Ρωσοφοβία και ρωσοφιλία στη Γερμανία
Το γερμανικό “Russland-Komplex” από το Τευτονικό Τάγμα μέχρι τη Μέρκελ
Οι σχέσεις μεταξύ εθνών, κρατών, λαών και πολιτισμών καθορίζονται, ως γνωστόν, από ένα πλέγμα πολύπλοκων και δυναμικών παραμέτρων και διαμορφώνονται ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι –σε μεγάλο βαθμό– χειραγωγούμενες «ευαισθησίες» της διεθνούς κοινής γνώμης. Στην περίπτωση Γερμανίας – Ρωσίας, οι σχέσεις αυτές αποκτούσαν, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και τα δρώντα πρόσωπα, τα χαρακτηριστικά μιας «αλυσίδας ρήξεων, επαναπροσεγγίσεων, συμπαιγνιών και αναφλέξεων», στη διάρκεια των οποίων σημειωνόταν μια «εκτεταμένη μεταλλαγή μεταξύ δέους και θαυμασμού, φοβικής άμυνας και εμφατικής προσήλωσης» (1). Αυτή η γερμανική συμπλεγματική στάση απέναντι στη Ρωσία οδηγούσε σε μια ποικιλόμορφη, σχεδόν «οικογενειακή διασταύρωση» ανθρώπων, πολιτισμών, εδαφών, γλωσσών, σχεδίων και ιδεών, και μάλιστα «με μια τέτοια ένταση που δεν συναντάται μεταξύ άλλων χωρών ή και που δεν υπήρξαν πουθενά αλλού. Ακόμα και οι πιο ακραίες εχθρότητες, οι οποίες συμπυκνώθηκαν σε υστερικά συμπλέγματα κατωτερότητας» (2), κατέδειχναν μια «εγγύτητα» και μια σχέση «αγάπης και μίσους» (Walter Laqueur), η οποία σχετιζόταν σχεδόν πάντοτε μ’ έναν «Τρίτο, τη Δύση».
Στην παρούσα ιστορική φάση, της κλιμάκωσης της κρίσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, καταλυτικό παράγοντα αποτελεί η Γερμανία, καθώς είναι η «Κεντρική Δύναμη» που σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζει τις τύχες της Ευρώπης. Το αν και σε ποιο βαθμό οι λαοί της Γηραιάς Ηπείρου θα βιώσουν και πάλι έναν Ψυχρό Πόλεμο δεν εξαρτάται μόνο από παραμέτρους που άπτονται της οικονομίας, των συμμαχιών, της διεθνούς διπλωματίας, των θρησκευτικών πεποιθήσεων κ.λπ., αλλά και από ένα ιδιάζον φαινόμενο, το γερμανικό “Russland-Komplex”: ένα σύμπλεγμα ρωσοφοβίας και ρωσοφιλίας, που εδώ και μερικούς αιώνες εμφανίζεται στη γερμανική κοινωνία με προφανή στοιχεία υπερβολών και αντιφατικότητας, αντανακλαστικών συμπεριφορών και παραδοξότητας.
Από τον τευτονικό επεκτατισμό προς «Ανατολάς», στο Συνέδριο της Βιέννης
Στην ευρωπαϊκή ιστορία η αρνητική εικόνα της Ρωσίας στους Γερμανούς εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα, στο πλαίσιο της σύγκρουσης, στη Βόρεια Βαλτική, του Τευτονικού Ιπποτικού Τάγματος (3) με τους «σχισματικούς» ορθοδόξους της Ρωσίας, που, σύμφωνα με γερμανικά Χρονικά της εποχής, «λεηλατούσαν εκτάσεις των χριστιανών» (4). Η σύγκρουση αυτή, πέρα από τη θρησκευτική της αφετηρία, στο πρότυπο των σταυροφοριών και του θρησκευτικού ζηλωτισμού, που χαρακτηριζόταν περισσότερο από τη πολεμική στρατηγική της καμένης γης και λιγότερο της επιστροφής στον «δρόμο του Χριστού», είχε και σαφή ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά: «εποικισμός της Ανατολής» (Ostsiedlung) και πρώτη «Πορεία προς Ανατολάς» (Drang nach Osten). Ο επεκτατικός χαρακτήρας του Τευτονικού Τάγματος δεν περιοριζόταν, όπως η «Χρυσή Ορδή» των Μογγόλων, στις λεηλασίες και στη φόρου υποτέλεια, αλλά περιελάμβανε και σαφή ιδεολογικά-θρησκευτικά χαρακτηριστικά, με στόχο τον «προσηλυτισμό ή την εξολόθρευση» των ορθοδόξων «αιρετικών», και μάλιστα με την υποστήριξη και τις ευλογίες του Πάπα της Ρώμης, γεγονός που ερμηνεύει και την παθιασμένη ρωσική αντίσταση. Αναφορές στη δυναμική γερμανική διείσδυση –με την άδεια του ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας-Γερμανικό Έθνος προς την τότε ειδωλολατρική Πρωσία, την Πολωνία-Λιθουανία και ανατολικότερα, στον χώρο της Βαλτικής–, αλλά και στην τευτονική αίσθηση παντοδυναμίας, βρίσκονται και σε ρωσικά Χρονικά, με περιγραφές για την «αποφασιστική μάχη μεταξύ της ρωμαϊκής-καθολικής εκκλησίας και της ρωσικής ορθοδοξίας», αλλά και τη λυσσαλέα αντίσταση των Ρώσων ηγεμόνων κατά των «άπληστων» Γερμανών κατακτητών. Μόνο μετά την αποτυχημένη προσπάθεια υποταγής της ρωσικής ηγεμονίας του Νόβγκοροντ, όταν οι ρωσικές δυνάμεις, υπό τον ηγεμόνα τους Αλέξανδρο Νιέφσκυ (5), κατατρόπωσαν το τευτονικό στράτευμα στη «Μάχη των Πάγων» (1242), επήλθε τελικά η συνθήκη ειρήνης με τους Ρώσους, που έμελλε να διαρκέσει σχεδόν 150 χρόνια (6).
Ακόμη όμως δεν μπορούσε να γίνει λόγος για συστηματική ρωσοφοβία και για πολιτική διάσταση του φαινομένου, που πρωτοεμφανίζεται μόνο στις αρχές του 16ου αιώνα. Από τότε παραμένει διαχρονικά το βασικό πολιτικό ιδεολόγημα των Γερμανών πάνω στο οποίο στηρίζεται η ρωσοφοβία: η τυφλή υποταγή του ρωσικού λαού στην απόλυτη εξουσία του ηγεμόνα, σε συνδυασμό με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό αλλά και τη ρωσική ορθοδοξία, την –κατ’ αυτούς– «θρησκεία των σκλάβων». Αποτέλεσμα αυτού του ιδεολογήματος ήταν η ανάδειξη ενός επίσης διαχρονικού στερεότυπου: η Ρωσία σαν μια «φυλακή λαών» (Astolphe de Custine). Από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα, και με σημεία αναφοράς τον αυτοκρατορικό σύμβουλο Freiherr von Herbstein και τον Christian Weber, θαυμαστή του εκσυγχρονιστή τσάρου Μεγάλου Πέτρου, η γερμανική αντίληψη για τη Ρωσία συμπυκνωνόταν στην αναγόρευση της Ρωσίας σε μια απόμακρη, μυστηριώδη και με φτωχή διοικητική δομή, «Δύναμη του Βορρά», αποκομμένη από τη Βαλτική και, συνεπακόλουθα, από τους κύριους εμπορικούς δρόμους της Βόρειας Ευρώπης. Επρόκειτο για μια στερεότυπη εικόνα που καθιερώθηκε ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης και ισχυροποιήθηκε εξαιτίας του «Μεγάλου Βόρειου Πολέμου» (1700-1721) μεταξύ του Βασιλείου της Ρωσίας και της Σουηδίας για την κυριαρχία στη Βαλτική, αλλά και από το γεγονός ότι η νέα πρωτεύουσα-λιμάνι, η Αγία Πετρούπολη, ανήκει γεωγραφικά στον Βορρά. Ποια ήταν αυτή η στερεότυπη εικόνα των Γερμανών για τη Ρωσία; «Αγριότητα, βαρβαρότητα, ψύχος αλλά και εγγύτητα στην κόλαση, στον θάνατο, ο τόπος της άρκτου, το σύμβολο όχι μόνο του Βορρά αλλά και του διαβόλου» (7).
Όμως, αυτή η διευρυμένη φοβική στάση απέναντι στη Ρωσία δεν εμπόδιζε, ήδη στις απαρχές του Διαφωτισμού, ουμανιστές-universalis, όπως ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, να ασχολούνται επισταμένως και επί μακρόν με την ακόμη «άγνωστη» Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου, αφού θεωρούσε τη Ρωσία σαν ένα είδος «πειραματικού πεδίου» για κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Βασικό μέλημα του homo societatis Λάιμπνιτς: Μια χώρα “tabula rasa”, ένα «υπό ανέγερση ανάκτορο», όπως η Ρωσία, «πρέπει να αποφύγει τα αμέτρητα λάθη» που έγιναν στην «κατακερματισμένη Ευρώπη» (8). Επίσης, και ο Πάουλ Φλέμινγκ, ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές του μπαρόκ, ήταν ο πρώτος Γερμανός ποιητής που, στο πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα, αναφέρθηκε με θετικό τρόπο στη Ρωσία, την οποία και είχε επισκεφτεί.
Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η ρωσοφοβία, εκφραζόμενη συμπτωματικά με τη φοβική επίκληση-κλισέ «προσοχή, έρχεται ο Ρώσος» (“Vorsicht, der Russe kommt”), υπήρξε κυρίαρχο στοιχείο στη γερμανική κοινωνία, καθώς η ρωσική παρουσία στην εσωτερική πολιτική κονίστρα της αποδυναμωμένης από τον «Τριακονταετή Πόλεμο» και κατακερματισμένης Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν συνεχής: είτε όταν τα στρατεύματα του Μεγάλου Πέτρου έφτασαν, στη διάρκεια του «Μεγάλου Βόρειου Πολέμου», μέχρι το Μαγδεμβούργο, τη Σαξωνία και το Χόλσταϊν, είτε όταν, κατά τον «Επταετή Πόλεμο» (1756-1763), οι Ρώσοι δεν κατέλαβαν μόνο την Ανατολική Πρωσία αλλά και αυτό το Βερολίνο. Καταλυτικές ήταν και οι παρεμβάσεις της τσαρικής Ρωσίας στη διαρκή σύγκρουση Πρωσίας – Αυστρίας για τη Σιλεσία, όπως και οι παρεμβάσεις της Μεγάλης Αικατερίνης στον πόλεμο για τη διαδοχή στον θρόνο της Βαυαρίας. Ακόμη πιο έντονη υπήρξε η ρωσική παρουσία στον γερμανικό χώρο στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815), όταν, σ’ έναν κοινό απελευθερωτικό πόλεμο, «το γερμανικό και το ρωσικό πνεύμα αγωνίζονταν επί γερμανικού εδάφους ενωμένα και νικηφόρα» (9) κατά της Γαλλίας. Η διαφορά ήταν όμως ότι, τώρα, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ αποθεωνόταν σαν «ο απελευθερωτής των φιλήσυχων Γερμανών», που σε αυτούς τους πολέμους βίωσαν τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και έθεσαν τους πρώτους σπόρους του γερμανικού εθνικισμού. Το Συνέδριο της Βιέννης (1815) σηματοδότησε όχι μόνο την έναρξη της εποχής της Ιεράς Συμμαχίας, αλλά και τη μετατροπή της Ρωσίας από «βαρβάρους του Βορρά» σε «αυτοκρατορική δύναμη της Ανατολής» (10), η οποία, ήδη από το 1807, ένα μόλις χρόνο μετά τη διάλυση του Πρώτου Γερμανικού Ράιχ, ήταν η μόνη χώρα που αντιστεκόταν στην κυριαρχία της Γαλλίας στην Ευρώπη.
Σε όλη αυτή την περίοδο, καθοριστικός παράγοντας ρωσογερμανικής προσέγγισης και εμβάθυνσης των ρωσογερμανικών σχέσεων υπήρξαν και οι στενές δυναστικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, που ξεκίνησαν με τους απογόνους του Μεγάλου Πέτρου. Αρκετές τσαρίνες, με σημαντικότερη τη Μεγάλη Αικατερίνη, πρώην πριγκίπισσα του Anhalt-Zerbst, ήταν γερμανικής καταγωγής, όπως και ένας πολύ μεγάλος αριθμός συμβούλων, αξιωματικών, παιδαγωγών, μουσικών, καλλιτεχνών, εμπόρων, γιατρών, φαρμακοποιών, τεχνιτών κ.ά., των οποίων η συμμετοχή στην εδραίωση και ανάδειξη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική (11).
Ο δημοκρατικός αντιτσαρισμός και η φανατική ρωσοφοβία του Μαρξ
Η δυναμική, αν και με κάποια καθυστέρηση, είσοδος του ρωσικού παράγοντα στη συνείδηση του μέσου Γερμανού ολοκληρώνεται στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν αναδεικνύεται ο ρόλος της Ρωσίας «σαν ο καταλύτης για βασικά ζητήματα της συνταγματικής μορφής και του κοινωνικού συστήματος της Γερμανίας» (12). Στο πρόσωπο του τσάρου Νικολάου Α΄ αποτυπώνεται ο αέναος διχασμός των Γερμανών απέναντι στη Ρωσία: Για τους συντηρητικούς της εποχής, αποτελούσε τον προστάτη της μοναρχικής νομιμότητας και τη μοναδική εγγύηση για να μην περιέλθει η ασταθής Γερμανία στο χάος και την αναρχία. Αντίθετα, για τους Γερμανούς «φίλους της Γαλλίας», τους δημοκράτες και τους φιλελεύθερους, ήταν η προσωποποίηση της απολυταρχίας και της αντίδρασης (13), ο «άκαρδος τύραννος» και, στο πλαίσιο του «πολωνικού ονειροπολήματος» της εποχής, «ο δήμιος του ευγενούς πολωνικού έθνους», η δικαίωση του οποίου ήταν «ιερό καθήκον του γερμανικού έθνους» (14).
Αυτό που «καθόριζε μέτρα και όρους» (15) στο πολιτικό γίγνεσθαι της Γερμανίας, στην επαναστατική περίοδο 1830-1848, ήταν πρωτίστως η φιλελεύθερη και δημοκρατική ρωσοφοβία και λιγότερο η συμπάθεια ορισμένων συντηρητικών προς την τσαρική Ρωσία. Σημείο αναφοράς σε συντηρητικούς και φιλελεύθερους δεν ήταν, όπως μέχρι και τον 18ο αιώνα, ο «πεφωτισμένος ηγέτης» (Μέγας Πέτρος) ή ο «αιμοδιψής δεσπότης» (Ιβάν ο Τρομερός), αλλά η ταύτιση τσάρου και ρωσικού λαού και η ενιαία Ρωσία. Στη βάση ξεκάθαρων αντιφάσεων και στερεοτύπων, που εντοπίζονται ήδη στη λογοτεχνία του 16ου και του 17ου αιώνα, σε κείμενα των διαφωτιστών αλλά και στις αντιρωσικές εκδόσεις της Γαλλικής Επανάστασης (16), η Ρωσία ταυτιζόταν με «την ασιατική βαρβαρότητα και τον ανατολικό δεσποτισμό, την αυθαιρεσία και τη βαναυσότητα, την παρορμητικότητα και τον αλκοολισμό, την ακαθαρσία» (17) και με άλλες ανάλογες ιδιότητες. Ο ρωσικός επεκτατισμός εκλαμβανόταν ως «φυσικός νόμος» της ρωσικής ιστορίας (18), γι’ αυτό και ο αγώνας για την τελική νίκη (Endsieg) του Γερμανισμού κατά του Σλαβισμού θα ήταν αναπόφευκτος, όπως και ο θρίαμβος της «ανώτερης κουλτούρας» των Γερμανών (19). Αυτή η ιδεολογική αντιπαράθεση ελευθερίας και δεσποτισμού ήταν που τελικά οδήγησε τη γερμανική κοινή γνώμη να επιβάλει στους ηγέτες της Πρωσίας και της Αυστρίας τη συμμετοχή τους στο πλευρό των Δυτικών Δυνάμεων και των Οθωμανών, στον «πιο αδικαιολόγητο πόλεμο της Ιστορίας» (20), τον «Κριμαϊκό Πόλεμο» (1853-1856), αγνοώντας βεβαίως πως ο πόλεμος αυτός θα ήταν και η αφετηρία για την ανάδειξη της Πρωσίας σε ηγεμονική ευρωπαϊκή δύναμη. Την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου, όταν οι σημαντικότερες δυνάμεις του κόσμου συμμάχησαν κατά της Ρωσίας, ο Μαρξ, ως άλλος «πολιτικός-αντιθεολόγος», έγραφε: «Η επανάσταση, η οποία θα κατανικήσει τη Ρώμη της Δύσης, θα υπερβεί και τη δαιμονική επιρροή της Ρώμης της Ανατολής» (21).
Για ένα πλήθος ιστορικών, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι Μαρξ και Ένγκελς «στην αρχή της πολιτικής τους σταδιοδρομίας σαν εξτρεμιστές δημοκράτες και αργότερα σαν επαναστάτες κομμουνιστές πολέμησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους με τέτοιο πάθος τον ρωσικό απολυταρχισμό που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί ρωσοφοβία» (22). Στο πλαίσιο της αναδυόμενης υλιστικής θεώρησης της Ιστορίας και των «ηθικών ωθήσεων» που αντικατοπτρίζονται σε αυτήν, το δίδυμο Μαρξ – Ένγκελς διακρίθηκε ως «ο πλέον σταθερός και πιο φανατικός» από τους υπέρμαχους της «κατανίκησης της ορθόδοξης, τσαρικής Ρωσίας» και της εξαφάνισης του «ημιασιατικού δεσποτισμού», που εκπροσωπούσε ο τσαρισμός. Με την ίδια αίσθηση της Ιστορίας που ο Χέγκελ θεωρούσε την «κατώτερη» (Γίββων) Βυζαντινή Αυτοκρατορία «άθλια και ανισόρροπη για τα πάθη της […], που επιτέλους το σαθρό της οικοδόμημα σκορπίστηκε σε κομμάτια μπροστά στην παντοδυναμία της Τουρκίας» (23), έτσι και για τους συγγραφείς του Κουμμουνιστικού Μανιφέστου, η Ρωσία ήταν «ο μεγαλύτερος εχθρός της επικείμενης προλεταριακής επανάστασης και μια διαρκής απειλή για την Ευρώπη». Η απάντησή τους στην υποτιθέμενη ρωσική απειλή: «Μόνο ένας πόλεμος εναντίον της Ρωσίας είναι ένας επαναστατικός πόλεμος με τον οποίο θα ξεπλυθούν οι αμαρτίες του παρελθόντος…» (24). Συνεπαρμένος από τον αντιρωσικό του οίστρο και τον φόβο του Πανσλαβισμού, ο Μαρξ δεν δίστασε να φτάσει και στα όρια της συνωμοσιολογίας, ισχυριζόμενος ότι «από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου έως και τον Κριμαϊκό Πόλεμο υπάρχει μια σύμπραξη μεταξύ του λονδρέζικου Κοινοβουλίου και της Αγίας Πετρούπολης» (25) και ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Πάλμερστον, ένας από τους φανατικότερους θιασώτες της ιδέας της αγγλικής ηγεμονίας (Pax Bretannica) του κόσμου και ακραιφνής υποστηρικτής της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε «ενεργούμενο της τσαρικής πολιτικής» (26).
Το 1886, σε επιστολή του προς τον ηγέτη της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας Άουγκουστ Μπέμπελ, ο Ένγκελς έγραφε: «Το ευνοϊκότερο για μας θα ήταν η αναχαίτιση της Ρωσίας, είτε με ειρηνικά είτε με πολεμικά μέσα. Η επανάσταση στην Ευρώπη θα ήταν μόνο τότε ώριμη, αν θα έπεφτε αυτό το τελευταίο οχυρό της αντίδρασης… Και εμείς στη Γερμανία θα ήμασταν οι πρώτοι που θα το αντιλαμβανόμασταν» (27). Στην αντιπαράθεσή του, μάλιστα, με τον Μπακούνιν για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Σλάβων της Αυστροουγγαρίας, ο Ένγκελς, που –ειρήσθω εν παρόδω– έβλεπε το «διαλυμένο έθνος» των Πολωνών χρήσιμο «μέχρις ότου η επανάσταση συνεπάρει και την ίδια τη Ρωσία», υπήρξε άκρως διαφωτιστικός: «Δεν σκεφτόμαστε την αυτοδιάθεση. Στις συναισθηματικές φράσεις περί αδελφοσύνης, που μας παρουσιάζονται στο όνομα των πλέον αντεπαναστατικών εθνών της Ευρώπης, απαντούμε ότι το μίσος κατά της Ρωσίας ήταν και είναι το πρώτο επαναστατικό πάθος των Γερμανών… Τώρα γνωρίζουμε πού είναι συγκεντρωμένοι οι εχθροί της επανάστασης: στη Ρωσία και τις σλαβικές χώρες της Αυστρίας» (28).
Απόσπασμα κειμένου του Βασίλη Στοϊλόπουλου από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 11
Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου του Βασίλη Στοϊλόπουλου για το πως εκδηλώνεται η ρωσοφιλία και η ρωσοφοβία μέχρι τη σημερινή Γερμανία στον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 11 που κυκλοφορεί.
1. Gerd Koenen, Der Russland-Komplex. Die Deutschen und der Osten 1900-1945, 2005.
2. Gerd Koenen, ό.π.
3. «Deutscher Οrden der Brüder von Du Haus Sankt Mariens in Jerusalem».
4. Livlaendische Reimchronik.
5. Το 1938, στο πλαίσιο της –ιδεολογικής ακόμα– αντιπαράθεσης της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση, το Τευτονικό Τάγμα του ύστερου Μεσαίωνα απέκτησε –μετά από προτροπή του Στάλιν– νέες διαστάσεις, με το κινηματογραφικό αριστούργημα του Sergej Eisenstein «Αλέξανδρος Νιέφσκυ», καθώς αυτό το «απάνθρωπο πολεμικό εργαλείο του παπισμού και των Γερμανών φεουδαρχών, που στόχευε στην αρπαγή της ρωσικής γης και την καταστροφή της ρωσικής ορθοδοξίας» (Wikipedia), αναγορεύτηκε σε πρόδρομο των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών.
6. Ο προς Ανατολάς επεκτατισμός του Τάγματος θα σταματούσε οριστικά μόνο μετά τη συντριβή των Τευτόνων στη Μάχη του Τάννενμπεργκ, το 1410, από ένα συνασπισμένο στράτευμα Πολωνών και Λιθουανών. Κυρίαρχη δύναμη της περιοχής, μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, αναδείχτηκε για τους επόμενους 2 αιώνες η Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία, η οποία έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος μόνο μετά τον Τρίτο Διαμελισμό της Πολωνίας, το 1795. Αν και αποδυναμωμένο το Γερμανικό Τάγμα, υπό τον Μέγα Μάγιστρο Albrecht I von Brandenburg-Ansbach από τον Οίκο των Χοεντσόλερν, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά ίδρυσε το Πρωσικό Δουκάτο, το οποίο το 1701 ανακηρύχτηκε σε Βασίλειο της Πρωσίας και, κατόπιν, το 1871, κατάφερε να αποτελέσει τη δύναμη που θα συνένωνε «διά πυρός και σιδήρου» όλα τα γερμανικά κρατίδια σε ένα γερμανικό έθνος-κράτος.
7. Hans Lemberg, “Der Russe ist genügsam. Zur deutschen Wahrnehmung Russlands vom Ersten zum Zweiten Weltkrieg”, στο Das Bild des Anderen. Politische Wahrnehmungen im 19. Und 20. Jh., HMRG, Bd. 40, 2000.
8. Jörg Himmelreich, «Der verhängnisvolle deutsche Russland-Komplex», Die Welt, 22-4-2014.
9. Χένρυ Κίσσινγκερ, Διπλωματία, 1995.
10. Hans Lemberg, “Zur Entstehung des Ostbegriffs im 19. Jh.. Vom “Norden” zum “Osten”, Jahrbücher für Geschichte \osteuropas”, N.F. 33, 1985.
11. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Johann Friedrich Okermann, που ανέλαβε σημαντικά και υψηλά αξιώματα της κρατικής εξουσίας.
12. Dietrich Geyer, Ostpolitik und Geschichtsbewustsein in Deutschland, 1985.
13. Στην ιστορική περίοδο της συγκρότησης των εθνών-κρατών, η Ρωσία, ως φορέας ιμπεριαλιστικών πεποιθήσεων, χαρακτηριζόταν ως εχθρός των ελεύθερων εθνών. Αντίθετα, σήμερα, στη φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως εκφράζεται από τον Πούτιν, εκλαμβάνεται ως παρωχημένος και οπισθοδρομικός εθνικισμός. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η Ρωσία ήταν/είναι κίνδυνος για την ειρήνη στην Ευρώπη.
14. Franz Mehring, Karl Marx – Geschichte seines Lebens, 2013.
15. Dietrich Geyer, ό.π.
16. Πρώτος ο νεαρός Joseph Görres, το 1798 –και κατόπιν πολλοί άλλοι–, αναφέρθηκε στον κίνδυνο της «ρωσικής παγκόσμιας δεσποτείας» από έναν «βαρβαρικό γίγαντα» αποτελούμενο από «χιόνι, πάγο και αίμα».
17. Dietrich Geyer, ό.π.
18. Στις αρχές του 18ου αιώνα, τα ρωσικά σύνορα βρίσκονταν στον Δνείπερο, κι έναν αιώνα αργότερα έφταναν μέχρι τον Βιστούλα, 850 χιλιόμετρα δυτικότερα. Ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα η Ρωσία πολεμούσε για την επιβίωσή της εναντίον της Σουηδίας στη σημερινή Ουκρανία, στα μέσα του ίδιου αιώνα, τα στρατεύματά της καταλάμβαναν το Βερολίνο, και ώς το τέλος του αιώνα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στους τρεις διαμελισμούς της Πολωνίας.
19. Dietrich Geyer, ό.π.
20. Θ. Α. Χριστοδουλίδης, Διπλωματική Ιστορία. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, 1991.
21. Franz Mehring, ό.π.
22. Maximilian Rubel, Marx / Engels. Die russische Kommune. Kritik eines Mythos, 1972.
23. Georg Wilhelm Hegel, Die Philosophie der Geschichte, 2012.
24. Friedrich Engels, “Das Begräbnis von Karl Marx”, στο Karl Marx / Friedrich Engels Werke, Bd. 19.
25. Παρά τα εκατομμύρια των νεκρών και τη διασάλευση της ευρωπαϊκής ισορροπίας της Πενταρχίας, λόγω του Κριμαϊκού Πολέμου, οι Μαρξ και Ένγκελς τον χαρακτήριζαν «εικονικό πόλεμο» και «κολοσσιαία κωμωδία των αυταπατών». Το σίγουρο είναι ότι μετά τον Πόλεμο της Κριμαίας άνοιξε πλέον διάπλατα ο δρόμος για τη δημιουργία μεγάλων εθνικών κρατών στην Ευρώπη (Γερμανία και Ιταλία), ακόμη και με τον κίνδυνο πολέμων.
26. Franz Mehring, ό.π.
27. Franz Mehring, ό.π.
28. Franz Mehring, ό.π.
Πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Οι σχέσεις μεταξύ εθνών, κρατών, λαών και πολιτισμών καθορίζονται, ως γνωστόν, από ένα πλέγμα πολύπλοκων και δυναμικών παραμέτρων και διαμορφώνονται ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι –σε μεγάλο βαθμό– χειραγωγούμενες «ευαισθησίες» της διεθνούς κοινής γνώμης. Στην περίπτωση Γερμανίας – Ρωσίας, οι σχέσεις αυτές αποκτούσαν, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και τα δρώντα πρόσωπα, τα χαρακτηριστικά μιας «αλυσίδας ρήξεων, επαναπροσεγγίσεων, συμπαιγνιών και αναφλέξεων», στη διάρκεια των οποίων σημειωνόταν μια «εκτεταμένη μεταλλαγή μεταξύ δέους και θαυμασμού, φοβικής άμυνας και εμφατικής προσήλωσης» (1). Αυτή η γερμανική συμπλεγματική στάση απέναντι στη Ρωσία οδηγούσε σε μια ποικιλόμορφη, σχεδόν «οικογενειακή διασταύρωση» ανθρώπων, πολιτισμών, εδαφών, γλωσσών, σχεδίων και ιδεών, και μάλιστα «με μια τέτοια ένταση που δεν συναντάται μεταξύ άλλων χωρών ή και που δεν υπήρξαν πουθενά αλλού. Ακόμα και οι πιο ακραίες εχθρότητες, οι οποίες συμπυκνώθηκαν σε υστερικά συμπλέγματα κατωτερότητας» (2), κατέδειχναν μια «εγγύτητα» και μια σχέση «αγάπης και μίσους» (Walter Laqueur), η οποία σχετιζόταν σχεδόν πάντοτε μ’ έναν «Τρίτο, τη Δύση».
Στην παρούσα ιστορική φάση, της κλιμάκωσης της κρίσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, καταλυτικό παράγοντα αποτελεί η Γερμανία, καθώς είναι η «Κεντρική Δύναμη» που σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζει τις τύχες της Ευρώπης. Το αν και σε ποιο βαθμό οι λαοί της Γηραιάς Ηπείρου θα βιώσουν και πάλι έναν Ψυχρό Πόλεμο δεν εξαρτάται μόνο από παραμέτρους που άπτονται της οικονομίας, των συμμαχιών, της διεθνούς διπλωματίας, των θρησκευτικών πεποιθήσεων κ.λπ., αλλά και από ένα ιδιάζον φαινόμενο, το γερμανικό “Russland-Komplex”: ένα σύμπλεγμα ρωσοφοβίας και ρωσοφιλίας, που εδώ και μερικούς αιώνες εμφανίζεται στη γερμανική κοινωνία με προφανή στοιχεία υπερβολών και αντιφατικότητας, αντανακλαστικών συμπεριφορών και παραδοξότητας.
Από τον τευτονικό επεκτατισμό προς «Ανατολάς», στο Συνέδριο της Βιέννης
Στην ευρωπαϊκή ιστορία η αρνητική εικόνα της Ρωσίας στους Γερμανούς εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα, στο πλαίσιο της σύγκρουσης, στη Βόρεια Βαλτική, του Τευτονικού Ιπποτικού Τάγματος (3) με τους «σχισματικούς» ορθοδόξους της Ρωσίας, που, σύμφωνα με γερμανικά Χρονικά της εποχής, «λεηλατούσαν εκτάσεις των χριστιανών» (4). Η σύγκρουση αυτή, πέρα από τη θρησκευτική της αφετηρία, στο πρότυπο των σταυροφοριών και του θρησκευτικού ζηλωτισμού, που χαρακτηριζόταν περισσότερο από τη πολεμική στρατηγική της καμένης γης και λιγότερο της επιστροφής στον «δρόμο του Χριστού», είχε και σαφή ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά: «εποικισμός της Ανατολής» (Ostsiedlung) και πρώτη «Πορεία προς Ανατολάς» (Drang nach Osten). Ο επεκτατικός χαρακτήρας του Τευτονικού Τάγματος δεν περιοριζόταν, όπως η «Χρυσή Ορδή» των Μογγόλων, στις λεηλασίες και στη φόρου υποτέλεια, αλλά περιελάμβανε και σαφή ιδεολογικά-θρησκευτικά χαρακτηριστικά, με στόχο τον «προσηλυτισμό ή την εξολόθρευση» των ορθοδόξων «αιρετικών», και μάλιστα με την υποστήριξη και τις ευλογίες του Πάπα της Ρώμης, γεγονός που ερμηνεύει και την παθιασμένη ρωσική αντίσταση. Αναφορές στη δυναμική γερμανική διείσδυση –με την άδεια του ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας-Γερμανικό Έθνος προς την τότε ειδωλολατρική Πρωσία, την Πολωνία-Λιθουανία και ανατολικότερα, στον χώρο της Βαλτικής–, αλλά και στην τευτονική αίσθηση παντοδυναμίας, βρίσκονται και σε ρωσικά Χρονικά, με περιγραφές για την «αποφασιστική μάχη μεταξύ της ρωμαϊκής-καθολικής εκκλησίας και της ρωσικής ορθοδοξίας», αλλά και τη λυσσαλέα αντίσταση των Ρώσων ηγεμόνων κατά των «άπληστων» Γερμανών κατακτητών. Μόνο μετά την αποτυχημένη προσπάθεια υποταγής της ρωσικής ηγεμονίας του Νόβγκοροντ, όταν οι ρωσικές δυνάμεις, υπό τον ηγεμόνα τους Αλέξανδρο Νιέφσκυ (5), κατατρόπωσαν το τευτονικό στράτευμα στη «Μάχη των Πάγων» (1242), επήλθε τελικά η συνθήκη ειρήνης με τους Ρώσους, που έμελλε να διαρκέσει σχεδόν 150 χρόνια (6).
Ακόμη όμως δεν μπορούσε να γίνει λόγος για συστηματική ρωσοφοβία και για πολιτική διάσταση του φαινομένου, που πρωτοεμφανίζεται μόνο στις αρχές του 16ου αιώνα. Από τότε παραμένει διαχρονικά το βασικό πολιτικό ιδεολόγημα των Γερμανών πάνω στο οποίο στηρίζεται η ρωσοφοβία: η τυφλή υποταγή του ρωσικού λαού στην απόλυτη εξουσία του ηγεμόνα, σε συνδυασμό με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό αλλά και τη ρωσική ορθοδοξία, την –κατ’ αυτούς– «θρησκεία των σκλάβων». Αποτέλεσμα αυτού του ιδεολογήματος ήταν η ανάδειξη ενός επίσης διαχρονικού στερεότυπου: η Ρωσία σαν μια «φυλακή λαών» (Astolphe de Custine). Από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα, και με σημεία αναφοράς τον αυτοκρατορικό σύμβουλο Freiherr von Herbstein και τον Christian Weber, θαυμαστή του εκσυγχρονιστή τσάρου Μεγάλου Πέτρου, η γερμανική αντίληψη για τη Ρωσία συμπυκνωνόταν στην αναγόρευση της Ρωσίας σε μια απόμακρη, μυστηριώδη και με φτωχή διοικητική δομή, «Δύναμη του Βορρά», αποκομμένη από τη Βαλτική και, συνεπακόλουθα, από τους κύριους εμπορικούς δρόμους της Βόρειας Ευρώπης. Επρόκειτο για μια στερεότυπη εικόνα που καθιερώθηκε ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης και ισχυροποιήθηκε εξαιτίας του «Μεγάλου Βόρειου Πολέμου» (1700-1721) μεταξύ του Βασιλείου της Ρωσίας και της Σουηδίας για την κυριαρχία στη Βαλτική, αλλά και από το γεγονός ότι η νέα πρωτεύουσα-λιμάνι, η Αγία Πετρούπολη, ανήκει γεωγραφικά στον Βορρά. Ποια ήταν αυτή η στερεότυπη εικόνα των Γερμανών για τη Ρωσία; «Αγριότητα, βαρβαρότητα, ψύχος αλλά και εγγύτητα στην κόλαση, στον θάνατο, ο τόπος της άρκτου, το σύμβολο όχι μόνο του Βορρά αλλά και του διαβόλου» (7).
Όμως, αυτή η διευρυμένη φοβική στάση απέναντι στη Ρωσία δεν εμπόδιζε, ήδη στις απαρχές του Διαφωτισμού, ουμανιστές-universalis, όπως ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, να ασχολούνται επισταμένως και επί μακρόν με την ακόμη «άγνωστη» Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου, αφού θεωρούσε τη Ρωσία σαν ένα είδος «πειραματικού πεδίου» για κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Βασικό μέλημα του homo societatis Λάιμπνιτς: Μια χώρα “tabula rasa”, ένα «υπό ανέγερση ανάκτορο», όπως η Ρωσία, «πρέπει να αποφύγει τα αμέτρητα λάθη» που έγιναν στην «κατακερματισμένη Ευρώπη» (8). Επίσης, και ο Πάουλ Φλέμινγκ, ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές του μπαρόκ, ήταν ο πρώτος Γερμανός ποιητής που, στο πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα, αναφέρθηκε με θετικό τρόπο στη Ρωσία, την οποία και είχε επισκεφτεί.
Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η ρωσοφοβία, εκφραζόμενη συμπτωματικά με τη φοβική επίκληση-κλισέ «προσοχή, έρχεται ο Ρώσος» (“Vorsicht, der Russe kommt”), υπήρξε κυρίαρχο στοιχείο στη γερμανική κοινωνία, καθώς η ρωσική παρουσία στην εσωτερική πολιτική κονίστρα της αποδυναμωμένης από τον «Τριακονταετή Πόλεμο» και κατακερματισμένης Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν συνεχής: είτε όταν τα στρατεύματα του Μεγάλου Πέτρου έφτασαν, στη διάρκεια του «Μεγάλου Βόρειου Πολέμου», μέχρι το Μαγδεμβούργο, τη Σαξωνία και το Χόλσταϊν, είτε όταν, κατά τον «Επταετή Πόλεμο» (1756-1763), οι Ρώσοι δεν κατέλαβαν μόνο την Ανατολική Πρωσία αλλά και αυτό το Βερολίνο. Καταλυτικές ήταν και οι παρεμβάσεις της τσαρικής Ρωσίας στη διαρκή σύγκρουση Πρωσίας – Αυστρίας για τη Σιλεσία, όπως και οι παρεμβάσεις της Μεγάλης Αικατερίνης στον πόλεμο για τη διαδοχή στον θρόνο της Βαυαρίας. Ακόμη πιο έντονη υπήρξε η ρωσική παρουσία στον γερμανικό χώρο στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815), όταν, σ’ έναν κοινό απελευθερωτικό πόλεμο, «το γερμανικό και το ρωσικό πνεύμα αγωνίζονταν επί γερμανικού εδάφους ενωμένα και νικηφόρα» (9) κατά της Γαλλίας. Η διαφορά ήταν όμως ότι, τώρα, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ αποθεωνόταν σαν «ο απελευθερωτής των φιλήσυχων Γερμανών», που σε αυτούς τους πολέμους βίωσαν τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και έθεσαν τους πρώτους σπόρους του γερμανικού εθνικισμού. Το Συνέδριο της Βιέννης (1815) σηματοδότησε όχι μόνο την έναρξη της εποχής της Ιεράς Συμμαχίας, αλλά και τη μετατροπή της Ρωσίας από «βαρβάρους του Βορρά» σε «αυτοκρατορική δύναμη της Ανατολής» (10), η οποία, ήδη από το 1807, ένα μόλις χρόνο μετά τη διάλυση του Πρώτου Γερμανικού Ράιχ, ήταν η μόνη χώρα που αντιστεκόταν στην κυριαρχία της Γαλλίας στην Ευρώπη.
Σε όλη αυτή την περίοδο, καθοριστικός παράγοντας ρωσογερμανικής προσέγγισης και εμβάθυνσης των ρωσογερμανικών σχέσεων υπήρξαν και οι στενές δυναστικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, που ξεκίνησαν με τους απογόνους του Μεγάλου Πέτρου. Αρκετές τσαρίνες, με σημαντικότερη τη Μεγάλη Αικατερίνη, πρώην πριγκίπισσα του Anhalt-Zerbst, ήταν γερμανικής καταγωγής, όπως και ένας πολύ μεγάλος αριθμός συμβούλων, αξιωματικών, παιδαγωγών, μουσικών, καλλιτεχνών, εμπόρων, γιατρών, φαρμακοποιών, τεχνιτών κ.ά., των οποίων η συμμετοχή στην εδραίωση και ανάδειξη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική (11).
Ο δημοκρατικός αντιτσαρισμός και η φανατική ρωσοφοβία του Μαρξ
Η δυναμική, αν και με κάποια καθυστέρηση, είσοδος του ρωσικού παράγοντα στη συνείδηση του μέσου Γερμανού ολοκληρώνεται στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν αναδεικνύεται ο ρόλος της Ρωσίας «σαν ο καταλύτης για βασικά ζητήματα της συνταγματικής μορφής και του κοινωνικού συστήματος της Γερμανίας» (12). Στο πρόσωπο του τσάρου Νικολάου Α΄ αποτυπώνεται ο αέναος διχασμός των Γερμανών απέναντι στη Ρωσία: Για τους συντηρητικούς της εποχής, αποτελούσε τον προστάτη της μοναρχικής νομιμότητας και τη μοναδική εγγύηση για να μην περιέλθει η ασταθής Γερμανία στο χάος και την αναρχία. Αντίθετα, για τους Γερμανούς «φίλους της Γαλλίας», τους δημοκράτες και τους φιλελεύθερους, ήταν η προσωποποίηση της απολυταρχίας και της αντίδρασης (13), ο «άκαρδος τύραννος» και, στο πλαίσιο του «πολωνικού ονειροπολήματος» της εποχής, «ο δήμιος του ευγενούς πολωνικού έθνους», η δικαίωση του οποίου ήταν «ιερό καθήκον του γερμανικού έθνους» (14).
Αυτό που «καθόριζε μέτρα και όρους» (15) στο πολιτικό γίγνεσθαι της Γερμανίας, στην επαναστατική περίοδο 1830-1848, ήταν πρωτίστως η φιλελεύθερη και δημοκρατική ρωσοφοβία και λιγότερο η συμπάθεια ορισμένων συντηρητικών προς την τσαρική Ρωσία. Σημείο αναφοράς σε συντηρητικούς και φιλελεύθερους δεν ήταν, όπως μέχρι και τον 18ο αιώνα, ο «πεφωτισμένος ηγέτης» (Μέγας Πέτρος) ή ο «αιμοδιψής δεσπότης» (Ιβάν ο Τρομερός), αλλά η ταύτιση τσάρου και ρωσικού λαού και η ενιαία Ρωσία. Στη βάση ξεκάθαρων αντιφάσεων και στερεοτύπων, που εντοπίζονται ήδη στη λογοτεχνία του 16ου και του 17ου αιώνα, σε κείμενα των διαφωτιστών αλλά και στις αντιρωσικές εκδόσεις της Γαλλικής Επανάστασης (16), η Ρωσία ταυτιζόταν με «την ασιατική βαρβαρότητα και τον ανατολικό δεσποτισμό, την αυθαιρεσία και τη βαναυσότητα, την παρορμητικότητα και τον αλκοολισμό, την ακαθαρσία» (17) και με άλλες ανάλογες ιδιότητες. Ο ρωσικός επεκτατισμός εκλαμβανόταν ως «φυσικός νόμος» της ρωσικής ιστορίας (18), γι’ αυτό και ο αγώνας για την τελική νίκη (Endsieg) του Γερμανισμού κατά του Σλαβισμού θα ήταν αναπόφευκτος, όπως και ο θρίαμβος της «ανώτερης κουλτούρας» των Γερμανών (19). Αυτή η ιδεολογική αντιπαράθεση ελευθερίας και δεσποτισμού ήταν που τελικά οδήγησε τη γερμανική κοινή γνώμη να επιβάλει στους ηγέτες της Πρωσίας και της Αυστρίας τη συμμετοχή τους στο πλευρό των Δυτικών Δυνάμεων και των Οθωμανών, στον «πιο αδικαιολόγητο πόλεμο της Ιστορίας» (20), τον «Κριμαϊκό Πόλεμο» (1853-1856), αγνοώντας βεβαίως πως ο πόλεμος αυτός θα ήταν και η αφετηρία για την ανάδειξη της Πρωσίας σε ηγεμονική ευρωπαϊκή δύναμη. Την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου, όταν οι σημαντικότερες δυνάμεις του κόσμου συμμάχησαν κατά της Ρωσίας, ο Μαρξ, ως άλλος «πολιτικός-αντιθεολόγος», έγραφε: «Η επανάσταση, η οποία θα κατανικήσει τη Ρώμη της Δύσης, θα υπερβεί και τη δαιμονική επιρροή της Ρώμης της Ανατολής» (21).
Για ένα πλήθος ιστορικών, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι Μαρξ και Ένγκελς «στην αρχή της πολιτικής τους σταδιοδρομίας σαν εξτρεμιστές δημοκράτες και αργότερα σαν επαναστάτες κομμουνιστές πολέμησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους με τέτοιο πάθος τον ρωσικό απολυταρχισμό που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί ρωσοφοβία» (22). Στο πλαίσιο της αναδυόμενης υλιστικής θεώρησης της Ιστορίας και των «ηθικών ωθήσεων» που αντικατοπτρίζονται σε αυτήν, το δίδυμο Μαρξ – Ένγκελς διακρίθηκε ως «ο πλέον σταθερός και πιο φανατικός» από τους υπέρμαχους της «κατανίκησης της ορθόδοξης, τσαρικής Ρωσίας» και της εξαφάνισης του «ημιασιατικού δεσποτισμού», που εκπροσωπούσε ο τσαρισμός. Με την ίδια αίσθηση της Ιστορίας που ο Χέγκελ θεωρούσε την «κατώτερη» (Γίββων) Βυζαντινή Αυτοκρατορία «άθλια και ανισόρροπη για τα πάθη της […], που επιτέλους το σαθρό της οικοδόμημα σκορπίστηκε σε κομμάτια μπροστά στην παντοδυναμία της Τουρκίας» (23), έτσι και για τους συγγραφείς του Κουμμουνιστικού Μανιφέστου, η Ρωσία ήταν «ο μεγαλύτερος εχθρός της επικείμενης προλεταριακής επανάστασης και μια διαρκής απειλή για την Ευρώπη». Η απάντησή τους στην υποτιθέμενη ρωσική απειλή: «Μόνο ένας πόλεμος εναντίον της Ρωσίας είναι ένας επαναστατικός πόλεμος με τον οποίο θα ξεπλυθούν οι αμαρτίες του παρελθόντος…» (24). Συνεπαρμένος από τον αντιρωσικό του οίστρο και τον φόβο του Πανσλαβισμού, ο Μαρξ δεν δίστασε να φτάσει και στα όρια της συνωμοσιολογίας, ισχυριζόμενος ότι «από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου έως και τον Κριμαϊκό Πόλεμο υπάρχει μια σύμπραξη μεταξύ του λονδρέζικου Κοινοβουλίου και της Αγίας Πετρούπολης» (25) και ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Πάλμερστον, ένας από τους φανατικότερους θιασώτες της ιδέας της αγγλικής ηγεμονίας (Pax Bretannica) του κόσμου και ακραιφνής υποστηρικτής της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε «ενεργούμενο της τσαρικής πολιτικής» (26).
Το 1886, σε επιστολή του προς τον ηγέτη της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας Άουγκουστ Μπέμπελ, ο Ένγκελς έγραφε: «Το ευνοϊκότερο για μας θα ήταν η αναχαίτιση της Ρωσίας, είτε με ειρηνικά είτε με πολεμικά μέσα. Η επανάσταση στην Ευρώπη θα ήταν μόνο τότε ώριμη, αν θα έπεφτε αυτό το τελευταίο οχυρό της αντίδρασης… Και εμείς στη Γερμανία θα ήμασταν οι πρώτοι που θα το αντιλαμβανόμασταν» (27). Στην αντιπαράθεσή του, μάλιστα, με τον Μπακούνιν για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Σλάβων της Αυστροουγγαρίας, ο Ένγκελς, που –ειρήσθω εν παρόδω– έβλεπε το «διαλυμένο έθνος» των Πολωνών χρήσιμο «μέχρις ότου η επανάσταση συνεπάρει και την ίδια τη Ρωσία», υπήρξε άκρως διαφωτιστικός: «Δεν σκεφτόμαστε την αυτοδιάθεση. Στις συναισθηματικές φράσεις περί αδελφοσύνης, που μας παρουσιάζονται στο όνομα των πλέον αντεπαναστατικών εθνών της Ευρώπης, απαντούμε ότι το μίσος κατά της Ρωσίας ήταν και είναι το πρώτο επαναστατικό πάθος των Γερμανών… Τώρα γνωρίζουμε πού είναι συγκεντρωμένοι οι εχθροί της επανάστασης: στη Ρωσία και τις σλαβικές χώρες της Αυστρίας» (28).
Απόσπασμα κειμένου του Βασίλη Στοϊλόπουλου από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 11
Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου του Βασίλη Στοϊλόπουλου για το πως εκδηλώνεται η ρωσοφιλία και η ρωσοφοβία μέχρι τη σημερινή Γερμανία στον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 11 που κυκλοφορεί.
1. Gerd Koenen, Der Russland-Komplex. Die Deutschen und der Osten 1900-1945, 2005.
2. Gerd Koenen, ό.π.
3. «Deutscher Οrden der Brüder von Du Haus Sankt Mariens in Jerusalem».
4. Livlaendische Reimchronik.
5. Το 1938, στο πλαίσιο της –ιδεολογικής ακόμα– αντιπαράθεσης της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση, το Τευτονικό Τάγμα του ύστερου Μεσαίωνα απέκτησε –μετά από προτροπή του Στάλιν– νέες διαστάσεις, με το κινηματογραφικό αριστούργημα του Sergej Eisenstein «Αλέξανδρος Νιέφσκυ», καθώς αυτό το «απάνθρωπο πολεμικό εργαλείο του παπισμού και των Γερμανών φεουδαρχών, που στόχευε στην αρπαγή της ρωσικής γης και την καταστροφή της ρωσικής ορθοδοξίας» (Wikipedia), αναγορεύτηκε σε πρόδρομο των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών.
6. Ο προς Ανατολάς επεκτατισμός του Τάγματος θα σταματούσε οριστικά μόνο μετά τη συντριβή των Τευτόνων στη Μάχη του Τάννενμπεργκ, το 1410, από ένα συνασπισμένο στράτευμα Πολωνών και Λιθουανών. Κυρίαρχη δύναμη της περιοχής, μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, αναδείχτηκε για τους επόμενους 2 αιώνες η Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία, η οποία έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος μόνο μετά τον Τρίτο Διαμελισμό της Πολωνίας, το 1795. Αν και αποδυναμωμένο το Γερμανικό Τάγμα, υπό τον Μέγα Μάγιστρο Albrecht I von Brandenburg-Ansbach από τον Οίκο των Χοεντσόλερν, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά ίδρυσε το Πρωσικό Δουκάτο, το οποίο το 1701 ανακηρύχτηκε σε Βασίλειο της Πρωσίας και, κατόπιν, το 1871, κατάφερε να αποτελέσει τη δύναμη που θα συνένωνε «διά πυρός και σιδήρου» όλα τα γερμανικά κρατίδια σε ένα γερμανικό έθνος-κράτος.
7. Hans Lemberg, “Der Russe ist genügsam. Zur deutschen Wahrnehmung Russlands vom Ersten zum Zweiten Weltkrieg”, στο Das Bild des Anderen. Politische Wahrnehmungen im 19. Und 20. Jh., HMRG, Bd. 40, 2000.
8. Jörg Himmelreich, «Der verhängnisvolle deutsche Russland-Komplex», Die Welt, 22-4-2014.
9. Χένρυ Κίσσινγκερ, Διπλωματία, 1995.
10. Hans Lemberg, “Zur Entstehung des Ostbegriffs im 19. Jh.. Vom “Norden” zum “Osten”, Jahrbücher für Geschichte \osteuropas”, N.F. 33, 1985.
11. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Johann Friedrich Okermann, που ανέλαβε σημαντικά και υψηλά αξιώματα της κρατικής εξουσίας.
12. Dietrich Geyer, Ostpolitik und Geschichtsbewustsein in Deutschland, 1985.
13. Στην ιστορική περίοδο της συγκρότησης των εθνών-κρατών, η Ρωσία, ως φορέας ιμπεριαλιστικών πεποιθήσεων, χαρακτηριζόταν ως εχθρός των ελεύθερων εθνών. Αντίθετα, σήμερα, στη φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως εκφράζεται από τον Πούτιν, εκλαμβάνεται ως παρωχημένος και οπισθοδρομικός εθνικισμός. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η Ρωσία ήταν/είναι κίνδυνος για την ειρήνη στην Ευρώπη.
14. Franz Mehring, Karl Marx – Geschichte seines Lebens, 2013.
15. Dietrich Geyer, ό.π.
16. Πρώτος ο νεαρός Joseph Görres, το 1798 –και κατόπιν πολλοί άλλοι–, αναφέρθηκε στον κίνδυνο της «ρωσικής παγκόσμιας δεσποτείας» από έναν «βαρβαρικό γίγαντα» αποτελούμενο από «χιόνι, πάγο και αίμα».
17. Dietrich Geyer, ό.π.
18. Στις αρχές του 18ου αιώνα, τα ρωσικά σύνορα βρίσκονταν στον Δνείπερο, κι έναν αιώνα αργότερα έφταναν μέχρι τον Βιστούλα, 850 χιλιόμετρα δυτικότερα. Ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα η Ρωσία πολεμούσε για την επιβίωσή της εναντίον της Σουηδίας στη σημερινή Ουκρανία, στα μέσα του ίδιου αιώνα, τα στρατεύματά της καταλάμβαναν το Βερολίνο, και ώς το τέλος του αιώνα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στους τρεις διαμελισμούς της Πολωνίας.
19. Dietrich Geyer, ό.π.
20. Θ. Α. Χριστοδουλίδης, Διπλωματική Ιστορία. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, 1991.
21. Franz Mehring, ό.π.
22. Maximilian Rubel, Marx / Engels. Die russische Kommune. Kritik eines Mythos, 1972.
23. Georg Wilhelm Hegel, Die Philosophie der Geschichte, 2012.
24. Friedrich Engels, “Das Begräbnis von Karl Marx”, στο Karl Marx / Friedrich Engels Werke, Bd. 19.
25. Παρά τα εκατομμύρια των νεκρών και τη διασάλευση της ευρωπαϊκής ισορροπίας της Πενταρχίας, λόγω του Κριμαϊκού Πολέμου, οι Μαρξ και Ένγκελς τον χαρακτήριζαν «εικονικό πόλεμο» και «κολοσσιαία κωμωδία των αυταπατών». Το σίγουρο είναι ότι μετά τον Πόλεμο της Κριμαίας άνοιξε πλέον διάπλατα ο δρόμος για τη δημιουργία μεγάλων εθνικών κρατών στην Ευρώπη (Γερμανία και Ιταλία), ακόμη και με τον κίνδυνο πολέμων.
26. Franz Mehring, ό.π.
27. Franz Mehring, ό.π.
28. Franz Mehring, ό.π.
Πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...