Ο νεο-οθωμανισμός και ο Ερντογάν
Η Τουρκία δεν μπορεί να παραμείνει ανοιχτή στη Δύση και επιλεκτικά κλειστή στους γείτονές της
Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Αρμενίας και Τουρκίας έχει αναδείξει μια παράμετρο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που έχουμε αγνοήσει. Την ανάγκη της Τουρκίας να επιτύχει τον διακανονισμό με ιστορικούς αντιπάλους της μέσω της παροχής απρόσκοπτης πρόσβασης στην κίνηση κεφαλαίων, αγαθών και ατόμων.
Το άνοιγμα των τουρκικών συνόρων δηλαδή σε έλληνες κεφαλαιούχους, κυπριακά πλοία, αρμενικά τρένα και ούτω καθεξής. Αυτός ο όρος αποτελεί, τυπικώς ή ατύπως, ουσιαστική παράμετρο της βιωσιμότητας της ενταξιακής πορείας της προς την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) καθώς και εξάλειψης του κινδύνου ρήξης των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων λόγω μιας τυχόν αναγνώρισης από το αμερικανικό Κογκρέσο της αρμενικής γενοκτονίας.
Με άλλα λόγια είναι στο χέρι της Τουρκίας να αποφασίσει αν θα είναι μια χώρα κλειστή ή ανοιχτή προς τον κόσμο και στο κύριο, ακόμη, περιβάλλον αναφοράς της, αυτό της Δύσης. Αυτό που δεν είναι στο χέρι της είναι να παραμείνει ανοιχτή στη Δύση και επιλεκτικά κλειστή στους γείτονές της που διατηρούν- λόγω γεωγραφικής θέσης και/ή πολιτισμικής ταυτότητας- προνομιακή θέση με τη Δύση, δηλαδή την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αρμενία.
Το άνοιγμα των τουρκικών συνόρων στην κίνηση κεφαλαίων, αγαθών και ατόμων από την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αρμενία δεν είναι όμως μια απλώς τεχνική διαδικασία. Στην καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις θέτει σε αμφισβήτηση ισχυρότατα ταμπού της μέχρι πρότινος κεμαλικής τουρκικής δημοκρατίας. Ταμπού όπως την ιδέα ότι στις πάλαι ποτέ μειονότητες δεν θα επιτραπεί ποτέ ξανά να αποκτήσουν οικονομική ισχύ στην Τουρκία. Την αντίληψη ότι η εισβολή της Κύπρου το 1974 αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη νίκη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και την εκπλήρωση ενός εθνικού στόχου που πρέπει να μείνει στο διαχρονικό απυρόβλητο. Την ελπίδα ότι το μεγαλείο της Τουρκίας μπορεί να θεμελιωθεί πάνω στην παντουρκική αδελφότητα και στις προνομιακές σχέσεις με έθνη όπως αυτά του Αζερμπαϊτζάν και του Τουρκμενιστάν.
Η κυβέρνηση Ερντογάν «άνοιξε» τα σύνορα με την Ελλάδα όταν συναίνεσε στην εξαγορά από την Εθνική Τράπεζα της Finansbank, της τέταρτης μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας στην Τουρκία. Η πολιτική βαρύτητα αυτής της απόφασης αναδείχθηκε έναν χρόνο αργότερα, όταν η ίδια κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο, λίγο πριν από τις εκλογές του 2007, να παρουσιάσει κώλυμα στην εξαγορά της πολύ μικρότερης Αlternatif Βank από τη δική μας Αlpha (είχε προηγηθεί μια ισομεγέθης εξαγορά από τη Εurobank). Οι αλλεπάλληλες αυτές εξαγορές ακριβώς μετέδιδαν το εκρηκτικό πολιτικό μήνυμα ότι η Τουρκία αλώνεται εκ νέου από το ελ ληνικό κεφάλαιο. Θίχτηκε- και θίγεται- επίσης βάναυσα η παντουρκική αλληλεγγύη (και το εκ των αγωγών διαμορφούμενο τουρκικό γεωπολιτικό συμφέρον) από την ανάγκη της Τουρκίας να ανοίξει τα σύνορά της στην Αρμενία πριν από την απόσυρση των αρμενικών στρατευμάτων από το έδαφος του Αζερμπαϊτζάν. Το ενδεχόμενο άνοιγμα δε των τουρκικών αεροδρομίων και λιμένων σε αεροσκάφη και πλοία που φέρουν την κυπριακή σημαία ισούται με την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ενοχοποίηση του 1974 από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.
Ο νεοοθωμανισμός του Νταβούτογλου λοιπόν είναι ένα ευφυές επινόημα που έρχεται να μετατρέψει αυτό που ο τουρκικός κεμαλισμός θεωρεί αλλεπάλληλα εθνικά πλήγματα και υποχωρήσεις ολκής σε πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η ίδια η Τουρκία- πρωτοβουλίες οι οποίες πρέπει να εκληφθούν ως ενδείξεις ισχύος και αυτοπεποίθησης, μια που ανατρέχουν στο πάλαι ποτέ αυτοκρατορικό βεληνεκές. Το ζητούμενο βεβαίως δεν είναι η αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- όσο δεν είναι για εμάς η ανακατασκευή της Μεγάλης Ελλάδος όταν μιλούμε για την «ισχυρή» και «εξωστρεφή», στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Ελλάδα. Το ζητούμενο είναι, μέσω αυτής της ιστορικοποίησης της σημερινής τουρκικής διαλλακτικότητας, με την Ελλάδα, την Αρμενία και την Κύπρο, να καταστεί βιώσιμη, με εσωτερικούς πολιτικούς όρους, για τη σημερινή τουρκική ηγεσία η ομαλή εξέλιξη των σχέσεών της με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Με τη σειρά της αυτή η ομαλή εξέλιξη των σχέσεων με τους κύριους δυτικούς εταίρους της Τουρκίας έχει εσωτερική αναφορά. Πρωτίστως στοχεύει στη συνεχιζόμενη εσωτερική νομιμοποίηση του κυβερνώντος ΑΚΡ και στη διατήρηση αυτών των ομαλών σχέσεων με τη Δύση που είναι απαραίτητες στην Τουρκία για να συνεχίσει να διατηρεί επαρκές μερίδιο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Με την έννοια επαρκές εννοούμε αυτό το μερίδιο που θα μπορέσει να ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες ενός ολοένα και πιο επηρεασμένου από δυτικά καταναλωτικά πρότυπα πληθυσμού των 74 εκατομμυρίων ανθρώπων. Η δε «νεοοθωμανική» νομιμοποίηση του ΑΚΡ υπηρετεί την επιταγή του τουρκικού κυβερνώντος κόμματος να εξασφαλίσει, μέσω της διατήρησής του στην εξουσία, όσο το δυνατόν πιο προνομιακό μερίδιο των απολαβών αυτής της συμμετοχής στον διεθνή καταμερισμό εργασίας για τα ανερχόμενα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα που εκπροσωπεί και από τα οποία το ίδιο προέρχεται.
Πηγή
Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Αρμενίας και Τουρκίας έχει αναδείξει μια παράμετρο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που έχουμε αγνοήσει. Την ανάγκη της Τουρκίας να επιτύχει τον διακανονισμό με ιστορικούς αντιπάλους της μέσω της παροχής απρόσκοπτης πρόσβασης στην κίνηση κεφαλαίων, αγαθών και ατόμων.
Το άνοιγμα των τουρκικών συνόρων δηλαδή σε έλληνες κεφαλαιούχους, κυπριακά πλοία, αρμενικά τρένα και ούτω καθεξής. Αυτός ο όρος αποτελεί, τυπικώς ή ατύπως, ουσιαστική παράμετρο της βιωσιμότητας της ενταξιακής πορείας της προς την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) καθώς και εξάλειψης του κινδύνου ρήξης των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων λόγω μιας τυχόν αναγνώρισης από το αμερικανικό Κογκρέσο της αρμενικής γενοκτονίας.
Με άλλα λόγια είναι στο χέρι της Τουρκίας να αποφασίσει αν θα είναι μια χώρα κλειστή ή ανοιχτή προς τον κόσμο και στο κύριο, ακόμη, περιβάλλον αναφοράς της, αυτό της Δύσης. Αυτό που δεν είναι στο χέρι της είναι να παραμείνει ανοιχτή στη Δύση και επιλεκτικά κλειστή στους γείτονές της που διατηρούν- λόγω γεωγραφικής θέσης και/ή πολιτισμικής ταυτότητας- προνομιακή θέση με τη Δύση, δηλαδή την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αρμενία.
Το άνοιγμα των τουρκικών συνόρων στην κίνηση κεφαλαίων, αγαθών και ατόμων από την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αρμενία δεν είναι όμως μια απλώς τεχνική διαδικασία. Στην καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις θέτει σε αμφισβήτηση ισχυρότατα ταμπού της μέχρι πρότινος κεμαλικής τουρκικής δημοκρατίας. Ταμπού όπως την ιδέα ότι στις πάλαι ποτέ μειονότητες δεν θα επιτραπεί ποτέ ξανά να αποκτήσουν οικονομική ισχύ στην Τουρκία. Την αντίληψη ότι η εισβολή της Κύπρου το 1974 αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη νίκη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και την εκπλήρωση ενός εθνικού στόχου που πρέπει να μείνει στο διαχρονικό απυρόβλητο. Την ελπίδα ότι το μεγαλείο της Τουρκίας μπορεί να θεμελιωθεί πάνω στην παντουρκική αδελφότητα και στις προνομιακές σχέσεις με έθνη όπως αυτά του Αζερμπαϊτζάν και του Τουρκμενιστάν.
Η κυβέρνηση Ερντογάν «άνοιξε» τα σύνορα με την Ελλάδα όταν συναίνεσε στην εξαγορά από την Εθνική Τράπεζα της Finansbank, της τέταρτης μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας στην Τουρκία. Η πολιτική βαρύτητα αυτής της απόφασης αναδείχθηκε έναν χρόνο αργότερα, όταν η ίδια κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο, λίγο πριν από τις εκλογές του 2007, να παρουσιάσει κώλυμα στην εξαγορά της πολύ μικρότερης Αlternatif Βank από τη δική μας Αlpha (είχε προηγηθεί μια ισομεγέθης εξαγορά από τη Εurobank). Οι αλλεπάλληλες αυτές εξαγορές ακριβώς μετέδιδαν το εκρηκτικό πολιτικό μήνυμα ότι η Τουρκία αλώνεται εκ νέου από το ελ ληνικό κεφάλαιο. Θίχτηκε- και θίγεται- επίσης βάναυσα η παντουρκική αλληλεγγύη (και το εκ των αγωγών διαμορφούμενο τουρκικό γεωπολιτικό συμφέρον) από την ανάγκη της Τουρκίας να ανοίξει τα σύνορά της στην Αρμενία πριν από την απόσυρση των αρμενικών στρατευμάτων από το έδαφος του Αζερμπαϊτζάν. Το ενδεχόμενο άνοιγμα δε των τουρκικών αεροδρομίων και λιμένων σε αεροσκάφη και πλοία που φέρουν την κυπριακή σημαία ισούται με την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ενοχοποίηση του 1974 από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.
Ο νεοοθωμανισμός του Νταβούτογλου λοιπόν είναι ένα ευφυές επινόημα που έρχεται να μετατρέψει αυτό που ο τουρκικός κεμαλισμός θεωρεί αλλεπάλληλα εθνικά πλήγματα και υποχωρήσεις ολκής σε πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η ίδια η Τουρκία- πρωτοβουλίες οι οποίες πρέπει να εκληφθούν ως ενδείξεις ισχύος και αυτοπεποίθησης, μια που ανατρέχουν στο πάλαι ποτέ αυτοκρατορικό βεληνεκές. Το ζητούμενο βεβαίως δεν είναι η αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- όσο δεν είναι για εμάς η ανακατασκευή της Μεγάλης Ελλάδος όταν μιλούμε για την «ισχυρή» και «εξωστρεφή», στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Ελλάδα. Το ζητούμενο είναι, μέσω αυτής της ιστορικοποίησης της σημερινής τουρκικής διαλλακτικότητας, με την Ελλάδα, την Αρμενία και την Κύπρο, να καταστεί βιώσιμη, με εσωτερικούς πολιτικούς όρους, για τη σημερινή τουρκική ηγεσία η ομαλή εξέλιξη των σχέσεών της με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Με τη σειρά της αυτή η ομαλή εξέλιξη των σχέσεων με τους κύριους δυτικούς εταίρους της Τουρκίας έχει εσωτερική αναφορά. Πρωτίστως στοχεύει στη συνεχιζόμενη εσωτερική νομιμοποίηση του κυβερνώντος ΑΚΡ και στη διατήρηση αυτών των ομαλών σχέσεων με τη Δύση που είναι απαραίτητες στην Τουρκία για να συνεχίσει να διατηρεί επαρκές μερίδιο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Με την έννοια επαρκές εννοούμε αυτό το μερίδιο που θα μπορέσει να ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες ενός ολοένα και πιο επηρεασμένου από δυτικά καταναλωτικά πρότυπα πληθυσμού των 74 εκατομμυρίων ανθρώπων. Η δε «νεοοθωμανική» νομιμοποίηση του ΑΚΡ υπηρετεί την επιταγή του τουρκικού κυβερνώντος κόμματος να εξασφαλίσει, μέσω της διατήρησής του στην εξουσία, όσο το δυνατόν πιο προνομιακό μερίδιο των απολαβών αυτής της συμμετοχής στον διεθνή καταμερισμό εργασίας για τα ανερχόμενα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα που εκπροσωπεί και από τα οποία το ίδιο προέρχεται.
Πηγή
Η Τουρκια ακροβατει σε τεντωμενο σκοινι, αλλα τουλαχιστον συνεχιζει να αναλαμβανει πρωτοβουλιες για την εξασφαλιση των συμφεροντων της!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Ελλαδα τι κανει?
ΓΜ