Σε αναζήτηση ηγεσίας και ισορροπίας
Οι παθογένειες και τα μικρόβια της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα, οι εμπειρίες από το εξωτερικό όπως επίσης και ο ιδιαίτερος ρόλος των Μέσων Επικοινωνίας στη διαμόρφωση και την άσκηση πολιτικής είναι ορισμένοι από τους προβληματισμούς και τους στοχασμούς που αναπτύσσει ο σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης επ’ ευκαιρία και της συμπλήρωσης των πρώτων 100 ημερών στην εξουσία της νέας κυβέρνησης.
Με τρία άρθρα του (σήμερα το πρώτο) και που το ένα συμπληρώνει το άλλο σε νόημα και περιεχόμενο, επιχειρεί να δώσει ερεθίσματα και τροφή προς σκέψη προς όλους αλλά κυρίως προς τη νέα ηγεσία του τόπου μέσα από την αποτίμηση του παρελθόντος και τη σύγκριση με άλλες χώρες.
Η μελέτη της ιστορίας μάς δείχνει ότι οι επιτυχημένοι πολιτικοί σχεδιάζουν εκ των προτέρων τις κινήσεις τους, ασκούν ηγετικό ρόλο και δεν παρασύρονται από το ρεύμα των εκάστοτε εξελίξεων. Μας δείχνει επίσης ότι αυτός ο πολιτικός σχεδιασμός ανέκαθεν στηριζόταν στα διδάγματα που είχε να προσφέρει η ιστορία, στις ανάγκες των κοινωνιών, στο συγκεκριμένο όραμα που ωθούσε έναν ηγέτη στην πολιτική, καθώς και στην ικανότητα του ηγέτη να χαράσσει μια ισορροπημένη πορεία ανάμεσα στο «επιθυμητό» και στο «εφικτό».
Οι πολυάριθμες παραπομπές στον Θουκυδίδη, τον Πολύβιο, τον Τίτο Λίβιο, τον Βιργίλιο ή τον Μακιαβέλι, τις οποίες απαντούμε στα κείμενα αυτών των μεγάλων ανδρών του παρελθόντος, δεν μαρτυρούν απλώς την εμβρίθειά τους, αλλά και τη διεισδυτική τους αντίληψη για την ανθρώπινη φύση. Η τελευταία αυτή ικανότητα προϋποθέτει έναν συνδυασμό τόλμης και προσοχής, φαντασίας και πείρας και, προπάντων, τη διαμόρφωση προσεκτικά σταθμισμένων αποφάσεων. Αυτές ακριβώς είναι οι συνιστώσες της «μεγαλόπνοης πολιτικής ηγεσίας», όπως την ονομάζω. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις σκοπεύουν να δείξουν σε ποιους ακριβώς τομείς, στο άμεσο μέλλον, αυτή η μορφή ηγεσίας είναι απαραίτητη για τη χώρα μας.
Η βασική πρόκληση σχετίζεται με το γεγονός ότι ο εν λόγω τύπος ηγεσίας έχει παραμεριστεί στις μέρες μας από τη «μικροπολιτική» του κομματικού ηγέτη.
Οι κομματικοί ηγέτες δεν ηγούνται: αντιθέτως, άγονται (α) από τις απαιτήσεις που προβάλλει η εσωκομματική πολιτική ισχύος, (β) από το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα ραγδαίων εξελίξεων, τα όσα συναντούν άπαξ και ανέλθουν στην εξουσία ελάχιστη ομοιότητα παρουσιάζουν με τα όσα γνώριζαν όταν βρίσκονταν εκτός αυτής, (γ) από την παραπλανητική επιρροή των δημοσκοπήσεων και (δ) από τις πιεστικές τους σχέσεις με τα ΜΜΕ και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Αυτός ο τρόπος διοίκησης μιας χώρας οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην καταστροφή.
Είναι άραγε λογική ή εύλογη αυτή η πολιτική στάση; Η απάντηση είναι «ναι», εάν μιλάμε για μια λογική που ορίζεται με βάση το πρωταρχικό κίνητρο του πολιτικού, το οποίο του υπαγορεύει ένα και μοναδικό πράγμα: «μείνε στην εξουσία».
Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης μπορεί μεν να συμβάλλει στην «αυτοσυντήρηση», σπανίως όμως συνδέεται με την καινοτομία, την τόλμη, τον πατριωτισμό, την ευφυΐα ή, τέλος, την ανάδειξη μιας διαχρονικής κληρονομιάς. Ετσι, μπορεί κάποιος να διατελέσει πρωθυπουργός επί πέντε χρόνια και να μην αφήσει το παραμικρό ίχνος στην ιστορία της χώρας του.
Θα σχολίαζε ίσως κανείς ότι αυτές οι απαισιόδοξες σκέψεις μοιάζουν μάλλον άκαιρες κατά την έναρξη της θητείας μιας νέας κυβέρνησης, ειδικότερα δε όταν οι «νεοφερμένοι» ξεκίνησαν με βήμα ταχύ και (κατά τα φαινόμενα) νεωτεριστικό και όταν, προφανώς, δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθούν για προβλήματα που τους κληροδότησε το προηγούμενο καθεστώς.
Χρήσιμο όμως θα ήταν να θυμηθούμε μια πρακτική των αρχαίων Ρωμαίων, οι οποίοι, όταν πανηγύριζαν για τις νίκες τους, φρόντιζαν να τοποθετούν πίσω ακριβώς από τους θριαμβευτές στρατηγούς τους έναν άνθρωπο που τους υπενθύμιζε ψιθυριστά ότι ήταν και παρέμεναν θνητοί. Καλύτερο είναι, λοιπόν, να προειδοποιεί κανείς τον νικητή ότι σημασία δεν έχει να μην καταλήξει κάποτε «τέως» -διότι, μια μέρα, είναι μοιραίο ότι θα συγκαταλέγεται και ο ίδιος στα μέλη αυτής της ομάδας- όσο μάλλον, όταν θα έχει πλέον παρέλθει ο καιρός του, οι συμπατριώτες του να αναφέρονται σε αυτόν και αυθόρμητα να απαριθμούν τα επιτεύγματά του.
Ετσι, δεν θα έπρεπε άραγε να υπενθυμίσουμε στους νεοεκλεγέντες ότι το οικονομικό χάος που κληρονόμησαν είχε επιδεινωθεί από την αναποφασιστικότητα, τις εσωτερικές διχόνοιες, τον ανεπαρκή λογιστικό έλεγχο και την αναβλητικότητα των προκατόχων τους -από «μικρόβια», δηλαδή, στα οποία και οι ίδιοι μπορεί να μην έχουν ανοσία; Κι ακόμη, δεν θα έπρεπε επίσης να τους συμβουλεύσουμε να αποφύγουν τη συνήθη πρακτική που ακολουθεί κάθε νέος διευθύνων σύμβουλος, ο οποίος φροντίζει να «παραφουσκώνει» τα ελλείμματα του πρώτου χρόνου, ώστε να μπορεί να υπερηφανεύεται για εντυπωσιακές βελτιώσεις κατά τον δεύτερο;
Στον οικονομικό τομέα, οι ελπιδοφόρες ενδείξεις που προσπαθώ να διακρίνω δεν σχετίζονται με τα μεμονωμένα μέτρα που λαμβάνονται, όσο με τον (επαναλαμβανόμενο) ισχυρισμό του πρωθυπουργού ότι το κύριο πρόβλημά μας στην Ευρώπη είναι πρόβλημα εθνικής αξιοπιστίας ή, μάλλον, σοβαρού ελλείμματος αξιοπιστίας.
Εάν όμως ισχύει αυτό, δεν οφείλουμε άραγε, παράλληλα με τη διόρθωση των κακών συνηθειών μας, να υπενθυμίσουμε στους Ευρωπαίους εταίρους μας -κατά τρόπο ευγενικό αλλά και αποφασιστικό- ότι η Ελλάδα δεν είναι επ’ ουδενί λόγω η χώρα που παρουσιάζει τα μεγαλύτερα και σοβαρότερα ελλείμματα; Η τοποθέτηση της Ελλάδας στο στόχαστρο κάνει ενδεχομένως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αισθάνεται ότι επιτελεί το καθήκον της. Κάποιοι, όμως, θα έλεγαν επίσης ότι η στάση αυτή αποτελεί επίσης έναν «συγκαλυμμένο» τρόπο για να μη θίγονται οι χώρες που βρίσκονται στο «απυρόβλητο» -λ.χ. η Αγγλία ή, εάν θέλετε παραδείγματα από την Ευρωζώνη, η Ισπανία ή η Ιταλία.
Η συγκεκριμένη στάση δεν είναι ούτε δίκαιη ούτε απότοκη μεγαλόπνοης πολιτικής σκέψης: είναι, απλούστατα, υποκριτική. Η Ευρώπη όμως διολισθαίνει συχνά σε αυτήν τη στάση και, ως εκ τούτου, οφείλουμε, μέσω του διορισμού των ικανότερων ανθρώπων, να μένουμε πάντοτε άγρυπνοι απέναντι στα ολισθήματά της και να φροντίζουμε να μη μας κακομεταχειρίζεται επειδή μας βλέπει σαν εύκολο στόχο.
«Η Ελλάδα», θα έλεγαν κάποιοι, «είναι πολύ μικρή για να μπορεί να ασκήσει έλεγχο στην ΕΕ». Σκεφθείτε όμως πώς κατάφεραν, κυριολεκτικά, να παραλύσουν την Ευρώπη η Ιρλανδία και η Τσεχία επί έναν και πλέον χρόνο. Με λίγα λόγια, σημασία δεν έχει το μέγεθος μιας χώρας αλλά η δυναμικότητά της.
Ενα ακόμη ζήτημα υψηλής προτεραιότητας είναι η αναχαίτιση της ηθικής έκπτωσης που πλήττει εδώ και καιρό το δυναμικό της χώρας μας. Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε αυτό το γεγονός αποκλειστικά στην προηγούμενη κυβέρνηση -έστω και αν με το Βατοπέδι την απεθέωσε- και τούτο διότι η εν λόγω παρακμιακή διαδικασία ξεκίνησε από τα Ιουλιανά. Πράγματι, από τότε και μετά, οι Ελληνες άρχισαν σταδιακά να αναισθητοποιούνται, όχι απλώς προς την ιδέα των διεφθαρμένων πολιτικών, αλλά -πράγμα πολύ χειρότερο- προς την άποψη ότι η διαφθορά είναι ένας τρόπος ζωής που μπορεί να γίνει ανεκτός υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν όλοι... μερίδιο στα κέρδη!
Δεν οφείλουμε απλώς να δεχτούμε αυτό το δίδαγμα: πρέπει να το εμπεδώσουμε πλήρως και απολύτως, διότι υπερβαίνει κατά πολύ τα όσα ενδιαφέρουν ή αφορούν μόνο τη σημερινή κυβέρνηση.
Πράγματι, εάν μια μεγάλη απογοήτευση από μια κυβέρνηση τη διαδεχτεί μία ακόμη γενική απογοήτευση από την πλευρά της επόμενης κυβέρνησης, θα ήταν σοβαρότατες οι αναταραχές που θα ξεσπούσαν σε μια κοινωνία που θα είχε ξεγελαστεί, εξαπατηθεί ή, τουλάχιστον, απογοητευθεί δύο φορές.
Η δριμύτητα των πιθανών συνεπειών αυτών των διαδοχικών απογοητεύσεων είναι ο παράγοντας που καθιστά επιτακτική την ανάγκη -χωρίς, δυστυχώς, να εγγυάται και τη βεβαιότητα- να λάβουν οριστικό τέλος οι αλλεπάλληλες κρίσεις εάν δεν θέλουμε τα συσσωρευμένα προβλήματα να αναζητήσουν τη λύση τους στους δρόμους.
Ετσι, η κυβερνητική αίσθηση ισορροπίας δεν πρόκειται να τεθεί υπό δοκιμασία από τις επετειακές διαδηλώσεις για ένα θλιβερό γεγονός, αλλά από τον ενδεχόμενο μετασχηματισμό της οικονομικής κρίσης σε κοινωνική κρίση, την ένταση της οποίας θα ενισχύσουν η ανεργία και η μετανάστευση. Δεν είναι άραγε γεγονός ότι μόνο βάσει σχεδίου μπορεί να αντιμετωπιστεί μια τέτοια, υποθετική «μετάλλαξη»;
Ακόμη μία φορά, συνεπώς, τα μέτρα που θα ληφθούν για την αποφυγή ανάλογων εξελίξεων πρέπει να είναι σχεδιασμένα, ισορροπημένα, αλλά και αποφασιστικά. Πρωτίστως, όμως, πρέπει να δείχνουν ευαισθησία προς τις ανάγκες των πιο ανίσχυρων πολιτών, οι οποίοι πλήττονται περισσότερο κατά τις οικονομικές κρίσεις.
Αυτή θα είναι επίσης η στιγμή που η κυβέρνηση θα αποδείξει εάν έχει το «ταλέντο» να χαράξει μέση πορεία -κατανοώντας, αφενός, την επιτακτική ανάγκη για σεβασμό της έννομης τάξης και δείχνοντας, αφετέρου, ευαισθησία προς τον προκλητικό αντίκτυπο που θα είχε η υπέρμετρη αστυνομική παρουσία.
Αποδεικνύοντας κατά τρόπο επείγοντα και χειροπιαστό ότι έχουμε συνείδηση των αναγκών των πιο αδύναμων πολιτών θα αμβλύναμε ενδεχομένως την οδύνη για τα γεγονότα που φοβούμαι ότι μας περιμένουν. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα έπρεπε να χάσουμε την αίσθηση του μέτρου, της ισορροπίας.
Στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, τούτο σημαίνει πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μέλλον της οικονομίας μας εξαρτάται από επενδύσεις που μόνον οι αγορές μπορούν να κάνουν. Η συμπόνια για τους φτωχούς δεν πρέπει να μετασχηματιστεί σε εκδικητικότητα για τους πλούσιους. Οσοι δημιουργούν πλούτο δεν πρέπει να θυσιαστούν στον βωμό του πολιτικού δόγματος, αλλά να πειστούν ότι μέχρι να τελειώσει η κρίση θα πρέπει να κουβαλήσουν μερίδιο μεγαλύτερο από αυτό που τους αναλογεί στο συνολικό φορτίο.
Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν στο θέμα των ξένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Γνωρίζω ότι πολλοί τραπεζίτες με έδρα την Αμερική είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν και αυτή η βοήθεια θα μπορούσε να αποδειχτεί κρισιμότατη για την επιτυχία των πρώτων βημάτων της σημερινής κυβέρνησης. Πρέπει να ενθαρρύνουμε την παρουσία ξένων επενδυτών και να μην τους διώξουμε τρομάζοντάς τους. Οφείλουμε όμως να έχουμε και επίγνωση του τιμήματος που θα χρειαστεί να καταβάλουμε έναντι αυτής της βοήθειας -και αναφέρομαι, ασφαλώς, στο επικίνδυνο ενδεχόμενο να μας ζητηθεί να προβούμε σε απαράδεκτους πολιτικούς συμβιβασμούς.
Οι πρόωρες δηλώσεις ορισμένων κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, σύμφωνα με τις οποίες η εξωτερική πολιτική προϋποθέτει υγιή οικονομικά, έχουν νόημα μόνο εφόσον δεν έχουν σκοπό να προετοιμάσουν τον λαό για επικείμενους εθνικούς συμβιβασμούς. Διότι, εάν τη μνημειώδη κακοδιαχείριση της οικονομίας μας από την προηγούμενη κυβέρνηση την ακολουθούσε τόσο σύντομα μια τέτοια πολιτική συνθηκολόγηση, τότε θα είχε στηθεί το κατάλληλο σκηνικό για να ξεσπάσει η κοινωνική αναταραχή που προβλέπω και φοβούμαι εδώ και καιρό.
Για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις, οφείλουμε, όσο ακόμη υπάρχει χρόνος, να αναπτύξουμε μια ισορροπημένη εξωτερική πολιτική και να πάψουμε να στηριζόμαστε στα παρωχημένα δόγματα ή στις προσωπικές επαφές που μπορεί να έχουν οι ηγέτες μας με τις ξένες δυνάμεις. Περισσότερα επ’ αυτού, όμως, στο επόμενο μέρος της τριλογίας.
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
Πηγή
Με τρία άρθρα του (σήμερα το πρώτο) και που το ένα συμπληρώνει το άλλο σε νόημα και περιεχόμενο, επιχειρεί να δώσει ερεθίσματα και τροφή προς σκέψη προς όλους αλλά κυρίως προς τη νέα ηγεσία του τόπου μέσα από την αποτίμηση του παρελθόντος και τη σύγκριση με άλλες χώρες.
Η μελέτη της ιστορίας μάς δείχνει ότι οι επιτυχημένοι πολιτικοί σχεδιάζουν εκ των προτέρων τις κινήσεις τους, ασκούν ηγετικό ρόλο και δεν παρασύρονται από το ρεύμα των εκάστοτε εξελίξεων. Μας δείχνει επίσης ότι αυτός ο πολιτικός σχεδιασμός ανέκαθεν στηριζόταν στα διδάγματα που είχε να προσφέρει η ιστορία, στις ανάγκες των κοινωνιών, στο συγκεκριμένο όραμα που ωθούσε έναν ηγέτη στην πολιτική, καθώς και στην ικανότητα του ηγέτη να χαράσσει μια ισορροπημένη πορεία ανάμεσα στο «επιθυμητό» και στο «εφικτό».
Οι πολυάριθμες παραπομπές στον Θουκυδίδη, τον Πολύβιο, τον Τίτο Λίβιο, τον Βιργίλιο ή τον Μακιαβέλι, τις οποίες απαντούμε στα κείμενα αυτών των μεγάλων ανδρών του παρελθόντος, δεν μαρτυρούν απλώς την εμβρίθειά τους, αλλά και τη διεισδυτική τους αντίληψη για την ανθρώπινη φύση. Η τελευταία αυτή ικανότητα προϋποθέτει έναν συνδυασμό τόλμης και προσοχής, φαντασίας και πείρας και, προπάντων, τη διαμόρφωση προσεκτικά σταθμισμένων αποφάσεων. Αυτές ακριβώς είναι οι συνιστώσες της «μεγαλόπνοης πολιτικής ηγεσίας», όπως την ονομάζω. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις σκοπεύουν να δείξουν σε ποιους ακριβώς τομείς, στο άμεσο μέλλον, αυτή η μορφή ηγεσίας είναι απαραίτητη για τη χώρα μας.
Η βασική πρόκληση σχετίζεται με το γεγονός ότι ο εν λόγω τύπος ηγεσίας έχει παραμεριστεί στις μέρες μας από τη «μικροπολιτική» του κομματικού ηγέτη.
Οι κομματικοί ηγέτες δεν ηγούνται: αντιθέτως, άγονται (α) από τις απαιτήσεις που προβάλλει η εσωκομματική πολιτική ισχύος, (β) από το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα ραγδαίων εξελίξεων, τα όσα συναντούν άπαξ και ανέλθουν στην εξουσία ελάχιστη ομοιότητα παρουσιάζουν με τα όσα γνώριζαν όταν βρίσκονταν εκτός αυτής, (γ) από την παραπλανητική επιρροή των δημοσκοπήσεων και (δ) από τις πιεστικές τους σχέσεις με τα ΜΜΕ και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Αυτός ο τρόπος διοίκησης μιας χώρας οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην καταστροφή.
Είναι άραγε λογική ή εύλογη αυτή η πολιτική στάση; Η απάντηση είναι «ναι», εάν μιλάμε για μια λογική που ορίζεται με βάση το πρωταρχικό κίνητρο του πολιτικού, το οποίο του υπαγορεύει ένα και μοναδικό πράγμα: «μείνε στην εξουσία».
Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης μπορεί μεν να συμβάλλει στην «αυτοσυντήρηση», σπανίως όμως συνδέεται με την καινοτομία, την τόλμη, τον πατριωτισμό, την ευφυΐα ή, τέλος, την ανάδειξη μιας διαχρονικής κληρονομιάς. Ετσι, μπορεί κάποιος να διατελέσει πρωθυπουργός επί πέντε χρόνια και να μην αφήσει το παραμικρό ίχνος στην ιστορία της χώρας του.
Θα σχολίαζε ίσως κανείς ότι αυτές οι απαισιόδοξες σκέψεις μοιάζουν μάλλον άκαιρες κατά την έναρξη της θητείας μιας νέας κυβέρνησης, ειδικότερα δε όταν οι «νεοφερμένοι» ξεκίνησαν με βήμα ταχύ και (κατά τα φαινόμενα) νεωτεριστικό και όταν, προφανώς, δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθούν για προβλήματα που τους κληροδότησε το προηγούμενο καθεστώς.
Χρήσιμο όμως θα ήταν να θυμηθούμε μια πρακτική των αρχαίων Ρωμαίων, οι οποίοι, όταν πανηγύριζαν για τις νίκες τους, φρόντιζαν να τοποθετούν πίσω ακριβώς από τους θριαμβευτές στρατηγούς τους έναν άνθρωπο που τους υπενθύμιζε ψιθυριστά ότι ήταν και παρέμεναν θνητοί. Καλύτερο είναι, λοιπόν, να προειδοποιεί κανείς τον νικητή ότι σημασία δεν έχει να μην καταλήξει κάποτε «τέως» -διότι, μια μέρα, είναι μοιραίο ότι θα συγκαταλέγεται και ο ίδιος στα μέλη αυτής της ομάδας- όσο μάλλον, όταν θα έχει πλέον παρέλθει ο καιρός του, οι συμπατριώτες του να αναφέρονται σε αυτόν και αυθόρμητα να απαριθμούν τα επιτεύγματά του.
Ετσι, δεν θα έπρεπε άραγε να υπενθυμίσουμε στους νεοεκλεγέντες ότι το οικονομικό χάος που κληρονόμησαν είχε επιδεινωθεί από την αναποφασιστικότητα, τις εσωτερικές διχόνοιες, τον ανεπαρκή λογιστικό έλεγχο και την αναβλητικότητα των προκατόχων τους -από «μικρόβια», δηλαδή, στα οποία και οι ίδιοι μπορεί να μην έχουν ανοσία; Κι ακόμη, δεν θα έπρεπε επίσης να τους συμβουλεύσουμε να αποφύγουν τη συνήθη πρακτική που ακολουθεί κάθε νέος διευθύνων σύμβουλος, ο οποίος φροντίζει να «παραφουσκώνει» τα ελλείμματα του πρώτου χρόνου, ώστε να μπορεί να υπερηφανεύεται για εντυπωσιακές βελτιώσεις κατά τον δεύτερο;
Στον οικονομικό τομέα, οι ελπιδοφόρες ενδείξεις που προσπαθώ να διακρίνω δεν σχετίζονται με τα μεμονωμένα μέτρα που λαμβάνονται, όσο με τον (επαναλαμβανόμενο) ισχυρισμό του πρωθυπουργού ότι το κύριο πρόβλημά μας στην Ευρώπη είναι πρόβλημα εθνικής αξιοπιστίας ή, μάλλον, σοβαρού ελλείμματος αξιοπιστίας.
Εάν όμως ισχύει αυτό, δεν οφείλουμε άραγε, παράλληλα με τη διόρθωση των κακών συνηθειών μας, να υπενθυμίσουμε στους Ευρωπαίους εταίρους μας -κατά τρόπο ευγενικό αλλά και αποφασιστικό- ότι η Ελλάδα δεν είναι επ’ ουδενί λόγω η χώρα που παρουσιάζει τα μεγαλύτερα και σοβαρότερα ελλείμματα; Η τοποθέτηση της Ελλάδας στο στόχαστρο κάνει ενδεχομένως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αισθάνεται ότι επιτελεί το καθήκον της. Κάποιοι, όμως, θα έλεγαν επίσης ότι η στάση αυτή αποτελεί επίσης έναν «συγκαλυμμένο» τρόπο για να μη θίγονται οι χώρες που βρίσκονται στο «απυρόβλητο» -λ.χ. η Αγγλία ή, εάν θέλετε παραδείγματα από την Ευρωζώνη, η Ισπανία ή η Ιταλία.
Η συγκεκριμένη στάση δεν είναι ούτε δίκαιη ούτε απότοκη μεγαλόπνοης πολιτικής σκέψης: είναι, απλούστατα, υποκριτική. Η Ευρώπη όμως διολισθαίνει συχνά σε αυτήν τη στάση και, ως εκ τούτου, οφείλουμε, μέσω του διορισμού των ικανότερων ανθρώπων, να μένουμε πάντοτε άγρυπνοι απέναντι στα ολισθήματά της και να φροντίζουμε να μη μας κακομεταχειρίζεται επειδή μας βλέπει σαν εύκολο στόχο.
«Η Ελλάδα», θα έλεγαν κάποιοι, «είναι πολύ μικρή για να μπορεί να ασκήσει έλεγχο στην ΕΕ». Σκεφθείτε όμως πώς κατάφεραν, κυριολεκτικά, να παραλύσουν την Ευρώπη η Ιρλανδία και η Τσεχία επί έναν και πλέον χρόνο. Με λίγα λόγια, σημασία δεν έχει το μέγεθος μιας χώρας αλλά η δυναμικότητά της.
Ενα ακόμη ζήτημα υψηλής προτεραιότητας είναι η αναχαίτιση της ηθικής έκπτωσης που πλήττει εδώ και καιρό το δυναμικό της χώρας μας. Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε αυτό το γεγονός αποκλειστικά στην προηγούμενη κυβέρνηση -έστω και αν με το Βατοπέδι την απεθέωσε- και τούτο διότι η εν λόγω παρακμιακή διαδικασία ξεκίνησε από τα Ιουλιανά. Πράγματι, από τότε και μετά, οι Ελληνες άρχισαν σταδιακά να αναισθητοποιούνται, όχι απλώς προς την ιδέα των διεφθαρμένων πολιτικών, αλλά -πράγμα πολύ χειρότερο- προς την άποψη ότι η διαφθορά είναι ένας τρόπος ζωής που μπορεί να γίνει ανεκτός υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν όλοι... μερίδιο στα κέρδη!
Δεν οφείλουμε απλώς να δεχτούμε αυτό το δίδαγμα: πρέπει να το εμπεδώσουμε πλήρως και απολύτως, διότι υπερβαίνει κατά πολύ τα όσα ενδιαφέρουν ή αφορούν μόνο τη σημερινή κυβέρνηση.
Πράγματι, εάν μια μεγάλη απογοήτευση από μια κυβέρνηση τη διαδεχτεί μία ακόμη γενική απογοήτευση από την πλευρά της επόμενης κυβέρνησης, θα ήταν σοβαρότατες οι αναταραχές που θα ξεσπούσαν σε μια κοινωνία που θα είχε ξεγελαστεί, εξαπατηθεί ή, τουλάχιστον, απογοητευθεί δύο φορές.
Η δριμύτητα των πιθανών συνεπειών αυτών των διαδοχικών απογοητεύσεων είναι ο παράγοντας που καθιστά επιτακτική την ανάγκη -χωρίς, δυστυχώς, να εγγυάται και τη βεβαιότητα- να λάβουν οριστικό τέλος οι αλλεπάλληλες κρίσεις εάν δεν θέλουμε τα συσσωρευμένα προβλήματα να αναζητήσουν τη λύση τους στους δρόμους.
Ετσι, η κυβερνητική αίσθηση ισορροπίας δεν πρόκειται να τεθεί υπό δοκιμασία από τις επετειακές διαδηλώσεις για ένα θλιβερό γεγονός, αλλά από τον ενδεχόμενο μετασχηματισμό της οικονομικής κρίσης σε κοινωνική κρίση, την ένταση της οποίας θα ενισχύσουν η ανεργία και η μετανάστευση. Δεν είναι άραγε γεγονός ότι μόνο βάσει σχεδίου μπορεί να αντιμετωπιστεί μια τέτοια, υποθετική «μετάλλαξη»;
Ακόμη μία φορά, συνεπώς, τα μέτρα που θα ληφθούν για την αποφυγή ανάλογων εξελίξεων πρέπει να είναι σχεδιασμένα, ισορροπημένα, αλλά και αποφασιστικά. Πρωτίστως, όμως, πρέπει να δείχνουν ευαισθησία προς τις ανάγκες των πιο ανίσχυρων πολιτών, οι οποίοι πλήττονται περισσότερο κατά τις οικονομικές κρίσεις.
Αυτή θα είναι επίσης η στιγμή που η κυβέρνηση θα αποδείξει εάν έχει το «ταλέντο» να χαράξει μέση πορεία -κατανοώντας, αφενός, την επιτακτική ανάγκη για σεβασμό της έννομης τάξης και δείχνοντας, αφετέρου, ευαισθησία προς τον προκλητικό αντίκτυπο που θα είχε η υπέρμετρη αστυνομική παρουσία.
Αποδεικνύοντας κατά τρόπο επείγοντα και χειροπιαστό ότι έχουμε συνείδηση των αναγκών των πιο αδύναμων πολιτών θα αμβλύναμε ενδεχομένως την οδύνη για τα γεγονότα που φοβούμαι ότι μας περιμένουν. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα έπρεπε να χάσουμε την αίσθηση του μέτρου, της ισορροπίας.
Στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, τούτο σημαίνει πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μέλλον της οικονομίας μας εξαρτάται από επενδύσεις που μόνον οι αγορές μπορούν να κάνουν. Η συμπόνια για τους φτωχούς δεν πρέπει να μετασχηματιστεί σε εκδικητικότητα για τους πλούσιους. Οσοι δημιουργούν πλούτο δεν πρέπει να θυσιαστούν στον βωμό του πολιτικού δόγματος, αλλά να πειστούν ότι μέχρι να τελειώσει η κρίση θα πρέπει να κουβαλήσουν μερίδιο μεγαλύτερο από αυτό που τους αναλογεί στο συνολικό φορτίο.
Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν στο θέμα των ξένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Γνωρίζω ότι πολλοί τραπεζίτες με έδρα την Αμερική είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν και αυτή η βοήθεια θα μπορούσε να αποδειχτεί κρισιμότατη για την επιτυχία των πρώτων βημάτων της σημερινής κυβέρνησης. Πρέπει να ενθαρρύνουμε την παρουσία ξένων επενδυτών και να μην τους διώξουμε τρομάζοντάς τους. Οφείλουμε όμως να έχουμε και επίγνωση του τιμήματος που θα χρειαστεί να καταβάλουμε έναντι αυτής της βοήθειας -και αναφέρομαι, ασφαλώς, στο επικίνδυνο ενδεχόμενο να μας ζητηθεί να προβούμε σε απαράδεκτους πολιτικούς συμβιβασμούς.
Οι πρόωρες δηλώσεις ορισμένων κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, σύμφωνα με τις οποίες η εξωτερική πολιτική προϋποθέτει υγιή οικονομικά, έχουν νόημα μόνο εφόσον δεν έχουν σκοπό να προετοιμάσουν τον λαό για επικείμενους εθνικούς συμβιβασμούς. Διότι, εάν τη μνημειώδη κακοδιαχείριση της οικονομίας μας από την προηγούμενη κυβέρνηση την ακολουθούσε τόσο σύντομα μια τέτοια πολιτική συνθηκολόγηση, τότε θα είχε στηθεί το κατάλληλο σκηνικό για να ξεσπάσει η κοινωνική αναταραχή που προβλέπω και φοβούμαι εδώ και καιρό.
Για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις, οφείλουμε, όσο ακόμη υπάρχει χρόνος, να αναπτύξουμε μια ισορροπημένη εξωτερική πολιτική και να πάψουμε να στηριζόμαστε στα παρωχημένα δόγματα ή στις προσωπικές επαφές που μπορεί να έχουν οι ηγέτες μας με τις ξένες δυνάμεις. Περισσότερα επ’ αυτού, όμως, στο επόμενο μέρος της τριλογίας.
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
Πηγή
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...