Αλβανικά κόλπα στην Αθήνα
Οι γείτονες αποφεύγουν να δώσουν ανταλλάγματα στην Ελλάδα για την είσοδό τους στην Ε.Ε.
Του Κ. Ι. Αγγελόπουλου
Δεν προκάλεσε ενδιαφέρον στην πολιτική σκηνή, αλλά το θέμα είναι σημαντικό για την ελληνική εξωτερική πολιτική και ειδικότερα για τις (πάντα «βαριές») σχέσεις της με τα Τίρανα.
Πριν από λίγες ημέρες, η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι θα συστήσει στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία.
Την αναγγελία έκανε ο αρμόδιος επίτροπος κ. Σ. Φούλε, με την προεδρεύουσα της ΕΕ Αθήνα να την ακούει χωρίς καμία αντίδραση, πράγμα που ισοδυναμεί με ελληνική αποδοχή της «σύστασης». Εφόσον η ελληνική συναίνεση στην αλβανική ένταξη δεν αναιρεθεί, αυτό θα σημαίνει ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία πρακτικά παραιτείται –με εντυπωσιακή ευκολία μάλιστα- από έναν βασικό μοχλό πίεσης προς τα Τίρανα για αλλαγή στάσης της Αλβανίας σε μία σειρά από κρίσιμα για την Ελλάδα συμφέροντα.
Τα Τίρανα επί της ουσίας δεν φαίνεται να επιδιώκουν τη διαμόρφωση αληθινά καλών σχέσεων γειτονίας με την Αθήνα. Όχι μόνο επειδή συνεχίζουν να ασκούν με διάφορους τρόπους πιέσεις στην ελληνορθόδοξη μειονότητα της Αλβανίας, όχι μόνο επειδή συνεχίζουν να τροφοδοτούν την υπόθεση Τσαμουριάς – Τσάμηδων (με συμμάχους Κοσσοβάρους και Σκοπιανούς), αλλά και για έναν άλλο λόγο, που αφορά σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στρατηγικής φύσης της Ελλάδας. Η αλβανική κυβέρνηση, όχι μόνο ακύρωσε την συμφωνία (2009) του καθορισμού θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, αλλά μόλις προ ημερών ο υπουργός Εξωτερικών της, εκτιμώντας την ως «σκάνδαλο», ζήτησε από την Εισαγγελέα να διερευνήσει κατά πόσον με αυτή την συμφωνία παραβιάστηκε το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, που προβλέπει φυλάκιση 5-10 ετών για «συμφωνίες με ξένες χώρες για εν μέρει ή πλήρη παράδοση εδαφών»!
Είχε προηγηθεί απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει τη συμφωνία ως επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα…
Παρασκήνιο
Στα διπλωματικά παρασκήνια στην Αθήνα, η αλβανική συμπεριφορά σε αυτή την υπόθεση αποδόθηκε σε υπόγεια πολιτική «παρέμβαση» της Τουρκίας προς την αλβανική ηγεσία, δεδομένου ότι η Τουρκία έχει στρατηγικές βλέψεις και στην Αδριατική και ήδη διατηρεί ναυτική βάση στις αλβανικές ακτές. Ας σημειωθεί ότι η συμφωνία που τώρα απορρίπτει η Αλβανία είχε υπογραφεί στις 27 Απριλίου 2009 παρουσία των Σαλί Μπερίσα και Κ. Καραμανλή και των τότε υπουργών Εξωτερικών, Λούλζιμ Μπόσα και Ντόρας Μπακογιάννη. Η συμφωνία αφορούσε και υφαλοκρηπίδα και όριο πολλαπλών ναυτικών χρήσεων κατά το Διεθνές Δίκαιο.
Το 2012, Νοέμβριο, ματαίως ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Δ. Αβραμόπουλος, ζήτησε, ευρισκόμενος στα Τίρανα, άρση της «εκκρεμότητας» και «συνέπεια στα συμφωνηθέντα». Και πρόσφατα ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών (ο ίδιος που έστειλε τη συμφωνία στον Εισαγγελέα) παραπλάνησε τον ομόλογό του, κ. Βενιζέλο, αφήνοντάς του σε ιδιαίτερη επαφή τους την εντύπωση για προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου. Τώρα, με ανοικτό από ελληνικής πλευράς τον δρόμο για ενταξιακή διαδικασία στην ΕΕ, η χώρα μας κινδυνεύει να βρεθείς ε απόλυτη αδυναμία απόσπασης πολιτικών «ανταλλαγμάτων» από τα Τίρανα, που βιάζονται να ενταχθούν στην Ένωση για ευνόητους λόγους.
Συνέπειες
Έτσι, αν κάτι δεν αλλάξει προσεχώς στην ελληνική διπλωματία, η αλβανική ηγεσία θα ασκεί με μεγαλύτερη άνεση τις μεγαλοϊδεαστικές της πολιτικές προς την Ελλάδα και θα ενισχύει τη συνεργασία της με την Τουρκία, που φιλοδοξεί να περικυκλώσει την Ελλάδα στρατηγικά και από το Ιόνιο πέλαγος, ενώ ηπειρωτικά από βορρά προωθεί το μουσουλμανικό «τόξο» επιρροής της στους μουσουλμάνους της Αλβανίας – Κοσόβου και Σκοπίων.
Η Ελλάδα, από αδράνεια της εξωτερικής της πολιτικής τα τελευταία χρόνια οδηγείται στο ενδεχόμενο ακόμα μίας αποτυχίας σωστής προάσπισης των εθνικών συμφερόντων και μάλιστα πάλι με έναν αντίπαλο «ελαφρών βαρών» στα Βαλκάνια. Αν δεν κινητοποιηθεί διπλωματικά στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., χάνει μία ευκαιρία αξιοποίησης της αλβανικής ενταξιακής διαδικασίας. Και σύντομα μέσω της Ε.Ε. τα Τίρανα θα αισθάνονται ενισχυμένα έναντι της Ελλάδας.
Υπενθυμίζεται, τέλος, από πρώην πολιτικό παράγοντα του υπουργείου Εξωτερικών, ότι θέματα που είναι δυνατόν να προκαλούν ιδιαίτερες «ενοχλήσεις» στην Ελλάδα, μεγεθύνονται σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου, όταν η ελληνική πλευρά αργεί να τα αντιμετωπίζει με δυναμική, παραγωγική διπλωματία. Ένα από αυτά είναι το ζήτημα των Τσάμηδων, που ξεκίνησε δυναμικά και οργανωμένα στα Βαλκάνια το 1991, τον Ιούνιο του 2000 οδήγησε τον Μπερίσα στο να ζητήσει επίσημα την «επίλυση του τσάμικου ζητήματος» και τη Βουλή τον επόμενο μήνα να το κατατάξει στις «εθνικές υποθέσεις». Παράλληλα, το θέμα υποστηριζόταν, όπως γίνεται έως και σήμερα, από τους Αλβανούς των Σκοπίων και του Κοσόβου και μάλιστα το 1999 ο Απελευθερωτικός Στρατός Κοσσυφοπεδίου συγκρότησε «Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Τσαμουριάς».
Και σήμερα, τα Τίρανα υπερασπίζονται τα των Τσάμηδων και διεθνώς δια της νομικής οδού.
Πληρώνουμε ακριβά την πολιτική αδράνεια
Παραμένει δύσκολο να κατανοηθεί το πως εννοεί την πρακτική λειτουργία της εξωτερικής πολιτικής η Αθήνα, πέρα από τις θεωρητικές «αρχές» της. Παλαιότερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν πλαδαρά τις πιέσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, δηλώνοντας σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και υποστηρίζοντας στη διεθνή σκηνή ότι «η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε».
Αποτέλεσμα αυτής της «ευπρέπειας» ήταν να παρακάμπτει ανοιχτά και σε μόνιμη βάση η Τουρκία το Διεθνές Δίκαιο, με αποτέλεσμα να διεκδικεί επιτυχώς σήμερα τον στρατηγικό έλεγχο στο μισό Αιγαίο και την κυριαρχία μικρών ελληνικών νησιών και νησίδων.
Η Αθήνα αργότερα, μετά τα Ίμια, αποδέχθηκε χωρίς όρους και πολιτικά ανταλλάγματα, τη στήριξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, με την τελευταία να μην αλλάζει τίποτε στην πολιτική της έναντι της Ελλάδας, που περιλάμβανε «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και βέβαια τη διατήρηση της «απειλής πολέμου» (casus belli).
Σήμερα, η Αθήνα διατηρεί απολύτως τη στήριξη της τουρκικής ένταξης στην Ε.Ε., τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» της Τουρκίας και η Άγκυρα, «ανταποδίδοντας»…, εντείνει τις στρατιωτικές πιέσεις της στο Αιγαίο, σε σημείο που να προκαλεί κινδύνους «εκτροπής».
Παράλληλα, αποθαρρύνει με πράξεις την πολιτική «τουρκοποίησης» της μουσουλμανικής μειονότητας που προωθεί επιτυχώς στην Θράκη, με τη συμβολή της ελληνικής αδράνειας και μικροπολιτικής ανοησίας, το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής.
Τώρα, με την περίπτωση της Αλβανίας, διπλωματικοί παράγοντες στην Αθήνα «προφητεύουν» άσχημες εξελίξεις στην προοπτική των διμερών σχέσεων των δύο χωρών εξαιτίας της ελληνικής πολιτικής αδράνειας, που συνδέεται και με υποτίμηση της γείτονος χώρας, όπως έγινε παλαιότερα με τα Σκόπια.
Επιπλέον, οι σχέσεις με την Αλβανία έχουν και ένα ιδιαίτερο ενεργειακό ενδιαφέρον, που συνδέεται και με αγωγούς, οι οποίοι μόνο αδιάφορη δεν αφήνουν και την Τουρκία.
Οι ίδιοι κύκλοι εκτιμούν ότι δεν αμφισβητείται η επιλογή της θέσης για «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» της Αλβανίας και για σχέσεις καλής γειτονίας, αλλά προσθέτουν με έμφαση ότι, αν η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν γίνει εκεί που πρέπει, και όσο πρέπει, δημιουργικά «αυστηρή» απέναντι στα Τίρανα, τότε οι ελληνοαλβανικές σχέσεις θα επιδεινωθούν.
Επίσης τονίζεται ότι η Αθήνα δεν μπορεί να παρακολουθεί παθητικά τη στρατηγική εμβάθυνση των σχέσεων Τιράνων – Άγκυρας, διότι αυτή περιλαμβάνει και την «ελληνική περίπτωση»…
Πηγή εφημ. «Παραπολιτικά»
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Παρότι στις περισσότερες βαλκανικές γλώσσες η λέξη "μπέσα" χρησιμοποιείται και αναφέρεται σε έναν εθιμοτυπικό κώδικα τιμής, οι Αλβανοί δηλώνουν ότι αγνοούν τη σημασία της. Επιπλέον, στην αλβανική γλώσσα ο σεβασμός αποδίδεται με την αγγλική/αμερικάνικη λέξη respect. Αυτό μάλλον σημαίνει ότι αγνοούσαν την έννοια του σεβασμού, μέχρι να τους τον επιβάλλουν οι αμερικάνοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΥΣΤΥΧΩΣ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ ΕΧΕΙ ΠΕΣΕΙ ΜΕ ΤΑ ΜΟΥΤΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΕΙ ΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΧΟΝΤΡΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΝΕΙ ''ΧΟΝΤΡΟ'' ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΜΑΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΠΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΑΛΑΔΩΝ
ΑπάντησηΔιαγραφή