Προπαγάνδα μέσω των δημοσκοπήσεων
Η πολιτική εκμετάλλευση της προπαγάνδας
Η προπαγάνδα είναι ένα "όπλο" που χρησιμοποιείται προκειμένου να διαστρεβλωθεί η πραγματικότητα και να πεισθεί ο "στόχος" (ο απλός πολίτης) ώστε να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο που να νομίζει πως λειτουργεί οικειοθελώς!
Ο όρος "προπαγάνδα" χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στην πολιτική και θεωρείται ως κάτι κακό που χρησιμοποιεί το ψέμα για να πείσει, αν και μερικές φορές χρησιμοποιείται η αλήθεια ή μέρος της για να επιτευχθούν τα ίδια αποτελέσματα. Η συχνότερη χρήση της προπαγάνδας βρίσκεται στη διαφήμιση, ενώ η απαιτητικότερη εφαρμογή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις...
Η προπαγάνδα χρησιμοποιείται συνήθως διά του τύπου και αποσκοπεί είτε στον αποπροσανατολισμό είτε στον ελεγχόμενο προσανατολισμό της μάζας των πολιτών προς ένα συγκεκριμένο θέμα (συνήθως κόμμα). Οι δημοσκοπήσεις, έχουν πολυχρησιμοποιηθεί από τα ΜΜΕ για να επαληθεύσουν μία ήδη εφαρμοζόμενη προπαγανδιστική τακτική. Στο παρακάτω άρθρο - ανάλυση του Γιάννη Μαυρή, μπορούμε να διακρίνουμε την προπαγανδιστική τακτική που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα κατά την τριετία 2004 - 2006 και τα αποτελέσματά της. Στις πρόσφατες εκλογές υπήρξε μεγάλο πρόβλημα στις εταιρείες δημοσκοπήσεων, επειδή διαψεύστηκαν οικτρά και δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν αυτή την απόσταση των δημοσκοπικών (δημαγωγικών - προπαγανδιστικών;) προβλέψεών τους, με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών...
Πλησιάζοντας στις εκλογές, και παρατηρώντας τους "δείκτες" των δημοσκοπήσεων να κινούνται ταχύτατα, αλλάζοντας "θέσεις" μήπως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε εάν αυτό στο οποίο απέτυχαν οι προπαγανδιστικές δημοσκοπήσεις και τα εκδοτικά συγκροτήματα που τις παρήγγειλαν και τις εκμεταλλεύθηκαν σήμερα επαναλαμβάνεται; Μήπως ζούμε ακόμη μία περίοδο σκανδαλώδους προπαγάνδας που έχει σαν στόχο να πλήξει το κυβερνών κόμμα και να επιφέρει αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό του τόπου;
Η ανάλυση του Γιάννη Μαυρή
«Μια τριετία με απόπειρες, που τελικά απέτυχαν, για πολιτική χειραγώγηση της ελληνικής κοινής γνώμης»
«1. Δεν αρχίζουμε ένα πρόγραμμα, ή δελτίο ειδήσεων απλά και μόνο με τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης πρόθεσης ψήφου.
2. Δεν κάνουμε πρώτο θέμα ειδήσεων το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης πρόθεσης ψήφου.
3. Αντιμετωπίζουμε όλες τις σοβαρές δημοσκοπήσεις ισότιμα. Ουδέποτε μπαίνουμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε κάποια, ειδησεογραφικά, πιο αξιοπρόσεκτη από τις υπόλοιπες.»
(Αποσπάσματα από τις οδηγίες του BBC, για την παρουσίαση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων)
Τα τελευταία τρία χρόνια, το φαινόμενο της ανοικτά προπαγανδιστικής χρήσης των δημοσκοπήσεων, από τα Μέσα Ενημέρωσης, έλαβε πρωτοφανείς διαστάσεις. Το γεγονός αυτό αποτελεί άλλη μια λυπηρή ελληνική ιδιομορφία.
Οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται από τα ΜΜΕ σε επιχειρήσεις «ψυχολογικού πολέμου» (PSYOPS), για την κατίσχυση στη μάχη των «εντυπώσεων». Στo πλαίσιo του κομματικού «πολέμου» (του κομματικού ανταγωνισμού), δεδομένου και του αυξημένου ρόλου που έχουν καταλάβει στην Ελλάδα τα ΜΜΕ, απέναντι στα κόμματα, ο στόχος είναι διπλός: τόσο η κοινή γνώμη, όσο και το ηθικό των (αντίπαλων) κομματικών στελεχών. Ωστόσο, η τεχνική της προπαγάνδας, μέσω δημοσκοπήσεων, αποδείχθηκε μάλλον ατελέσφορη και δεν επέφερε τα αναμενόμενα από τους κατασκευαστές της αποτελέσματα. Το σημαντικότερο, η αποτυχία της λειτουργεί απομυθοποιητικά για την ίδια την ισχύ των ΜΜΕ και την πραγματική δυνατότητα κοινωνικής επιρροής που διαθέτουν.
1. Το μάθημα του 2004 («επιχείρηση ψαλίδα»)
Οι βουλευτικές εκλογές του 2004 αποτελούν, χωρίς καμιά αμφιβολία, τη μελανότερη σελίδα στη σύντομη ιστορία των ελληνικών δημοσκοπήσεων. Τη μεγαλύτερη ευθύνη έχουν, όχι τυχαία, τα (τότε) φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Η κυβέρνηση Σημίτη υπερεκτιμούσε την επικοινωνιακή ισχύ των δημοσκοπήσεων. Από το 1996, θεωρώντας αναγκαία την εξασφάλιση ευνοϊκών -για αυτήν και κυρίως για τον πρωθυπουργό- αποτελεσμάτων στις δημοσκοπήσεις, υποστήριξε την ανάδειξη «φίλιων» εταιρειών και ευνόησε την προπαγανδιστική χρήση τους, από τα φιλικά προσκείμενα -προς αυτήν- Μέσα.
Οπως είναι γνωστό, το αποτέλεσμα του 2004 είχε κριθεί πολύ καιρό πριν από τις εκλογές. Επρόκειτο για παγιωμένη τάση του εκλογικού σώματος, ήδη από το 2001. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε αλλού, η προεκλογική εκστρατεία του 2004, όχι μόνον δεν ωφέλησε το ΠΑΣΟΚ, αλλά αντιθέτως διεύρυνε περαιτέρω τη διαφορά του από τη Ν.Δ., κατά 1,5-2 εκατοστιαίες μονάδες. (Βλέπε σχετικά, Γ. Μαυρής & Γ. Συμεωνίδης, βουλευτικές εκλογές 2004, στο: VPRC, Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2005). Σε πλήρη αντίθεση με αυτήν την οφθαλμοφανή πραγματικότητα, τα (τότε) φιλοκυβερνητικά Μέσα επιχείρησαν ανοικτά την παραποίησή της, προπαγανδίζοντας την πεποίθηση, ότι η «ψαλίδα» μειώνεται και ότι η εκλογική αναμέτρηση είναι «ντέρμπι» (Βλέπε παραπλεύρως τα πρωτοσέλιδα του 2004). Ολοι γνωρίζουν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα διέψευσε παταγωδώς αυτήν την «εκτίμηση», επιφέροντας έτσι ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία τους. Αντί, όμως, αυτή η κραυγαλέα αποτυχία να προκαλέσει την αυτοκριτική, έναντι του κοινού, και τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων τηλεόρασης/ δημοσκοπήσεων, όπως π.χ. είχε συμβεί στη Μ. Βρετανία το 1992, οδήγησε, αντιθέτως, στη χειρότερη επανάληψη του φαινομένου, μόλις δύο χρόνια αργότερα: Στην επέτειο των δύο χρόνων από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Ν.Δ.
2. Μάρτιος 2006 («επιχείρηση ισοπαλία»)
Στον πόλεμο της προπαγάνδας, το Μάρτιο του 2006, η κυβέρνηση υπέστη, αναμφίβολα, μια οδυνηρή ήττα. Για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, τώρα όμως περισσότερο απροκάλυπτα, τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ επιχείρησαν να παρουσιάσουν την πραγματικότητα ανάποδα. Οσο και αν φαίνεται απίστευτο, η «επιχείρηση ισοπαλία» είχε προαναγγελθεί. Στις σημαντικότερες και κατά τεκμήριο σοβαρές εφημερίδες της αντιπολίτευσης, η ανατροπή του κομματικού συσχετισμού στις δημοσκοπήσεις, που επρόκειτο να δημοσιευτούν στο μέλλον, είχε προεξοφληθεί μήνες πριν(!).
Το «αξίωμα» που προβλήθηκε τώρα ήταν το ακόλουθο: η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, που κατέγραψαν οι εκλογές 2004, δύο χρόνια μετά είχε πλέον εξανεμισθεί. Στο μέσον της τετραετίας, υπήρχε «ισοπαλία» και τα δύο κόμματα «ξεκινούσαν» για τις Νομαρχιακές του Οκτωβρίου από την ίδια βάση (βλέπε πρωτοσέλιδα του 2006). Μάλιστα, με βάση τρεις δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ είχε «περάσει μπροστά», κατά 0,3%-0,5%!
Σε μη-προεκλογική περίοδο και χωρίς το «άγχος» του ελέγχου της πραγματικότητας, στο οποίο υποβάλλουν οι εκλογές τις εταιρείες ερευνών, αυτές οι δημοσκοπήσεις προβλήθηκαν επί τρεις ημέρες στα κεντρικά δελτία, παραβιάζοντας κάθε έννοια δεοντολογίας στην παρουσίαση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων. Για τα ελληνικά δεδομένα, πρόκειται μάλλον για το πλέον ακραίο παράδειγμα τηλεοπτικής προπαγάνδας με δημοσκόπηση. Ας σημειωθεί, ότι τα τρία μεγάλα κανάλια -MEGA, ΑΝΤ1 και ALPHA- και η πλειοψηφία του αντιπολιτευτικού Τύπου αποσιώπησαν εντελώς άλλες δημοσκοπήσεις (της VPRC), που έδειχναν διακριτό προβάδισμα της κυβέρνησης. Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, στο βαθμό που οι δημοσκοπήσεις σημαντικών εταιρειών εμφανίζουν αντιφατικά αποτελέσματα, μέσο ενημέρωσης που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα προέβαινε σε τέτοια απροκάλυπτα επιλεκτική παρουσίαση.
3. Οκτώβριος 2006 («αλλαγή σκηνικού»)
Εντούτοις, με τις πρόσφατες Νομαρχιακές εκλογές, η εσφαλμένη εκτίμηση για «ισοπαλία» το Μάρτιο διαψεύσθηκε ξανά, χωρίς ωστόσο να «ιδρώσει το αυτί κανενός». Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ερμηνεύσει, γιατί το αποτέλεσμα του Α’ γύρου επιβεβαίωσε τον συσχετισμό του 2004 και δεν κατέγραψε μεταστροφή υπέρ της αντιπολίτευσης. Και τούτο, παρά το γεγονός πως η περίοδος Απριλίου-Οκτωβρίου 2006 ήταν περίοδος κοινωνικής αναταραχής και ευρύτατης δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση. Επομένως, είχε ή όχι η κυβερνητική φθορά το μέγεθος που φαντασιώνονταν τα αντιπολιτευτικά Μέσα; Είχε ή όχι συγκροτήσει η αντιπολίτευση μια εναλλακτική λύση διακυβέρνησης;
Καμιά ανάλυση δεν μπορεί να ερμηνεύσει πειστικά τις τάσεις της σημερινής πολιτικής σκηνής, αν βασισθεί σε τέτοιες «δημοσκοπήσεις». Η συγκρότηση εναλλακτικής λύσης διακυβέρνησης, από την αντιπολίτευση, είναι μια αργόσυρτη διαδικασία, που όταν έχει επιτευχθεί δεν ανακόπτεται, ούτε ανατρέπεται εύκολα. Προκαλεί δε, κατά κανόνα, τη μεταστροφή του εκλογικού σώματος. Ομως στο μέσον του εκλογικού κύκλου, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Φαίνεται ότι η εναλλακτική λύση απλώς… «ξεφούσκωσε» μετά το Πάσχα του 2006. Τα αντιπολιτευτικά ΜΜΕ ξέχασαν τι έλεγαν, ελάχιστους μήνες πριν, και η «ψαλίδα» απλώς… «ξανα-άνοιξε». Οι Νομαρχιακές απέδειξαν για τρίτη φορά την αποσύνδεση ορισμένων ΜΜΕ από την πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Η «αλλαγή του σκηνικού» που προανήγγειλαν, δεν επαληθεύθηκε.
4. Η απροσδόκητη επίδραση της προπαγάνδας
Η αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας με δημοσκοπήσεις είναι (ευτυχώς) αμφιλεγόμενη. Μπορεί να ασκούν κάποια επίδραση στα κομματικά στελέχη, αλλά υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, αν η ίδια επίδραση ασκείται και στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Απόδειξη για αυτό είναι το γεγονός, ότι σε διάστημα δύο ετών και στις τρεις φορές που χρησιμοποιήθηκαν δημοσκοπήσεις προπαγανδιστικά επέφεραν, όχι τον επηρεασμό κατά το δοκούν του εκλογικού αποτελέσματος, αλλά, αντιθέτως, μόνον καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία των Μέσων που τις χρησιμοποίησαν. Η επίδραση που άσκησαν οι προπαγανδιστικές δημοσκοπήσεις, τον Μάρτιο του 2006, ήταν η αντίστροφη, από αυτήν που επιδιώχθηκε:
α) Στο μέσο της 4ετίας, επειδή καμιά μεταστροφή δεν είχε επισυμβεί, η επίδρασή τους ήταν άλλη: «Υπενθυμίζοντας» στους εκλογείς τις εκλογές του 2004, προκάλεσαν «βίαια» την ανάκληση των κομματικών ταυτίσεων και αύξησαν τη συσπείρωση της Ν.Δ.
β) Από την άλλη πλευρά, προσέφεραν κάκιστες υπηρεσίες στο ΠΑΣΟΚ. Καλλιέργησαν φρούδες ελπίδες και προσδοκίες σε ηγεσία, στελέχη και εκλογείς (θεωρώντας ότι η κατάρρευση της κυβέρνησης είναι προ των θυρών, ή εν πάση περιπτώσει εύκολη), οι οποίες διαψεύσθηκαν με τις πρόσφατες Δ/Ν εκλογές. Και ως γνωστόν, στην πολιτική, η διάψευση των προσδοκιών είναι πολύ χειρότερη από τη δημιουργία τους.
Το πρόβλημα είναι πολιτικό
Η εμπλοκή των δημοσκοπήσεων στον «πόλεμο της προπαγάνδας», που έχουν επιφέρει τα ΜΜΕ, με λίγες εξαιρέσεις, δεν είναι εύκολο να αντιμετωπισθεί. Δεν θα επιλυθεί δυστυχώς ούτε με την (απαραίτητη) θεσμική ρύθμιση, ούτε βεβαίως μπορεί να επιλυθεί με «καταστολή». Είναι ζήτημα που αφορά πρωτίστως τη λειτουργία και την αυτοπροστασία της αξιοπιστίας των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα και δεοντολογία που ελλείπει. Όμως, τρεις διαψεύσεις μέσα σε δύο χρόνια είναι πολλές. Εκείνα τα ΜΜΕ που επέβαλαν την καθιέρωση της προπαγάνδας με τις δημοσκοπήσεις θα πρέπει επιτέλους να το σκεφτούν σοβαρά.
Ενδεικτικά πρωτοσέλιδα εφημερίδων (κάντε κλικ για μεγέθυνση):
Πηγή
Τυπολογία και χαρακτηριστικά της προπαγάνδας
Ο όρος "προπαγάνδα" (propaganda) είναι νεολατινικής προέλευσης και αφορά τη διάδοση της χριστιανικής καθολικής πίστης. Ως όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Καθολική Εκκλησία κατά την Αντιμεταρρύθμιση, τον ιδεολογικό αγώνα κατά του προτεσταντισμού. Σε μεταγενέστερες περιόδους, ιδίως από τον 19ο αιώνα, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει αντίστοιχα φαινόμενα στο πεδίο πολιτικής. Με τη μορφή που είναι πλέον γνωστή και μελετάται η προπαγάνδα διαμορφώθηκε το α' τέταρτο του 20ού αιώνα.
Η προπαγάνδα συνιστά μια μέθοδο προσεταιρισμού, διαμόρφωσης και άσκησης ελέγχου επί της κοινής γνώμης. Μια τεχνική για την πρόκληση των επιθυμητών ανθρώπινων αντανακλαστικών με τη χρήση των κατάλληλων λεκτικών και οπτικών σημάτων. Τέλος, μια επιστημονική τεχνική διάδοσης ιδεών ή μιας σκόπιμα διευθετημένης παρουσίασης της κατάστασης, με σκοπό την επιρροή της κοινής γνώμης και τον προσηλυτισμό στις απόψεις του πομπού.
Η προπαγάνδα διακρίνεται σε επί μέρους κατηγορίες, με κριτήριο την προέλευσή της, σε λευκή, μαύρη και φαιά. Η λευκή προπαγάνδα προέρχεται από μια πηγή που προσδιορίζεται άμεσα, ουσιαστικά τον κρατικό φορέα. Η φαιά προπαγάνδα είναι δυνατόν να προέρχεται από μια εχθρική πηγή που εμφανίζεται ως φιλική ή ουδέτερη. Η προέλευσή της αποκρύπτεται και δεν αναγνωρίζεται επίσημη πατρότητα. Η μαύρη προπαγάνδα προέρχεται από μια πλαστή, κατασκευασμένη πηγή. Ενώ υποτίθεται ότι προέρχεται από φιλική πηγή, ουσιαστικά εκπορεύεται από τον αντίπαλο ή, ενώ υποτίθεται ότι παρουσιάζει απόψεις του αντιπάλου, ουσιαστικά εκπορεύεται από τις φίλιες δυνάμεις. Η προπαγάνδα μπορεί να απευθύνεται στο λογικό, τη νόηση, είτε στο ένστικτο, τα συναισθήματα. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείται ο τύπος της πειθούς, δηλαδή η προβολή μιας άποψης με ορθολογικά επιχειρήματα. Στη δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιείται η μέθοδος της υποβολής, η οποία προσιδιάζει κυρίως σε ευρείες συγκεντρώσεις ανθρώπων, τη λεγόμενη μάζα. Ο Αδόλφος Χίτλερ ανέφερε σχετικά: "Η προπαγάνδα απευθύνεται στις αμόρφωτες μάζες και όχι στους διανοούμενους. Σκοπός της είναι όχι να διαφωτίσει το άτομο, αλλά να επιβάλλει το θέμα της τόσο καθαρά και τόσο έντονα στην ψυχή του λαού, ώστε να δημιουργήσει τη γενική πεποίθηση ότι ένα γεγονός είναι πραγματικό, αναγκαίο ή δίκαιο. Η πλειοψηφία της μάζας είναι θηλυκή. Γι' αυτό η προπαγάνδα απευθύνεται όχι στη λογική, αλλά στο συναίσθημά της".
Η επιστημονική οργάνωση της προπαγάνδας
Οι τεχνικές της προπαγάνδας τυποποιήθηκαν για πρώτη φορά και εφαρμόστηκαν με τεχνικό, επιστημονικό τρόπο από τους Αμερικανούς κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, υπεύθυνοι για την οργάνωση και την εφαρμογή της προπαγάνδας ήταν ο δημοσιογράφος Ουώλτερ Λίπμαν (Walter Lippman 1899-1974) και ο ψυχολόγος Έντουαρντ Μπερνάυς (Edward Bernays, 1891-1995), ανιψιός του Εβραίου ψυχολόγου Ζίγκμουντ Φρόυντ. Οι δύο άνδρες, μαζί με το επιτελείο τους, τέθηκαν επικεφαλής από του Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson, 1856-1924), πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών (1913-1921), της Επιτροπής Δημοσίων Πληροφοριών (Commitee on Public Information), που είχε επιμεληθεί την αντιγερμανική προπαγάνδα κατά τα έτη 1914-18. Η συγκεκριμένη επιτροπή, που προωθούσε την ιδέα της αμερικανικής εισόδου στον πόλεμο, αποτέλεσε το πρότυπο για την ανάπτυξη των αντίστοιχων υπηρεσιών κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η υπηρεσία αυτή υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματική και προκάλεσε αντιγερμανική υστερία, η οποία αργότερα επέτρεψε την απαξίωση του γερμανικού κράτους με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ο Μπερνάυς κατηύθυνε την επιστημονική τεχνική της διαμόρφωσης και διαχείρισης της κοινής γνώμης, την οποία ο ίδιος ονόμαζε "μηχανική της συναίνεσης" (engineering of consent). Στο βασικό του έργο, "Προπαγάνδα" (1928), αναφέρει: "Η συνειδητή και επιδέξια χειραγώγηση των οργανωμένων συνηθειών και απόψεων των μαζών συνιστά σημαντικό στοιχεό της δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτοί που χειρίζονται αυτόν τον αθέατο μηχανισμό της κοινωνίας αποτελούν μια αόρατη διακυβέρνηση, που είναι η πραγματική άρχουσα δύναμη της χώρας μας. Διοικούμαστε, η σκέψη μας διαμορφώνεται, οι ιδέες μας υποβάλλονται σε μεγάλο βαθμό από άτομα, για τα οποία δεν έχουμε ακούσει τίποτε. Αυτή η κατάσταση είναι η λογική συνέπεια του τρόπου με τον οποίον είναι οργανωμένη η δημοκρατική μας κοινωνία. Πολυάριθμοι άνθρωποι πρέπει να συνεργαστούν με αυτό τον τρόπο, εάν πρόκειται να ζήσουν μαζί ως μια κοινωνία που λειτουργεί ομαλά".
Μια συνολική εξέταση της προπαγάνδας των εμπολέμων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο συμβάλλει στην κατανόηση των ιδιοτυπιών τόσο της φύσης της προπαγάνδας ανάμεσα στα διάφορα καθεστώτα, όσο και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούσε η εκάστοτε χρήση της. Τα ολοκληρωτικά συστήματα (φασισμός, εθνικοσοσιαλισμός και κομμουνισμός) διέθεταν εμφανές πλεονέκτημα έναντι των αστικών δημοκρατιών στη χρήση και την επεξεργασία της κατευθυνόμενης πληροφορίας. Και αυτό διότι ως κοινωνίες κλειστού τύπου σε οποιονδήποτε βαθμό διέθεταν αυξημένες δυνατότητες επιβολής της πολιτικής τους κατεύθυνσης, υπαγωγής της οικονομίας στις επιλογές του πολιτικού τους προγραμματισμού, επιβολής της λογοκρισίας και ανατροφοδότησης της προπαγάνδας. Η φύση των θεσμών τους, με τον έλεγχο τους κόμματος επί του κράτους, επέτρεπε την πρόκριση των ιδεολογικών, επιλογών έναντι των τυπικά ωφελιμιστικών, ώστε να επιτυγχάνεται η παραταση της ύπαρξης του καθεστώτος. Για αυτούς τους λόγους τα δύο κύρια ολοκληρωτικά καθεστώτα, ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός και ο σοβιετικός κομμουνισμός, αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανθεκτικά σε περιόδους κρίσης, αποτρέποντας επί μακρόν την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.
Μια σημαντικη και απαραιτητη συμπληρωση,
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτον 1ο παγκοσμιο πολεμο ,ολοι οι αντιπαλοι συγκροτησαν οργανισμους προπαγανδας τους οποιους στις περισσοτερες περιπτωσεις ενεταξαν στα γενικα Επιτελεια τους,σαν "γραφεια ψυχολογικου πολεμου".
Πιο επιτυχης απ'ολες ηταν η Υπηρεσια Προπαγανδας των Αμερικανων με επικεφακης τον ΤΖΩΡΤΖ ΓΚΡΙΛΛ.
Η υπηρεσια αυτη ειχε ολιγαριθμο αλλα επιλεκτικο προσωπικο απο δημοσιογραφους ,κοινωνιολογους,ψυχολογους,
θεολογους, εκπαιδευτικους.
Εργαζοταν χωρις την παραμικρη γραφειοκρατια.
Ο Γκριλλ εβλεπε καθημερινα τον Ουιλσον,οντας το δεξι του χερι.
Αυτη η υπηρεσια συνεταξε και το "σχεδιο Ουιλσον" για τον τερματισμο του πολεμου με τους 14 κλασσικους ορους (ελευθερια των θαλασσων ,κ.α).
Η υπηρεσια ηταν χωρισμενη σε δυο μεγαλους κλαδους:
της κοινης γνωμης του εσωτερικου καιτης κοινης γνωμης του εξωτερικου.
Η δευτερη ειχε τρια τμηματα που το καθενα απευθυνοταν αντιστοιχα προς τους συμμαχους,τους ουδετερους και τους εχθρους. Ο κλαδος της υπηρεσιας για το εσωτερικο, χρησιμοποιησε με επιτυχια τον θεσμο των εθελοντων "προπαγανδιστων των τεσσαρων λεπτων".
Μορφωμενοι ή γενικα καταληλλοι ανθρωποι αναλαμβαναν ,βασει οδηγιων, να μιλουν επι 4 λεπτα προς τους συναδελφους τους και γενικως σε οποιοδηποτε κοινο σε παρκα,δρομους,θεατρα και το καλουσαν να συμβαλλει αποφασιστικοτερα στην νικη!!!
ΓΜ