Η νεο-οθωμανική Τουρκία του Ερντογάν
Οι ακραίες επιλογές που έχει ο Ερντογάν στο επόμενο εξάμηνο
Στις 24 Ιουλίου η Αγία Σοφία επέστρεψε στο 1453, στην εποχή της κατάκτησης.
Συνιστά κοινή διαπίστωση, ότι ο τούρκος Πρόεδρος επέλεξε συμβολικά την ημέρα εορτασμού της γέννησης της σύγχρονης Τουρκίας κι ένα χριστιανικό τοπόσημο οικουμενικής εμβέλειας προκειμένου να αποδομήσει τελετουργικά και πανηγυρικά το διάλειμμα της κεμαλικής «παράδοσης» και να οριοθετήσει την επιστροφή στο χαλιφάτο.
Με αφορμή, λοιπόν, τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, πρέπει να ανοίξει και μια μεγάλη συζήτηση για την ορατότητα και την αποδοχή του διαφορετικού στην Τουρκία, για τη θέση των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών σε αυτή, και για τις άβολες και δυσάρεστες διαπιστώσεις του Samuel Huntington για τη σύγκρουση των πολιτισμών.
Επιπλέον, αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός ότι οι τουρκικές κυβερνήσεις και καθεστώτα δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ με την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά που το σύγχρονο τουρκικό κράτος παρέλαβε με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Τόσο οι υπερασπιστές του κοσμικού κράτους όσο και οι ευσεβείς μουσουλμάνοι που έχουν κυβερνήσει τη γειτονική χώρα, επιδίωξαν να υποβαθμίσουν ή να οικειοποιηθούν τα μνημεία που δεν ανήκουν στην οθωμανική αισθητική και παράδοση.
Παράλληλα, επένδυσαν συστηματικά στον εκτουρκισμό και την αποκοπή των μειονοτήτων από την πολιτιστική κληρονομιά τους (π.χ. άρθρο 301 Ποινικού Κώδικα, σπίτια του λαού, ο νόμος του επιθέτου, τα βακούφια). Υπό αυτή την έννοια, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί απεικονίζει με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο το καχεκτικό κράτος δικαίου, την καθεστωτική αντίληψη της εξουσίας, την έλλειψη ανεκτικότητας και την ταχεία απομάκρυνση από οτιδήποτε θυμίζει ευρωπαϊκό πολιτισμό και αξίες.
Περαιτέρω, η απήχηση αυτής της ενέργειας είναι σημαντική όχι μόνο στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο του Ερντογάν, αλλά και στο σουνιτικό Ισλάμ. Η ερντογανική Τουρκία επιδιώκει συστηματικά να διεισδύσει και να αποκτήσει επιρροή σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς, είτε πρόκειται για την τουρκική διασπορά στην Ευρώπη είτε για μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα Βαλκάνια, την Αφρική ή στον δρόμο του μεταξιού μέχρι την Κίνα.
Με δεδομένο ότι το «στρατηγικό βάθος» αφορά και στον έλεγχο πληθυσμών που βρίσκονται στην περιφέρεια της Τουρκίας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, καθίσταται αντιληπτό ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί αποτελεί μια υπολογισμένη κίνηση και επένδυση για τη θρησκευτική διπλωματία της Τουρκίας στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο.
Βέβαια, όσο συζητούμε για τη χυδαία αντιμετώπιση του κορυφαίου θρησκευτικού συμβόλου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το καθεστώς της Άγκυρας, οφείλουμε να εξετάσουμε και την ακολουθία των πιθανών προκλήσεων, διότι πλέον τίποτε δεν είναι αδιανόητο μέχρι το τέλος του έτους. Καθώς το παράθυρο ευκαιρίας μάλλον θα κλείσει με την ανάληψη των καθηκόντων από τον καινούριο ένοικο του Λευκού Οίκου, ο Ερντογάν καλείται να λάβει και να εφαρμόσει αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική που θα δημιουργήσουν τετελεσμένα, προκειμένου:
α) να χτίσει νέες κόκκινες γραμμές απέναντι στη Δύση και την Ευρώπη,
β) να συγκεντρώσει διαπραγματευτικά χαρτιά για να συνεχίσει να παίζει με σημαδεμένη τράπουλα με τη Μόσχα, και
γ) να προωθήσει τις διεκδικήσεις του στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην πρώτη περίπτωση, το καθεστώς της Άγκυρας θα αναζητήσει πιεστικά από την ΕΕ μια περισσότερο επικερδή συμφωνία σχετικά με τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Και το πιθανότερο είναι πως θα τα καταφέρει, ενόψει της προνομιακής σχέσης που έχει με την Γερμανία, η οποία ασκεί την Προεδρία στην ΕΕ αυτό το εξάμηνο. Οι δε σχέσεις με το Κρεμλίνο είναι αμοιβαία επωφελείς και τόσο καλά προσαρμοσμένες στο διπλωματικό παιχνίδι που παίζεται σε βάρος των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στη Λιβύη και τη Συρία, ώστε βάσιμα ο Ερντογάν μπορεί να ελπίζει σε ενδεχόμενη ρωσική διπλωματική συμπαιγνία σε περίπτωση που μετά την Αγία Σοφία αποφασίσει να πλήξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ήδη, η χλιαρή αντίδραση του Κρεμλίνου στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, μόνο προβληματισμό δημιουργεί ενόψει της πάγιας επιδίωξης του Πατριαρχείου της Μόσχας να υφαρπάξει τα πρωτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για να αναδειχθεί σε Γ’ Ρώμη.
Τέλος, είναι πασιφανές πως το μεγαλύτερο πεδίο έντασης βρίσκεται πλέον στην Ανατολική Μεσόγειο. Από τα νότια της Κρήτης ως το Καστελλόριζο, η Τουρκία έχει την επιχειρησιακή δυνατότητα και την πολιτική βούληση να κλιμακώσει την ένταση με την Αθήνα, χρησιμοποιώντας τα ερευνητικά σκάφη που συνοδεύονται από πολεμικά πλοία της.
Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η πιθανότητα πρόκλησης θερμού επεισοδίου στην Ανατολική Μεσόγειο είναι η αναμενόμενη εκδοχή της τουρκικής προκλητικότητας. Στο πιο ακραίο και αιφνιδιαστικό ενδεχόμενο που θα υπαγορευόταν από την πίεση του χρόνου μέχρι τις αμερικανικές εκλογές, κανείς δεν θα μπορούσε να αποκλείσει κατηγορηματικά ακόμη και την πιθανότητα τετελεσμένων στην Κύπρο, όπως η προσάρτηση των κατεχομένων.
Μια τέτοια ακραία επιλογή, εκτός από την αυτονόητη πολιτική ισχυροποίηση του ερντογανικού καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας, φαίνεται πως μάλλον θα πρόσφερε περισσότερα οφέλη σε σχέση με τις ζημίες που θα κατέγραφε σε διεθνές επίπεδο, διότι:
α) τα σύνορα θα σκλήραιναν, γιατί θα στρατικοποιούνταν και από τις δύο πλευρές, και η Άγκυρα θα εκβίαζε πλέον την ΕΕ πιο αποτελεσματικά με όμηρο την Κύπρο,
β) το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών θα γινόταν περισσότερο σύνθετο για όλους εκτός από την Τουρκία,
γ) θα αυτο-νομιμοποιούνταν ως προστάτιδα των Τουρκοκυπρίων και θεματοφύλακας των συμφερόντων τους που σχετίζονται με τον υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο,
δ) θα μεγάλωνε την επικράτειά της αναθεωρώντας de facto τη Συνθήκη της Λωζάννης και θα επανάφερε τη συζήτηση για την ανάγκη επανεξέτασής της, ώστε να διορθωθούν οι υποτιθέμενες αδικίες σε βάρος της,
ε) θα ενίσχυε τη νέο-οθωμανική αυτοκρατορική εικόνα που επιδιώκει να προβάλλει στον ισλαμικό κόσμο, και
στ) θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή πολιτική κρίση και αστάθεια σε Ελλάδα και Κύπρο, και συνεπώς νέες ευκαιρίες για διεκδικήσεις.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω συγκροτούν ένα ιδιαίτερα απαισιόδοξο σενάριο που ακούγεται περισσότερο ως κινδυνολογία, παρά ως ψύχραιμη αξιολόγηση της τρέχουσας πραγματικότητας. Ωστόσο, σύμφωνα με την τρέχουσα διεθνοπολιτική πραγματικότητα, η Ρωσία ουσιαστικά προσάρτησε την Κριμαία και το Ισραήλ ετοιμάζεται να προσαρτήσει κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Η δε Αγία Σοφία, πριν δεκαπέντε μέρες ήταν μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, και όχι ένα ακόμη τζαμί στην Πόλη. Μέχρι, λοιπόν, να αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου, ώστε να αποκατασταθεί η σοβαρότητα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και να επανέλθουν οι ΗΠΑ στη Μεσόγειο, οφείλουμε να εξετάσουμε ακόμη και τα πιο ακραία σενάρια απέναντι σε έναν απρόβλεπτο και βιαστικό Ερντογάν που θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει τον επικείμενο προσχηματικό διάλογο με την Αθήνα, και να προετοιμαζόμαστε κατάλληλα ακόμη και για το χειρότερο και πιο απροσδόκητο σενάριο που θα μετέβαλε δομικά τους διμερείς πολιτικούς συσχετισμούς.
Φυσικά, δεν χρειάζεται ούτε κινδυνολογία ούτε εφησυχασμός, αλλά απαιτείται διπλωματική και επιχειρησιακή ετοιμότητα και επαγρύπνηση.
Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ
HellasJournal
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...