Η Ελλάδα στο έλεος των δανειστών
- Η τοποθέτηση διαχειριστών στα κράτη εκ μέρους των τοκογλύφων, οι φόβοι μίας νέα Γιάλτας, ο πολιτικός λαϊκισμός, η αναγκαιότητα της άμεσης δημοκρατίας, τα σκάνδαλα διαφθοράς στη Ισπανία, και οι ιδιαιτερότητες της οικονομικής βίας
“Όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους μέσα σε δύο μόνο έτη, η απόγνωση ριζώνει τόσο βαθιά, ώστε καμία κουλτούρα δεν μπορεί να την απορροφήσει εύκολα. Οι απολύσεις συνεχίζονται μετά τις ιδιωτικοποιήσεις, επειδή οι ξένοι, οι νέοι ιδιοκτήτες της χώρας δηλαδή, απαιτούν οι επενδύσεις τους να αποφέρουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη – αλλά και οι αυτοκτονίες συνεχίζονται, ενώ η χώρα παραμένει στον ορό (δόση), χωρίς ποτέ να μπορέσει να ξεχρεωθεί, καταλήγοντας έρμαιο των τοκογλύφων-δανειστών της”.
Οι αγορές (οι τοκογλύφοι και οι δανειστές ευρύτερα) είναι υποχρεωμένες να δανείζουν τα χρήματα τους στα κράτη, αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν – εάν είναι δυνατόν, χρεώνοντας τα υψηλότερα δυνατά επιτόκια. Είναι αυτονόητο όμως ότι, θέλουν να προστατεύουν τα χρήματα τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα δάνεια των τραπεζών στις μεγάλες επιχειρήσεις – όπου οι επιχειρήσεις, εάν αντιμετωπίζουν προβλήματα, υποχρεώνονται να αποδεχθούν την κηδεμονία των δανειστών τους.
Επομένως, είναι εύλογη η τοποθέτηση «διαχειριστών» εκ μέρους των τοκογλύφων στα κράτη – οι οποίοι θα επιβλέπουν την είσπραξη των απαιτήσεων τους. Οι διαχειριστές δε αυτοί πρέπει να έχουν την απαιτούμενη εξουσία, οπότε οφείλουν να κατευθύνουν ο ίδιοι τις κυβερνήσεις – ένα «πείραμα», η δοκιμή του οποίου μάλλον ξεκίνησε από την Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, όπως έχουμε πολλές φορές αναφέρει, είμαστε ανεπιφύλακτα υπέρ της Ευρώπης των Πολιτών της, εναντίον της Ευρώπης των Τραπεζών, υπέρ του κοινού νομίσματος (Ευρώ) και εναντίον της επιστροφής στη δραχμή – τα αποτελέσματα της οποίας θα ήταν εξαιρετικά επώδυνα (αν και όχι ανυπέρβλητα, αρκεί να προετοιμαστεί έγκαιρα ένα σχέδιο Β).
Εν τούτοις, δεν θεωρούμε φυσικά ότι, η παραμονή μας στο Ευρώ πρέπει να εξασφαλιστεί με αντίτιμο την υποδούλωση της χώρας μας στις αγορές - ή/και με τη μετατροπή της σε προτεκτοράτο της Γερμανίας, μέσα από αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις, επικίνδυνους εμφυλίους πολέμους, φτώχεια, εξαθλίωση, εξευτελισμούς, προσβολές, διασυρμούς και αυξημένη εγκληματικότητα.
Η ΝΕΑ ΓΙΑΛΤΑ
Τα βασικά οικονομικά στοιχεία της περιόδου πριν την καταδίκη της πατρίδας μας στη λεηλασία και στην εξαθλίωση, πριν δηλαδή οδηγηθούμε δόλια στα νύχια του ΔΝΤ, ήταν τα εξής:
(α) Το έλλειμμα το 2007 ήταν στο 6,5% του ΑΕΠ, το 2008 αυξήθηκε στο 9,8% του ΑΕΠ και το 2009 έφτασε στο 15,6% - με την προσθήκη κονδυλίων που δεν έπρεπε να εισαχθούν, καθώς επίσης με τη μη είσπραξη φόρων, οι οποίοι όφειλαν να είχαν εισρεύσει στα δημόσια ταμεία.
(β) Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος το 2007 ήταν στο 107,2% του ΑΕΠ, το 2008 αυξήθηκε στο 113% του ΑΕΠ και το 2009 διαμορφώθηκε στο 129,4% του ΑΕΠ (ενός ΑΕΠ της τάξης των 240 δις €, έναντι μόλις 190 δις € σήμερα).
(γ) Η Ελλάδα δεν είχε τραπεζικό πρόβλημα, το οποίο παρουσιάστηκε μετά την υπαγωγή της στο ΔΝΤ – ειδικότερα, μετά τη φυγή καταθέσεων ύψους 100 δις € στο εξωτερικό (την οποία ουσιαστικά προκάλεσαν οι δηλώσεις περί Τιτανικού και αργότερα η απειλή της δραχμής), την εγκληματική διαγραφή χρέους (PSI), καθώς επίσης την αύξηση των τραπεζικών επισφαλειών, σαν αποτέλεσμα της ύφεσης και της ανεργίας.
(δ) Η πατρίδα μας δεν είχε επίσης πρόβλημα στον τομέα των ακινήτων, το οποίο εμφανίσθηκε αφού βυθίστηκε (δόλια) στην ύφεση – η οποία καταδίκασε τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία.
Όσον αφορά το θέμα του ελλείμματος, είναι προφανές ότι δεν ήταν δυνατόν να εκτοξευθεί στο 15,6% μέσα σε δύο μόλις χρόνια, σε μία χώρα η οποία δεν αντιμετώπιζε τραπεζικό πρόβλημα και δεν ήταν αντιμέτωπη με μία φούσκα ακινήτων – σε αντίθεση με άλλα κράτη, όπως για παράδειγμα την Ισπανία και την Ιρλανδία.
Όσον αφορά δε το δημόσιο χρέος, το 2009 ήταν στα τότε αλλά και στα σημερινά επίπεδα της Ιταλίας, η οποία προφανώς δεν θεωρείται χρεοκοπημένη – ενώ το 2007 και το 2008 ήταν αρκετά χαμηλότερο.
Εκτός αυτού, η Ελλάδα κατέχει σημαντικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία, πολύ υψηλότερα από αυτά που διαθέτουν αρκετές άλλες χώρες – οπότε απέναντι στο χρέος υπάρχουν πολλαπλάσιες εγγυήσεις, με βάση τις οποίες δεν έπρεπε να χαρακτηρισθεί ποτέ ως αφερέγγυα από τις εταιρείες αξιολόγησης.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας, την πολιτική διαφθορά, η καταδίκη, η υπαγωγή της δηλαδή στο ΔΝΤ, η οποία της κόστισε την απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, ενώ οδήγησε τους πολίτες της στην απόγνωση, δεν είχε απολύτως καμία οικονομική λογική – επομένως, θα μπορούσε πολύ εύκολα να χαρακτηρισθεί ως το αποτέλεσμα μίας προδοσίας.
Οφείλει λοιπόν να σταματήσει ο λαϊκισμός, ο οποίος έχει στόχο τη θυματοποίηση των Ελλήνων, έτσι ώστε να μην αντιδράσουν στη «νέα συνθήκη της Γιάλτας» – με την οποία φαίνεται (μεταφορικά) πως η πατρίδα μας παραχωρήθηκε στη ζώνη επιρροής της Γερμανίας, σαν ένας μελλοντικός δορυφόρος της.
Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ
Ειδικά όσον αφορά το λαϊκισμό, ο οποίος φαίνεται πως συνεχίζει να κυριαρχεί και σήμερα στα περισσότερα πολιτικά κόμματα, υπενθυμίζουμε ότι ορίζεται σαν μία «πολιτική φιλοσοφία», η οποία υποστηρίζει τα λαϊκά δικαιώματα, καθώς επίσης τη λαϊκή κυριαρχία – συνήθως απέναντι σε μία προνομιούχα άρχουσα τάξη.
Κατά την επικρατούσα άποψη πολλών, ο «οικονομικός λαϊκισμός» είναι μία αντίδραση ενός εξαθλιωμένου λαού, σε μία αποτυχημένη κοινωνία – μία κοινωνία δηλαδή, η οποία χαρακτηρίζεται από μία άρχουσα τάξη, η οποία θεωρείται «τάξη των καταπιεστών».
Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, ο «λαός» εν προκειμένω ορίζεται σαν μία άμορφη, μη συνεκτική μάζα ιδιοτελών, μη αλληλέγγυων ανθρώπων, η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το σύνολο των ανεξάρτητων, «εκπαιδευμένων» και συνειδητών Πολιτών, το οποίο χαρακτηρίζει μία συνεκτική, δυναμική, δημοκρατική κοινωνία.
Περαιτέρω, υπό καθεστώς «οικονομικού λαϊκισμού», η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων, αγνοώντας εντελώς τόσο τα ατομικά δικαιώματα, όσο και την οικονομική πραγματικότητα – σε σχέση με το πως ο πλούτος ενός έθνους μπορεί να αυξηθεί ή, έστω, να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο Δηλαδή, οι συνήθως αρνητικές οικονομικές συνέπειες των χρησιμοποιουμένων μεθόδων αγνοούνται, είτε εκούσια, είτε κατ’ ανάγκη – ενώ ο λαϊκισμός είναι πιο εμφανής σε κοινωνίες με υψηλά επίπεδα ανισότητας στα εισοδήματα.
Συνεχίζοντας, ο «οικονομικός λαϊκισμός» επιζητεί τη μεταρρύθμιση – όχι βέβαια την επανάσταση. Οι «απολογητές» του, οι εκάστοτε «λαϊκίστικες» κυβερνήσεις δηλαδή, είναι εντελώς σαφείς, σχετικά με τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν αλλά, ταυτόχρονα, οι «συνταγές» που προτείνουν είναι εξαιρετικά ασαφείς – ως επί το πλείστον σκόπιμα.
Σε πλήρη αντίθεση με τον καπιταλισμό (με τον κομμουνισμό επίσης), ο οικονομικός λαϊκισμός δεν ασχολείται σοβαρά με οποιαδήποτε ανάλυση των συνθηκών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία πλούτου και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου - αρκούμενος σε λόγια, χωρίς πράξεις.
Οι «λαϊκιστές» ηγέτες προσφέρουν γενικά σαφείς υποσχέσεις για τη «θεραπεία» πραγματικών ή φανταστικών αδικιών, όπου η αναδιανομή των εισοδημάτων, καθώς επίσης η τιμωρία της διεφθαρμένης άρχουσας τάξης, η οποία «κλέβει τους φτωχούς», αποτελούν τα συνήθη «μέσα» επίλυσης των πάντων. Η «δικαιοσύνη» είναι άλλο ένα ζητούμενο, παρουσιαζόμενη με μία αναδιανεμητική ή «εκδικητική» μορφή, ενώ μία καθαυτό δημοκρατική διαδικασία ευρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων.
Φυσικά ο «οικονομικός λαϊκισμός» δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, δεν δείχνει την τάση να υποχωρεί όταν αποτυγχάνει επανειλημμένα, ενώ «φαντασιώνεται» έναν πιο ευθύγραμμο, έναν απλούστερο δηλαδή και «συμμετρικό» κόσμο.
Τέλος, οι «αρχές» του είναι μάλλον «πρωτόγονες», βασιζόμενες στο κράτος-μητέρα, το οποίο οφείλει να κάνει τα πάντα για τους υπηκόους-παιδιά του, χωρίς να απαιτεί ουσιαστικές ενέργειες εκ μέρους τους - σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες της Οικονομίας, «εγκυμονώντας» συχνά τον ολοκληρωτισμό (ναζισμό κλπ).
ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Έχουμε την άποψη ότι, υπάρχει άμεση ανάγκη αναθεώρησης του πολιτεύματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας – εν πρώτοις προς την κατεύθυνση της συμμετοχικής δημοκρατίας, η οποία ορίζεται ως εξής:
“Η συμμετοχική δημοκρατία είναι ένας τύπος φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία δίνει έμφαση στην ευρεία εμπλοκή των πολιτών στην διεύθυνση και διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων. Αν και η ετυμολογία υπονοεί ότι, όλα τα πολιτεύματα που αξίζουν την ονομασία «δημοκρατία» στηρίζονται στη συμμετοχή των πολιτών, οι παραδοσιακές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες τείνουν να περιορίζουν τη συμμετοχή αυτή στην ανάδειξη αντιπροσώπων, οι οποίοι αποφασίζουν για όλα τα ζητήματα, εγκαταλείποντας έτσι τη διακυβέρνηση σε μία επαγγελματική ολιγαρχία – πολύ συχνά δε, σε έναν «κομματικό» δικτάτορα-πρωθυπουργό.
Η συμμετοχική δημοκρατία προσπαθεί να εισάγει σε αυτό το σύστημα κάποια χαρακτηριστικά άμεσης δημοκρατίας, συνήθως σε φιλελεύθερο πλαίσιο, έτσι ώστε να διευρύνει το πλήθος των ανθρώπων που έχουν πρόσβαση στις πολιτικές διεργασίες λήψης αποφάσεων, αλλά και να εμβαθύνει αυτήν την πρόσβαση”.
Περαιτέρω, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, “Όλα τα κόμματα εξουσίας μίας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό πλαίσιο, είναι εκ φύσεως «υποχρεωμένα» να κάνουν μεγάλες «παραχωρήσεις» στους εκλογείς τους, να λειτουργούν με αδιαφάνεια, να διαπλέκονται και να διαφθείρονται - με αποτέλεσμα να μην διαχειρίζονται σωστά τα δημόσια οικονομικά, όχι επειδή δεν μπορούν ή δεν θέλουν, αλλά λόγω του ότι δεν γίνεται διαφορετικά.
Το κυρίαρχο κόμμα, στην προσπάθεια του να «ισορροπήσει» παραμένοντας στην εξουσία, χωρίς να επιβαρύνει με φόρους ή με μειωμένες παροχές/διευκολύνσεις καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες (εργαζόμενους, επιχειρηματίες), καθώς επίσης να συντηρήσει τον αχόρταγο πολλές φορές κομματικό του μηχανισμό, καταφεύγει στο δανεισμό. Δια μέσου του δανεισμού όμως, γίνεται αυτόματα «υποχείριο» του αδρανούς τοκογλυφικού κεφαλαίου, οδηγώντας τη χώρα του στην ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας”
Ολοκληρώνοντας τη σκέψη μας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, πιστεύουμε στα τεκμηριωμένα πλεονεκτήματα του κοινωνικού κράτους, καθώς επίσης της μη μονοπωλιακά καπιταλιστικής, της πραγματικά δηλαδή ελεύθερης αγοράς - με ελεγχόμενο το μέγεθος, τη δομή και τη λειτουργία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εντός της (από επαρκείς επιτροπές ανταγωνισμού κλπ), καθώς επίσης στην παραμονή όλων των κοινωφελών επιχειρήσεων στην ιδιοκτησία του δημοσίου.
Ταυτόχρονα θεωρούμε ότι, η αναθεώρηση του πολιτεύματος οφείλει να είναι απόλυτα «εφαρμόσιμη» – να μην δημιουργήσει δηλαδή κοινωνικά, οργανωτικά ή επιχειρηματικά προβλήματα, να είναι σταδιακή και συνεχής, με προκαθορισμένο όμως τον τελικό προορισμό.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ως τελικό προορισμό της συνεχώς εξελισσόμενης «συμμετοχικής δημοκρατίας», του δημοκρατικού πολιτεύματος δηλαδή, στο οποίο συμμετέχουν ενεργά όλοι οι ενδιαφερόμενοι Πολίτες, την άμεση δημοκρατία - έτσι όπως αυτή λειτουργεί σήμερα στην Ελβετία, η οποία την υιοθέτησε από την αρχαία Ελλάδα.
Κατευθυνόμενοι τώρα προς την άμεση δημοκρατία, έχουμε την άποψη ότι, δεν χρειαζόμαστε νέα πολιτικά κόμματα, αφού έχουμε ήδη αρκετά. Αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε άμεσα, είναι να πείσουμε ή να απαιτήσουμε από ένα τουλάχιστον κόμμα εξουσίας, υποσχόμενοι την ψήφο μας, να υιοθετήσει στο πρόγραμμα του τη συμμετοχική δημοκρατία.
Αναμφίβολα, όποιο κόμμα δεν αποφασίσει να υιοθετήσει τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, δεν αξίζει την ψήφο μας. Στην περίπτωση δε που δεν θελήσει να το κάνει κανένα από τα υφιστάμενα, είναι καλύτερα να διατηρήσουμε «λευκή» τη θέση μας - έως ότου ιδρυθεί κάποιο νέο κόμμα, το οποίο θα προσπαθήσει να υπηρετήσει πραγματικά τη χώρα του και τους Πολίτες της, με τη δική τους ενεργή συμμετοχή.
Άλλη λύση δεν υπάρχει, ενώ είναι σίγουρα ανόητο να συνεχίσουμε να περιμένουμε τον «από μηχανής Θεό» και το «σωτήρα» - ή να θεωρούμε «σωτήρες» κάποιους πολιτικούς, μετά από τόσες δεκαετίες συνεχών αποτυχιών, οι οποίες οδήγησαν την Ελλάδα στα νύχια του ΔΝΤ. Πόσο μάλλον να συνεχίσουμε να ανεχόμαστε κόμματα που δεν τηρούν καμία από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις ή που αλλάζουν αμέσως την πολιτική τους, όταν διακρίνουν προοπτικές ανόδου τους στην εξουσία.
ΙΣΠΑΝΙΑ, ΣΚΑΝΔΑΛΑ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ
Όπως συμβαίνει σε αρκετές χώρες, έτσι και στην Ισπανία τα πολιτικά κόμματα απαιτούν από τους πολίτες φορολογική συνείδηση, όταν τα ίδια χαρακτηρίζονται από μία διαφθορά άνευ προηγουμένου.
Ειδικότερα, εν μέσω της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με ποσοστά ανεργίας που ξεπερνούν το 26%, καθώς επίσης με καθημερινές αυτοκτονίες πολιτών λόγω αδυναμίας πληρωμής των χρεών, κατασχέσεων των σπιτιών τους κλπ., η Ισπανία σείεται από νέες αποκαλύψεις πολιτικής διαφθοράς – οι οποίες έχουν κυρίως σχέση με το κυβερνών κόμμα.
Σύμφωνα με τα ΜΜΕ της χώρας, πρόκειται για το μεγαλύτερο «σύστημα διαφθοράς», το οποίο ανακαλύφθηκε ποτέ – με κέντρο βάρους τις «δωρεές» στο συντηρητικό κόμμα (ΡΡ). Στα πλαίσια αυτά, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας σιωπά – έχοντας προφανώς καταλάβει ότι, τα ψέματα του παρελθόντος είναι αδύνατον πια να πείσουν τους Ισπανούς.
Περαιτέρω, όπως αποκαλύπτει η El Pais, ο πρώην υπουργός οικονομικών της Ισπανίας (L. Barcenas), ο οποίος για πάρα πολλά χρόνια διέθετε λογαριασμούς με μαύρα χρήματα στην Ελβετία (περί τα 22 εκ. €), αναγκαζόμενος να παραιτηθεί, συνεχίζει να επισκέπτεται τα κεντρικά γραφεία του κόμματος του, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, σύμφωνα πάντα με την εφημερίδα, αφού το κυβερνών κόμμα προσπάθησε να κρύψει τα τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς που αποκαλύφτηκαν κάτω από το χαλί – κατ’ αναλογία με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα την Ελλάδα, όπου αντί να κατηγορούνται όλοι όσοι την οδήγησαν σκόπιμα και δόλια στα νύχια του ΔΝΤ, ελέγχεται ένας, απλά και μόνο για παραποίηση κάποιων φορολογικών στοιχείων!
Την ίδια στιγμή όλοι αναφέρονται σε «πολιτικές ευθύνες», για τις οποίες δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία ποινή και καμία τιμωρία – ενώ οι ευθύνες των απλών πολιτών, οι πραγματικές ευθύνες δηλαδή, είναι είτε ποινικές, είτε αστικές (όσον αφορά τους πολιτικούς, απαιτήσεις επιστροφής όχι μόνο των χρημάτων που «υπεξαιρέθηκαν», αλλά και αυτών από τις οικονομικές ζημίες που προκλήθηκαν στο δημόσιο).
Στα πλαίσια αυτά το να κατηγορεί κανείς απλά τη βία, χωρίς να κάνει παράλληλα τίποτα για την αποκατάσταση του Κράτους Δικαίου, είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου – αφού οι πολίτες οδηγούνται εκ των πραγμάτων, από τις ίδιες τις κυβερνήσεις και το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα δηλαδή σε τέτοιου είδους εγκληματικές ενέργειες, οι οποίες είναι δυστυχώς ότι χειρότερο για μία κοινωνία.
Συνεχίζοντας στη Ισπανία, μέσω των παράνομων λογαριασμών στην Ελβετία χρηματίζονταν για πάρα πολλά χρόνια οι εκπρόσωποι του συντηρητικού κόμματος – οι βουλευτές δηλαδή, αλλά και το ίδιο το κόμμα. Όπως απέδειξαν οι έρευνες, τα χρήματα «μοιράζονταν» στους διεφθαρμένους πολιτικούς μέσα σε «φακελάκια» και μαύρες τσάντες – γεγονός που θυμίζει το σκάνδαλο διαφθοράς στη Γερμανία (παράνομες δωρεές στο τότε κυβερνών κόμμα), για το οποίο κατηγορήθηκε ο καγκελάριος της ένωσης (H.Kohl).
Όποιος νομίζει τώρα ότι η αντιπολίτευση είναι πιο καθαρή, κάνει μεγάλο λάθος – αφού τα τελευταία χρόνια έχουν αποκαλυφθεί μεγάλα σκάνδαλα χρηματισμού, σε τοπικό επίπεδο κυρίως, σε σχέση με το σοσιαλιστικό κόμμα. Ακριβώς για το λόγο αυτό δεν γίνεται ιδιαίτερη προσπάθεια εκ μέρους των μελών του κόμματος της αντιπολίτευσης, για μία λεπτομερέστερη έρευνα και καταδίκη των διεφθαρμένων συναδέλφων τους (κατά το ρητό, «κόκορας, κοκοριού μάτι δεν βγάζει»).
Άλλωστε όπως στην Ελλάδα, έτσι και στην Ισπανία, τυχόν κατάρρευση του συντηρητικού κόμματος θα οδηγήσει στην άνοδο τον επόμενο υποψήφιο – τη δήθεν αριστερά η οποία, όταν «μυρίσει» εξουσία, αλλάζει αμέσως την ιδεολογία της, «αμβλύνει» τα άκρα της, ενώ συμμαχεί ακόμη και με το διάβολο, εάν κριθεί απαραίτητο (κατά την οικονομική θεωρεία βέβαια, «Αριστερά» σημαίνει κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, κομμουνιστική – όλες οι υπόλοιπες «εκφάνσεις» της είναι παραλλαγές της ελεύθερης, καπιταλιστικής οικονομίας).
Ολοκληρώνοντας, έχουμε την άποψη ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς και η κάθαρση οφείλει να ξεκινάει από τις κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα – πριν ακόμη απαιτηθεί από τους πολίτες μία καθαρή, έντιμη και νόμιμη συμπεριφορά.
Δυστυχώς όμως, στα έδρανα της ανώτατης ιεραρχίας κάθονται συνήθως εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι «αγορεύουν» για την εντιμότητα και λειτουργούν ανέντιμα – με αποτέλεσμα να αναρωτιούνται όλοι οι υπόλοιποι γιατί θα πρέπει οι ίδιοι να σέβονται τους νόμους, όταν οι νόμοι δεν ισχύουν για τα μέλη της κυβέρνησης, καθώς επίσης για τα διακεκριμένα στελέχη όλων των πολιτικών κομμάτων.
ΒΙΑ
Καταδικάζουμε τη βία - πολύ σωστά. Η βία βλάπτει σοβαρά τη χώρα - επίσης πολύ σωστά. Τι γίνεται όμως με την οικονομική βία; Πως να αντιδράσει ένας ολόκληρος λαός, όταν απειλείται με την εκποίηση, την κλοπή ίσως των κοινωφελών του επιχειρήσεων, των κερδοφόρων και των στρατηγικών;
Τι πρέπει να κάνει ένας πολίτης, όταν έχει ψηφίσει κάποιους που δεν τήρησαν απολύτως καμία από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις; Μπορεί να παραμείνει ήρεμος και γαλήνιος, γνωρίζοντας πως το ίδιο θα συμβεί με τους επόμενους και τους μεθεπόμενους μνηστήρες της εξουσίας;
Πως πρέπει να συμπεριφερθεί κανείς απέναντι στα άκρως επικίνδυνα φαινόμενα της λαθρομετανάστευσης και του αφελληνισμού που μάλλον επιχειρείται; Έχει αλήθεια κάποια σημαντική διαφορά η οικονομική εισβολή από την συμβατική, τη στρατιωτική δηλαδή;
Όταν το 1940 εισέβαλλαν οι δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, οι Έλληνες τότε θα έπρεπε να ανακοινώσουν επίσημα ότι καταδικάζουν τη βία, αντί να πολεμήσουν για την ελευθερία τους; Ήταν αρκετό να γράφουν άρθρα στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο, εναντίον της βίας; Αντιμετωπιζόταν αλήθεια κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, από την αντίσταση τότε, η βία χωρίς βία;
Πως καταπολεμάει κανείς την ανεργία; Τι πρέπει να κάνει όταν γνωρίζει ότι επιδιώκεται σκόπιμα, αφού διαφορετικά δεν χαμηλώνουν οι μισθοί; Πως αντιδράει, διαπιστώνοντας ότι η ανεργία απαιτείται από το δόγμα της εσωτερικής υποτίμησης; Η σκόπιμα προκαλούμενη ανεργία δεν είναι μία από τις χειρότερες μορφές βίας;
Δεν είναι βία η διαπλοκή, η πολιτική διαφθορά, ο χρηματισμός και η υπεξαίρεση χρημάτων από τα δημόσια ταμεία, εκ μέρους της εκάστοτε εξουσίας; Δεν είναι βία η μη απονομή δικαιοσύνης, με συνθήκες ισότητας; Δεν είναι βία το ότι κάποιοι έχουν μόνο πολιτικές ευθύνες για τα τεράστια λάθη και τις παραλείψεις τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή, έχει είτε ποινικές, είτε αστικές ευθύνες; Δεν είναι βία οι συνεχώς αυξανόμενοι φόροι, καθώς επίσης η δήμευση της ιδιωτικής περιουσίας, με τα αλλεπάλληλα χαράτσια;
Από την άλλη πλευρά, όταν κάποιος πεινάει, έχει εξαθλιωθεί, δεν έχει τίποτα να χάσει και δεν διακρίνει καμία απολύτως προοπτική για το μέλλον, τόσο το δικό του, όσο και αυτό των παιδιών του, είναι δυνατόν να συγκρατήσει το μένος του, σεβόμενος, όπως αναμφίβολα οφείλει, το νόμο και την τάξη;
Για πόσο χρονικό διάστημα μπορεί να συγκρατήσει κανείς το καπάκι μίας κατσαρόλας που βράζει χωρίς σταματημό; Όσο πιο πολύ αργεί, τόσο πιο επικίνδυνη δεν θα είναι η έκρηξη, η οποία θα ακολουθήσει νομοτελειακά;
Δεν είναι εύκολες και αυτονόητες οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα; Μήπως λοιπόν, καταδικάζοντας τυπικά τη βία, κάποια συγκεκριμένη μορφή βίας καλύτερα, κρύβουμε απλά το κεφάλι μας στην άμμο;
Δεν θα ήταν πιο συνετό να λειτουργήσουμε ανασταλτικά απέναντι στη βία που προβλέπεται να ξεσπάσει, να καταπολεμήσουμε τις πραγματικές αιτίες της και να την προλάβουμε πριν ακόμη γιγαντωθεί, αντί απλά να την κατηγορούμε;
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...