Ο Ερντογάν σε τεντωμένο σκοινί
Φοιτητές διαδηλώνουν εναντίον της κυβέρνησης του ΑΚΡ στην Κωνσταντινούπολη, τον Νοέμβριο του 2013
Μεταξύ δημοκρατίας και κρατικού μονοπωλίου στην Τουρκία
Του Micha’el Tanchum
Στις 7 Ιουνίου, οι Τούρκοι ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες για να αποφασίσουν για το μελλοντικό χαρακτήρα της Τουρκικής Δημοκρατίας. Επιφανειακά, οι βουλευτικές εκλογές θα βάλουν τον Τούρκο πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου και το κυβερνών Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) εναντίον τριών μεγάλων ανταγωνιστών. Το πραγματικό ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν οι ψήφοι θα προσφέρουν στο ΑΚΡ 330 κοινοβουλευτικές έδρες, γεγονός που θα δώσει στο κόμμα ενισχυμένη πλειοψηφία και θα επιτρέψει στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τρεις φορές πρωθυπουργό της Τουρκίας και τώρα πρόεδρο, να αλλάξει το σύνταγμα της Τουρκίας και να καθιερώσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί [1] ένα προεδρικό σύστημα «τουρκικού στιλ». Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα θέσει μια υψηλή πιθανότητα να πισωγυρίσει την δημοκρατική πρόοδο της χώρας που ξεκίνησε με την αρχική εκλογική νίκη του AKP το 2002.
Ο Ερντογάν, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του πρωθυπουργού από το 2003 ως το 2014, επιδιώκει να μετατρέψει τη νέα του θέση, επί του παρόντος σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπική, σε ένα ρόλο ως επικεφαλής διαχειριστή της χώρας. Θα έχει ισχυρή εκτελεστική εξουσία χωρίς τους ελέγχους και τις ισορροπίες του [προεδρικού] συστήματος αμερικανικού τύπου. Κατά μια έννοια, ως εκ τούτου, οι Τούρκοι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν για το μέλλον της τουρκικής δημοκρατίας -και για το κατά πόσον θα επικρατήσει η αυξανόμενη ισχύς της κυβέρνησης πάνω στον λαό ή η αυξανόμενη επιθυμία των ανθρώπων για προσωπική ελευθερία.
Οι τρέχουσες τάσεις δεν φαίνονται ευνοϊκές για τον Ερντογάν. Τρεις και μισή εβδομάδες μέχρι τις εκλογές, μια έρευνα από την Metropoll, την τουρκική εταιρεία δημοσκοπήσεων με τις καλύτερες επιδόσεις για την πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων, δείχνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός ψηφοφόρων δείχνει κουρασμένος από το ΑΚΡ. Ερωτηθέντες σχετικά με τις απόψεις τους σχετικά με το σχέδιο του Ερντογάν για ένα προεδρικό σύστημα, σχεδόν το 55% των ερωτηθέντων είναι αντίθετοι, με μόλις κάτω από 32% να δηλώνουν υπέρ. Όταν τους ζητήθηκε να επιλέξουν από μια λίστα με περιγραφές του προτεινόμενου από τον Ερντογάν προεδρικού συστήματος «τουρκικού στιλ», συμπεριλαμβανομένης «μιας δημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης» και ενός συστήματος «πιο αποτελεσματικού σε διοικητικά θέματα», το 59% των ερωτηθέντων επέλεξε την περιγραφή του δυνητικού συστήματος ως ένα σύστημα που «προκαλεί αυταρχισμό».
Οι ψηφοφόροι γίνονται επίσης όλο και πιο επιφυλακτικοί σχετικά με την κατεύθυνση που παίρνει η Τουρκία. Ένα στρογγυλό 50% θεωρούν ότι η χώρα τους αλλάζει προς το χειρότερο˙ μόνο το 36% λένε ότι εξελισσόταν προς το καλύτερο. Ο χειρισμός της οικονομίας από την κυβέρνηση –το ΑΚΡ έχει κυβερνήσει επί δύο χρόνια καθίζησης της ανάπτυξης- εξηγεί εν μέρει αυτόν τον σκεπτικισμό˙ σχεδόν το 55% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το ΑΚΡ είχε κάνει μια κακή δουλειά προσπαθώντας να μηχανευτεί μια μεταστροφή. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι μόνο το 36% είπαν ότι σχεδίαζαν να ψηφίσουν υπέρ του ΑΚΡ. Αν αυτές οι τάσεις επικρατήσουν την ημέρα των εκλογών, θα μεταφραστούν σε ένα σοβαρό πλήγμα για το κυβερνών κόμμα, το οποίο πήρε σχεδόν το 50% των ψήφων το 2011, όταν ο Ερντογάν, ο τότε πρωθυπουργός, κέρδισε την τρίτη συνεχόμενη θητεία του.
Η ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΣΑ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ
Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ ανέλαβαν την εξουσία στις εκλογές του 2002 με μια πλατφόρμα βασισμένη στο Ισλάμ, που τόνισε την μεγαλύτερη υποχρέωση λογοδοσίας της κυβέρνησης και τον πολιτικό πλουραλισμό. Η ατζέντα αυτή προσέλκυσε κάποιους κοσμικούς φιλελεύθερους, οι οποίοι αντιτίθενται στην παρέμβαση του τουρκικού στρατού στην εσωτερική πολιτική. Ενεργοποίησε επίσης τον πυρήνα του εκλογικού σώματος του ΑΚΡ: Τους φτωχούς εργαζόμενους και τις μεσαίας-κατώτερης τάξης οικογένειες στην ύπαιθρο και στις μικρότερες πόλεις που αισθάνθηκαν παραμελημένοι από τις ελίτ και λαχταρούσαν οικονομική και πολιτική χειραφέτηση. Αυτό το εκλογικό σώμα ήταν πιο συντηρητικό θρησκευτικά, και γι’ αυτούς, το άνοιγμα του ΑΚΡ στο σουνιτικό Ισλάμ ήταν αναπόσπαστο μέρος των νέων ευκαιριών τις οποίες τους είχαν αρνηθεί στο παρελθόν. Καθόλου βλαπτικό θέμα ήταν η υπόσχεση του ΑΚΡ να παρέχει στους οικονομικά πιο αδύναμους αξιόπιστες υπηρεσίες ηλεκτρικής ενέργεια και ύδρευσης -βελτιώσεις που τελικά βοήθησαν να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της Τουρκίας και η διεύρυνση της μεσαίας τάξης της.
Όμως, η οικονομική άνθηση έληξε πριν από τρία χρόνια και, σταδιακά, ο Ερντογάν άρχισε να εγκαταλείπει τον πολιτικό πλουραλισμό. Αντ’ αυτού, επικεντρώθηκε στην ενδυνάμωση του πυρήνα της εκλογικής του βάσης μέσω του παρεοκρατικού καπιταλισμού, ιδιαίτερα με μεγαλοπρεπείς κατασκευές έργων που προορίζονται να πλουτίσουν τις επιχειρήσεις που συνδέονται με το ΑΚΡ. Παράλληλα, η κυβέρνηση προώθησε μια σειρά πολωτικών μέτρων για την επιβολή συντηρητικών θρησκευτικών ηθών από το κράτος. Η δυσαρέσκεια που σιγόβραζε εξερράγη σε πανεθνικές διαδηλώσεις για το πάρκο Gezi τιν Μάιο του 2013, όταν τα ΜΑΤ κατέστειλαν βίαια τους ακτιβιστές που διαδήλωσαν ενάντια στην καταστροφή ενός εκ των τελευταίων χώρων πρασίνου της Κωνσταντινούπολης.
Σε απάντηση, ο Ερντογάν διπλασίασε τις προσπάθειές του απεικονίζοντας την σύγκρουση [2] ως σύγκρουση των κοσμικών έναντι της θρησκευόμενων, έναν αγώνα ανάμεσα σε αυτό που αποκάλεσε «λευκοί Τούρκοι» (κοσμική ανώτερη τάξη των αστικών ελίτ) και «μαύροι Τούρκοι» (κοινωνικά συντηρητικοί, μεσαίας- κατώτερης τάξης και εργατικής τάξης Σουνίτες Μουσουλμάνοι). Η στρατηγική αυτή είχε ένα τίμημα: Έκανε αναξιόπιστη την πλατφόρμα του ΑΚΡ περί πολιτικού πλουραλισμού και διέλυσε το πολύπλοκο μωσαϊκό των τουρκικών μουσουλμανικών παραδόσεων που ευνοούν την διευθέτηση. Τελικά, ο πολιτικός λόγος του AKP που βασιζόταν στο Ισλάμ έχει γίνει ένα εργαλείο για κρατικό έλεγχο.
Στους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους της Τουρκίας, ιδίως στους νεότερους, ο αυξανόμενος έλεγχος του κράτους επί της ζωής τους και των οικονομικών θεσμών της χώρας έχει προκαλέσει αυξανόμενη ανησυχία. Η απάντηση του Ερντογάν ήταν να επιρρίψει ευθύνες [3] για την οικονομική επιβράδυνση στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας και να ξεκινήσει έναν προσωπικό πόλεμο για να καταργήσει την ανεξαρτησία της. Οι εξελίξεις αυτές έχουν πλήξει τόσο σοβαρά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη που ο επικεφαλής του Συνδέσμου Τουρκικής Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων πρόσφατα τις επέκρινε [4] ως «ανησυχητικές» και ως ότι δημιουργούν «σύγχυση στα μυαλά της επιχειρηματικής κοινότητας και του κόσμου».
ΔΙΑΓΚΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΣΗ
Το όραμα του Ερντογάν για ένα νέο προεδρικό σύστημα περιπλέκεται περαιτέρω από τον άκαμπτο πολιτικό ανταγωνισμό, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου από τους Κούρδους, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 20% του πληθυσμού. Το κουρδικού προσανατολισμού Δημοκρατικό Κόμμα του Λαού (HDP) έχει υποσχεθεί [5] να ξεπεράσει το απαιτούμενο εκλογικό όριο του 10% για να εισέλθει στο κοινοβούλιο˙ εάν επιτύχει, θα μπορούσε να λάβει 60 από τις 550 έδρες. Ακόμη και χωρίς το HDP, η συνδυασμένη κοινοβουλευτική δύναμη των δύο κύριων κομμάτων της αντιπολίτευσης της Τουρκίας (το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος) είναι ίση με εκείνη του ΑΚΡ, σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Η είσοδος του HDP στο κοινοβούλιο θα κάνει μαθηματικά αδύνατο για το AKP να συγκεντρώσει τις 330 έδρες που χρειάζεται για την υπερψήφιση [του προεδρικού σχεδίου]. Ωστόσο, εάν το HDP δεν τα καταφέρει, το ΑΚΡ θα επικρατήσει. Ο τουρκικός εκλογικός νόμος υπαγορεύει ότι όταν ένα κόμμα δεν περάσει το κατώφλι του 10%, οι έδρες που απομένουν πηγαίνουν στο επόμενο δημοφιλέστερο κόμμα μεταξύ των εκλογέων του αρχικού κόμματος –το οποίο στην περίπτωση αυτή θα είναι το ΑΚΡ, δεδομένου ότι είναι δημοφιλές στους πιο συντηρητικούς Κούρδους.
Στην εκστρατεία του HDP ηγείται ο Selahattin Demirtas, ο χαρισματικός δικηγόρος του οποίου η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε όλη την Τουρκία του έχει χαρίσει κάποια υποστήριξη από την μη-κουρδική αριστερά της Τουρκίας. Κατά την διάρκεια των προεδρικών εκλογών τον Αύγουστο του 2014, ο Ντεμιρτάς κέρδισε ένα εκπληκτικό 9,76% των ψήφων, ένα κατόρθωμα που ώθησε το HDP να σταματήσει την εγγραφή των υποψηφίων του ως ανεξάρτητους και αντί για αυτό να στρέψει το βλέμμα του στην υπέρβαση του 10% ως κόμμα. Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Metropoll, δείχνουν το HDP να κυμαίνεται ακριβώς κάτω ή λίγο πάνω από το μαγικό ποσοστό. Από την πλευρά του, ο Ντεμιρτάς έκανε μια δήλωση τονίζοντας την ακλόνητη αντίθεσή του στο σχέδιο του Ερντογάν να αλλάξει το σύνταγμα.
Η μοναδική θέση του Ντεμιρτάς –ως ηγέτη ικανού να φέρει ένα υπό κουρδική ηγεσία κόμμα στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά- θα μπορούσε να του επιτρέψει να κερδίσει μερικούς από τους Κούρδους υποστηρικτές του ΑΚΡ. Ο Ερντογάν έχει εργαστεί σκληρά για να δημιουργήσει αυτή την βάση στήριξης, ξεκινώντας ένα «κουρδικό άνοιγμα» [6], υποστηρίζοντας την ανάγκη διδασκαλίας της κουρδικής γλώσσας σε σχολεία, και αφαιρώντας το ταμπού της δημόσιας χρήσης της λέξης «Κουρδιστάν». Επιπλέον, το AKP έχει συνομιλίες με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον φυλακισμένο ηγέτη του εκτός νόμου Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), κάτι που θα μπορούσε να σταματήσει την 30ετή εξέγερσή του μετά την κήρυξη ειρήνης από τον Οτσαλάν [7] τον περασμένο Μάρτιο. Παρ’ όλα αυτά, για πολλούς Κούρδους, οι οποίοι απαιτούν πλήρη γλωσσικά και πολιτιστικά δικαιώματα, καθώς και κάποια μορφή τοπικής αυτονομίας, η αργή πρόοδος του Ερντογάν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις αυξημένες προσδοκίες τους. Η απογοήτευσή τους μπορεί να λειτουργήσει προς όφελός του HDP.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το HDP θα πλεύσει προς τη νίκη, φυσικά. Μια μόνο πρόκληση για τον Ντεμιρτάς είναι ότι πολλοί εθνοτικοί Τούρκοι ψηφοφόροι -αυτοί που σε άλλη περίπτωση θα ήταν διατεθειμένοι να τον στηρίξουν- εξακολουθούν να αμφιβάλλουν ότι η πλατφόρμα του είναι πλήρως αποκομμένη από την επιρροή του Οτσαλάν και του ΡΚΚ. Εκτός αυτού, ακόμη και αν το HDP ξεπεράσει το εκλογικό όριο, θα μπορούσε να αποτύχει να σταματήσει τον Ερντογάν από το να αλλάξει το σύνταγμα. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια ρεαλιστική πιθανότητα ότι το ΑΚΡ θα μπορούσε και πάλι να συγκεντρώσει τις απαραίτητες 330 έδρες με την προσέλκυση του κόμματος του Ντεμιρτάς σε έναν πολιτικό συνασπισμό. Παρ’όλη την αντιπολίτευση του Ντεμιρτάς στην ατζέντα του Ερντογάν, μπορεί να νιώθει υποχρεωμένος να μπει σε μια συμμαχία αν ο Ερντογάν προσφέρει σημαντικές παραχωρήσεις προς το ΡΚΚ, και ειδικά αν υποσχεθεί να απελευθερώσει τον εμβληματικό Οτσαλάν από την φυλακή.
ΑΝΤΙΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ
Παρά το γεγονός ότι δεν πρέπει να υποτιμώνται οι σημαντικές δεξιότητες του Ερντογάν ως προεκλογικού αγωνιστή, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το ΑΚΡ να πετυχαίνει εύκολα μια ενισχυμένη πλειοψηφία σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν έχει βοηθήσει την αλλαγή της Τουρκίας προς το καλύτερο ως πρωθυπουργός, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της θητείας του. Η ειρωνεία είναι ότι έχει ήδη δημιουργήσει τη «νέα Τουρκία» για την οποία μιλά σήμερα –υπό την παλιά του μεταμφίεση ως μετασχηματιστικός πρωθυπουργός. Το έκανε αυτό σπάζοντας το μονοπώλιο μιας ανάλγητης, κρατικιστικής ελίτ που είχε διαχειριστεί άσχημα την οικονομία της χώρας και εμπόδιζε την ανάπτυξη.
Τώρα, όμως, ένα αυξανόμενο μερίδιο του εκλογικού σώματος έχει αρχίσει να θεωρεί το ΑΚΡ ως ένα ακόμη κόμμα της ανάλγητης, κρατικιστικής ελίτ. Η προσπάθεια του Ερντογάν να συγκεντρώσει περαιτέρω εξουσία μπορεί να αποτύχει στην κάλπη φέτος τον Ιούνιο, χάρη στις ίδιες τις δυνάμεις που έχουν εξαπολύσει οι προηγούμενες προσπάθειές του στην οικονομική και πολιτική χειραφέτηση.
ForeignAffairs
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations
Ο MICHA’EL TANCHUM είναι συνεργάτης στην Μονάδα Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Ερευνών Τρούμαν για την Προώθηση της Ειρήνης στο Πανεπιστήμιο Hebrew. Διδάσκει επίσης στο τμήμα Ιστορίας της Μέσης Ανατολής και στη Νομική Σχολη στο Πανεπιστήμιο του Tel Aviv
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Μεταξύ δημοκρατίας και κρατικού μονοπωλίου στην Τουρκία
Του Micha’el Tanchum
Στις 7 Ιουνίου, οι Τούρκοι ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες για να αποφασίσουν για το μελλοντικό χαρακτήρα της Τουρκικής Δημοκρατίας. Επιφανειακά, οι βουλευτικές εκλογές θα βάλουν τον Τούρκο πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου και το κυβερνών Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) εναντίον τριών μεγάλων ανταγωνιστών. Το πραγματικό ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν οι ψήφοι θα προσφέρουν στο ΑΚΡ 330 κοινοβουλευτικές έδρες, γεγονός που θα δώσει στο κόμμα ενισχυμένη πλειοψηφία και θα επιτρέψει στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τρεις φορές πρωθυπουργό της Τουρκίας και τώρα πρόεδρο, να αλλάξει το σύνταγμα της Τουρκίας και να καθιερώσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί [1] ένα προεδρικό σύστημα «τουρκικού στιλ». Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα θέσει μια υψηλή πιθανότητα να πισωγυρίσει την δημοκρατική πρόοδο της χώρας που ξεκίνησε με την αρχική εκλογική νίκη του AKP το 2002.
Ο Ερντογάν, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του πρωθυπουργού από το 2003 ως το 2014, επιδιώκει να μετατρέψει τη νέα του θέση, επί του παρόντος σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπική, σε ένα ρόλο ως επικεφαλής διαχειριστή της χώρας. Θα έχει ισχυρή εκτελεστική εξουσία χωρίς τους ελέγχους και τις ισορροπίες του [προεδρικού] συστήματος αμερικανικού τύπου. Κατά μια έννοια, ως εκ τούτου, οι Τούρκοι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν για το μέλλον της τουρκικής δημοκρατίας -και για το κατά πόσον θα επικρατήσει η αυξανόμενη ισχύς της κυβέρνησης πάνω στον λαό ή η αυξανόμενη επιθυμία των ανθρώπων για προσωπική ελευθερία.
Οι τρέχουσες τάσεις δεν φαίνονται ευνοϊκές για τον Ερντογάν. Τρεις και μισή εβδομάδες μέχρι τις εκλογές, μια έρευνα από την Metropoll, την τουρκική εταιρεία δημοσκοπήσεων με τις καλύτερες επιδόσεις για την πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων, δείχνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός ψηφοφόρων δείχνει κουρασμένος από το ΑΚΡ. Ερωτηθέντες σχετικά με τις απόψεις τους σχετικά με το σχέδιο του Ερντογάν για ένα προεδρικό σύστημα, σχεδόν το 55% των ερωτηθέντων είναι αντίθετοι, με μόλις κάτω από 32% να δηλώνουν υπέρ. Όταν τους ζητήθηκε να επιλέξουν από μια λίστα με περιγραφές του προτεινόμενου από τον Ερντογάν προεδρικού συστήματος «τουρκικού στιλ», συμπεριλαμβανομένης «μιας δημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης» και ενός συστήματος «πιο αποτελεσματικού σε διοικητικά θέματα», το 59% των ερωτηθέντων επέλεξε την περιγραφή του δυνητικού συστήματος ως ένα σύστημα που «προκαλεί αυταρχισμό».
Οι ψηφοφόροι γίνονται επίσης όλο και πιο επιφυλακτικοί σχετικά με την κατεύθυνση που παίρνει η Τουρκία. Ένα στρογγυλό 50% θεωρούν ότι η χώρα τους αλλάζει προς το χειρότερο˙ μόνο το 36% λένε ότι εξελισσόταν προς το καλύτερο. Ο χειρισμός της οικονομίας από την κυβέρνηση –το ΑΚΡ έχει κυβερνήσει επί δύο χρόνια καθίζησης της ανάπτυξης- εξηγεί εν μέρει αυτόν τον σκεπτικισμό˙ σχεδόν το 55% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το ΑΚΡ είχε κάνει μια κακή δουλειά προσπαθώντας να μηχανευτεί μια μεταστροφή. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι μόνο το 36% είπαν ότι σχεδίαζαν να ψηφίσουν υπέρ του ΑΚΡ. Αν αυτές οι τάσεις επικρατήσουν την ημέρα των εκλογών, θα μεταφραστούν σε ένα σοβαρό πλήγμα για το κυβερνών κόμμα, το οποίο πήρε σχεδόν το 50% των ψήφων το 2011, όταν ο Ερντογάν, ο τότε πρωθυπουργός, κέρδισε την τρίτη συνεχόμενη θητεία του.
Η ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΣΑ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ
Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ ανέλαβαν την εξουσία στις εκλογές του 2002 με μια πλατφόρμα βασισμένη στο Ισλάμ, που τόνισε την μεγαλύτερη υποχρέωση λογοδοσίας της κυβέρνησης και τον πολιτικό πλουραλισμό. Η ατζέντα αυτή προσέλκυσε κάποιους κοσμικούς φιλελεύθερους, οι οποίοι αντιτίθενται στην παρέμβαση του τουρκικού στρατού στην εσωτερική πολιτική. Ενεργοποίησε επίσης τον πυρήνα του εκλογικού σώματος του ΑΚΡ: Τους φτωχούς εργαζόμενους και τις μεσαίας-κατώτερης τάξης οικογένειες στην ύπαιθρο και στις μικρότερες πόλεις που αισθάνθηκαν παραμελημένοι από τις ελίτ και λαχταρούσαν οικονομική και πολιτική χειραφέτηση. Αυτό το εκλογικό σώμα ήταν πιο συντηρητικό θρησκευτικά, και γι’ αυτούς, το άνοιγμα του ΑΚΡ στο σουνιτικό Ισλάμ ήταν αναπόσπαστο μέρος των νέων ευκαιριών τις οποίες τους είχαν αρνηθεί στο παρελθόν. Καθόλου βλαπτικό θέμα ήταν η υπόσχεση του ΑΚΡ να παρέχει στους οικονομικά πιο αδύναμους αξιόπιστες υπηρεσίες ηλεκτρικής ενέργεια και ύδρευσης -βελτιώσεις που τελικά βοήθησαν να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της Τουρκίας και η διεύρυνση της μεσαίας τάξης της.
Όμως, η οικονομική άνθηση έληξε πριν από τρία χρόνια και, σταδιακά, ο Ερντογάν άρχισε να εγκαταλείπει τον πολιτικό πλουραλισμό. Αντ’ αυτού, επικεντρώθηκε στην ενδυνάμωση του πυρήνα της εκλογικής του βάσης μέσω του παρεοκρατικού καπιταλισμού, ιδιαίτερα με μεγαλοπρεπείς κατασκευές έργων που προορίζονται να πλουτίσουν τις επιχειρήσεις που συνδέονται με το ΑΚΡ. Παράλληλα, η κυβέρνηση προώθησε μια σειρά πολωτικών μέτρων για την επιβολή συντηρητικών θρησκευτικών ηθών από το κράτος. Η δυσαρέσκεια που σιγόβραζε εξερράγη σε πανεθνικές διαδηλώσεις για το πάρκο Gezi τιν Μάιο του 2013, όταν τα ΜΑΤ κατέστειλαν βίαια τους ακτιβιστές που διαδήλωσαν ενάντια στην καταστροφή ενός εκ των τελευταίων χώρων πρασίνου της Κωνσταντινούπολης.
Σε απάντηση, ο Ερντογάν διπλασίασε τις προσπάθειές του απεικονίζοντας την σύγκρουση [2] ως σύγκρουση των κοσμικών έναντι της θρησκευόμενων, έναν αγώνα ανάμεσα σε αυτό που αποκάλεσε «λευκοί Τούρκοι» (κοσμική ανώτερη τάξη των αστικών ελίτ) και «μαύροι Τούρκοι» (κοινωνικά συντηρητικοί, μεσαίας- κατώτερης τάξης και εργατικής τάξης Σουνίτες Μουσουλμάνοι). Η στρατηγική αυτή είχε ένα τίμημα: Έκανε αναξιόπιστη την πλατφόρμα του ΑΚΡ περί πολιτικού πλουραλισμού και διέλυσε το πολύπλοκο μωσαϊκό των τουρκικών μουσουλμανικών παραδόσεων που ευνοούν την διευθέτηση. Τελικά, ο πολιτικός λόγος του AKP που βασιζόταν στο Ισλάμ έχει γίνει ένα εργαλείο για κρατικό έλεγχο.
Στους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους της Τουρκίας, ιδίως στους νεότερους, ο αυξανόμενος έλεγχος του κράτους επί της ζωής τους και των οικονομικών θεσμών της χώρας έχει προκαλέσει αυξανόμενη ανησυχία. Η απάντηση του Ερντογάν ήταν να επιρρίψει ευθύνες [3] για την οικονομική επιβράδυνση στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας και να ξεκινήσει έναν προσωπικό πόλεμο για να καταργήσει την ανεξαρτησία της. Οι εξελίξεις αυτές έχουν πλήξει τόσο σοβαρά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη που ο επικεφαλής του Συνδέσμου Τουρκικής Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων πρόσφατα τις επέκρινε [4] ως «ανησυχητικές» και ως ότι δημιουργούν «σύγχυση στα μυαλά της επιχειρηματικής κοινότητας και του κόσμου».
ΔΙΑΓΚΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΣΗ
Το όραμα του Ερντογάν για ένα νέο προεδρικό σύστημα περιπλέκεται περαιτέρω από τον άκαμπτο πολιτικό ανταγωνισμό, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου από τους Κούρδους, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 20% του πληθυσμού. Το κουρδικού προσανατολισμού Δημοκρατικό Κόμμα του Λαού (HDP) έχει υποσχεθεί [5] να ξεπεράσει το απαιτούμενο εκλογικό όριο του 10% για να εισέλθει στο κοινοβούλιο˙ εάν επιτύχει, θα μπορούσε να λάβει 60 από τις 550 έδρες. Ακόμη και χωρίς το HDP, η συνδυασμένη κοινοβουλευτική δύναμη των δύο κύριων κομμάτων της αντιπολίτευσης της Τουρκίας (το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος) είναι ίση με εκείνη του ΑΚΡ, σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Η είσοδος του HDP στο κοινοβούλιο θα κάνει μαθηματικά αδύνατο για το AKP να συγκεντρώσει τις 330 έδρες που χρειάζεται για την υπερψήφιση [του προεδρικού σχεδίου]. Ωστόσο, εάν το HDP δεν τα καταφέρει, το ΑΚΡ θα επικρατήσει. Ο τουρκικός εκλογικός νόμος υπαγορεύει ότι όταν ένα κόμμα δεν περάσει το κατώφλι του 10%, οι έδρες που απομένουν πηγαίνουν στο επόμενο δημοφιλέστερο κόμμα μεταξύ των εκλογέων του αρχικού κόμματος –το οποίο στην περίπτωση αυτή θα είναι το ΑΚΡ, δεδομένου ότι είναι δημοφιλές στους πιο συντηρητικούς Κούρδους.
Στην εκστρατεία του HDP ηγείται ο Selahattin Demirtas, ο χαρισματικός δικηγόρος του οποίου η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε όλη την Τουρκία του έχει χαρίσει κάποια υποστήριξη από την μη-κουρδική αριστερά της Τουρκίας. Κατά την διάρκεια των προεδρικών εκλογών τον Αύγουστο του 2014, ο Ντεμιρτάς κέρδισε ένα εκπληκτικό 9,76% των ψήφων, ένα κατόρθωμα που ώθησε το HDP να σταματήσει την εγγραφή των υποψηφίων του ως ανεξάρτητους και αντί για αυτό να στρέψει το βλέμμα του στην υπέρβαση του 10% ως κόμμα. Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Metropoll, δείχνουν το HDP να κυμαίνεται ακριβώς κάτω ή λίγο πάνω από το μαγικό ποσοστό. Από την πλευρά του, ο Ντεμιρτάς έκανε μια δήλωση τονίζοντας την ακλόνητη αντίθεσή του στο σχέδιο του Ερντογάν να αλλάξει το σύνταγμα.
Η μοναδική θέση του Ντεμιρτάς –ως ηγέτη ικανού να φέρει ένα υπό κουρδική ηγεσία κόμμα στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά- θα μπορούσε να του επιτρέψει να κερδίσει μερικούς από τους Κούρδους υποστηρικτές του ΑΚΡ. Ο Ερντογάν έχει εργαστεί σκληρά για να δημιουργήσει αυτή την βάση στήριξης, ξεκινώντας ένα «κουρδικό άνοιγμα» [6], υποστηρίζοντας την ανάγκη διδασκαλίας της κουρδικής γλώσσας σε σχολεία, και αφαιρώντας το ταμπού της δημόσιας χρήσης της λέξης «Κουρδιστάν». Επιπλέον, το AKP έχει συνομιλίες με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον φυλακισμένο ηγέτη του εκτός νόμου Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), κάτι που θα μπορούσε να σταματήσει την 30ετή εξέγερσή του μετά την κήρυξη ειρήνης από τον Οτσαλάν [7] τον περασμένο Μάρτιο. Παρ’ όλα αυτά, για πολλούς Κούρδους, οι οποίοι απαιτούν πλήρη γλωσσικά και πολιτιστικά δικαιώματα, καθώς και κάποια μορφή τοπικής αυτονομίας, η αργή πρόοδος του Ερντογάν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις αυξημένες προσδοκίες τους. Η απογοήτευσή τους μπορεί να λειτουργήσει προς όφελός του HDP.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το HDP θα πλεύσει προς τη νίκη, φυσικά. Μια μόνο πρόκληση για τον Ντεμιρτάς είναι ότι πολλοί εθνοτικοί Τούρκοι ψηφοφόροι -αυτοί που σε άλλη περίπτωση θα ήταν διατεθειμένοι να τον στηρίξουν- εξακολουθούν να αμφιβάλλουν ότι η πλατφόρμα του είναι πλήρως αποκομμένη από την επιρροή του Οτσαλάν και του ΡΚΚ. Εκτός αυτού, ακόμη και αν το HDP ξεπεράσει το εκλογικό όριο, θα μπορούσε να αποτύχει να σταματήσει τον Ερντογάν από το να αλλάξει το σύνταγμα. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια ρεαλιστική πιθανότητα ότι το ΑΚΡ θα μπορούσε και πάλι να συγκεντρώσει τις απαραίτητες 330 έδρες με την προσέλκυση του κόμματος του Ντεμιρτάς σε έναν πολιτικό συνασπισμό. Παρ’όλη την αντιπολίτευση του Ντεμιρτάς στην ατζέντα του Ερντογάν, μπορεί να νιώθει υποχρεωμένος να μπει σε μια συμμαχία αν ο Ερντογάν προσφέρει σημαντικές παραχωρήσεις προς το ΡΚΚ, και ειδικά αν υποσχεθεί να απελευθερώσει τον εμβληματικό Οτσαλάν από την φυλακή.
ΑΝΤΙΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ
Παρά το γεγονός ότι δεν πρέπει να υποτιμώνται οι σημαντικές δεξιότητες του Ερντογάν ως προεκλογικού αγωνιστή, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το ΑΚΡ να πετυχαίνει εύκολα μια ενισχυμένη πλειοψηφία σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν έχει βοηθήσει την αλλαγή της Τουρκίας προς το καλύτερο ως πρωθυπουργός, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της θητείας του. Η ειρωνεία είναι ότι έχει ήδη δημιουργήσει τη «νέα Τουρκία» για την οποία μιλά σήμερα –υπό την παλιά του μεταμφίεση ως μετασχηματιστικός πρωθυπουργός. Το έκανε αυτό σπάζοντας το μονοπώλιο μιας ανάλγητης, κρατικιστικής ελίτ που είχε διαχειριστεί άσχημα την οικονομία της χώρας και εμπόδιζε την ανάπτυξη.
Τώρα, όμως, ένα αυξανόμενο μερίδιο του εκλογικού σώματος έχει αρχίσει να θεωρεί το ΑΚΡ ως ένα ακόμη κόμμα της ανάλγητης, κρατικιστικής ελίτ. Η προσπάθεια του Ερντογάν να συγκεντρώσει περαιτέρω εξουσία μπορεί να αποτύχει στην κάλπη φέτος τον Ιούνιο, χάρη στις ίδιες τις δυνάμεις που έχουν εξαπολύσει οι προηγούμενες προσπάθειές του στην οικονομική και πολιτική χειραφέτηση.
ForeignAffairs
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations
Ο MICHA’EL TANCHUM είναι συνεργάτης στην Μονάδα Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Ερευνών Τρούμαν για την Προώθηση της Ειρήνης στο Πανεπιστήμιο Hebrew. Διδάσκει επίσης στο τμήμα Ιστορίας της Μέσης Ανατολής και στη Νομική Σχολη στο Πανεπιστήμιο του Tel Aviv
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...