Μνήματα μνημεία, της ράτσας αναλλοίωτες μνήμες
Μνήματα μνημεία είναι γεμάτη τούτη η πατρίδα.
Μνήματα μνημεία επιφανών ή αγνώστων ηρώων… που δώσανε τη ζωή τους για να φυλάξουνε γυναίκες και παιδιά, την μνήμη των προγόνων και τη ζωή των αγέννητων, μα πιότερο απ’ όλα προσφέρανε το αίμα τους θυσία στα ιερά, τα όσια και τα ανώτερα, εκείνα που ο νους του ανθρώπου δεν χωρά, αλλά που αντιλαμβάνεται από τα πάντα αυτή η ράτσα…
Μνήματα μνημεία, που δοξάζουνε μύθους και παραδόσεις ανθρώπων που γίνανε ημίθεοι, που γέννησαν ιδέες και επιστήμες, αλλά που πάντα σεβόντουσαν τον άνθρωπο και τιμούσαν τον Πλάστη και Δημιουργό τους…
Μνήματα μνημεία σιωπηλά που μένουν να θυμίζουνε εκείνους που στάθηκαν ορθοί και μήτε ο Χάροντας μπόρεσε να κρύψει την αξιοσύνη τους, αν κι ήταν άνθρωποι φθαρτοί μα χόρευαν και γλένταγαν όποτε κι αν τους συναντούσε και πάλευε στ’ αλώνια του μαζί τους…
Αυτά τα μνήματα καλούν τη μνήμη σήμερα να σηκωθεί και να κυριέψει όσους την των τιμημένων προγόνων γη πατούνε, όσων των δοξασμένων επιφανών αγνώστων ηρώων τολμούν να βρωμίζουν την υπέρτατη θυσία…
Κι αν τα κελεύσματά τους δεν ακούς, τότε ένα να ξέρεις, πως δεν είσαι άξιος συνεχιστής εκείνων κι είναι προτιμότερο να σκύψεις ωσάν δούλος, και να δεχτείς του αφέντη που αναγνώρισες τη μπότα στη ζωή σου.
Μνήματα σπαρμένα σε μία γης, που είναι φτιαγμένη απ’ το Θεό για να γεννά ανδρείους…
Κι είναι αυτά τα μνήματα που σήμερα καλούν τους άξιους να σταθούνε όρθιοι και να χορέψουνε στο γάμο τους με τα αιώνια… με του σταυρού το λάβαρο, ψηλά, φοβέρα στους εχθρούς τους…
Μη φοβάσαι που έπεσες. Άνθρωπος είσαι...
Να τρέμεις, όμως, μη και δεν βρεις τη δύναμη της ψυχής για να σηκωθείς και πάλι όρθιος...
Σήκω, λοιπόν και χόρεψε κι εσύ μαζί τους. Με τα τραγούδια των νεκρών, να σηκωθείς ολόρθος για να ειπείς σε όλους πως τούτη η γη σου ανήκει.
Σήκω ορθός και κοίταξε το χώμα τούτο που μόνο από εσένα περιμένει...
Και τότε, σκέψου αν θέλεις να προσμετρηθείς με τους νεκρούς της λήθης ή τάχα να σταθείς μαζί με τους άξιους που ως κι οι άγιοι τους τιμούνε.
Σήκω, κάμε το χρέος σου και δες όλους τους δειλούς να τρέχουν, να σκορπούνε, και να φοβούνται ακόμη και με τη σκιά σου να συναντηθούν γιατί από πάντα ζούσανε από τ’ ασήμια και του Μαύρου τα κέρδη κι όχι από την των ανθρώπων την τιμή και του Θεού το δίκιο…
Κωνσταντίνος
Κάποιες στιγμές δεν ξέρω τι συμβαίνει, όμως έρχεται ένας καταρράκτης από σκέψεις και λέξεις και το μικρού μου νου γεμίζει... Από την τελευταία αυτή "πλημμύρα" αφήνω εδώ όσα μπόρεσα να περισώσω...
Αυτά τα λόγια, σκόρπια σαν τον άνεμο που μας αγγίζει για να μας θυμίζει πως είμαστε ζωντανοί, σαν τις λέξεις που έρχονται από το πουθενά να μας στοιχειώσουν, δεν έχω τη δύναμη παρά να τα αφιερώσω σε όλους εκείνους που γελαστήκαν και πιστέψανε πως τάχα ο ανάξιος κι ο κιοτής μπορούν με αξιοπρέπεια να ζήσουν...
Σεβας
ΑπάντησηΔιαγραφή