Γιατί αντέχει το τρικομματικό μπλοκ
Του Τάσου Παππά
Tα ευρήματα των δημοσκοπήσεων είναι συντριπτικά για τα κόμματα που συγκροτούν την κυβέρνηση συνεργασίας. Το 80% των πολιτών πιστεύουν ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση, πάνω από το 70% δηλώνουν ότι η κυβέρνηση δεν θα τα καταφέρει και γενικώς οι θετικές γνώμες για τις πολιτικές του μνημονίων δεν ξεπερνούν το 10%. Αυτή όμως η εικόνα δεν αποτυπώνεται στην πρόθεση ψήφου.
Τα τρία κόμματα έχουν αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή. Με οριακές αυξομειώσεις κρατούν τις δυνάμεις τους και υπερέχουν σαφώς της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η άθροιση των ποσοστών τους δεν είναι μια αυθαίρετη αριθμητική πράξη. Εχει πολιτικό αντίκρισμα. Η στρατηγική επιδίωξη των δανειστών και των εγχώριων ισχυρών οικονομικών και πολιτικών κύκλων είναι να σταθεροποιηθεί και να μακροημερεύσει το μοντέλο της «δεξιοκεντροαριστερούτσικης» συμμαχίας.
Την ίδια στιγμή οι διαδηλώσεις κατά των οικονομικών και των άλλων μέτρων δεν θυμίζουν σε τίποτε τις κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου. Ούτε μέγα πάθος ούτε μέγα πλήθος. Από πρώτη ματιά, ανεξήγητο. Κόπωση από τις χωρίς αποτέλεσμα κινητοποιήσεις; Απογοήτευση από την πολυδιάσπαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Φόβος παραλυτικός ότι το υποσχόμενο, επειδή είναι νεφελώδες, μπορεί να αποδειχτεί χειρότερο από το τρέχον; Αδυναμία δομικού χαρακτήρα των συλλογικοτήτων (κόμματα, συνδικάτα) να εμπνεύσουν και να συσπειρώσουν τη χειμαζόμενη κοινωνία; Πιθανόν όλα αυτά μαζί.
Ο Νόαμ Τσόμσκι ρωτήθηκε αν θεωρεί παράδοξο το ότι οι «σκλάβοι» δεν ξεσηκώθηκαν. Η απάντησή του ήταν διαφωτιστική:
«Πώς ξεσηκώνεσαι; Δεν είναι εύκολο. Με τι στόχο ξεσηκώνεσαι και με ποιον τρόπο; Αυτό έχει σημασία. Οι “σκλάβοι” μπορούσαν να εξεγερθούν και να σκοτώσουν τον αφέντη, οι Ελληνες να κάνουν τι; Κάτι τέτοιο θα είχε μεγάλο κόστος» («Το Βήμα» 7-4-2013).
Με τι στόχο και με ποιο τρόπο. Στη φράση αυτή κρύβεται η ουσία.
Η κυρίαρχη θεωρία του μονόδρομου μπορεί να βάλλεται πανταχόθεν ως αντιδημοκρατική, μπορεί να δυσφορούν πολλοί με τη δεσποτική παρουσία της στον λόγο των κυβερνητικών εταίρων, μπορεί να δημιουργεί αμηχανία ακόμη και σ’ αυτούς που την υπηρετούν [εκόντες-άκοντες], ωστόσο είναι μια σαφής αφήγηση. Εχει αρχή, μέση και για το τέλος καλλιεργεί μια υποψία ισχνής προσδοκίας ότι κάποτε όλα αυτά θα λυθούν με ομαλό τρόπο, χωρίς εξτρεμισμούς, συγκρούσεις και περιπέτειες.
Ας δεχτούμε όμως ότι υπάρχει ο στόχος και αυτός είναι η κατάργηση των μνημονίων. Μπορεί να επιτευχθεί με την εκλογική επικράτηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων, οι οποίες θα προχωρήσουν στην υλοποίηση αυτής της δέσμευσης. Μετά; Στο ερώτημα αυτό οι απαντήσεις δεν είναι καθαρές. Ακόμη και ο κυρίαρχος πόλος των αντιμνημονιακών δυνάμεων, ο ΣΥΡΙΖΑ, στο επίμαχο θέμα εμφανίζεται διχασμένος, με την πλειοψηφία να μην είναι και πολύ σίγουρη για τη θέση «κατάργηση των μνημονίων εντός της ευρωζώνης» -με συνέπεια ο δημόσιος λόγος της να μην έχει τη συνοχή που απαιτείται- και με το ρεύμα των οπαδών της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα να έχει υπολογίσιμη απήχηση στο στελεχικό δυναμικό στο κόμμα -εσχάτως και στο εθνικό ακροατήριο- και να διεκδικεί με επιμονή την τροποποίηση των προγραμματικών κατευθύνσεων.
Εδώ δεν ισχύει το επιχείρημα ότι η πολυφωνία είναι ευπρόσδεκτη γιατί δίνει πνοή και δύναμη στο μετωπικό σχήμα και μπορεί να φέρει την αναγκαία πολυσυλλεκτικότητα -προϋπόθεση απαραίτητη για την ανατροπή των συσχετισμών. Εδώ έχουμε μια αναμέτρηση απόψεων που δεν είναι εύκολο να συμφιλιωθούν με διαδικασίες ανοιχτού και εποικοδομητικού διαλόγου, γιατί δεν προσλαμβάνουν με τον ίδιο τρόπο τη συγκυρία, δεν χρησιμοποιούν τα ίδια αναλυτικά εργαλεία για να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητες και γιατί έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το τι πρέπει να γίνει, πώς θα γίνει και με ποιους συμμάχους είναι εφικτό και επιθυμητό να γίνει. Η συνύπαρξη είναι προβληματική γιατί οι αντιθέσεις είναι προφανείς, μοιάζουν αγεφύρωτες, εκφωνούνται με κάθε ευκαιρία και αναδεικνύονται από ένα απροκάλυπτα μεροληπτικό μιντιακό σύστημα με πρόθεση να διχάσουν το κοινωνικό σώμα.
Σύμφωνα με την κλασική ανάλυση, οι μεγάλες ρήξεις συμβαίνουν όταν συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις: λαϊκή διαθεσιμότητα για ριζική αλλαγή του κοινωνικού υποδείγματος, ένα πολιτικό υποκείμενο έτοιμο και ικανό να την εκφράσει και ένας καταλύτης, δηλαδή ένα γεγονός, τόσο κρίσιμο και τόσο καθοριστικό που δεν θα είναι εύκολο στους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς των κυρίαρχων τάξεων να το ελέγξουν και να το «γειώσουν».
Η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι δεν είμαστε ακόμη σ’ αυτό σημείο. Οι «από κάτω» τηρούν στάση παθητικής αναμονής και οι «από πάνω» κερδίζουν χρόνο, ελπίζοντας ότι με τις κατάλληλες μεταμφιέσεις και εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες των αντιπάλων τους θα αποτρέψουν την αποκαθήλωσή τους.
Αντέχει γιατί είναι δικτατορία.
ΑπάντησηΔιαγραφή