργού των Εξωτερικών (1992-1993) Μιχ. Παπακωνσταντίνου, «Το Ημερολόγιο ενός πολιτικού - Η εμπλοκή των Σκοπίων», Αθήνα 1995, στο βιβλίο του διπλωμάτη (πρέσβεως) Γ. Σέκερη, «Η Ελλάδα στη “Νέα Τάξη” - Η εθνική μας στρατηγική στον 21ο αι.», Αθήνα 2004, σ. 437-452 και στα «Απομνημονεύματα» του Γκλιγκόροφ (Αθήνα 2001, σ. 155-476).
Για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικά στοιχεία το καθένα τεκμηριώνουν την δικαιολογημένη (από το ορατό στους πάντες σήμερα αποτέλεσμα) άποψη ότι στην χώρα μας δεν υπήρχε ούτε υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική με σαφείς στόχους και σταθερή βούληση στο ζήτημα αυτό, διότι δεν υπήρχε ούτε υπάρχει εξαιτίας της γνωστής εσωστρέφειας (ή του λεγομένου «πολιτικού κόστους», που κατά την φράση του Μ. Παπακωνσταντίνου μας εμποδίζει να δούμε το «εθνικό κέρδος») εθνική στρατηγική.
Στην διένεξη με το κράτος των Σκοπίων η απουσία εθνικής στρατηγικής φαίνεται πρωτίστως στην βασικής σημασίας αντίφαση που χαρακτηρίζει την πολιτική της χώρας μας προς αυτό: Από τη μια μεριά θεωρείται –όπως και είναι– αναγκαία και χρήσιμη η ύπαρξη και η σταθερότητα του κράτους αυτού για τη χώρα μας (οι εξαιρέσεις στην πολιτική ή στην διπλωματία είναι, ως γνωστόν, ελάχιστες), από την άλλη έλειπε και εξακολουθεί να λείπει κάθε εποικοδομητική (και για τα εθνικά μας συμφέροντα) πρωτοβουλία στα βασικά σημεία της διένεξης: την ονομασία του κράτους και την ονομασία του έθνους. Η επιβαλλόμενη από την γειτονική συμβίωση διαπραγμάτευση δεν έγινε ποτέ, έγινε όμως και εξακολουθεί να γίνεται (στο πλαίσιο ή ακριβέστερα: στο περιθώριο της λεγόμενης διαμεσολάβησης), η αντιπαράθεση στις προκλήσεις από διάφορους φορείς και παράγοντες της άλλης πλευράς που εκδηλώνονται με διαφορετική συχνότητα και έκταση σε τρία θέματα: το ιδεολόγημα της «ενωμένης μεγάλης Μακεδονίας» (με τους γνωστούς χάρτες), το ζήτημα της «μακεδονικής μειονότητας» και την οικειοποίηση του ιστορικού παρελθόντος.
Τα γεγονότα και τα αποτελέσματα που τεκμηριώνουν την αποτυχία είναι γνωστά: Αφού ένας σημαντικός αριθμός κρατών είχε αναγνωρίσει την γειτονική χώρα με το «συνταγματικό» της όνομα, απετράπη η ένταξή του με αυτό στο ΝΑΤΟ με την απόφαση της συνόδου του Απριλίου 2008 για να επικρατήσουν κατόπιν και να επικρατούν ως σήμερα πολιτικές δυνάμεις στην γειτονική χώρα, οι οποίες αυτοβούλως ή έξωθεν κατευθυνόμενες καθιστούν ποικιλοτρόπως δύσκολη την συνεννόηση· και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο «ειδικός μεσολαβητής» να προτείνει την ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» για διεθνή χρήση, «Δημοκρατία της Μακεδονίας» για εσωτερική χρήση, επί πλέον δε κανένα από τα δύο μέρη να μην μπορεί να χρησιμοποιεί σε αποκλειστική βάση τα ονόματα «Μακεδονία» και «μακεδονικός» για εμπορικούς σκοπούς (!) Τώρα, τον Ιούλιο του 2009, ο μεσολαβητής επανέρχεται με την ίδια πρόταση για την ονομασία της χώρας, αφήνοντας τα άλλα έξω από την διαπραγμάτευση (εφ. «Καθημερινή» φ. 8.7.2009, «Ελευθεροτυπία», 12.7.2009). Η κάθε άλλο παρά πρωτότυπη πρόταση για την ονομασία (βλ. τον μακρύ κατάλογο ονομασιών που παραθέτει ο Γκλιγκόροφ, «Απομνημονεύματα», σ. 198-211), οι συναφείς με αυτήν ιδέες του μεσολαβητού, αποτελούν σαφή οπισθοδρόμηση στα 18 χρόνια της αντιπαράθεσης, σαφώς μειωτική για την χώρα μας – μετά τα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (τον Ιούνιο του 1993), την Ενδιάμεση Συμφωνία (το 1995), την διαλλακτική πολιτική του Γκλιγκόροφ και τις άγνωστες στους πολλούς συμφωνίες γαι αμυντική συνεργασία της χώρας μας με το γειτονικό κράτος (14 Ιουλίου 1999, 23 Μαΐου 2002: Βλ. Γ. Σέκερη, όπ.π., σ. 444/5).
Αν η αποδειχθείσα ως αναποτελεσματική –και με την παρούσα μορφή της– επιβλαβής για την χώρα μας διαμεσολάβηση, προς το παρόν τουλάχιστον δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την προταθείσα το 1994 από τον Μ. Παπακωνσταντίνου (βλ. «Ημερολόγιο», σ. 89) και το 2001 από την Κ. Γκλιγκόροφ («Απομνημονεύματα», σ. 329, 403 κ.α.) άμεση διαπραγμάτευση, πρέπει και μπορεί η χώρα μας να πάρει την πρωτοβουλία εκείνη, που θα της επιτρέψει να αποφύγει το σημερινό αδιέξοδο ή δυσμενείς για την ίδια συμβιβασμούς και σε κάθε περίπτωση να παίζει αντί του σημαντικού ρόλου που μπορούσε να παίξει στα Βαλκάνια, να υφίσταται τις γνωστές μειώσεις και να αποτελεί κατά την φράση πρώην (Έλληνα) πρωθυπουργού «μέρος του προβλήματος». Αυτό σημαίνει ότι (παραμερίζοντας τον διαμεσολαβητή) μπορεί να διατυπώσει με την καταλληλότερο τρόπο στην γειτονική χώρα και στην διεθνή κοινότητα την πρότασή της στο (ως βασικό θεωρούμενο) θέμα της ονομασίας και τις θέσεις της στα άλλα, λίγο πολύ άμεσα με αυτό συνδεόμενα ζητήματα.
Η πρώτη αναμφισβήτητη απ’ όλους και έκδηλη πραγματικότητα που μπορεί και πρέπει να αποτελεί την βασική αφετηρία για την επίλυση του προβλήματος είναι κατά τη γνώμη μου η πληθυσμιακή ιδιομορφία του γειτονικού κράτους, όπου οι Αλβανοί κατά την τελευταία απογραφή του 2002 αποτελούν με το 25% εθνική συνιστώσα (με τα γνωστά παρεπόμενα) και ακολουθούν με συνολικό ποσοστό 10,5% άλλες μειονότητες. Συνδυαζόμενη με την επίσης αυτονόητη ανάγκη να δηλώνεται η ενότητά του ως πολιτειακής οντότητας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό – ενότητα που απαιτεί η σταθερότητα της περιοχής, και επιθυμούν, εκτός από τους κυβερνώντες σε αυτό, ιδιαιτέρως η Ελλάς και ο διεθνής παράγων, η αφετηρία αυτού οδηγεί στην ονομασία: «Ενωμένη (ή Ενιαία) Δημοκρατία Makedonja» (αγγλιστί: United Republic of Macedonja), όπου με «Makedonja» εννοείται η εδαφική περιοχή.
Κατά την μετάφραση γνώστη της εγχώριας γλώσσας η απόδοση της προτεινόμενης ονομασίας σε αυτήν θα ήταν: Obedineta Republika Makedonija. Αυτονόητο είναι ότι η Ελλάς θα διατηρεί το (αποκλειστικό) δικαίωμά της στην διεθνή χρήση του (ελληνικού) ονόματος Μακεδονία (Macedonia, Makedonien, Μacedoine) και των παραγώγων του.
Την πραγματικότητα αυτή παραγνωρίζει η χρήση της λεγόμενης «συνταγματικής ονομασίας» Δημοκρατία της Μακεδονίας (Republic of Macedonia), όπου δεν εννοείται η κατοικηθείσα από Σλάβους και μόλις πριν από μερικές δεκαετίες ονομασθείσα έτσι περιοχή, αλλά όλος ο γεωγραφικός, με εντελώς διαφορετικό ιστορικό περιεχόμενο, γεωγραφικός χώρος. Χωρίς την δήλωση αυτού του επίσης ιδιαίτερης σημασίας χαρακτηριστικού (σλαβικού) στοιχείου, οποιαδήποτε άλλη σύνθετη ονομασία είναι για την ευρύτερη περιοχή, αλλά και το ίδιο το κράτος λίγο-πολύ προβληματική. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μ. Παπακωνσταντίνου είχε προτείνει στον C. Vance τον Μάρτιο του 1993 αντί της δικής του πρότασης Nova Macedonia –την οποία υποστήριξαν αργότερα σε δοκίμιό τους τέσσερεις κορυφαίοι Έλληνες διπλωμάτες– το κράτος να λέγεται (αμετάφραστα) Novamacedonija (Ημερολόγιο, σ. 386). Η επιμονή στην χρήση της «συνταγματικής ονομασίας» οφείλεται, όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα του Γκλιγκόροφ («Απομνημονεύματα», σ. 218-221) εν μέρει στην αντίληψη ότι έτσι κατοχυρώνεται η αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας των Σλάβων κατοίκων. Αυτό δεν είναι απαραίτητο, ως γνωστόν υπάρχουν κράτη, στην ονομασία των οποίων δεν δηλώνεται το έθνος και σε αυτά για περισσότερους λόγους πρέπει να ανήκει και το γειτονικό. Και το σπουδαιότερο: Συμφέρει περισσότερο και στους ίδιους τους γείτονες να δηλώνεται ο χαρακτήρας του κράτους ως ενιαίας πολιτικής οντότητας απ’ όσο μία γενική (και ιστορικά άστοχη) ονομασία.
Πηγή και συνέχεια εδώ
Κωνσταντίνε,άσχετο με την ανάρτηση,αλλά σκέφτομαι να πάρω το βιβλίο των Ιγνατίου/Έλλις για τα Ίμια,και αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο.Ξέρω,υπάρχουν πολλά ντοκουμέντα,αλλά μήπως το έχεις αγοράσει για να μου πεις την γνώμη σου;Και οποισδήποτε το έχει αγοράσει και το έχει διαβάσει(έστω και ένα μικρό μέρος),μπορεί να μου πει αν αξίζει να ξοδέψω 17 ευρώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσωπικά δεν θα το αγόραζα, για έναν σοβαρό λόγο. Τα ντοκουμέντα είναι λογοκριμένα κι έτσι μέσα από αυτά θα μάθουμε αυτά που οι αμερικανοί θέλουν να μάθουμε και τίποτε άλλο. Ήδη, με όσα διέρρευσαν, δεν υπάρχει τίποτε νεότερο από όσα ήδη γνωρίζαμε. Οι άνθρωποι που γνωρίζουν, δεν μιλάνε επειδή υπάρχει το άκρως απόρρητο. Και ούτε θα μιλήσουν ποτέ. Οπότε, η μισή αλήθεια (τουλάχιστον) βρίσκεται κρυμμένη από τα έγγραφα (λόγω λογοκρισίας των αμερικανών), η άλλη μισή αλήθεια βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν θα την μάθουμε ποτέ. Τι μας προσφέρει λοιπόν αυτό τ βιβλίο; Το ένα τέταρτο της αλήθειας. Όταν γνωρίζουμε πως και η μισή αλήθεια είναι χειρότερη από το ψέμα, πόσο χειρότερο είναι να γνωρίζεις το 1/4 της αλήθειας; Προσωπικά νομίζω πως έστω και μετά από τόσα χρόνια, θα πρέπει να γίνει μία διακομματική επιτροπή που θα ερευνήσει, με ίσο αριθμό βουλευτών ή ειδικών από κάθε κόμμα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γίνει έρευνα από την Δικαιοσύνη, ενώ σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία θα πρέπει να αιτηθούμε από το ΝΑΤΟ και οποιονδήποτε αρμόδιο οργανισμό, να διευρευνήσει τον ρόλο των ΗΠΑ στην προσπάθεια δημιουργίας εντάσεων υπέρ των συμφερόντων της, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελληνική Ομογένεια στις ΗΠΑ θα πρέπει να ενεργοποιηθεί και να πιέσει όλους εκείνους που συμμετείχαν ή που γνωρίζουν τι πραγματικά συνέβη εκείνη τη νύχτα, αλλά κυρίως τις προηγούμενες ημέρες τόσο στην περιοχή των Ιμίων, όσο και στα στρατιωτικά επιτελεία της Τουρκίας και των ΗΠΑ. Μόνο με συμπαγή πίεση θα μπορέσει να βγει κάτι στο φως. Όλα όσα κυκλοφορούν ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν σε μορφή βιβλίων ή "διαρροών" θα είναι απλά εσκεμμένες ενέργειες μυστικών υπηρεσιών ξένων κρατών, που θα ενεργοποιηθούν σε δεδομένες χρονικές στιγμές για να επηρεάσουν την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας, υπέρ των συμφερόντων τους. Νομίζω πως απλά ήρθε ο καιρός να δοθεί εντολή στην ΕΥΠ να λειτουργήσει όπως αυτή γνωρίζει. Αλλά τα μέλη της που θα ασχοληθούν θα πρέπει να είναι εκτός "αμερικανικής επιρροής" ή να μην έχουν λειτουργήσει ποτέ ως σύνδεσμοι με αμερικανούς πράκτορες και να μην είναι "στοχοποιημένοι". Αν αναλάβουν οι άνθρωποι της ΕΥΠ είμαι πεπεισμένος πως θα μαθευτούν όλα. Το ζήτημα όμως είναι εάν η αλήθεια συμφέρει σε κάποιους πολύ δυνατούς εντός της Ελλάδας... και αν αυτοί θα ανεχτούν ή θα διατάξουν μία τέτοια έρευνα και μία τέτοια συνδυασμένη "επίθεση" κατά των "συμμάχων"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε μου,το σχόλιο σου,με κάλυψε απόλυτα.Και εγώ κρατάω μια επιφυλακτική στάση απέναντι στο βιβλίο αυτό,αλλά και σε κάθε βιβλίο που πιθανώς να εκδοθεί,απο "μεγάλοδημοσιογράφους".Συμφωνώ με όλα αυτά που λες για ΗΠΑ,ΝΑΤΟ,ΕΥΠ κλπ.Έτσι και αλλιώς,ήδη έχουμε μάθει αρκετά πράγματα γύρω απο τα Ίμια,αλλά πρέπει να υπάρχουν και άλλα,που ίσως δεν έχουν βγεί και ούτε πρόκειται να βγουν για τα επόμενα χρόνια.Τελικά,δεν θα αγοράσω το βιβλίο,όπως έτσι και αλλιώς δεν θα το αγόραζα.Συνέχισε την πολύ καλή δουλειά που κάνεις στο παρόν blog και την ενημέρωση που προσφέρεις :)
ΑπάντησηΔιαγραφήGeorge, 17 ευρώ έχει το βιβλίο δε θα χρειαστεί να πάρεις δάνειο σε euribor. Πάρε το βιβλίο, διάβασε το και κρίνε μόνος σου αφού το αντιπαραβάλεις με άλλες πηγές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν τα τρως καλυτερα σουβλακια,προκειμενου να τα δωσεις στους πρακτορες των Αμερικανων.
ΑπάντησηΔιαγραφή