An Gorta Mór (Ο Mέγας Λιμός)
Toυ Δημήτρη Τσίτου*
Το 1845 έγινε ο μέγας λιμός (μεγάλη πείνα) στην Ιρλανδία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να πεθάνει και ένα μεγάλο μέρος να μεταναστεύσει. Αποτέλεσμα να αλλάξει δραματικά η δημογραφική εικόνα της χώρας. Τότε άρχισε και η ιρλανδική διασπορά.
Το 2012 η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα φαίνεται να έχει αρκετές ομοιότητες. Σε δημοσίευσή της η εφημερίδα Guardian (19 Οκτωβρίου 2012) αναφέρει ότι «οι Έλληνες δεν έχουν χρήματα να θάψουν τους νεκρούς τους…» και κάποιος σχολιάζει «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο κόσμος δεν έχει επαναστατήσει ακόμη…».
Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος δεν έχει επαναστατήσει επειδή έχει υποστεί μια διαχρονική απονεύρωση. Οι πολιτικοί – τους οποίους ο ίδιος διάλεξε και τους «προίκιζε» συνεχώς με δύναμη και πλούτο – φρόντισαν να τον απονευρώσουν συστηματικά κάνοντάς τον να ζει σε μια φαντασία ευμάρειας και αποστερώντας του ταυτόχρονα τις δυνατότητες να είναι ακριβοδίκαιος και έντιμος πολίτης ώστε να παραμένει ένα εξαρτημένο απόλυτα υποζύγιο της εκάστοτε εξουσίας.
Η σημερινή κατάσταση μπορεί να μην έχει 1.000.000 νεκρούς, αλλά έχει αρκετές αυτοκτονίες – με βεβαιότητα ότι θα αυξηθούν – και πολλές μεταναστεύσεις κυρίως νέων ανθρώπων και αξιόλογων επιστημόνων. Σ αυτό το σημείο θα επικεντρωθούμε σήμερα.
Το κύμα της μετανάστευσης, τότε, στην Ιρλανδία είχε ένα σκοπό. Έφευγαν με την ελπίδα να ξαναγυρίσουν κάποια στιγμή στον τόπο τους και να τον φτιάξουν καλύτερο. Στη Ελλάδα όμως του σήμερα, όσοι μπορούν να φύγουν, ως ελπίδα έχουν να φύγουν (δηλαδή να γλυτώσουν τη γενοκτονία που συντελείται).
Η διασπορά της Ιρλανδίας λειτούργησε ως ζωοδότης παράγοντας και κάποια στιγμή αρκετοί Ιρλανδοί γύρισαν στη χώρα τους ή έκαναν επενδύσεις οι οποίες βοήθησαν την ανόρθωση της χώρας και το ξαναχτίσιμό της.
Κάτι τέτοιο μοιάζει να είναι αδιανόητο για τα ελληνικά πράγματα. Οι ομογενείς μας – οι Έλληνες της διασποράς – ασχέτως αν είναι η δεύτερη ή η Τρίτη γενιά στο βάθος της ψυχής τους θα ήθελαν να μετέχουν με τρόπο ενεργό στην ανάταξη της χώρας. Βλέποντας όμως τα όσα συμβαίνουν: λίστες, διαφθορά, ατιμώρητοι εγκληματίες, ανικανότητα, ψευτιές και υποκρισία από τα εν δυνάμει σχήματα που διοικούν και κυβερνούν αμέσως ή εμμέσως και κυρίως απροθυμία από μέρους του πολιτικού συστήματος για νοικοκύρεμα, με μεγάλη λύπη γυρνούν την πλάτη τους. Είναι πλέον γνωστό σε όλο τον κόσμο ότι το «κράτος» εχθρεύεται απεριόριστα τους ξένους επενδυτές. Και φυσικά τα λόγια που λένε οι πολιτικοί για επενδύσεις έχουν τόση αξία όση μπορούν να έχουν όταν τα λένε πολιτικά πρόσωπα. Οι λέξεις τους δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια σύμφωνα με την κοινή αντίληψη.
Κανείς από τους εταίρους – τι αστεία λέξη - της Ελλάδας στην ΕΕ δεν ενδιαφέρεται για την εσωτερική κατάσταση (σκηνή) που επικρατεί στη χώρα. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων αποκλειστικά. Και μόνο σε περίπτωση που θα ήταν ενδεχόμενο να προκύψει κάποιο γεγονός που θα απειλούσε και θα έπληττε τα συμφέροντά τους θα εκτιμούσαν αν θα έπρεπε να κάνουν κάτι. Ίσως μάλιστα τους συμφέρει να βρίσκεται η Ελλάδα στην κατάσταση που βρίσκεται και ίσως να θέλουν να γίνει ακόμη χειρότερη ώστε να έχουν απόλυτο και πλήρη έλεγχο.
Η χρεοκοπία (γεγονός αναμφισβήτητο πλέον στην ουσία της) είναι συνοδοιπόρος με την πείνα. Είναι όμως μια χρεωκοπία της χώρας σε ανθρώπινο δυναμικό. Κάποιοι ευαγγελίζονται ανόρθωση της χώρας. Ποιοί όμως θα ανορθώσουν τη χώρα; Οι 1.000.000 μετανάστες; Αυτοί - που απολαμβάνουν την φιλία των αριστερών κομμάτων - θα είναι οι σωτήρες της χώρας; Χωρίς τους σωστούς ανθρώπους, οι οποίοι θα πρέπει να έχουν τις αναγκαίες ικανότητες, δεν έχουμε καμιά ελπίδα. Το μέλλον της χώρας είναι οι νέοι. Η νέοι μας όμως, θύματα της γενοκτονίας που συντελέσθηκε ήδη, φεύγουν για να μην επιστρέψουν. Ακόμη και όσοι νέοι βρίσκονται έξω για σπουδές διακατέχονται από τάσεις φυγής, παρακαλούν να τους βοηθήσουν να παραμείνουν εκεί – μακριά από το «κρεουργείο» που εδραίωσαν οι πολιτικοί – επιλογές του λαού.
Θα ευελπιστούσε κάποιος ότι η ιστορία διδάσκει – έστω κι αν κάποιος είναι πολιτικός – αλλά δεν φαίνεται να γίνεται κάποια κίνηση για διευθέτηση της αιμορραγίας. Εκείνο που βλέπουμε είναι μια προσπάθεια, με όσα πρόσφατα φημολογούνται, για ανίερες συμμαχίες οι οποίες θα προσπαθήσουν να δώσουν μια συνέχεια σε εξαμβλωματικές μορφές συστημάτων διοίκησης.
Το εσωτερικό σκηνικό της αναξιόπιστης χώρας – εσωτερικά και εξωτερικά – παραμένει εφιαλτικό και δυσοίωνο. Ο λαός, άνευρος πλέον, οδεύει προς το εθνικό κρεματόριο. Όταν μπορούσαν να γίνουν κάποια πράγματα δεν έγιναν. Οι πολιτικοί δεν έκαναν αυτά που έπρεπε να κάνουν – ένας μπακάλης μιας κωμόπολης του παρελθόντος θα είχε φέρει καλύτερα, πολύ καλύτερα, αποτελέσματα. Η προτροπή του ΚΚΕ – εξαιτίας του ότι ο λόγος του δεν ακούγεται πειστικός και επειδή έχει απολέσει την «έξωθεν καλήν μαρτυρίαν» προ πολλού για τους πολλούς – «να μην πληρώνουν οι πολίτες αυτά που δεν έπρεπε να πληρώνουν», έπεσε δυστυχώς στο κενό.
Το γεγονός ότι πλέον δεν υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη και απροθυμία για «τακτοποίηση» μάλλον θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα.
Στο μεταξύ οι νέοι μας ελπίζουν στη φυγή.
*Ο Δημήτρης Τσίτος είναι συγγραφέας και σύμβουλος διαπραγματεύσεων.
Πηγή: R.I.E.A.S.
ΑΥτο το RIEAS μεγαλη σφηκοφωλια φιλοαμερικανοεβραικων θεσεων. Αστα να πανε στο διαολο. Παρακτορες παντού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν γνωρίζω τι έγινε τότε στην Ιρλανδία αλλά στην Ελλάδα που ζήσαμε και περπατήσαμε εδώ και δεκαετίες να λέμε ότι θα ψοφήσουμε από την πείνα είναι ντροπή και όνειδος και μάλλον λιμώττωμεν εγκεφαλικώς και ψυχολογικώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕάν είναι έτσι τότε είμαστε ανάξιοι να κατοικούμε σε αυτήν την χώρα που θα μας ξεράσει πάραυτα και καλώς.
Αυτός είναι ο δικός μας μεγάλος λιμός, ο χαμός μας και η αιμορραγία για την οποία προτιμά να μην μιλάει σχεδόν κανείς. Μια χώρα ολόκληρη στη νάρκωση, το αίμα χάνεται, κυλάει συνέχεια και δεν βρέθηκε κανείς να τρέξει να φέρει αιμοστατικό. Επέστρεφαν οι Έλληνες πάντα, όπως επέστρεψαν πολλοί Ιρλανδοί μετά από τη μεγάλη φυγή τους, αλλά αυτή τη φορά, όπως λέει ο Τσίτος, είναι αμφίβολο αν οι Έλληνες θα επιστρέψουν κάποτε στη χώρα τους, ή σε κάτι άλλο, που θα έχουν κατασκευάσει κάποιοι εδώ δίχως να τους ρωτήσουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή